Αυτοβιογραφική αυθεντικότητα*
Του Γιάννη Στρούμπα
Η δοκιμασία της ανθρώπινης ψυχής στον κοινωνικό στίβο μάχης απολήγει είτε στην επικράτηση των αντοχών της και τη διατήρηση της ύπαρξής της στις επάλξεις του αγωνιστικού βίου, είτε στην κατάρρευσή της και την απόσυρσή της από το προσκήνιο. Τη συγκεκριμένη πραγματικότητα αποδίδει ο τίτλος «Παρουσίες – απουσίες» της δέκατης τέταρτης ποιητικής συλλογής της Χαράς Χρηστάρα. Ο αγώνας προς επιβίωση είναι επίπονος, κι η Χρηστάρα το επισημαίνει ήδη από το μότο «Πρώτη κραυγή του ανθρώπου/ αυτή του πόνου», το οποίο προτάσσει στη συλλογή της. Η πραγμάτευση του θέματός της επιχειρείται από την ποιήτρια σε τέσσερα μέρη, που επιγράφονται «Η γειτονιά», «Οι γιατροί μου», «Για την εποχή μας», «Το εξοχικό».
Η κραυγή του πόνου στο πρώτο μέρος της συλλογής πηγάζει από τις απουσίες που προκαλεί η σύγχρονη οικονομική κρίση. Οι τίτλοι των ποιημάτων είναι εύγλωττοι: «Έκλεισε το καφέ Ζουρνάλ», «Έκλεισε και η Πυξίδα», «Το φαρμακείο Φαρμακιώτη έκλεισε». Το κλείσιμο του «Ζουρνάλ», σημείου συνάντησης μιας ευρείας γκάμας ανθρώπινων μορφών, δεν συνιστά απλώς έναν αντίκτυπο της κρίσης· κυρίως σηματοδοτεί τη διάλυση της παρέας, τον κατακερματισμό της γειτονιάς, την αποσάθρωση της κοινωνικής συνοχής. Οι περιγραφείσες ιδιότητες των θαμώνων είναι κάτι πολύ περισσότερο από μια παράθεση χαρακτηρολογικών γνωρισμάτων· είναι η επίγνωση των ανθρώπων, η διάγνωση των συνηθειών και των επιθυμιών τους, η στενότερη επαφή, το βαθύτερο ενδιαφέρον· είναι το δέσιμο του μικρόκοσμου της γειτονιάς, ο οποίος υποχρεώνεται σε αποσύνθεση. Το κλείσιμο, πάλι, του φαρμακείου Φαρμακιώτη περιλαμβάνει, πέρα από το σχόλιο της άλλης μίας ήττας για τους μικρούς επαγγελματίες από τους μεγάλους του χώρου, τη θλίψη για την κατεδάφιση των ονείρων, τον ενταφιασμό της ευγένειας και της ανιδιοτέλειας των μικρών ιδιοκτητών, εφόσον τα συγκεκριμένα γνωρίσματα κατανικώνται από τον αδυσώπητο ανταγωνισμό και τον εμπορικό κυνισμό.
Η διακοπή στη λειτουργία του βιβλιοπωλείου «Πυξίδα» μεταφέρει το κέντρο βάρους του ποιητικού σχολιασμού από τον κοινωνικό περίγυρο στην προσωπική ιστορία του ίδιου του ποιητικού υποκειμένου. Αφού, δηλαδή, παρουσιάζεται νωρίτερα ο βιοποριστικός αγώνας της βιβλιοπώλισσας κι εκδηλώνεται το ειλικρινές ενδιαφέρον για την πάλη επιβίωσης του μικρού επαγγελματία, ανακύπτει τελικά και η εξομολόγηση του προσωπικού πλήγματος για το ποιητικό υποκείμενο, καθώς το βιβλίο του εξαφανίζεται από τη βιτρίνα του βιβλιοπωλείου, παράλληλα με τον τερματισμό της λειτουργίας εκείνου. Η εξέλιξη αυτή είναι κομβική ως προς τις πληροφορίες που πορίζει. Δηλώνεται λοιπόν ότι το ποιητικό υποκείμενο φέρει την ιδιότητα του συγγραφέα. Περαιτέρω, αποκαλύπτεται μια περίεργη λειτουργία αξιολόγησης των καταστάσεων, η οποία τοποθετεί πλάι στο –τραγικό για τη βιβλιοπώλισσα και τον βιοπορισμό της– καθεστώς της ανεργίας τον προσωπικό πόθο της αφηγήτριας για τη λογοτεχνική της ανάδειξη. Η σύγκριση φαντάζει ανίερη και προκαλεί απορίες που, στην παρούσα φάση, διατηρούνται μετέωρες.
