Δεν υπάρχουν εκ γενετής ταλέντα …

 Δεν υπάρχουν εκ γενετής ταλέντα και παιδιά θαύματα

 Του Χρήστου Γεωργίου*

Το παρόν άρθρο αποτελεί συμπύκνωση του άρθρου «Έμφυτα ταλέντα: Πραγματικότητα ή μύθος; (Innate talents: Reality or myth?)» των Howe, M. J. A., Davidson, J. W. και Sloboda, J. A. (ερευνητών στα Βρετανικά πανεπιστήμια Exeter – Τμήμα Ψυχολογίας, Sheffield – Τμήμα Μουσικής, και Keele – Τμήμα Ψυχολογίας, αντιστοίχως), που δημοσιεύθηκε στο έγκριτο επιστημονικό περιοδικό Behavioral and Brain Sciences (τεύχος 21, σελ. 399-442, 1998) του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης.

Για λεπτομερέστερη μελέτη του πρωτότυπου άρθρου, ο κάθε ενδιαφερόμενος μπορεί να το βρει στην ιστοσελίδα

http://journals.cambridge.org/action/displayAbstract?fromPage=online&aid=29991, ή επικοινωνώντας με τον γράφοντα (c.georgiou@upatras.gr).

Ο γράφων προέβη στην παρουσίαση αυτού του άρθρου διότι το θεωρεί ιδιαίτερα χρήσιμο σε φορείς/πρόσωπα του χώρου της εκπαίδευσης, όπως το υπουργείο Παιδείας, το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο, το Εθνικό Συμβούλιο Παιδείας, οι επιτροπές χάραξης εκπαιδευτικής πολιτικής των κομμάτων, τα Πανεπιστήμια (ιδιαίτερα τα Παιδαγωγικά Τμήματα), οι Διευθύνσεις Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης, και βέβαια οι εκπαιδευτικοί όλων των βαθμίδων.

Το καταληκτικό συμπέρασμα των συγγραφέων του πρωτότυπου άρθρου περί μη ύπαρξης έμφυτων ταλέντων συμφωνεί με τα ευρήματα των βιολογικών επιστημών ότι η διανοητική ανάπτυξη του εγκεφάλου και η μάθηση δεν εξαρτώνται από τα γονίδια μας. Αυτό το θέμα αναπτύσσεται εκτενώς από τον γράφοντα σε άρθρο του στο περιοδικό Ουτοπία (τεύχος 87, σελίδες 93-130, 2009), με τίτλο «Βιολογικός ντετερμινισμός, άτομο και κοινωνίες ισότητας».

* Χρήστος Γεωργίου, Καθηγητής Βιοχημείας, Τμήμα Βιολογίας, Πανεπιστήμιο Πατρών,  E-mail c.georgiou@upatras.gr. Επιμέλεια μετάφρασης του πρωτότυπου άρθρου: Μαρία Παναγιωτονάκου, Διπλωματούχος Αγγλικής Φιλολογίας

1. Εισαγωγή

Πλήθος στοιχείων δείχνουν ότι τα παιδιά διαφέρουν μεταξύ τους στα επιτεύγματα και στην ευκολία μάθησης σε πολλούς τομείς εξειδίκευσης, από τη μουσική, τον χορό, τις τέχνες και τη λογοτεχνία έως τον αθλητισμό, το σκάκι, τα μαθηματικά, τις επιστήμες και την εκμάθηση ξένων γλωσσών. Σημαντικές διαφορές καταγράφονται ακόμα κι εντός της ίδιας οικογένειας: για παράδειγμα, ένα παιδί που αγωνίζεται ανεπιτυχώς να μάθει κάποιο μουσικό όργανο μπορεί να ξεπεραστεί στην πρόοδο από το μικρότερο αδελφάκι του.

Ο πιο πολύς κόσμος πιστεύει ότι το να γίνει κάποιος εξαιρετικά ικανός σε ορισμένους τομείς εξαρτάται από την παρουσία ή απουσία έμφυτων γνωρισμάτων, χαρακτηριζόμενων συχνά με τις ετικέτες «ταλέντα», «χαρίσματα» και σπανιότερα «φυσικές κλίσεις». Σύμφωνα με μια ανεπίσημη Βρετανική έρευνα, πάνω από τα τρία τέταρτα των εκπαιδευτικών που αποφασίζουν ποιοι μαθητές πρέπει να λάβουν μουσική εκπαίδευση, πιστεύουν ότι θα τα καταφέρουν μόνον όσοι διαθέτουν κάποια έμφυτα χαρίσματα. Επίσης, είναι πλατιά διαδεδομένη η άποψη ότι το έμφυτο ταλέντο που κάνει ένα άτομο ικανό να αριστεύσει εμφανίζεται σε πολύ μικρή ηλικία. Ο σκοπός αυτού του άρθρου είναι να εξετάσει τα επιχειρήματα υπέρ και κατά της άποψης ότι τα εξαιρετικά επιτεύγματα εξαρτώνται από ιδιαίτερες βιολογικές δυνατότητες που χαρακτηρίζουν ορισμένα μικρά παιδιά.

Αυτό το θέμα έχει σημαντικές κοινωνικές επιπτώσεις. Συνέπεια της άποψης ότι τα έμφυτα χαρίσματα αποτελούν προϋπόθεση για υψηλές επιδόσεις είναι ότι τα νεαρά άτομα που θεωρούνται ατάλαντα σε κάποιο τομέα ενδέχεται να στερηθούν την απαραίτητη βοήθεια και ενθάρρυνση για να αναπτύξουν τις ικανότητες τους σε υψηλό επίπεδο. H πρόοδος των παιδιών επηρεάζεται θετικά ή αρνητικά από τις προσδοκίες των ενηλίκων.

1.1. Ορισμός του ταλέντου

Πριν εξετάσουμε τα δεδομένα υπέρ και κατά της ύπαρξης ταλέντων, καλό θα ήταν να ορίσουμε με τη μεγαλύτερη δυνατή σαφήνεια την έννοια του όρου «ταλέντο». Στην καθημερινότητα, οι άνθρωποι δεν προσδιορίζουν τι εννοούν με αυτό τον όρο, δηλαδή πώς αντιλαμβάνονται το έμφυτο ταλέντο ή τις επιδράσεις του. Για τους σκοπούς αυτού του άρθρου θα θεωρήσουμε ότι το ταλέντο χαρακτηρίζεται από πέντε ιδιότητες-κριτήρια: (1) Προέρχεται από γενετικά κληρονομούμενες δομές (επεξήγηση του γράφοντος: τα γονίδια) και άρα είναι τουλάχιστον μερικώς έμφυτο. (2) Το σύνολο των επιδράσεων του μπορεί να μην είναι εμφανές σε πρώιμο στάδιο, αλλά θα προϋπάρχουν ενδείξεις που θα επιτρέπουν σε ειδικούς να αναγνωρίσουν την ύπαρξη του ταλέντου προτού εκδηλωθεί σε εξαιρετικά επίπεδα απόδοσης. (3) Αυτές οι πρώιμες ενδείξεις ταλέντου αποτελούν βάση πρόβλεψης για το ποιοι ενδέχεται να διαπρέψουν. (4) Ελάχιστα παιδιά είναι ταλαντούχα διότι αν ήταν όλα δεν θα υπήρχε τρόπος να προβλεφθούν ή να εξηγηθούν τα επιτεύγματα μόνο μερικών από αυτά. (5) Τέλος, το ταλέντο περιορίζεται σε συγκεκριμένο τομέα (π.χ. «ταλέντο στη μουσική»). Αυτές οι πέντε ιδιότητες του ταλέντου σκοπεύουν να δώσουν ένα ορισμό κοινά αποδεκτό από τους ερευνητές, που να ταιριάζει και με την αίσθηση του μέσου ανθρώπου για το ταλέντο. Όπως ο μέσος άνθρωπος, οι ερευνητές χρησιμοποιούν τον όρο «ταλέντο» για να προβλέπουν ή να εξηγούν την απόδοση κάποιου ατόμου χωρίς όμως να περιγράφουν τον όρο.

