Το ελάχιστο ψωμί της συνείδησης: Φαρμάκι κι αντίδοτο

Φαρμάκι κι αντίδοτο*

Του Γιάννη Στρούμπα

Ένας κόσμος κατάμονος «χαμογελά μουδιασμένα/ Μπροστά στο θέαμα της πληγής». Είναι τόσο καταπτοημένος, τόσο παραιτημένος, ώστε αποδέχεται κι αγαπά «τ’ άνθη του τάφου του», τον ίδιο του τον θάνατο. Η Πανδώρα αντέχει κι οι συμφορές της θριαμβεύουν ακατάπαυστα. Οι αιώνες «σιγοκαίγονται» «Στη μαύρη θλίψη του επιούσιου»: σαν τίποτε να μη βελτιώνεται στο πέρασμα του χρόνου, σαν πάντα να κυριαρχεί η ίδια βιοτική ανάγκη. Αντιμέτωποι με τις βιοτικές τους ανάγκες, την παραίτηση και τη συνείδησή τους στέκουν οι άνθρωποι στην ποιητική συλλογή της Δήμητρας Χριστοδούλου «Το ελάχιστο ψωμί της συνείδησης».

Έρμαια των αναγκών τους και της δειλίας τους, οι άνθρωποι αμαχητί «πέφτουν για ύπνο», πεθαίνουν, γλιστρώντας σάμπως σ’ ένα στόμα που τους αλέθει. Παραδομένοι στην υλική και την ηθική τους πείνα, στις απαιτήσεις του στόματός τους, καταλήγουν εκείνοι στο στόμα της φύσης. Μόνο το στόμα αυτό υπάρχει, μόνο «Το Δόντι» προς την άλεση των ίδιων τους των υπάρξεων, καθώς μετατρέπονται σε λίπασμα κι αφομοιώνονται από το χώμα, αποδεικνυόμενοι «μονάχα/ Θρεπτικοί», τροφή για σκουληκάκια, και τίποτε περισσότερο.

Πλάσματα αποκαμωμένα, θλιμμένα· ατμόσφαιρα ομιχλώδης, βροχερή· ο ουρανός κόκκινος «Σαν φούρνος που θα ψήσει τον χρόνο μου», συλλογίζεται το ποιητικό υποκείμενο. Είναι, λοιπόν, ο χρόνος το προς ψήσιμο ψωμί; Και τι συνεπάγεται το ψήσιμό του; Είναι ικανό το ψήσιμο αυτό, η επερχόμενη ωρίμανση, να γονιμοποιήσει κάποια ευαισθησία; Ή μήπως προκύπτουν τρίμματα ξεραμένα; Ίσως υπό τέτοιες συνθήκες να καθίσταται το ψωμί ελάχιστο. Μα ακόμη κι ελάχιστο, πρέπει να κοπεί στα δυο, να μοιραστεί στους ανθρώπους. Γι’ αυτό η Χριστοδούλου στην «Αρτοκλασία» της εύχεται «Το ελάχιστο ψωμί της συνείδησης/ […] να κόβουμε στα δυο»: για να κοινωνούν περισσότεροι την ευσυνειδησία, την ευαισθησία, την ανθρωπιά· για να καταπολεμούνται η ασυνειδησία, ο εγωισμός, η μοναχική πορεία, η αλαζονεία· για να πολλαπλασιάζεται η συλλογικότητα.

Πράγματι, μπορεί η πόλη να ’ναι μουντή, μουντζουρωμένη από τη λασποβροχή, με θυμό καταπιεσμένο· μπορεί να μοιάζει θολή, ανακατεμένη σαν σκούρο τσάι από το κουταλάκι της φτώχειας· κι οι άνθρωποι να φαντάζουν άλλο τόσο αμήχανοι, καθώς επιχειρούν ατυχώς να παραστήσουν «τα κυβάκια της ζάχαρης/Μέσα σε μια τεράστια κούπα από τσιμέντο». Όμως, παρόλο που η ζωή δεν γλυκαίνει με τον συγκεκριμένο τρόπο, η ελπίδα υπάρχει: αχνοφέγγει στα μωρά, που κλωτσούν τα σεντόνια τους σαν να θέλουν «να ρίξουν μια γερή μπαλιά… Ίσαμε τ’ άστρα!». Στην αντίθεση της γης με τον ουρανό, στην αντιπαράθεση της λάσπης με τα φωτεινά αστέρια παραφυλάει, συνεπώς, η ελπίδα.

