Ενάντια στην υποστασιοποίηση ενός επιστημονικίστικου «ορθολογισμού»
Του Τάσου Αναστασιάδη
Δημοσιεύουμε ορισμένα αποσπάσματα (*) από ένα άρθρο ενάντια στο θετικισμό, ιδιαίτερα στο επίπεδο του λόγου, ακόμα και επιστημονικού ή εκπαιδευτικού. Η συζήτηση είναι προφανώς ανοιχτή και ενδιαφέρουσα για τις επιπτώσεις όχι μόνο μιας τοποθέτησης απέναντι στο σχολείο αλλά και απέναντι στην επιστήμη, την τεχνική ή και την πολιτική ανάλυση και πρακτική.
[(*) Το κείμενο που είχε δημοσιευτεί στο Σπάρτακο ήταν συντομευμένο]
Μερικές συζητήσεις και απόψεις γύρω από το σύγχρονο «ανορθολογισμό» (πολιτικό, κοινωνικό ή εκπαιδευτικό) έχουν θέσει ορισμένα προβλήματα που νομίζω πως αξίζει να διευκρινιστούν. Το κύριο πρόβλημα είναι μια συχνά μη προβληματική αντίληψη περί ορθού λόγου. Αν διαλέγω να το συζητήσω εδώ σύντομα είναι επειδή μια τέτοια αντίληψη κινδυνεύει να αναπαράγει μια θετικιστικού τύπου απολογία της καπιταλιστικής εξουσίας.
Το πρόβλημα, δύο αιώνες μετά τη γαλλική επανάσταση, είναι ότι η πραγματική εκλαΐκευση της κοινωνίας και του λόγου που έφερε ο καπιταλισμός, με όλη την τεχνολογική του επαναστατικοποίηση των παραγωγικών δυνάμεων, με όλες τις στρατιές των ειδικών και επιστημόνων του (φυσικών, παιδαγωγών, ψυχολόγων, κοινωνιολόγων, κλπ.), δεν οδήγησε στον επίγειο παράδεισο που φαντάζονταν οι Διαφωτιστές. Και μια μανιχεϊστική εξήγηση των δυνάμεων του σκότους ή της αντίδρασης που δεν αφήνουν την εκπλήρωση του ορθού λόγου θα ήταν τουλάχιστον απλοϊκή, αν και είναι η κλασική ανάλυση του θετικισμού σε όλες του τις μορφές (από τις «προκαταλήψεις» του Ντυρκάιμ ώς την «επιστήμη και ιδεολογία» του Αλτουσέρ). Μια κοινωνιολογία του λόγου γενικότερα και του ορθού λόγου ειδικότερα μοιάζει αναπόφευκτη, παρά την αντίδραση π.χ. ενός Πόππερ ενάντια στην κοινωνιολογία της γνώσης.
Όμως, μέσα στη γενικότερη ευφορία του 19ου αιώνα (επιστημονική ευφορία εννοείται, γιατί η κατάσταση των αγγλικών εργατικών μαζών δεν είναι καθόλου «εύφορη», βλ. και τις περιγραφές του Ένγκελς), η μαρξιστική παράδοση αφήνει ορισμένα διφορούμενα κενά απέναντι στην ορθότητα του ανθρώπινου λόγου. Ακόμα και αν ο ίδιος ο Μαρξ είναι πολύ προσεκτικός, ωστόσο διατυπώνει την αισιοδοξία του και την πίστη του στην ικανότητα της ανθρώπινης επιστήμης και του ορθολογισμού της (πράγμα που σήμερα και ο τελευταίος οικολόγος θα μπορούσε εύκολα να χαρακτηρίσει σαν τουλάχιστον υπερβολικά αισιόδοξη). Και το κυριότερο, η μετατροπή της επαναστατικής θεωρίας σε απλή επιστήμη θα είναι το έργο της γραφειοκρατικοποίησης της γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας κατά την μπελ επόκ (και αργότερα της σταλινικής εξουσίας), ιδιαίτερα στη φετιχοποιημένη μορφή του «αντικειμενικού» και του «αναπόφευκτου» του σοσιαλισμού (Μπέρστάιν -«μέσα»- και κατόπιν Στάλιν -«στάδια»-).