2. Στοιχεία που υποστηρίζουν την ύπαρξη ταλέντου

Διάφορα στοιχεία δείχνουν να συνηγορούν υπέρ της άποψης του ταλέντου. (1) Η ύπαρξη πολλών μαρτυριών για παιδιά που απέκτησαν εντυπωσιακές δεξιότητες πολύ νωρίς στη ζωή τους, παρότι φαινομενικά στερούνταν ευκαιριών για θεωρούμενες ως απαραίτητες μαθησιακές εμπειρίες. (2) Σχετικά σπάνιες ικανότητες που μπορούν να έχουν έμφυτη προέλευση (π.χ. «τέλεια» αντίληψη του μουσικού τόνου) φαίνεται να εμφανίζονται αυθόρμητα σε λίγα παιδιά και ενδέχεται να αυξάνουν την πιθανότητα να διαπρέψουν στη μουσική. (3) Αναφορές για ύπαρξη βιολογικής συσχέτισης ορισμένων δεξιοτήτων και ικανοτήτων. (4) Δεδομένα από το ιστορικό αυτιστικών παιδιών και ειδικότερα των διανοητικά ανάπηρων ατόμων που ταξινομούνται στην ομάδα των «σοφών ιδιωτών».

2.1. Στοιχεία δεξιοτήτων που εμφανίζονται σε ασυνήθιστα πρώιμο στάδιο

Η βιβλιογραφία βρίθει αναφορών περί ύπαρξης παιδιών-θαυμάτων με ιδιαζόντως πρώιμη ανάπτυξη. Υπάρχουν περιγραφές για ένα αγόρι που άρχισε να μιλά σε ηλικία πέντε μηνών, και για ένα άλλο που κατά τους γονείς του σχημάτιζε προτάσεις από τον τρίτο μήνα, συμμετείχε σε συζητήσεις στον έκτο του μήνα και διάβαζε απλά βιβλία στην ηλικία του ενός έτους. O Francis Galton (σημείωση του γράφοντος: εξάδελφος του Δαρβίνου) λέγεται ότι διάβαζε όταν ήταν τριών ετών. Όμως, σε καμία από αυτές τις περιπτώσεις η πρώιμη έκρηξη γλωσσικών δεξιοτήτων δεν καταγράφηκε από τον ερευνητή, και όλες οι αρχικές μελέτες ήταν ετεροχρονισμένες και ανεκδοτολογικού χαρακτήρα (ήτοι αθεμελίωτες). Ακόμα και οι πιο πρόσφατες μελέτες μειονεκτούν ως προς αυτό το στοιχείο. Σε ανεκδοτολογικά στοιχεία στηρίζονται, επίσης, αναφορές για μουσικούς που σε πολύ νεαρή ηλικία παρουσίασαν αυθορμήτως εντυπωσιακές ικανότητες. Ως παιδιά-θαύματα θεωρούνταν ορισμένοι εξέχοντες συνθέτες, και σε μερικές περιπτώσεις οι αναφορές κάνουν λόγο για ξεχωριστές μουσικές ικανότητες από πολύ πρώιμη ηλικία. Οι πρώιμες ικανότητες του Mozart είναι ευρέως γνωστές. Κι εδώ οι περισσότερες αναφορές στηρίζονται σε ανεκδοτολογικές περιγραφές που έγιναν πολλά χρόνια μετά τα φερόμενα ως παιδικά επιτεύγματα[i].

Μερικές αναφορές είναι αυτοβιογραφικές, όπως π.χ. του Stravinsky που περιγράφει την κατάπληξη των γονιών του για το γεγονός ότι μιμείτο τοπικούς τραγουδιστές στην ηλικία των δύο ετών, ή του Arthur Rubenstein που ισχυριζόταν ότι υπήρξε δεξιοτέχνης στο πιάνο πριν καν μιλήσει. Η εγκυρότητα τέτοιων αυτοβιογραφικών αναφορών είναι αμφισβητούμενη υπό το πρίσμα του ότι οι παιδικές αναμνήσεις των τριών πρώτων χρόνων είναι αναξιόπιστες. Οι βιογραφίες εξεχόντων συνθέτων κατά την παιδική τους ηλικία αποκαλύπτουν ότι όλοι τους είχαν μακροχρόνια συστηματική εντατική μόρφωση και εξάσκηση. Η εμφάνιση εξαιρετικών δεξιοτήτων μάλλον ακολούθησε παρά προηγήθηκε μιας περιόδου κατά την οποία δόθηκαν εξαιρετικές ευκαιρίες στο παιδί, που συχνά συνδυάζονταν με μεγάλες προσδοκίες ότι θα προόδευε. Υπάρχουν επίσης μερικές περιγραφές για πρώιμες ικανότητες στις εικαστικές τέχνες, όπου ερευνητές έχουν συλλέξει ζωγραφιές δίχρονων και τρίχρονων παιδιών πολύ πιο ρεαλιστικές από των άλλων παιδιών. Μεταξύ των σημαντικών καλλιτεχνών, όμως, ελάχιστοι έχουν σχεδιάσει και ζωγραφίσει πολλά υποσχόμενα έργα προ της ηλικίας των οκτώ.

2.2. Στοιχεία για ιδιαίτερες δυνατότητες που διευκολύνουν την απόκτηση ειδικών ικανοτήτων

Το γεγονός ότι μερικά άτομα αποκτούν ικανότητες χωρίς ιδιαίτερο κόπο και ευκολότερα από άλλους ανθρώπους δεν επιβεβαιώνει την ύπαρξη ταλέντου. Οι διαφορές μεταξύ ανθρώπων στην ευκολία απόκτησης κάποιας δεξιότητας μπορεί να οφείλονται στη συνεισφορά πολλών παραγόντων. Σε αυτούς περιλαμβάνονται επιρροές από τα κίνητρα και την προσωπικότητα του ατόμου, καθώς και πρότερες μαθησιακές εμπειρίες που του δίνουν γνώσεις, ιδέες, δεξιότητες και αυτοπεποίθηση. Η ευκολία απόκτησης των ασυνήθιστων ικανοτήτων είναι συχνά το αποτέλεσμα τους.

Το πεδίο της μουσικής παρέχει ίσως τη σαφέστερη ένδειξη για ιδιαίτερες ικανότητες που εκδηλώνονται από μια μειοψηφία ατόμων σε μικρή ηλικία, χωρίς φαινομενικά να καταβάλουν ιδιαίτερη προσπάθεια. Ορισμένα παιδιά διαθέτουν «τέλεια» ή «απόλυτη» αντίληψη του μουσικού τόνου. Τέτοια προικισμένα παιδιά μπορούν να ονοματίζουν και να τραγουδούν συγκεκριμένους τόνους χωρίς να τους έχει δοθεί από πριν ο τόνος αναφοράς. Ο απόλυτος τόνος έχει συνδεθεί με δομικές διαφορές στην μορφολογία του εγκεφάλου. Μουσικοί με απόλυτο τόνο παρουσιάζουν μεγαλύτερη ασυμμετρία στο αριστερό κροταφικό πεδίο (leftward planum temporale) από μη μουσικούς και μουσικούς χωρίς τέλειο τόνο. Όμως, δεν είναι ξεκάθαρο αν αυτές οι διαφορές οφείλονται στον απόλυτο τόνο ή είναι το αποτέλεσμα διαφορών στη μάθηση και την εμπειρία.

Οι μουσικοί που διαθέτουν απόλυτο τόνο θα ήταν αναμενόμενο να είναι πιο επιτυχημένοι από αυτούς που δεν έχουν, αλλά αυτό δεν συμβαίνει πάντα. Η αντίληψη του απόλυτου τόνου έχει περιορισμένη χρησιμότητα. Για παράδειγμα, δεν συνεισφέρει στις ερμηνευτικές ικανότητες του ατόμου. Επιπλέον, τα στοιχεία δείχνουν ότι μπορεί να διδαχθεί. Κάτι τέτοιο είναι σύνηθες σε νεαρούς μουσικούς που εκπαιδεύονται εντατικά πριν την ηλικία των πέντε ή έξι ετών, ίσως επειδή ένα μικρό παιδί δίνει μεγαλύτερη προσοχή στις μεμονωμένες νότες πριν φτάσει στο σημείο να αντιλαμβάνεται τους ήχους ως μέρος μεγαλύτερων μουσικών δομών. Σε αντίθεση με την άποψη ότι ο απόλυτος τόνος αποτελεί ξεκάθαρη απόδειξη ταλέντου, μερικές φορές τον διαθέτουν άτομα που αρχίζουν τη μουσική τους εκπαίδευση σε μεγαλύτερη ηλικία, και μπορεί να αποκτηθεί ακόμα και από ενήλικες αν και μετά από μεγάλη προσπάθεια.

