Το Χάνι
Του Δημήτρη Γ. Μαγριπλή*
Την περίοδο της κρίσης το υπουργικό επιτελείο αποφάσισε να περικόψει τα πάντα. Αρκούσε, όπως όλα έδειχναν, να εξασφαλιστεί η καταβολή των μισθών και των συντάξεων. Η εικοστή δόση ήταν προ των πυλών. Απλά, απαιτούσε κάποια νέα μέτρα.
Φυσικά δεν υπήρχαν περιθώρια νέων περικοπών, ή φορολογικών νεωτερισμών. Αυτό δεν το επέτρεπε ο αριθμός των δημοσίων υπαλλήλων, που είχε περιοριστεί στο ελάχιστο. Τον ακριβή αριθμό δεν τον γνωρίζαμε αλλά ξέραμε, ότι ακόμη και τα σχολεία λειτουργούσαν με την εθελοντική συμμετοχή και συμβολή, μορφωμένων μακροχρόνια ανέργων. Υπήρχε μάλιστα και επετηρίδα. Κάποιοι φυσικά, εμποτισμένοι με την ελληνική συνήθεια, που καμία κρίση δεν μπόρεσε να αποβάλλει, κατάφερναν να προσπερνούν την σειρά προτεραιότητας και να αποκτούν το δικαίωμα στην απασχόληση, γρηγορότερα. Το αντίτιμο ένα πιάτο φαί. Προσωπικά δεν γνώριζα κανέναν του καθεστώτος. Έτσι συνέχεια με προσπερνούσαν. Περιοριζόμουν λοιπόν στην κηπουρική.
Ομολογώ ότι κατάφερα να έχω οικιακή οικονομία άριστη. Εκείνο όμως που με στενοχωρούσε, ήταν ότι σε πράγματα απαραίτητα που δεν μπορούσα ή δεν ήξερα να τα παράγω, δεν είχα πρόσβαση. Ζούσαμε όμως και χωρίς σερβιέτες και ακόμη και χωρίς αφρό ξυρίσματος. Τα παιδιά έμεναν τις περισσότερες μέρες στο σπίτι. Η πόλη ήταν περίπου πέντε χιλιόμετρα απόσταση. Λεφτά για βενζίνη δεν υπήρχαν και σπάνια εξασφαλίζαμε κάποιο μπετονάκι, δίνοντας αυγά ή ακόμη και κατσικίσιο γάλα στον πρατηριούχο. Κάναμε όμως ότι μπορούσαμε. Τελικά έβλεπα ότι δεν υστερούσαν στη γλώσσα ή τα μαθηματικά. Ιστορία ήξεραν και γεωγραφία. Μουσική τους μάθαινε η μητέρα τους… Επίσης φυτουργούσαν συστηματικά.
Σαν γονιός όμως, είχα την ανησυχία μου. Έπρεπε να τους εξασφαλίσω ένα καλύτερο αύριο. Πτυχίο δεν θα έπαιρναν και δουλεία δεν υπήρχε πουθενά. Ο κήπος μπορούσε να φροντίζει κάποια άτομα αλλά με τις φαμίλιες τους;
Το μυαλό μου γύριζε με ταχύτητα. Μετά από μέρες ξαγρύπνιας κατέληξα.
– Ανοίγω επιχείρηση, ανακοίνωσα ένα πρωί.
– Είσαι για δέσιμο, μου ξεστόμισε η συμβία μου.
– Ποσώς, απάντησα αρχαιοπρεπώς και της έδειξα σχετικό πρωτοσέλιδο: «Για την εξασφάλιση της δόσης και την εγγύηση των πιστωτών μας, η κυβέρνηση αποφάσισε να καταθέσει στην βουλή νομοσχέδιο, με βάση το οποίο θα περιορίζεται στο ελάχιστο η κατανάλωση ενέργειας, ακόμη και σε δημόσιους χώρους».
Έτσι αρχίσαμε να ζούμε, με βάση τις διακοπές της ηλεκτρικής εταιρίας. Μαγειρεύαμε συγκεκριμένη ώρα, πλενόμαστε, επικοινωνούσαμε, διαβάζαμε, δουλεύαμε, πάντοτε με διακοπές. Τα δημόσια κτήρια, όσα είχαν απομείνει, είχαν διαρκή συσκότιση. Ακόμη και το νοσοκομείο. Περίμενα λίγο, και άνοιξα την αποθήκη που είχαμε κοντά στον δρόμο. Άλλωστε και παλιότερα οι δικοί μου το λειτούργησαν σαν χάνι. Καθάρισα και τα τρία δωμάτια. Ήταν τεράστια. Έφτιαξα περίπου δέκα πάγκους, με σανίδες δικές μου, ικανούς να σηκώσουν και πάνω από εκατό κιλά ο καθένας. Τους τοποθέτησα στο μεσαίο δωμάτιο. Έτσι είχα το πλαίσιο. Στο πρώτο δωμάτιο ρεσεψιόν. Στο δεύτερο χώρος παραγωγής και εναπόθεσης και στο τρίτο; Το άφησα με ένα παλιοκρέβατο και προσωρινά κλειστό.