Λόγος και εμπειρία
Ο Φρέγκε, που θεωρείται σαν ο πατέρας της σύγχρονης λογικής, θεωρούσε τις προτάσεις σαν απλά ονόματα (ετικέτες) της αλήθειας ή του ψεύδους. Ο λόγος είναι ότι από λογική άποψη, μια ορθή πρόταση, όπως π.χ. «ο Ναπολέοντας ήταν αυτοκράτορας«, πηγάζει με λογική συνεπαγωγή από οποιαδήποτε άλλη ορθή πρόταση, όπως π.χ. «η γη είναι σφαιρική«. Με άλλα λόγια, το πρόβλημα του ορθού λόγου δεν μπορεί να στηριχτεί απλώς στον ίδιο τον ορθό λόγο. Χρειάζεται πάντα μια γλώσσα, μια «μεταγλώσσα», στην οποία να οριστεί, να περιγραφεί ή να εξηγηθεί η γλώσσα του λόγου. Οι θεμελιωτές της Principia Mathematica (Russel και Whitehead) βάσισαν το σύστημά τους στην ίδια αυτή αδυναμία να ειπωθεί μέσα στην ίδια γλώσσα μιας πρότασης ρ ότι «ισχύει η ρ» ή «η ρ είναι αληθής» (γιατί τότε -αν «= 1» σημαίνει «είναι αληθής«-, καθώς η «ρ» έχει τις ίδιες συνθήκες επαλήθευσης με την «ρ = 1«, ισχύει ρ = ( ρ =1 ), εξού όμως και ρ = ( ρ = ( ρ = 1 ) ) κ.οκ.). [Φαίνεται πως και οι αρχαίοι έθεταν το ίδιο πρόβλημα με το γνωστό: «ο τάδε Κρητικός είπε ότι οι Κρητικοί λένε ψέματα«]. Οι μαθηματικοί σήμερα ξεπερνάν τη δυσκολία αυτήν στηριζόμενοι ακριβώς στην ιδέα της Principia Mathematica (και του Φρέγκε) και ξεχωρίζουν την πρόταση από τη διατύπωσή της («ρ» και «Ζ ρ«), τη λογική γλώσσα της λογικής από τη γλώσσα που μιλάει για τη γλώσσα της λογικής, η οποία δεν μπορεί παρά να θεωρηθεί δεδομένη, έστω και με την παραδοχή ότι υπάρχει ένας ad hoc ισομορφισμός ανάμεσα στη γλώσσα και στο αντικείμενό της. [Καθώς όμως το αντίστροφο δεν μπορεί να γίνει -δεν μπορεί δηλαδή να γίνει λόγος για τη μεταγλώσσα στην ίδια τη γλώσσα-, η λογική μοιάζει -από τυπική άποψη- να είναι απλώς το εξωτερικό στρώμα ενός παιχνιδίσματος καθρεπτών: Το ζήτημα το ήξεραν οι αρχαίοι, που για τον λόγο αυτόν θεώρησαν απαραίτητη συνοδεία για τη λογική μια ρητορική, την οποία φαίνεται πως μόλις τώρα αναγκάζεται να ξαναπιάσει -με την πραγματολογική μορφή- μια επιστήμη που, κάτω από την υποστασιοποίηση του ορθού λόγου, περιφρόνησε την υποκειμενική και κοινωνική της διάσταση (έστω και μόλις τους δύο-τρεις τελευταίους αιώνες)].
Αν ο κλασικός συλλογισμός modus ponens (p ® q και p άρα q) – που στη γενίκευσή του θεμελιώνει την επαγωγή – δεν αρκεί για να θεμελιώσει μια θεωρία για την αντικειμενική πραγματικότητα, μήπως θα μπορούσε να το κάνει ο κλασικός συλλογισμός modus tollens (p ® q και ~q άρα ~p); Στο αποκορύφωμά της, αυτή είναι η θεωρία του Πόπερ για τη διαψευσιμότητα: Καμία επιστημονική θεωρία δεν μπορεί να θεωρηθεί σαν αληθής και το κριτήριο μιας επιστημονικής θεωρίας είναι η δυνατότητά της να διαψευσθεί. Από την άποψη αυτήν, η επιστήμη είναι μια σισύφεια προσπάθεια να διαψευσθούν υποθέσεις, όχι να επαληθευτούν θεωρίες.