Παρομοίως, η φωτογραφική φαντασία (eidetic imagery) έχει θεωρηθεί ως ταλέντο. Όπως και ο απόλυτος τόνος, έχει παρατηρηθεί σε ορισμένα μικρά παιδιά και μάλιστα χωρίς ειδική εκπαίδευση. Αυτή η ικανότητα φαίνεται ότι κάνει τα μικρά παιδιά ικανά να ανακαλούν αρκετά λεπτομερείς οπτικές πληροφορίες, αλλά αυτό το φαινόμενο είναι φευγαλέο και δύσκολα επαληθεύσιμο άλλωστε, τα οφέλη του είναι ελάχιστα, αν όχι μηδενικά. Παρότι αυτό το φαινόμενο δείχνει να υφίσταται ως υποκειμενική εμπειρία, δεν υπάρχουν αποδεικτικά στοιχεία που να το συνδέουν με κάποια ιδιαίτερη ικανότητα μνήμης. Συμπερασματικά, η ικανότητα οπτικοποίησης πληροφοριών δεν προσφέρει κάποιο πλεονέκτημα.

2.3. Στοιχεία για βιολογικό ρόλο στις ιδιαίτερες δεξιότητες

Υπάρχει εκτεταμένη συνδυαστική κυρίως έρευνα που συσχετίζει διάφορες μετρήσεις στη δομή του εγκεφάλου με την εγκεφαλική λειτουργία, την ενεργοποίηση και τη συμπεριφορά. Οι ιδιαίτερες επιδόσεις έχουν συνδεθεί με (α) ηλεκτροφλοιικές μετρήσεις όπως προκλητά δυναμικά (evoked potentials) και τα συστατικά μέρη τους, (β) δεδομένα από την ημισφαιρική πλευρικότητα (hemispheric laterality) του εγκεφάλου, (γ) εικόνες τομών εγκεφάλου, και (γ) ακούσιες κινήσεις του ματιού (saccadic eye movements).

Έχουν διαπιστωθεί συγκεκριμένες συσχετίσεις ιδιαίτερων ικανοτήτων με βιολογικούς παράγοντες όπως η χρήση του αριστερού χεριού, διαταραχές του ανοσοποιητικού συστήματος, μυωπία, μετρήσεις ροής αίματος, προγεννητική έκθεση σε υψηλά επίπεδα τεστοστερόνης, αλλεργίες, επίπεδα ουρικού οξέος, ρυθμός μεταβολισμού της γλυκόζης, και πλαγίωση (laterality) εγκεφάλου.

Ορισμένοι ερευνητές υποστηρίζουν ότι υφίστανται διαφορές μεταξύ των φύλων ως προς τις χωρικές ικανότητες (spatial abilities) που φαίνεται να συνεισφέρουν στις μαθηματικές επιδόσεις και πιθανόν βασίζονται σε βιολογικές διαφορές ότι παράμετροι επεξεργασίας των πληροφοριών, που εμπλέκονται σε ορισμένες ανθρώπινες ικανότητες όπως η ταχύτητα απόκρισης, είναι τουλάχιστον μερικώς κληρονομήσιμες ότι υπάρχουν κληρονομικοί παράγοντες που αποτελούν τη βάση για άλλες ατομικές διαφορές στις ικανότητες όπως η εν ενεργεία μνήμη (working memory) ότι σε νεαρά άτομα που σημειώνουν εξαιρετική πρόοδο στα μαθηματικά έχει παρατηρηθεί αυξημένη ικανότητα να χειρίζονται πληροφορίες βραχυπρόθεσμης μνήμης ότι μερικές από τις έμφυτες επιρροές που συνεισφέρουν στην ποικιλότητα των αποτελεσμάτων των τεστ ευφυΐας πιθανόν να συνεισφέρουν επίσης και στις ατομικές διαφορές σε ιδιαίτερες δεξιότητες.

Γενικά, τα συνδυαστικά στοιχεία που συνδέουν τις επιδόσεις με χαρακτηριστικά γνωρίσματα του εγκεφάλου υποθέτουν ότι έμφυτα καθοριζόμενες βιολογικές διαφορές συνεισφέρουν στη διαφορετικότητα των ατόμων σε ξεχωριστές ικανότητες. Εντούτοις, υπάρχει μεγάλο χάσμα μεταξύ της ταυτοποίησης νευρωνικών συσχετίσεων με συμπεριφορικές διαφορές και της εύρεσης κάποιου δείκτη ταλέντου. Οι σχέσεις μεταξύ νευρωνικών μετρήσεων και επιδόσεων είναι εξαιρετικά αδύναμες για να εγγυηθούν την εξαγωγή συμπερασμάτων για ύπαρξη ταλέντων, και ελαχιστοποιούνται όταν τα επιτεύγματα είναι πιο σύνθετης υφής.

Για να υποστηριχθεί η ύπαρξη του ταλέντου, οι νευρωνικές συσχετίσεις με εξαιρετικές δεξιότητες θα έπρεπε να συνοδεύονται από (1) σαφήνεια για την αιτιότητα και τις αποδείξεις ότι η νευρωνική μέτρηση (2) καθορίζεται έμφυτα (δεν είναι το αποτέλεσμα διαφορών στις εμπειρίες), (3) είναι εξειδικευμένη όσον αφορά τη συγκεκριμένη ικανότητα, και (4) ισχύει επιλεκτικά για συγκεκριμένη μειοψηφία ατόμων. Στη βιβλιογραφία δεν υπάρχουν κανενός είδους νευρωνικές μετρήσεις που να πλησιάζουν ούτε στο ελάχιστο αυτά τα κριτήρια. Ούτε υπάρχουν αδιάσειστα εναλλακτικά στοιχεία πρώιμων πρόδρομων φυσικών δεικτών για ειδικές δυνατότητες, που να έχουν προκύψει από μελέτες σε προγεννητικές ικανότητες ή μεταγεννητικές γνωστικές λειτουργίες.

Ερευνητές υποστηρίζουν ότι οι φαινομενικοί δομικοί δείκτες ιδιαίτερων ικανοτήτων θα πρέπει να ερμηνεύονται με μεγάλη προσοχή. Επισημαίνουν δε ότι οι ατομικές διαφορές στη σύσταση συγκεκριμένων μυών είναι αξιόπιστοι πρόδρομοι δείκτες διαφορών στην αθλητική επίδοση, και ότι αυτό το γεγονός έχει ευρέως προβληθεί ως απόδειξη της ύπαρξης γενετικών καθοριστικών παραγόντων (επεξήγηση γράφοντος: γονίδιων) στην αθλητική υπεροχή. Όμως υπογραμμίζουν ότι οι διαφορές στην αναλογία σε μυϊκές ίνες αργής ταχύτητας αντίδρασης (slow-twitch) που είναι απαραίτητες για επιτυχημένους δρομείς μεγάλων αποστάσεων, είναι σε μεγάλο βαθμό το αποτέλεσμα εντατικής προπόνησης και όχι το αρχικό αίτιο της διαφορετικότητας στις ικανότητες.

Ορισμένες ατομικές διαφορές στη δομή και τη λειτουργία του εγκεφάλου είναι το αποτέλεσμα διαφορών στις εμπειρίες και όχι το βασικό αίτιο. Η εμπειρία μπορεί να αλλάξει διάφορα τμήματα του εγκεφάλου των θηλαστικών, περιλαμβανομένων των σωματο-αισθητηριακών, οπτικών και ακουστικών συστημάτων. Στους βιολιστές και σε άλλους μουσικούς έγχορδων οργάνων η αντιστοίχιση των δακτύλων του αριστερού χεριού (που πιέζει τις χορδές) με περιοχές του εγκεφαλικού φλοιού είναι μεγαλύτερη από αυτή των μη μουσικών. Ο δε βαθμός διαφορετικότητας συνδέεται με την ηλικία που ο μουσικός ξεκίνησε την εκπαίδευση του.