Μόνη εξαίρεση στην παρακμή των επαγγελματιών, η οποία, βέβαια, επιβεβαιώνει τον κανόνα, συνιστά το ποίημα «Ο Σταύρος μένει ανοιχτός!»· το θαυμαστικό πλάι στην πληροφορία ότι ο Σταύρος διατηρεί ακόμη το μαγαζί του και συνεχίζει να εργάζεται, σχολιάζει πολύσημα την κατάσταση, δηλώνοντας ταυτόχρονα την επιδοκιμασία, τον θαυμασμό, την υποστήριξη προς τον μαχόμενο επαγγελματία, αλλά και την απορία για τις συνεχιζόμενες αντοχές, παρά την παρουσία στο επίκεντρο του καταστροφικού τυφώνα. Ασφαλώς, η υποστήριξη τούτη δεν είναι εύκολη υπόθεση, αφού και η ποιητική ηρωίδα, πληττόμενη από την κρίση, αναγκάζεται προς στιγμήν να προσφύγει στα μεγάλα σουπερμάρκετ με τις φθηνότερες τιμές. Μα και πάλι βρίσκει την ισορροπία, μοιράζοντας τα ψώνια της κι εξυπηρετώντας έτσι τόσο τις οικονομικές της ανάγκες όσο και τον μικρό ελεύθερο επαγγελματία. Το νέο κομβικό σημείο, ωστόσο, εδώ είναι η ταύτιση του ποιητικού υποκειμένου με τη συγγραφέα: «–Κυρία Χρηστάρα, μην/ στέκεστε στην ουρά και περιμένετε», διαμηνύει ο «μπακάλης-μανάβης» Σταύρος προς την αφηγήτρια, αποκαλύπτοντας ότι το ποιητικό υποκείμενο στις ποιητικές ιστορίες της συλλογής κι η ποιήτρια είναι το ίδιο πρόσωπο!
Η ταύτιση της Χρηστάρα με την πρωταγωνίστρια των ποιημάτων της προσδίδει μια αυτοβιογραφική διάσταση στη συλλογή της, η οποία βαθαίνει πολύ περισσότερο στην ενότητα «Οι γιατροί μου». Η προσωπική έκθεση της ποιήτριας, μέσω της αποκάλυψης δεδομένων του προσωπικού της βίου, απαιτεί θάρρος, κυρίως όμως –σε ποιητικό επίπεδο– ικανότητα πραγμάτευσης. Η γνωστοποίηση ψυχικών νοσημάτων κι επισκέψεων σε ψυχαναλυτές, σεξουαλικών προτιμήσεων, ενδόμυχων επιδιώξεων, οικογενειακών θεμάτων είναι λογοτεχνικά απαιτητική, καθώς το ενδιαφέρον του αναγνώστη, που μπορεί να προκληθεί μέσα από το λαθραίο κοίταγμα στην κλειδαρότρυπα του ιδιωτικού βίου, είναι δυνατόν να καταστεί πλαδαρό, εάν η πραγμάτευση των σχετικών θεμάτων διολισθήσει σε έναν γλυκερό συναισθηματισμό, αδύναμο στην ικανότητά του να πείσει για τη φυσικότητά του. Η λογοτεχνική αποτύπωση απαιτεί, δηλαδή, τα ίδια στοιχεία τα οποία η Χρηστάρα αναγνωρίζει ότι της έδωσε η μητέρα της, σε έναν σπασμένο σε δύο στίχους δεκαπεντασύλλαβο: «ταλέντο, θέληση, σπουδές/ και προπαντός αγάπη.»