Γνώση και εξουσία
Πρέπει επομένως να αναρωτηθούμε για τις προϋποθέσεις του ορθού λόγου, ακόμα περισσότερο αν κρίνουμε ότι η βαρβαρότητα της καπιταλιστικής ανάπτυξης ενέχει τον σύγχρονο ανορθολογισμό σαν το alter ego της. Ο λόγος των ανθρώπων που διακήρυξαν οι Διαφωτιστές πρέπει να βαθύνει ή να επεκταθεί σε διαρκή αναζήτηση της ρίζας του (θεωρία της διαρκούς επανάστασης). Ο ανορθολογισμός δεν είναι ανορθολογικός. «Η Μακεδονία είναι ελληνική» έχει ένα πολύ συγκεκριμένο περιεχόμενο του οποίου η λογική έχει αναλυθεί στις σελίδες του Σπάρτακου. Μια τυπική προσέγγιση του λόγου, αγνοεί ότι είναι πραγματική πράξη, κοινωνική πράξη, διυποκειμενική πράξη, ταξική πράξη. Και, αντίθετα απ’ό,τι υποστηρίζουν οι θετικιστές, επίσης πράξη είναι ο επιστημονικός (για να μην πω και για το σχολικό) λόγος. (Ο μαθηματικός που βάζει μηδέν στο μαθητή του που του γράφει «1 = 2» ή «x = x + 1» δεν θα πρέπει να έχει και πολύ ήσυχη τη συνείδησή του αν την επόμενη στιγμή γράψει ο ίδιος «x = x + 1» -κλασική εξίσωση βρόχου στις γλώσσες προγραμματισμού για κομπιούτερ). Αν ανακατεύουν το (πραγματικό άλλωστε) πρόβλημα της αλήθειας είναι επειδή ξεκινούν από το δόγμα ότι η πραγματικότητα είναι φύση (χυδαίος υλισμός) και ότι ο «επιστημονικός λόγος» για τη φύση είναι επίσης φύση (είναι ο «τρίτος κόσμος» του Πόπερ, που μάλιστα για να είναι και πιο παραστατικός τον μετέτρεψε σε «κόσμο 3″!).
Θετικισμός
Είναι αλήθεια ότι η αρχή του Μυνχάουζεν είναι μόνο το μεθοδολογικό θεμέλιο του θετικισμού. Το θεωρητικό του θεμέλιο είναι ότι μεταχειρίζεται την επιστήμη σαν φύση επειδή ξεκινάει από το δόγμα ότι η μόνη πραγματικότητα είναι η φύση. (Το κοινωνικό του θεμέλιο ασφαλώς είναι ότι αποτελεί τη θρησκεία του καπιταλισμού: ο καπιταλισμός σαν φυσική αναγκαιότητα -και η «αντικαπιταλιστική» άλλωστε εκδοχή του τον ίδιο χαρακτήρα «νομοτέλειας» έχει). Μήπως κλασικό λάιτ-μοτίβ δεν είναι η λατρεία των φυσικών επιστημών και του μαθηματικού φορμαλισμού έναντι μιας υποτιθέμενης «ανωριμότητας» ή «παιδικής ηλικίας» των «κοινωνικών επιστημών» (Πόπερ) ή η ελπίδα – και καμιά φορά και φαντασίωση – ενός «Κοπέρνικού» της κοινωνίας (Αλτουσέρ); Αλλά η αναγωγή της κοινωνίας σε φύση, η εξίσωσή της με αυτήν και η υποταγή της σε αυτήν, μετά δυσκολίας μπορεί να κρύψει ότι η ίδια είναι πράξη (δηλαδή ιδεολογία, απολογία, ταξική λειτουργικότητα, εξουσία). «Οι άνθρωποι είναι βόδια«, λέει η «Επιστημονική Οργάνωση της Εργασίας», αλλά όλες οι στρατιές των «ειδικών» και των «επιστημόνων«, από τους φυσικούς ώς τους κοινωνιολόγους δεν μπόρεσαν να εμποδίσουν την καπιταλιστική κοινωνία να βυθιστεί στην εικοσαετή κρίση της όχι επειδή η κρίση είναι μια φυσική καταστροφή, αλλά επειδή διακυβεύονται κοινωνικά συμφέροντα. Όποιο και να είναι το αντικειμενικό της βάρος, η κοινωνία παραμένει ανθρώπινη κατασκευή: Όσο και να στίψετε τα μόρια και τα άτομα της φυσικής ύλης, δεν θα βρείτε τη θεωρία του Αϊνστάιν. Κανένας φυσικός νόμος δεν οδηγεί σε αυτήν. Καμία θεωρία, ακόμα και για τη φύση, δεν είναι φυσική. Ο ανθρώπινος λόγος, ακόμα και ο πιο υποστασιοποιημένος, θεολογικά ή επιστημονικά, είναι καταδικασμένος να είναι κοινωνικός. Η υποστασιοποίησή του απλώς μεταφέρει σε άλλο επίπεδο, στο τετράγωνο θα λέγαν οι μαθηματικοί, την κοινωνική του διάσταση.