Η γνώση μας για τη γενετική βάση των ειδικών ικανοτήτων υψηλού επιπέδου είναι ιδιαίτερα περιορισμένη. Στη Μελέτη της Μινεσότα σε δίδυμα που μεγάλωσαν ξεχωριστά, η ατομική αξιολόγηση στο μουσικό ταλέντο είχε συντελεστή συσχέτισης 0.44 μεταξύ των μονοζυγωτικών (σημείωση γράφοντος: αδελφών με ταυτόσημο DNA) σημαντικά μικρότερο από το συντελεστή συσχέτισης 0.69 μεταξύ των μονοζυγωτικών διδύμων (σημείωση του γράφοντος: με διαφορετικό DNA), δείχνοντας ότι οι εμπειρίες από το οικογενειακό περιβάλλον συνεισφέρουν σημαντικά στην αξιολόγηση του μουσικού ταλέντου. Παρομοίως, άλλη μελέτη σε δίδυμους συμπέρανε ότι μεταξύ νεαρών ενηλίκων η μουσική ικανότητα επηρεάζεται περισσότερο από το οικογενειακό περιβάλλον παρά από τα γονίδια.

2.4. Στοιχεία για ασυνήθιστες δυνατότητες «σοφών» αυτιστικών παιδιών

Από το ιστορικό των περισσότερων «σοφών ιδιωτών» είναι φανερό ότι η εμφάνιση ιδιαίτερων δεξιοτήτων συνοδεύεται από έμμονο ενδιαφέρον από μέρους τους για υπερεξάσκηση. Όμως, υπάρχουν και λίγες αναφορές διανοητικά καθυστερημένων παιδιών με ειδικές δεξιότητες που φαίνεται να είχαν αποκτηθεί χωρίς κάποια ειδική εξάσκηση ή οδηγίες. Ερευνητές αναφέρουν ένα κοριτσάκι, την Nadia, που ζωγράφιζε θαυμάσιες εικόνες αλόγων και πουλιών, και ένα άλλο παιδάκι, τον Stephen Wiltshire, με παρόμοιες ικανότητες, καθώς κι ένα πεντάχρονο αγόρι που αναπαρήγε στο πιάνο τις μελωδίες που άκουγε.

Οι αξιοθαύμαστες ικανότητες αυτιστικών μουσικών και καλλιτεχνών ίσως πλησιάζουν αυτό που θεωρείται ως ταλέντο. Τουλάχιστον για τις περιπτώσεις της Nadia και του πεντάχρονου αγοριού, το επίπεδο των επιδόσεων τους ήταν ανώτερο από των μη αυτιστικών παιδιών της ηλικίας τους. Μόνο υποθέσεις μπορούν να γίνουν για το πώς αυτά τα παιδιά επιτύγχαναν πράγματα που τα άλλα αδυνατούσαν, αν και αξίζει να σημειωθεί ότι σε πολλές τεκμηριωμένες περιπτώσεις τα παιδάκια επικεντρώνονταν πολλές ώρες την ημέρα στο ειδικό ενδιαφέρον τους. Δεν υπάρχουν άμεσες αποδείξεις ότι τα αίτια είναι έμφυτα, αλλά ακόμα κι αν υφίσταται κάποια έμφυτη παράμετρος η κύρια επίδραση της είναι ίσως στην επαύξηση της ιδιαίτερης εμμονής τους παρά σε αυτές καθ’ αυτές τις ειδικές δεξιότητές τους.  

3. Στοιχεία που διαψεύδουν την ύπαρξη του ταλέντου

Αυτή η ενότητα παραθέτει ποικίλα ευρήματα προς την αντίθετη κατεύθυνση, και εισάγει και άλλους λόγους που αμφισβητούν την άποψη της ύπαρξης έμφυτου ταλέντου.

3.1 Απουσία πρώιμων δεικτών

Όπως επισημάνθηκε στην υποενότητα 2.1, τα περισσότερα στοιχεία για ύπαρξη πολύ πρώιμων ενδείξεων σε ασυνήθιστες ικανότητες είναι είτε ετεροχρονισμένα ή βασίζονται σε καταγραφές που δόθηκαν από τους γονείς, οι ισχυρισμοί των οποίων, όμως, ότι δεν είχαν ενεργό ρόλο στην ενθάρρυνση της προόδου του παιδιού τους διαψεύδονται από άλλα στοιχεία. Με εξαίρεση την περίπτωση των ολίγων αυτιστικών παιδιών που αναφέρθηκαν στην υποενότητα 2.4, δεν υπάρχουν τεκμηριωμένα στοιχεία περί ξεχωριστών πρώιμων επιτευγμάτων χωρίς υπέρμετρη γονική υποστήριξη και ενθάρρυνση. Αυτό δεν σημαίνει ότι η γονική υποστήριξη ή οι ειδικές ευκαιρίες και η εξάσκηση εξηγούν όλες τις περιπτώσεις λαμπρών επιδόσεων.

Αρχικά, θα αναφερθούμε σε ορισμένες μελέτες που αφορούν στο κατά πόσο παιδάκια που θεωρήθηκαν ασυνήθιστα ικανά από την παιδική τους ηλικία και μετέπειτα, επέδειξαν πρώιμους δείκτες ειδικών ικανοτήτων διαφορετικών από αυτές που οφείλονται στην πρώιμη γονική εκπαίδευση ή στην ειδική ενθάρρυνση.

Θα πρέπει να λάβουμε υπόψη ότι οι πρώιμες ικανότητες δεν συνιστούν απόδειξη ύπαρξης ταλέντου εκτός και αν αυτό εκδηλωθεί απουσία ειδικών ευκαιριών μάθησης. Για παράδειγμα, κάποτε θεωρείτο ότι είναι κληρονομική η ικανότητα βρεφών από ορισμένες περιοχές της Αφρικής να κάθονται και να βαδίζουν αρκετά νωρίτερα από τα παιδάκια της Ευρώπης, αλλά ερευνητές έδειξαν ότι αυτή η υπόθεση ήταν λανθασμένη. Μελετώντας τα βρέφη μιας φυλής στην Κένυα, οι ερευνητές επιβεβαίωσαν ότι πράγματι αυτά παρουσίαζαν κινητικές ικανότητες, όπως βάδισμα, όρθια στάση και κάθισμα, χωρίς την υποστήριξη της μητέρας τους ή πολύ νωρίτερα από τα παιδιά άλλων ηπείρων, αλλά επίσης ανακάλυψαν ότι οι μόνες δεξιότητες που αυτά τα βρέφη απέκτησαν νωρίτερα από τα άλλα ήταν εκείνες που τους δίδαξαν οι μητέρες τους. Όταν γενετικά παρόμοια βρέφη από την ίδια φυλή ανατράφηκαν σε ένα αστικό περιβάλλον όπου οι γονείς δεν τους παρείχαν την ειδική εκπαίδευση που τους έδιναν στα παραδοσιακά χωριά, αυτά τα βρέφη δεν επέδειξαν κάποια πρόωρη κινητικότητα. Οι έρευνες αυτές επιβεβαιώθηκαν από τον συντελεστή συσχέτισης 0.9 που βρέθηκε μεταξύ της ηλικίας που το μωρό ξεκίνησε να μπουσουλά και του βαθμού της προς τούτο ενθάρρυνσής του από τους γονείς του. Αυτά τα ευρήματα δεν αποκλείουν την πιθανότητα μερικές πρώιμες διαφορές να έχουν βιολογική βάση, αλλά δείχνουν ότι δεν πρέπει να συνάγεται αυτομάτως τέτοιο συμπέρασμα.