Η ποιήτρια επιστρατεύει, πράγματι, καί τη θέληση καί την αγάπη της απέναντι στα ποιητικά της θέματα. Τα ποιήματα στην παρούσα συλλογή της Χρηστάρα είναι ευθύβολα κι εύστοχα. Κεντράρουν στον στόχο τους και τον πετυχαίνουν με υπολογισμένη ακρίβεια, γιατί δεν προσποιούνται. Ανοίγουν την καρδιά τους, γι’ αυτό πετυχαίνουν την καρδιά του αναγνώστη. Προβαίνουν σε οδυνηρές παραδοχές, αναγνωρίζουν μικρότητες, μοιράζονται τις προσωπικές ευαισθησίες. Η παραδοχή του ψυχικού κλονισμού, μ’ όλες του τις αντιφατικότητες, προκαλεί τη θετική τοποθέτηση έναντι του ποιητικού υποκειμένου, ιδίως καθώς σ’ αυτόν προσδίδεται από την ποιήτρια και μια αυτοϋπονομευτική, χιουμοριστική διάθεση, η οποία δεν επιτρέπει να εξελιχθεί η εξιστόρηση του νοσήματος σε μελόδραμα.
Η παραδοχή της προσωπικής ευθύνης, αντί για την αποκλειστική της μετάθεση στους άλλους, ελαφραίνει τις όποιες άκομψες συμπεριφορές της ποιητικής ηρωίδας, πολύ περισσότερο όταν αναγνωρίζεται ως αιτία των συγκεκριμένων συμπεριφορών η παραξενιά του ποιητικού υποκειμένου. «Τον έχω τρελάνει με/ τα μπρος πίσω/ και πάντα/ απαντάει», σχολιάζει η ηρωίδα για τον νέο της ψυχίατρο, ενώ για την απροσχημάτιστη εγκατάλειψη του πρώην της ψυχιάτρου παραδέχεται, στην ουσία, την ακαμψία της: «Εννοείται ότι το ραντεβού/ μετά το Πάσχα ακυρώνεται.» Και μόνη η αναφορά στην αντικατάσταση του ψυχιάτρου είναι άκρως αυτοϋπονομευτική κι αυτοσαρκαστική, κι ακριβώς αποδώ προκύπτει το δυσδιάκριτο αλλά υπαρκτό, λεπτό, υποδόριο χιούμορ της Χρηστάρα, το οποίο εκτείνεται μέχρι και τη σύνδεση των ψυχαναλυτικών συνεδριών με την ποίηση: «–Αυτό το είπες ήδη», σχολιάζει ο ψυχαναλυτής τα λεγόμενα της ασθενούς του, δίνοντας στη Χρηστάρα την αφορμή να χαριτολογήσει «έτσι μου ’μαθε τη λιτότητα», υπονοώντας την εφαρμογή της στην τέχνη του λόγου.
Μάλιστα, η σύγκρουση της ηρωίδας με τον ψυχαναλυτή της αποδίδεται ακριβώς στην προσέγγιση της ποίησης: «Όμως για χάρη/ του ποιήματος τούτου/ συγκρουσθήκαμε.// Άλλωστε,/ του χωρισμού ο θρήνος/ ήταν το κύριο θέμα μας…» Έτσι, ο θρήνος του χωρισμού γίνεται πράξη απέναντι στον επαγγελματία που διδάσκει την προσέγγισή του, κι απ’ ό,τι φαίνεται, χωρίς τον αναμενόμενο θρήνο! Υπό το πρίσμα τούτο, η αμηχανία που προκαλούσε το προηγηθέν ενδιαφέρον της ποιήτριας για το βιβλίο της, καθώς αυτό θα έχανε τη φιλόξενη βιτρίνα του πληγμένου από την οικονομική κρίση βιβλιοπωλείου, αποκτά πλέον ειρωνικές διαστάσεις, λόγω του διαφαινόμενου αυτοσαρκασμού της ποιητικής ηρωίδας για την πρόκριση του προσωπικού της ταπεινού συμφέροντος εμπρός στο δράμα της ανεργίας της βιβλιοπώλισσάς της.
Ο διαγραφόμενος αυτοσαρκασμός επιτρέπει στο ποιητικό υποκείμενο να κατορθώνει και την αποστασιοποίησή του από τα γεγονότα. Έτσι, αν νωρίτερα έδωσε σε αυτά μια διάσταση άκρως προσωπική, σε βαθμό τέτοιον ώστε συχνά να δίνεται η εντύπωση πως η προσωπική επιδίωξη τοποθετείται υψηλότερα από το συλλογικό καλό, η ακόλουθη αντικειμενική τοποθέτηση απέναντι στις εξελίξεις, που συντελείται στην ενότητα «Για την εποχή μας», αποκαθιστά την ισορροπία. «Έχει η εποχή μας/ κι αυτή κάποια καλά…», αλλά και «Είμαστε ακόμη/ μακριά από το ιδανικό…», σχολιάζει η ποιήτρια, προβαίνοντας πλέον σε μια αποτίμηση της σύγχρονη εποχής με βάση την τετράγωνη λογική, η οποία αναγνωρίζει τόσο τα αρνητικά όσο και τα θετικά στοιχεία της εποχής.