Κοινωνία και άνθρωποι
Το ζήτημα γίνεται ακόμα πιο ενδιαφέρον και ζωτικό όταν μιλάμε για εκπαίδευση. Γιατί σημαίνει ότι δεν μπορούμε να μείνουμε σε μια κατηχητική αντίληψη, αν δεν θέλουμε να αυταπατόμαστε, παίρνοντας κατά γράμμα την εκπαιδευτική οντολογία του καπιταλισμού, δηλαδή το ότι οι άνθρωποι είναι άγραφα χαρτιά στα οποία το «περιβάλλον» χαράζει το είναι τους, όπως παλιότερα το χάραζε ο Θεός (ή ο διάβολος), ή όπου εμφυσείται ένας λόγος (επιστημονικός ή θεολογικός, ανάλογα). [Για τις εξετάσεις και για τις αξιολογήσεις σαν κοινωνικές πρακτικές, παραπέμπω στα αντίστοιχα άρθρα μου στο Σπάρτακο, έστω και αν η επιχειρηματολογία μου εκεί -αντίστροφα από εδώ- είναι περισσότερο παιδαγωγικά και όχι τόσο κοινωνιολογικά προσανατολισμένη, αφού η κριτική τους ρητορία απευθυνόταν κυρίως στην εκ των έσω διάλυση της δικαιολόγησης των πρακτικών αυτών. Ωστόσο, νομίζω, ότι αρκούν για να υποδείξουν γιατί οι εξετάσεις δεν έχουν άλλο νόημα από το να παράγουν εξορισμού τα «Βατερλώ» των εξεταζομένων, και μάλιστα μεταξύ τους].
«Ωστόσο, μια ακριβέστερη ανάλυση δείχνει ότι η έννοια του κενού, διαπλάσιμου και μη δομημένου οργανισμού – εκτός από το γεγονός ότι είναι λαθεμένη -, χρησιμεύει και σαν φυσικό στήριγμα για τις πιο αντιδραστικές κοινωνικές θεωρίες. Εάν οι άνθρωποι είναι πράγματι πλαστικοί και διαπλάσιμοι, χωρίς δική τους ψυχολογική φύση, γιατί να μην τους ελέγξει κανείς και να μην τους υποτάξει σε αυτούς που διαθέτουν κύρος, ειδικευμένη γνώση και μια αναντικατάστατη διορατικότητα, που θα χρειαζόταν σε αυτούς που τους λείπουν; Το εμπειριστικό δόγμα μπορεί εύκολα να μετατραπεί σε μια κατάλληλη ιδεολογία για ένα κόμμα πρωτοπορίας που θα διατεινόταν ότι έχει το κύρος για να καθοδηγήσει τις μάζες, σε μια κοινωνία που θα την διοικούσε η «κόκκινη γραφειοκρατία» ενάντια στην οποία ο Μπακούνιν είχε προειδοποιήσει. Η ίδια διαδικασία εξυπηρετεί εξίσου εύκολα τους φιλελεύθερους τεχνοκράτες και τους διευθυντές των εταιρειών, που μονοπωλούν τα ‘ζωτικά κέντρα αποφάσεων’ μέσα στους θεσμούς του φιλελεύθερου καπιταλισμού, χτυπώντας το λαό με τα μπαστούνια του λαού, όπως το διατύπωσε τόσο αυστηρά ο Μπακούνιν…» <Νόαμ Τσόμσκυ>. Αυτή τη οντολογία περί διάπλασης των παίδων που ανακαλύφθηκε στις αυγές του καπιταλισμού και που εισήχθη αποτρόπαια -έως και μέσα στο εργατικό κίνημα- από την άνοδο του σταλινισμού με την καταδίκη των «αναρχικών» αντιλήψεων ενός Ρουσώ και βέβαια και ενός Μαρξ («οι εκπαιδευτές χρειάζονται εκπαίδευση») πρέπει να την αμφισβητήσουμε.