Ελάχιστα απέδωσαν και οι μελέτες που έγιναν αναδρομικά για την ύπαρξη πρώιμων δεικτών προόδου σε άτομα που μετέπειτα αρίστευσαν. Ερευνητές πήραν συνέντευξη από 21 εξέχοντες Αμερικάνους πιανίστες συμφωνικής μουσικής (περίπου τριανταπέντε χρονών) στην αρχή της καριέρας τους, καθώς και από τους γονείς τους. Υπήρξαν ελάχιστες ενδείξεις ότι αυτοί οι μουσικοί είχαν εμφανίσει δείκτες μελλοντικής επιτυχίας ενόσω ήταν ακόμα πολύ νέοι. Στις περισσότερες περιπτώσεις, η ασυνήθιστα ταχεία πρόοδος ακολούθησε παρά προηγήθηκε ενός συνδυασμού καλών ευκαιριών και υπέρμετρης ενθάρρυνσης. Ακόμα και όταν οι νεαροί πιανίστες είχαν εξασκηθεί σχετικά εντατικά επί έξι χρόνια, σίγουρες προβλέψεις για την τελική επιτυχία τους μόνο σε ελάχιστες περιπτώσεις ήταν δυνατό να γίνουν. Παρομοίως, μια βιογραφική μελέτη 165 επαγγελματιών Πολωνών μουσικών απέδωσε ελάχιστες καταγραφές για κάποια προσχολική συμπεριφορά τους που να προοιώνιζε ιδιαίτερες ικανότητες στη μουσική. Μια άλλη μελέτη σε κορυφαίους Γερμανούς τενίστες επίσης δεν έδειξε πρώιμες ικανότητες πιθανής μελλοντικής επιτυχίας τους. Επιπλέον, μελέτες μέσω συνεντεύξεως στην παιδική επίδοση επιτυχημένων καλλιτεχνών, κολυμβητών και μαθηματικών, κατέγραψαν ελάχιστους πρώιμους δείκτες για μελλοντική επιτυχία πριν ενθαρρυνθούν μεθοδικά από τους γονείς τους.

Άλλοι ερευνητές μελέτησαν τη μορφή και τη συχνότητα εμφάνισης πρώιμων δεικτών στις μουσικές ικανότητες 257 μικρών παιδιών, μερικά από τα οποία παρουσίασαν εξαιρετική πρόοδο στη μουσική. Οι ερευνητές ρώτησαν τους γονείς τους αν παρατήρησαν ή όχι στα παιδιά τους την εμφάνιση κάποιων ειδικών δεικτών για πιθανή μουσική διάκριση, κι αν ναι πότε. Τους ρώτησαν επίσης πότε τα παιδιά τους πρωτοτραγούδησαν, ενδιαφέρθηκαν για τη μουσική, έδειξαν κάποια προτίμηση στη μουσική, ή ενεπλάκησαν σε κάποια μουσική δραστηριότητα. Μόνο αυτά που ασχολήθηκαν πρώιμα με τη μουσική και με το τραγούδι εκδήλωσαν (σε ελάχιστο βαθμό) πιο πρώιμο ενδιαφέρον απ’ ό,τι τα άλλα παιδιά και τελικά επέτυχαν στη μουσική. Στις περισσότερες περιπτώσεις, ο γονέας τραγουδούσε σε μόνιμη βάση στο νήπιο πολύ πριν αυτό τραγουδήσει.

Μερικοί ερευνητές υπέθεσαν ότι το ενδιαφέρον και η ευχαρίστηση για μουσικούς ήχους μπορεί να αποτελούν δείκτες έμφυτων μουσικών ικανοτήτων, αλλά ένα ερευνητικό ερωτηματολόγιο έδειξε ότι αυτές οι προτιμήσεις δεν αποτελούν δείκτες ύστερων μουσικών επιτευγμάτων. Σε κάθε περίπτωση, είναι αμφισβητούμενη η υπόθεση ότι ακόμα και οι πολύ πρώιμες προτιμήσεις πρέπει να είναι έμφυτες και όχι διδασκόμενες. Μικρές διαφορές στο βαθμό της προσοχής που δείχνουν τα νήπια (για οποιοδήποτε λόγο) σε διαφορετικά είδη ερεθισμάτων μπορούν να προκαλέσουν αυξητικά διαφορετικές δράσεις και αποκρίσεις, οι οποίες τελικά παράγουν έκδηλες προτιμήσεις και συνεισφέρουν στις διαφορές μεταξύ των μικρών παιδιών ως προς στις ικανότητές τους.

3.2 Στοιχεία που δείχνουν ανυπαρξία διαφορών στην ευκολία μάθησης μεταξύ «ταλαντούχων» και άλλων ατόμων

Διαφορές στην ταχύτητα ή στην ευκολία απόκτησης γνώσης θα μπορούσαν να αντικατοπτρίζούν κάποιο συγκεκριμένο ταλέντο μόνο αν έχουν αποκλειστεί άλλες επιρροές. Κάτι τέτοιο όμως δεν είναι εύκολο να γίνει. Παρεμβάλλουσες μεταβλητές όπως ο βαθμός εξοικείωσης με τμήματα ενός έργου μπορεί να επηρεάσουν την απόδοση ακόμα και στα απλά τεστ μνήμης.

Επιβεβαιωτικά στοιχεία προκύπτουν από μελέτες της μακροχρόνιας εξάσκησης στην ανάπτυξη ιδιαίτερων ικανοτήτων. Δεν εντοπίστηκαν σημαντικές διαφορές μεταξύ των πολύ επιτυχημένων νεαρών μουσικών και άλλων παιδιών στο χρόνο εξάσκησης που χρειάζονταν για να φτάσουν σε ορισμένο επίπεδο προόδου μεταξύ διαδοχικών τάξεων στις εξετάσεις στη Βρετανική μουσική επιτροπή (British musical board). Ούτε οι διαφορές μεταξύ ομάδων στον μέσο όρο προόδου ήταν μεγαλύτερες του αναμενόμενου από τις διαφορές στον διατιθέμενο χρόνο εξάσκησης. Σύμφωνη με αυτό είναι και η διαπίστωση ότι όλοι οι μεγάλοι συνθέτες χρειάστηκαν μακρές περιόδους εξάσκησης, τουλάχιστον δέκα χρόνων. Κατά έναν ερευνητή, αυτός ο χρόνος είναι υποτιμημένος. Υπολογίζει ότι οι εξέχοντες συνθέτες για να εδραιώσουν τη θέση τους στο κλασικό ρεπερτόριο δημιούργησαν την πρώτη σύνθεση τους κατά μέσον όρο μεταξύ των ηλικιών 26 και 31 ετών, έχοντας αρχίσει τα μαθήματα στη μουσική γύρω στα 9 έτη και στη σύνθεση γύρω στα 17. Παρομοίως, οι σκακιστές χρειάζονταν τουλάχιστον δέκα χρόνια διαρκούς προετοιμασίας για να φθάσουν σε διεθνές ανταγωνιστικό επίπεδο και χρειάστηκαν περισσότερο χρόνο όσοι ξεκίνησαν από την παιδική ηλικία. Συγκρίσιμες χρονικές περίοδοι προετοιμασίας και εξάσκησης είναι απαραίτητες και για ποικίλα άλλα πεδία όπως τα μαθηματικά, οι ιατρικές και ακτινολογικές διαγνώσεις και ο αθλητισμός.

3.3 Εξαιρετικά επίπεδα επιτευγμάτων από «ατάλαντους» ανθρώπους

Πολλά ευρήματα που έρχονται σε αντίθεση με την άποψη για ύπαρξη ταλέντου προέρχονται από πειράματα σε κοινούς ανθρώπους που υποβάλλονται σε εντατική εξάσκηση για δεξιότητες που απαιτούν μεγάλη μνήμη ή αντίληψη. Σε μερικές περιπτώσεις, τα εξασκούμενα άτομα επιτυγχάνουν επίπεδα απόδοσης πολύ πιο ψηλά απ’ ότι θεωρείται εφικτό από τους περισσότερους ανθρώπους (περιλαμβανόμενων και των ειδικών επιστημόνων στην ψυχολογία της μάθησης και της μνήμης). Αμύητοι παρατηρητές υπέθεσαν ότι οι συμμετέχοντες σε αυτά τα πειράματα θα πρέπει να είχαν κάποια ιδιαίτερη έμφυτη κλίση. Παρόμοια ευρήματα έχουν καταγραφεί από μελέτες σε δεξιότητες σχετιζόμενες με το επάγγελμα του σερβιτόρου και του μπάρμαν. Σε μια μελέτη, οι σερβιτόρες των μπαρ κάθε φορά μπορούσαν να θυμούνται είκοσι παραγγελίες ποτού η απόδοσή τους ήταν σημαντικά καλύτερη από της ομάδας σύγκρισης που αποτελείτο από πανεπιστημιακούς φοιτητές. Θα μπορούσε να υποτεθεί ότι τα άτομα που προσλαμβάνονται ως σερβιτόροι και μπάρμαν καταλήγουν σε τέτοιες δουλειές επειδή διαθέτουν έμφυτη δεξιότητα στη μνήμη, όμως τα ευρήματα άλλων ερευνητών δείχνουν ως πιθανότερο αίτιο της διάκρισης αυτών των ατόμων στην απομνημόνευση των παραγγελιών την εξάσκηση κατά την εργασία.