Η πόλη είχε μεγαλώσει. Καθημερινά συνέρρεαν και νέοι εσωτερικοί μετανάστες. Μας έλεγαν για την φρίκη στην πρωτεύουσα… Αρκετοί μου ζητούσαν τροφή και επαινούσαν για την ιδέα. Είχαν δει αρκετά τέτοια μαγαζιά στην Αθήνα. Ήμουν στην μόδα. Επιπλέον πληθυσμός ικανός υπήρχε, νοσοκομείο με φώτα και υπόγεια κλειστά και η αποθήκη με τα κεράκια και το λιβάνι, σε απόσταση ασφαλείας από τον αστικό ιστό. Χώρος για παρόμοια φιλοξενία δεν υπήρχε στα διαμερίσματα. Επίσης θεωρείτο και ανθυγιεινό. Άρχισα την διαφήμιση. Έγραψα καρτούλες και κάτι καλώς ήλθατε και άρχισα να τις μοιράζω σε κόσμο. Είχα και γνωστό μου τον δήμαρχο. Πράγματι η ιδέα ήταν εξαίρετη. Καθημερινά και τουλάχιστον πέντε πελάτες. Ήταν ρεκόρ για μια επαρχιακή πόλη που σε άλλες εποχές κανένας δεν θα απολάμβανε τις υπηρεσίες μας. Εμείς πλέναμε με επιμέλεια, στολίζαμε και μετά τοποθετούσαμε την υποχρέωσηστους ξύλινους πάγκους. Οι συγγενείς και οι φίλοι μπορούσαν βεβαίως να επισκεφθούν τους οικείους τους χωρίς περιορισμούς. Το πολύ τέσσερεις μέρες ήταν η παραμονή. Έπειτα καθένας τις ευθύνες του. Ακόμη και στην Ιαπωνία, που είχαν προ πολλού εξειδικευτεί στο είδος, ο χρόνος παραμονής ήταν αδιαπραγμάτευτος. Προς τούτο είχα μεταφράσει από τα αγγλικά και τις σχετικές οδηγίες, από ένα φυλλάδιο που μου έστειλε με email ο φίλος μου ο Γιώργος, από την Τζακάρτα. Το έδινα στους πελάτες και απαιτούσα συμμόρφωση. Στο κάτω – κάτω οι αντίστοιχοι δημόσιοι χώροι είχαν καταργηθεί προ πολλού. Όποιος ήθελε και με την κάρτα στο χέρι.
Λίγο πριν την εικοστή τρίτη δόση όλοι κυκλοφορούσαμε με κάρτα. Ακόμη και μαϊντανό από τον μανάβη, με πιστωτική την αγόραζες. Η δουλειά τότε ήταν στο απόγειό της. Είχα διαρκή συνεργασία με το νοσοκομείο και είχα προσλάβει αρκετούς επήλυδες για ανεμιστήρες. Κρατούσαν φύλλα φοίνικα και ανέμιζαν τους πελάτες. Οι πάγκοι ήταν συνέχεια γεμάτοι και με την βοήθεια ντόπιων μαστόρων έφτιαξα ένα φούρνο τεράστιο. Μέχρι και εκατό καρβέλια έψηνε, σε χρόνο μηδέν. Έβαλα υπεύθυνο ένα γείτονα ιεροψάλτη. Ήμασταν άριοι, στον τρόπο και στο είδος των υπηρεσιών που προσφέραμε. Ο δήμαρχος με τίμησε για την προσφορά μου στην κοινότητα και ιδιαιτέρως για το έργο της αποτέφρωσης των ενδιαφερομένων. Έφτασα σε εποχή που δουλεύαμε εικοσιτετράωρο. Ακόμη και στο τρίτο δωμάτιο έβαλα δύο διπλά και τρία μονά κρεβάτια. Δεν είχα χρόνο για πάγκους και κατασκευές και έτσι χρησιμοποίησα παλιές καριόλες και γενικά σιδερένια κρεβάτια. Πολυτέλεια. Ήταν για ακριβούς πελάτες. Έβαλα και παραβάν ώστε να υπάρχει σχετική ιδιωτικότητα.
Όλα πήγαιναν ρολόι μέχρι και την εικοστή πέμπτη δόση. Μετά αναδουλειές. Δεν είχε μείνει κανείς. Όχι ότι κλείσαμε αλλά περάσαμε σε εποχές που θύμιζαν πριν το μνημόνιο. Ένας σήμερα άλλος μετά από μέρες και ύστερα μετά από καιρό. Απέλυσα το σύνολο του προσωπικού και απέτρεψα τον γιο να σπουδάσει σε Ι.Ε.Κ κοντινής πόλης, το σχετικό επάγγελμα.
– Δεν έχει μέλλον, του είπα.
Εκεί που αποφάσισα να το κλείσω δέχθηκα την επίσκεψη ενός γνωστού.
– Μόνο για λίγες ώρες, μου είπε και μου έδειξε μια ολόφρεσκη κάρτα. Ξεπέρασα τους δισταγμούς μου και τους έβαλα στο τρίτο δωμάτιο. Το έκανε και την επομένη και από στόμα σε στόμα το έμαθαν πολλοί. Ήμασταν πάλι φίσκα. Άλλωστε είχε αρχίσει και η αποκλιμάκωση της κρίσης. Χρειαζόμασταν πλέον εργατικά χέρια. Άλλαξα και την επιγραφή στο μαγαζί. Από «Πανδοχείο Κεκοιμημένων» το ονόμασα «Πανδοχείο Ερωτευμένων».
«Λόγος περί ζωής και θανάτου» ήταν ο κύκλος εργασιών. Έτσι δεν άλλαξα και κατηγορία, όταν πήγα στην εφορία, για να κάνω την μετατροπή.
ΠΗΓΗ: (πρωτοδημοσιεύτηκε στο «Το Λογοτεχνικό Μπιστρό της Στέλλας» Ηλεκτρονικό Περιοδικό για τη Λογοτεχνία και όχι μόνο.»). Το είδα: 15 Οκτ 2012, http://nanodihghma.blogspot.gr/2012/10/blog-post_14.html?spref=fb
* Ο Δημήτρης Γ. Μαγριπλής είναι διηγηματογράφος, πρώην επιστημονικός συνεργάτης της Γ/βάθμιας εκπ/σης και … ελαιπαραγωγός!