Φιλοδοξία αλήθειας
Ας ξαναπιάσουμε το «ένα και ένα κάνουν δύο» του δασκάλου. Το ότι η φράση αυτή δεν διατυπώνει μια φιλοδοξία ορθότητας, το ότι δηλαδή δε διατυπώνει μια αλήθεια, δεν σημαίνει ότι είναι αναγκαστικά λάθος. Ίσα-ίσα, φαντάζομαι πως οι μαθηματικοί γενικά θεωρούν ότι πράγματι «ένα και ένα κάνουν δύο». Το ζήτημα όμως είναι αυτό που έθεσε ο Φρέγκε: Δεν είναι με την ίδια γλώσσα που μπορούμε να πούμε ότι «ένα και ένα κάνουν δύο» και «ισχύει το ότι ‘ένα και ένα κάνουν δύο'» (για να φανεί μάλιστα αυτό, χρησιμοποίησα μόλις τώρα διαφορετικά εισαγωγικά). Ούτε βέβαια το πρόβλημα λύνεται με μια άπειρη παράθεση του τύπου «ισχύει ότι ισχύει ότι…». Το νόημα μιας πρότασης δεν είναι αυθύπαρκτο, είναι συνάρτηση της κοινωνικής κατάστασης στην οποία εκφωνείται: Ο αναγνώστης του άρθρου αυτού δεν φαντάζομαι να βρήκε δυσκολία στο να αναγνωρίσει ότι δεν μιλάει για τη θεωρία της αριθμητικής, παρόλο που είδε γραμμένη τη φράση «ένα και ένα κάνουν δύο» ή τη φράση «ένα και ένα κάνουν ένα»: Αν ο αναγνώστης κατάλαβε το νόημα (ότι π.χ. δεν ήταν παρά ένα «παράδειγμα»), το έκανε όπως ο κάθε λογικός πολίτης ξέρει πως η γλώσσα δεν είναι απλό εργαλείο είναι πράξη (και για αυτό στην ερώτηση «μήπως έχετε ώρα;» που του κάνει ένας συνεπιβάτης στο λεωφορείο κατά κανόνα αποφεύγει να απαντήσει «ναι» και να συνεχίσει να ατενίζει το παράθυρο). Αν έτσι ο δάσκαλος νομίζει αυταπατόμενος ότι διατυπώνει μια αλήθεια, αυτό οφείλεται ίσως επίσης στο ότι η διατύπωση της αντίστοιχης αλήθειας δεν θα μπορούσε να ακολουθήσει γλωσσικά διαφορετικό δρόμο: πάλι η φράση «ένα και ένα κάνουν δύο» θα την υλοποιούσε. Πράγμα που σημαίνει πως δεν είναι συντακτικά ή σημασιολογικά αλλά πραγματολογικά και ρητορικά που μπορεί να εντοπιστεί το νόημα της πρότασης σαν πράξη (το ερώτημα που ο κοινός νους θέτει όταν λέει «τί άραγε ήθελε να πει;«, μόνο που ξεχνάει πως το ερώτημα το θέτει έμμεσα από το πρωί έως το βράδυ). Επομένως, αντίθετα από το Λόγο του Θεού, ο λόγος των ανθρώπων (π.