Ο ρόλος της εξάσκησης και όχι του χαρίσματος επιβεβαιώνεται και από τα επιτεύγματα που είναι σπάνια σε μια κουλτούρα και συνήθη σε κάποια άλλη. Σε ορισμένες κουλτούρες υψηλά επίπεδα δεξιοτήτων έχουν παρατηρηθεί σε παιδιά στην κολύμβηση και στο κανό, καθώς και στον καθορισμό της πορείας στην ανοιχτή θάλασσα και σε φαινομενικά γυμνά εδάφη. Ορισμένα μουσικά επιτεύγματα είναι πολύ πιο διαδεδομένα σε μερικές μη Δυτικές κουλτούρες απ’ ό,τι στη δική μας, και τα παιδιά των Αβορίγινων της Αυστραλιανής ερήμου έχουν καλύτερη επίδοση σε ορισμένες δοκιμασίες οπτικής μνήμης από τα λευκά παιδιά. Το γεγονός ότι η πρώιμη ανάπτυξη ορισμένων δεξιοτήτων στα νήπια χάνεται όταν οι γονείς τους δεν ακολουθούν τις παραδοσιακές συνήθειες εξάσκησης δείχνει ότι η πολιτισμική ποικιλότητα στα επιτεύγματα προκαλείται από διαφορές στις ευκαιρίες στη μάθηση.

3.4 Εννοιολογικές δυσκολίες του όρου ταλέντο

Υπάρχουν ορισμένα προβλήματα εννοιολογικού χαρακτήρα και λογικής με την ιδέα ότι το ταλέντο συνεισφέρει στις εξαιρετικές ανθρώπινες ικανότητες. Στον καθημερινό λόγο, ο συλλογισμός για το ταλέντο είναι συχνά κυκλικός. Για παράδειγμα: «Παίζει τόσο καλά επειδή έχει ταλέντο. Πώς γνωρίζω ότι έχει ταλέντο; Είναι προφανές, παίζει τόσο καλά!». Ακόμα και μεταξύ των ερευνητών που χρησιμοποιούν επεξηγηματικά την ιδέα του ταλέντου, τα υποστηρικτικά στοιχεία βασίζονται στα υποτιθέμενα αποτελέσματα. Όπως πολλά επιστημονικά κατασκευάσματα, το ταλέντο δεν είναι άμεσα αντιληπτό αλλά συναγόμενο. Αυτό δεν είναι αναγκαία κακό αρκεί να διασφαλίζεται ότι τα ευρήματα εξηγούνται με τη μέγιστη πειστικότητα χωρίς την προσφυγή στην ιδέα του ταλέντου.

4. Εναλλακτικές επιρροές που συνεισφέρουν σε φαινόμενα αποδιδόμενα στις επιδράσεις του ταλέντου

Τα αίτια για τις εξαιρετικές ικανότητες μπορεί να μην είναι ποιοτικά διαφορετικά από αυτά για τις λιγότερο εξαιρετικές ικανότητες των συνήθων ανθρώπων. Οι συσχετίσεις μεταξύ των ιδιαίτερων ικανοτήτων και των εμπειριών που προάγουν τη μάθηση έχουν ήδη μελετηθεί διεξοδικά. Εδώ θα ασχοληθούμε με την συνεισφορά της εκπαίδευσης και της εξάσκησης στα διάφορα είδη επιδεξιοτήτων.

Πολλές παράμετροι της ανθρώπινης ποικιλότητας μπορεί να επηρεάσουν τις μαθησιακές εμπειρίες των ανθρώπων και τις τελικές τους ικανότητες: (1) πρότερη γνώση σχετιζόμενη με δεξιότητες, (2) προσοχή, συγκέντρωση και απόσπαση προσοχής, (3) ενδιαφέροντα και αποκτώμενες προτιμήσεις, (4) κίνητρο και ανταγωνιστικότητα, (5) αυτοπεποίθηση και αισιοδοξία, (6) άλλες πτυχές της ιδιοσυγκρασίας και της προσωπικότητας, (7) ενθουσιασμός και ενεργητικότητα, και (8) κούραση και άγχος. Επίδραση επίσης ασκούν οι διαφορές στις ευκαιρίες και στις εμπειρίες, καθώς και στην καταλληλότητα της εκπαίδευσης και την αποτελεσματικότητα της μάθησης.

4.1 Στοιχεία από μελέτες στην εξάσκηση

Τα εντυπωσιακά αποτελέσματα της εκπαίδευσης και της εξάσκησης στους συνήθεις ανθρώπους συζητήθηκαν στην υποενότητα 3.3. Ακόμα και για όσους πιστεύεται ότι είναι ιδιαίτερα ταλαντούχοι στη μουσική, τα μαθηματικά, το σκάκι ή τον αθλητισμό, αυτό είναι αποτέλεσμα μακρών περιόδων καθοδήγησης και εξάσκησης. Η μουσική είναι ένα πεδίο ικανοτήτων που θεωρείται ως ιδιαίτερα εξαρτώμενο από το ταλέντο παρομοίως, οι επιδράσεις της εξάσκησης σε άλλα πεδία ικανοτήτων ενδέχεται να είναι τουλάχιστον τόσο δυνατές όσο στη μουσική.

Ερευνητές βρήκαν ισχυρή συσχέτιση μεταξύ του επιπέδου της απόδοσης σπουδαστών βιολιού ηλικίας κοντά στα είκοσι έτη και του αριθμού των ωρών κανονικής εξάσκησης στην οποία είχαν υποβληθεί. Μέχρι την ηλικία των 21 ετών, οι καλύτεροι σπουδαστές στην απόδοση στο ωδείο είχαν συγκεντρώσει γύρω στις 10.000 ώρες εξάσκησης, συγκρινόμενες με λιγότερο από το μισό αυτών των ωρών για σπουδαστές στο ίδιο ίδρυμα που εκπαιδεύονταν ως δάσκαλοι βιολιού. Διαφορές παρόμοιου μεγέθους βρέθηκαν επίσης σε μια μελέτη που συνέκρινε εξπέρ και ερασιτέχνες πιανίστες. Οι μετρήσεις του χρόνου εξάσκησης από το ξεκίνημα της εκμάθησης ενός οργάνου αποδείχθηκαν καλοί δείκτες πρόβλεψης για διαφορές στην απόδοση μεταξύ σπουδαστών εντός μιας ομάδας αλλά και μεταξύ ομάδων. Μελέτες από άλλους ερευνητές στους εξπέρ μουσικούς παρέχουν επιπρόσθετα στοιχεία ότι η συστηματική εξάσκηση είναι αναγκαία για την απόκτηση και διατήρηση υψηλών επιπέδων ικανοτήτων. Επιπλέον, είναι απαραίτητο να δίνεται σημαντική βοήθεια και ενθάρρυνση σε όλους τους νεαρούς οργανοπαίκτες – ακόμα και σε αυτούς που οι γονείς και οι δάσκαλοι τους θεωρούν ιδιαίτερα ταλαντούχους – προκειμένου να διατηρήσουν το απαραίτητο επίπεδο εξάσκησης για να γίνουν εξπέρ.