Η προσώρας επιστράτευση της τετράγωνης λογικής, που, επιπλέον, λειτουργεί αντιστικτικά στις προηγηθείσες, ακόμη κι αψυχολόγητες, ψυχικές εκδηλώσεις, δεν αναιρεί πάντως την κυρίαρχη στα ποιήματα συναισθηματική χροιά. Το επιλογικό ποίημα της συλλογής «Το εξοχικό μας», που την επιστεγάζει, αποτελώντας μόνο του την τελευταία ενότητα («Το εξοχικό»), επικαλείται τη συναισθηματική λειτουργία, εκπέμποντας τη γλυκιά συγκίνηση της ανάμνησης των περασμένων. Η συγκίνηση αυτή, ωστόσο, σκιάζεται από τη ματαιότητα των ανθρωπίνων: «Με πόσα όνειρα το χτίσαμε,/ κάτι λίγα καλοκαίρια/ πόσο το χαρήκαμε…», συλλογίζεται η ποιήτρια, στοχαζόμενη πως η υλοποίηση των ονείρων προσφέρει μια χαρά που διαρκεί μόλις λίγο, κι έπειτα εξατμίζεται.
Η εξάτμιση των υλικών αγαθών, καθώς αυτά περιπίπτουν για διάφορους βιοτικούς λόγους σε αχρησία, συνηγορεί την αποχώρηση των ανθρώπων από το κοινωνικό προσκήνιο, εντείνοντας το αίσθημα της απουσίας. Άνθρωποι και υλικά, απερχόμενα, μοιάζουν μ’ ένα εξόδιο καθ’ οδόν προς την άλλη ζωή. Αλλά παρά το σχόλιο της φθαρτότητας, η ειλικρίνεια της συνολικής εξομολόγησης προκαλεί τη θαλπωρή της κατανόησης. Η οικειοθελής έκθεση της Χρηστάρα στις προσωπικές και τις ποιητικές της εμμονές εγχειρίζει στη συλλογή της την παρουσία της γνησιότητας, του αποτελεσματικότερου ίσως υλικού προς την αναγνωστική κινητοποίηση. Και τούτη ακριβώς η παρουσία, αντίβαρο στις περιγραφείσες οδυνηρές ανθρώπινες απουσίες, καθιστά την παρούσα συλλογή ως την ποιητικά αυθεντικότερη της Χρηστάρα και την πλέον της ενδιαφέρουσα.
Χαρά Χρηστάρα, «Παρουσίες – απουσίες», εκδ. Μανδραγόρας, Αθήνα 2014, σελ. 48.
ΤΟ ΕΞΟΧΙΚΟ ΜΑΣ
Στη μητέρα μου
Πέρασα από το εξοχικό μας σήμερα. Τόσες αναμνήσεις παιδιόθεν. Στον κήπο ο γερο-πλάτανος εκεί με τη σκιά και τη δροσιά του· πλατανάκι στα παιδικά χρόνια.
Οι φλαμουριές, τεράστιες η συκιά, η κερασιά, η καρυδιά οι ευκάλυπτοι, τα πεύκα, οι ιτιές, οι ροδοδάφνες όλα στη θέση τους.
Το σπίτι, έρημο.
Με πόσα όνειρα το χτίσαμε, κάτι λίγα καλοκαίρια πόσο το χαρήκαμε…
Τώρα κλειστό, αραχνιασμένο.
Μπήκα μια στιγμή τα έπιπλα σκεπασμένα με σεντόνια, το μαγιό της μητέρας, λερωμένο, δεν θα το φορέσει ποτέ πια.
Δυο φορές σταυροκοπήθηκα. Μία μέσα μια απέξω.
Πήρα ένα ρούχο κι έφυγα. |
* α΄ δημοσίευση: εφημ. «Αντιφωνητής», αρ. φύλλου 416, 1/6/2015.