χ. η μαθηματική θεωρία για τους αριθμούς) δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ορθολογικός παρά μόνο μέσα στην κοινωνική του ύπαρξη σαν πράξη: Χοντρικά ορθολογική π.χ. θα ήταν μια παθιασμένη και ειλικρινής συζήτηση ανάμεσα σε μαθηματικούς για κάποιο μαθηματικό θέμα. Αντίθετα, πολύ δυσκολότερα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί σαν ορθολογική η ίδια συζήτησή τους αν π.χ. στην πραγματικότητα έδιναν μια μεταξύ τους μάχη αλληλοεξόντωσης από το πανεπιστημιακό κατεστημένο, ή τουλάχιστον θα επρόκειτο για ορθολογισμό διαφορετικού τύπου. Σε κάθε περίπτωση, οι φράσεις που θα εκφωνούσαν στη συζήτησή τους, απογυμνωμένες από την κοινωνική τους δύναμη, δεν θα μπορούσαν να θεωρηθούν σαν «ορθολογικές» ή όχι.
Κανονιστική (ηθική) γνώση
Ενδεικτική είναι και η θεωρούμενη σαν βασική γνώση: γλώσσα, δηλαδή αριθμητική (μαθηματικά) και μητρική γλώσσα. Ασφαλώς η γλώσσα εμπεριέχει κοινωνική γνώση για τον κόσμο (ιδεολογία), τουλάχιστον με κάποιον τρόπο (είναι η θέση Σαπίρ-Βορφ), τόσο για τον κοινωνικό όσο και για τον φυσικό. Όμως, ακριβώς, η γλώσσα που γίνεται αντικείμενο μαθήματος δεν είναι μια γνώση της γλώσσας, δεν είναι μια θεωρία για τη γλώσσα, είναι μια κανονιστική διαπαιδαγώγηση για το πώς πρέπει να χειριστεί κανείς κοινωνικά αξιοπρεπώς τη γλώσσα του. Μια θεωρία για τη γλώσσα, στο μέτρο που θέλει να είναι επιστημονική ή ορθολογική, δεν μπορεί να πει σε κάποιον «λάθος!» χωρίς να ακυρώσει το αντικείμενό της: τόσο στην εκδοχή Σωσύρ όσο και στην εκδοχή Τσόμσκυ, η γραμματικότητα βασίζεται στο κόρπους ή στην ικανότητα αυτού που εκφράζεται. Η σχολική εκδοχή της γλώσσας δεν μιλάει για τη γλώσσα (άρα δεν έχει πρόβλημα αλήθειας), ρυθμίζει κανονιστικά συμπεριφορές. Το ίδιο ακριβώς που συμβαίνει και με την αριθμητική (μαθηματικά), που είναι μια υποτιθέμενα πιο επεξεργασμένη (τυπικά) γλώσσα. Η γνώση για τον κόσμο, φυσικό ή κοινωνικό, ακολουθεί: είτε έμμεσα (εις το τετράγωνο) είτε χρονικά. Αλλά, για τους ίδιους λόγους που ορίζουν την εκπαίδευση σαν κοινωνική πρακτική, ακολουθεί το ίδιο κανονιστικό, και όχι γνωστικό, πρότυπο.