Άλλοι ερευνητές μελέτησαν ετεροχρονισμένα στοιχεία από προσωπικά ημερολόγια μουσικών στα αποτελέσματα της εξάσκησης. Από αυτά επιβεβαιώθηκε η ισχυρή συσχέτιση μεταξύ εξάσκησης και επιτευγμάτων, που ήταν μέγιστη για πιο κανονικά και συστηματικά είδη εξάσκησης όπως οι κλίμακες και οι ασκήσεις. Η επίτευξη του υψηλότερου επιπέδου (Βαθμός 8) στις εξετάσεις της Επιτροπής Βρετανικών Ενώσεων (British Associated Board) στην απόδοση στη μουσική, απαιτούσε κατά μέσο όρο περίπου 3.300 ώρες εξάσκησης ανεξαρτήτως της  δυναμικής της ομάδας στην οποία τα νεαρά άτομα της μελέτης είχαν ταξινομηθεί. Αυτό δείχνει ότι η εξάσκηση είναι ένα άμεσο αίτιο της επιτυχίας και όχι μια απλή συσχέτισή της.

Εν περιλήψει, δεν υπάρχουν στοιχεία που να στηρίζουν την ύπαρξη ταλέντου για τους ακόλουθους λόγους: (1) υπάρχει έλλειψη πειστικών στοιχείων (ενότητα 2) (2) υπάρχουν πάρα πολλά στοιχεία περί του αντιθέτου (ενότητα 3) (3) το εύρημα ότι μετρήσεις του βαθμού εξάσκησης (ακόμα και σε ετεροχρονισμένες περιπτώσεις) αποτελούν δείκτες πρόβλεψης των επιπέδων απόδοσης (υποενότητα 4.1) (4) η παρατήρηση ότι τα «ταλαντούχα» άτομα δεν επιτυγχάνουν υψηλά επίπεδα ικανοτήτων χωρίς σημαντικό βαθμό εκπαίδευσης (υποενότητα 3.2) (5) το στοιχείο ότι τα άτομα που θεωρούνται ότι δεν διαθέτουν ταλέντο εντούτοις είναι ικανά για πολύ υψηλά επίπεδα απόδοσης όταν τους δίνονται επαρκείς ευκαιρίες εκπαίδευσης (υποενότητα 3.3) και (6) η μη ύπαρξη διαφορών στον χρόνο εξάσκησης που απαιτείται για τους περισσότερο και λιγότερο επιτυχημένους νεαρούς μουσικούς προκειμένου να φθάσουν σε παρόμοια επίπεδα απόδοσης (υποενότητες 3.2 και 4.1).

Το καταληκτικό αυτό συμπέρασμα ενισχύεται όταν ληφθούν υπόψη μερικοί από τους μετρήσιμους παράγοντες που είναι γνωστό ότι συνεισφέρουν στην ποικιλότητα στην απόδοση: ευκαιρίες, προπαρασκευαστικές εμπειρίες, ενθάρρυνση, υποστήριξη, κίνητρα, αυτοπεποίθηση, επιμονή, κατευθυνόμενη επικέντρωση σ’ ένα μοναδικό στόχο. Σε αυτές τις επιδράσεις θα πρέπει να προστεθούν και οι διαφορές στην ποιότητα της διδασκαλίας, την απόδοση της επιλεγόμενης  μεθόδου εξάσκησης, καθώς και ο βαθμός ενθουσιασμού.

5. Περίληψη και συμπεράσματα

Η παρούσα μελέτη ξεκίνησε με την περιγραφή της ευρέως διαδεδομένης πεποίθησης ότι για να φθάσει ένα άτομο σε υψηλά επίπεδα ικανοτήτων θα πρέπει να διαθέτει μια έμφυτη δυνατότητα ονομαζόμενη ταλέντο. Έχει εξαιρετική σημασία να αποδειχθεί αν είναι βάσιμη η ύπαρξη ταλέντου, διότι η άκριτη αποδοχή του έχει σημαντικές κοινωνικές και εκπαιδευτικές συνέπειες που επηρεάζουν τις αξιολογικές διαδικασίες και τις πολιτικές της εκπαίδευσης. Η πίστη στο ταλέντο μπορεί να λειτουργήσει επίσης ως εμπόδιο στην περαιτέρω διερεύνηση των αιτίων των λαμπρών επιδόσεων σε ορισμένους τομείς ικανοτήτων.

Για να διασφαλιστεί ότι ο όρος ταλέντο χρησιμοποιείται με τον ίδιο τρόπο από τους επιστήμονες ερευνητές, τους δασκάλους και άλλους σχετικούς επαγγελματίες, προτάθηκε ότι (1) το ταλέντο πηγάζει από γενετικά κληρονομούμενες δομές (επεξήγηση του γράφοντος: γονίδια), (2) υπάρχουν πρώιμοι δείκτες ταλέντου, (3) το ταλέντο αποτελεί βάση εκτίμησης της πιθανότητας επιτυχίας, (4) μόνο μια μειονότητα ατόμων διαθέτει ιδιαίτερα ταλέντα, και (5) τα αποτελέσματα του ταλέντου είναι σχετικά εξειδικευμένα.

Εξετάζοντας τα στοιχεία και τα επιχειρήματα υπέρ και κατά του ταλέντου, στην ενότητα 2 σχολιάστηκαν τα ευρήματα υπέρ της ύπαρξης του. Εξετάστηκαν τα στοιχεία που υποστηρίζουν ότι ορισμένα παιδάκια αριστεύουν χωρίς ιδιαίτερη ενθάρρυνση και ότι ορισμένα άλλα γεννιούνται με ιδιαίτερες δυνατότητες που διευκολύνουν την απόκτηση συγκεκριμένων ικανοτήτων. Εδώ, αποδείχθηκε ότι τα στοιχεία για πρώιμα επιτεύγματα μπορούν να εξηγηθούν επί τη βάσει άλλων γνωστών συντελεστών πρώιμης προόδου. Επίσης, δεν βρέθηκαν στοιχεία έμφυτων γνωρισμάτων που να λειτουργούν με τον εκ του ορισμού του ταλέντου συνεπαγόμενο προβλέψιμο και ειδικό τρόπο, εκτός από την περίπτωση των «σοφών» αυτιστικών παιδιών των οποίων οι εξαιρετικές δεξιότητες φαίνεται να πηγάζουν από μια ακούσια αλλά έμμονη εξειδίκευση των διανοητικών τους δραστηριοτήτων.

Στην ενότητα 3, διερευνήθηκαν τα στοιχεία που είναι αντίθετα με την ύπαρξη ταλέντων, και συζητήθηκε η απουσία πρώιμων δεικτών ιδιαίτερων ικανοτήτων. Όπου παρατηρείται πρόωρη ανάπτυξη, σε όλες τις περιπτώσεις αυτή εμφανίστηκε μετά από πλήθος ευκαιριών και ενθάρρυνσης. Επιπλέον, δεν υφίστανται επαρκή στοιχεία που να στηρίζουν τις διαφορές στην ευκολία μάθησης όταν συνεκτιμηθούν οι υφιστάμενες διαφορές στις γνώσεις, τις δεξιότητες, τα κίνητρα καθώς και άλλοι παράγοντες που ως γνωστόν επηρεάζουν την επίδοση. Τα υψηλά επίπεδα απόδοσης πάντα απαιτούν μακροχρόνια και εντατική εξάσκηση. Ακόμα και άτομα που δεν θεωρούνται ότι έχουν κάποιο ιδιαίτερο ταλέντο μπορούν με την εξάσκηση να φτάσουν σε επίπεδα επιτυχίας που είναι εφικτά μόνον από τα υποτιθέμενα χαρισματικά άτομα (υποενότητα 3.3). Υπάρχουν επίσης και εννοιολογικά επιχειρήματα που αντίκεινται στην άποψη ότι το ταλέντο είναι εξηγήσιμο (υποενότητα 3.4).

Στην ενότητα 4, εξετάστηκαν εναλλακτικές εξηγήσεις των πρώιμων επιτευγμάτων πέραν του ταλέντου. Διαπιστώθηκε ότι για να αριστεύσει κάποιος απαιτείται μακροχρόνια συστηματική εξάσκηση. Μελέτες επί των αποτελεσμάτων της μακροχρόνιας εξάσκησης και εκπαίδευσης δείχνουν ότι οι ατομικές διαφορές στις σχετιζόμενες με τη μάθηση εμπειρίες είναι η κύρια αιτία για τις υφιστάμενες διαφορές στα επιτεύγματα.

Τα στοιχεία που εξετάστηκαν σε αυτό το άρθρο δεν υποστηρίζουν την αντίληψη περί ταλέντου, ότι δηλαδή η λαμπρή επίδοση είναι συνέπεια έμφυτων δυνατοτήτων. Αυτό το συμπέρασμα έχει πρακτικές συνέπειες, διότι η κατηγοριοποίηση μερικών παιδιών ως έμφυτα ταλαντούχων είναι μεροληπτική. Τα στοιχεία δείχνουν ότι τέτοια κατηγοριοποίηση είναι άδικη και άχρηστη διότι εμποδίζει νεαρά άτομα να επιδιώξουν κάποιο στόχο λόγω της αβάσιμης πεποίθησης των δασκάλων και των γονέων τους ότι αυτά δεν θα επωφελούνταν από τις μεγάλες ευκαιρίες που δίνονται σε εκείνα που θεωρούνται ταλαντούχα.

Στο ερώτημα, «Αν δεν υπάρχουν ταλέντα, πώς μπορεί κανείς να εξηγήσει τα φαινόμενα που τους αποδίδονται;», οι συγγραφείς δεν ισχυρίζονται ότι έχουν μια πλήρη απάντηση. Εντούτοις, έχουν παραθέσει μια σειρά πιθανών επιρροών, καθώς και υποστηρικτικά στοιχεία για τα αποτελέσματά τους.

Τα έμφυτα ταλέντα είναι συναγόμενα και όχι άμεσα παρατηρήσιμα. Ένας λόγος υποθετικής ύπαρξης τους είναι για να εξηγήσει ατομικές διαφορές, αλλά αυτές μπορούν επαρκώς να αιτιολογηθούν ως οφειλόμενες σε διαφορές στις εμπειρίες όπως η εκπαίδευση και η εξάσκηση, καθώς και σε βιολογικές επιρροές που όμως δεν σχετίζονται με την ιδέα του ταλέντου.

Θα μπορούσαν κάποιοι να υποστηρίξουν ότι η ιδέα του ταλέντου δεν είναι εντελώς λανθασμένη αλλά απλώς υπερβολική και υπεραπλουστευμένη.

Στην υποενότητα 1.1, από τα πέντε κριτήρια ορισμού των έμφυτων ταλέντων τα εξής δύο είναι σχετικά μη προβληματικά: (1) ατομικές διαφορές σε μερικές ιδιαίτερες ικανότητες μπορεί να έχουν μερική γενετική προέλευση, και (4) υπάρχουν μερικά γνωρίσματα που τα διαθέτει μόνο μια μειοψηφία ατόμων. Υπό αυτό το περιορισμένο πλαίσιο θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι υπάρχουν ταλέντα. Θα μπορούσαν επίσης κάποιοι άλλοι να υποστηρίξουν ότι ιδέα του ταλέντου ισχύει ακόμα κι όταν δεν πληρούνται τα άλλα τρία κριτήρια. Αυτό θα ήταν αποδεκτό αν τα υπό συζήτηση θέματα ήταν μόνον ακαδημαϊκού ενδιαφέροντος. Τότε, το «ταλέντο» θα αποτελούσε τη βάση της μέχρι τώρα απροσδιόριστης επίδρασης της βιολογίας στις ιδιαίτερες ικανότητες. Όμως, από πρακτική σκοπιά τα άλλα τρία κριτήρια – (2) το ταλέντο να είναι πρώιμα αναγνωρίσιμο πριν την εμφάνιση της ιδιαίτερης ικανότητας, (3) βάσει αυτού να προβλέπεται η αρίστευση, και (5) να είναι εξειδικευμένο σε ένα τομέα – είναι καθοριστικά, επειδή είναι ακριβώς αυτές οι ιδιότητες που χρησιμοποιούνται για τη δικαιολόγηση της επιλεκτικής αξιολόγησης και των διακρίσεων.

Καταληκτικό σημείωμα του γράφοντος

Προς υποστήριξη των συμπερασμάτων του παρόντος άρθρου περί ανυπαρξίας ταλέντου παρατίθενται τα ακόλουθα παραδείγματα:

1) Ο κορυφαίος φυσικός του 20ου αιώνα Albert Einstein μέχρι τα 7 του χρόνια δυσκολευόταν να ομιλεί και να μετρά, με αποτέλεσμα η δασκάλα του να τον θεωρεί μειωμένης ευφυΐας. Εντούτοις, ως ενήλικας μπόρεσε να αναπτύξει εντυπωσιακές επιστημονικές θεωρίες που όμως ουδέποτε απέδωσε σε κάποιο έμφυτο ταλέντο του. Τουναντίον, διατεινόταν: «Είμαι σίγουρος για τον εαυτό μου ότι δεν διαθέτω ιδιαίτερα ταλέντα. Η περιέργεια, η εμμονή και η πεισματική υπομονή, συνδυασμένα με αυτοκριτική, με οδήγησαν στις ιδέες μου»[ii].

2) Οι κρητικές μαντινάδες (ομοιοκαταληκτούντα δίστιχα/τετράστιχα) αποτελούν ως γνωστόν την βάση της Κρητικής μουσικής και ποίησης. Οι Κρητικοί δημιουργούν τις μαντινάδες για να εκφραστούν ως άτομα (στο δίστιχο ολοκληρώνεται η σκέψη του δημιουργού) ή ως μορφή διαλόγου (όπου λέει μια μαντινάδα ο πρώτος, απαντάει με μία άλλη μαντινάδα ο δεύτερος, συνεχίζει με άλλη ο πρώτος κ.ο.κ.). Αυτή η ευχέρεια παραγωγής μαντινάδων από απλούς ανθρώπους είναι παράδειγμα αντι-ταλεντικής μαζικής λαϊκής ποίησης.

3) Πολλές άλλες πηγές προσφέρουν πληθώρα παραδειγμάτων από φημισμένους ανθρώπους που διέπρεψαν παρότι υπήρξαν μέτριοι μαθητές ή είχαν προβλήματα στο σχολείο (είχαν αποβληθεί, τα «παράτησαν» και συνέχισαν μαθήματα στο σπίτι κ.λπ.) [iii].

 Παραπομπές

[i] Σημείωση του γράφοντος: Ο Wolfgang Amadeus Mozart χρησιμοποιείται ως κλασικό παράδειγμα παιδιού με έμφυτο ταλέντο στη μουσική. Η βιβλιογραφία του, που στηρίζεται σε αναξιόπιστες ανεκδοτολογικές πηγές, τον παρουσιάζει να παίζει κλαβικύμβαλο σε ηλικία 4 ετών, να έχει τελειοποιηθεί στο βιολί μέχρι την ηλικία των 6 ετών κι επίσης να αυτοσχεδιάζει και να εκτελεί μουσικά κομμάτια απροετοίμαστος.

Σε όλα αυτά είχε δάσκαλο τον πατέρα του (διάσημο βιολονίστα, συνθέτη και συγγραφέα), που του μάθαινε επίσης ξένες γλώσσες και μαθηματικά καθότι δεν του επέτρεπε να παρακολουθήσει σχολείο. Παράλληλα, τον περιέφερε στην Αυλή και τα σαλόνια της Βιέννης, επιδεικνύοντάς τον ως παιδί-θαύμα.

Αυτό που δεν είναι ευρέως γνωστό είναι ότι ο μικρός Mozart πιέστηκε πολύ από τον πατέρα του να γίνει «παιδί-θαύμα» διότι τον κτυπούσε στα χέρια όταν έκανε λάθη στην εκτέλεση των μουσικών κομματιών, και γενικά τον τιμωρούσε αυστηρά. Γι’ αυτό τον λόγο, η σχέση του με τον πατέρα του και η προσωπική ζωή του υπήρξαν προβληματικές.

[ii] Raptis, I. (2006). Glafka-2004 ‘Iconoclasm’: The Soul and Spirit of the Meeting. International Journal of Theoretical Physics 45: 1383-1389.

[iii] 2. ‘Ευφυέστατοι κουμπούρες’ (Ελευθεροτυπία, 19-09-2009),

http://presentoutlook.com/famous-failures/,  www.autodidactic.com/profiles/profiles.htm

Απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.