Διάλογος
Από την άλλη μεριά, ο ίδιος ο διάλογος, ο σχολικός διάλογος, στο μέτρο που είναι πραγματικός διάλογος (και είναι, είναι δηλαδή μια πραγματική κοινωνική διάδραση), έχει λογική, τη λογική του: είναι η κλασική λογική του φετιχισμού της λέξης, γλωσσικό αντίστοιχο του φετιχισμού του εμπορεύματος (κυρίως το μυστικισμό της υπόθεσης ότι η λέξη δεν είναι ανθρώπινη κοινωνική κατασκευή, αλλά ότι έχει μια αυθύπαρκτη «ουσία» -βερμπαλισμός: π.χ. «Μακεδονία» σαν μια ουσία ή αντίστοιχα «πολλαπλασιασμός» σαν άλλη ουσία). Ο φετιχισμός της λέξης οικοδομείται ήδη από τη στιγμή που ο δάσκαλος λέει, στο πλαίσιο του σχολείου, «ένα και ένα κάνουν δύο». Σωστά ο Ρουσώ καταδικάζει την εμπορευματική λογική της πραμάτειας για πούλημα του «λόγου-γνώση». Όμως, όπως το έδειξε ο Μαρξ για το φετιχισμό του εμπορεύματος, και ο μυστικισμός του εμπορεύματος έχει μια λογική, έστω και αν δεν είναι η λογική του ορθού λόγου του Διαφωτισμού.
Κατά τρίτον, δεν ξέρω αν ο Πιαζέ έχει δίκιο όταν λέει ότι ο βερμπαλιστικός ρεαλισμός (όπως και ο ηθικός ρεαλισμός) αντιστοιχούν σε μια φάση ανάπτυξης του παιδιού, πριν αυτό μπορέσει να υιοθετήσει πολλαπλές οπτικές γωνίες. Αλλά, πάντως, το γεγονός ότι η σχολική πρακτική βασίζεται στη διαιώνισή του σημαίνει πως ίσως ο φετιχισμός της λέξης έχει μια λογική που ξεπερνάει τα παιδαγωγικά προβλήματα: Τότε ο «ορθολογισμός» του να μπορούσε να εντοπιστεί στις ευρύτερες κοινωνικές διεργασίες που τον γεννούν: Από τη σκοπιά αυτήν, δεν υπάρχει μόνο μια αντιστοιχία ανάμεσα στο φετιχισμό του εμπορεύματος και στο φετιχισμό της λέξης, υπάρχει μια ολόκληρη διαλεκτική. Το να πάρω τα πράγματα της φαντασιάς μου για αντικειμενικά πνεύματα ή θεούς που κυκλοφορούν εκεί έξω όχι μόνο με βοηθάει από το να απαλλαγώ από την κατανόησή τους αλλά και μου προσφέρει έναν λόγο να δικαιολογήσω την απαλλαγή μου από τη γνώση: Ακόμα περισσότερο όταν υπάρχει μια γενική αποδοχή για το «περιεχόμενο» των εμπορευματικών μου γνώσεων (νά γιατί υπάρχει και μια μεγάλη προτίμηση για τη «θετική» γνώση -συνήθως μαθηματικοφυσική και πάντως «τεχνική», αφού οι φυσικές επιστήμες και οι τεχνικές τους δεν υπόκεινται πλέον, σαν θεωρήματα και σαν τεχνικές, σε άμεση ταξική εξάρτηση και να γιατί και κάθε σχολική γνώση τείνει να πάρει την ίδια μορφή της «αντικειμενικής» και «μη αμφισβητήσιμης γνώσης» μιας «φύσης»). Δεν θα το αναπτύξω αυτό πολύ, είναι όλη η ανάλυση του Μαρξ για την ιδιοποίηση της γνώσης από το κεφάλαιο και την απαλλαγή των ανθρώπων από αυτήν (πραγματική υποταγή). Όμως, αυτή η πραγματική (για την καπιταλιστική κοινωνία) λειτουργικότητα που έχουν οι σχολικοί μηχανισμοί (σαν μηχανισμοί μορφοποίησης της εργατικής δύναμης, όπου εντάσσεται και η αποπαίδευσή της) μόνο κάτω από μια απολογητική σκοπιά θα μπορούσε να χαρακτηριστεί «ορθολογική».
Πολιτική
Όμως εμάς, σαν πολιτικά άτομα, μας ενδιαφέρει το πρόβλημα της αλήθειας («μόνο η αλήθεια είναι επαναστατική»). Ασφαλώς, ο καθένας μπορεί να έχει το θεό που θέλει (το Βούδα ή την επιστήμη). Όμως, αν μας ενδιαφέρουν οι βόμβες στο Σαράγεβο, η πείνα στον κόσμο, η ανεργία ή η μόλυνση της ατμόσφαιρας, δεν μπορούμε να αρκεστούμε σε μια τέτοια θεολογική επιλογή. Πρέπει να αναρωτηθούμε για τις κοινωνικές προϋποθέσεις της αλήθειας. Και από αυτή την άποψη, πρέπει να καταρρίψουμε και τον τελευταίο μύθο του θετικισμού, το μύθο της εξίσωσης ανάμεσα στη φύση και στην κοινωνία, καθώς και της εξίσωσης ανάμεσα στις φυσικές και στις κοινωνικές επιστήμες. Αντίθετα απ’ό,τι λέει ένας ριζοσπαστικός σχετικισμός, το γεγονός ότι η επιστήμη είναι κοινωνική πράξη δεν προδικάζει από μόνο του και αναγκαστικά τη μυθολογική φύση της επιστήμης. Αλλά αντίθετα απ’ό,τι υποστηρίζει ο θετικισμός, η επιστήμη και οι επιστήμονες δεν πλανόνται στους αιθέρες, κάνουν πράξη, και η αλήθεια τους υπόκειται στις κοινωνικές συνθήκες και προϋποθέσεις αυτής της πράξης. Μια κοινωνιολογία της γνώσης πρέπει να εντοπίσει τις κοινωνικές προϋποθέσεις της αλήθειας και καθώς αυτές έχουν σχέση με την επιστήμη σαν πράξη, έχουν σχέση με τις (κοινωνικές) διαδικασίες διαμόρφωσης του ίδιου του επιστημονικού λόγου καθώς και με τη χρήση του.
Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι μια θεωρία για τη φύση είναι η ίδια μια φυσική θεωρία (ένας «τρίτος κόσμος» ή ένας a priori «ορθός λόγος»). Ούτε ακόμα σημαίνει ότι η επιστημονική ενασχόληση είναι η ίδια μια φυσική διαδικασία (ο Κουν το έχει δείξει πολύ ωραία). Ούτε, τέλος, σημαίνει πως η εκπαίδευση είναι μια φυσική διαδικασία: Γιατί, ακριβώς, όσα μηδενικά και να βάλετε στο μαθητή σας που σας γράφει ότι η γή είναι σφαιρική (ή αντίστροφα ότι η γη είναι επίπεδη, ανάλογα με το δόγμα σας), δεν μπορείτε να αλλάξετε το σχήμα της γης (ούτε άλλωστε μπορείτε να τον εμποδίσετε από το να πει σιγανά κάτι όπως «και όμως γυρίζει»). Φυσικά, μπορείτε να του επιβάλλετε να επαναλαμβάνει το δόγμα σας (για να μην παίρνει μηδενικά), όπως μπορείτε και να τον παραμυθιάζετε με το «αντικειμενικό» ή «φυσικό» του πράγματος (π.χ. «αξιοκρατία»). Όμως, δεν θα μπορέσετε να το μετατρέψετε σε φύση. Γιατί η αδιαφορία σας για αυτό που ο άλλος σας λέει δεν πηγάζει από καμία «φύση», πηγάζει από την κοινωνική σας δύναμη. Και δεν χρησιμεύει σε τίποτα να χαρακτηρίσετε ορθολογικό το λόγο σας, από τη στιγμή που είναι ένα λόγος προς μάθηση. Γιατί, έτσι, έχετε συντρίψει τον ορθολογισμό στη ρίζα του: Από τη μεθοδολογική αυτή σκοπιά, δεν διαφέρετε από τον τελευταίο Έλληνα που κραυγάζει «η Μακεδονία είναι ελληνική», έστω και αν νομίζετε ότι μιλώντας για τη φύση έχετε ένα άλλοθι. Γιατί και στη μια και στην άλλη περίπτωση, η δικαίωσή σας βρίσκεται στη δύναμη (αν όχι στην ωμή βία) και οι επιπτώσεις της φαντασίωσής σας είναι πραγματικές, αλλά όχι στη φύση: στην κοινωνία και στους ανθρώπους της.
ΠΗΓΗ: Σπάρτακος 38, Ιούνης 1994, http://www.okde.org/spartakos/keimena/s38_logos_praxi.htm