Η Χριστοδούλου στήνει αντιθέσεις καταδεικνύοντας πόσο κοντά βρίσκονται οι χαρές κι οι λύπες, η αισιοδοξία κι η απαισιοδοξία, η ελπίδα κι η απελπισία, εντέλει η ζωή κι ο θάνατος. Στην πτέρυγα του νοσοκομείου, άλλωστε, στέκουν αντάμα η ζωή κι ο θάνατος· στέκουν αντάμα εκεί, όπου όσοι θεραπεύονται έχουν τη δυνατότητα ακόμη να χαρούν μια ανθοδέσμη λουλούδια και να αναζητήσουν «αν υπάρχει ο θεός της Κυριακής», ενώ οι άλλοι, οι «προγραμμένοι», που προορίζονται για τον άλλο κόσμο, ήδη το ξέρουν.

Συχνά, βέβαια, μήτε η έλευση του θανάτου δεν επιφέρει την επιζητούμενη ωριμότητα. «Πόσο αργά γερνούν, πόσα λίγα μαθαίνουν/ Οι άνθρωποι ενώ σιγοπεθαίνουνε./ […] Τόσο γενναία, τόσο πένθιμα νέοι…» Όμως τούτη ακριβώς η νιότη είναι η αέναη θέληση για ζωή. Η νιότη, που δεν θέλει να γεράσει, ευνοεί και περιλαμβάνει την ευαισθησία, γι’ αυτό κι ο «νεαρός αστυνόμος», παρά τον επαγγελματικό του εθισμό στις αντιξοότητες, επιδεικνύει τελικά «Ανεπαρκή εκπαίδευση» μπροστά στον άνθρωπο που πνίγηκε στη λίμνη με μια πέτρα στον λαιμό. Η αναστάτωση του αστυνόμου, καθώς παραμερίζει την απάθεια που θα ’πρεπε να χαρακτηρίζει το όργανο της τάξης, παρέχει στην ανθρωπιά χώρο ύπαρξης, σε βάρος της κυριαρχούσας αδιαφορίας και του κυνισμού.

Όπου, επομένως, το σύμπαν μοιάζει αναίτιο και τα πάντα μάταια, η προτεινόμενη λύση είναι η συμφιλίωση με τον άνθρωπο, η ευσπλαχνία απέναντί του, ο σεβασμός του καθενός όχι μόνο απέναντι στους άλλους, μα και στον ίδιο του τον εαυτό. «Κάντε ένα ψυχικό στον εαυτό σας./ Είναι ο μόνος που μπορείτε να ελεήσετε», δίνοντας νόημα στη ζωή. «Να ζήσουμε σαν να υπήρχε λόγος./ Να πεθάνουμε σαν ν’ αξίζει τον κόπο./ Να πειθαναγκαστεί η αιωνιότητα/ Να ριχτεί για τα καλά στη βιοπάλη.»

Επιστρατεύοντας την αιωνιότητα στον στόχο της βιοπάλης, η Χριστοδούλου συγκερνά τη φυσική διάσταση με τη μεταφυσική και καθιστά τον έλεγχο της συνείδησης λειτουργία που δεν αποσκοπεί απλώς στη μετάνοια ενώπιον ενός απώτερου Κριτή και μιας μελλοντικής, μεταθανάτιας ζωής, παρά λειτουργία που στοχεύει στην ανύψωση της ζωής στον φυσικό κόσμο. Στον φυσικό κόσμο, εξάλλου, είναι πολύ περισσότερο απαραίτητη, καθώς η επίγεια ζωή είναι αιμοβόρα και δαγκώνει, και την πληγή φαίνεται να μην την αποτρέπει μήτε η ποίηση, αφού «Γράψεις δεν γράψεις, φαρμακώνεσαι». Όπως όμως στις ανθρώπινες στιγμές συνυπάρχει η ζωή κι ο θάνατος, έτσι και στην ποίηση της Χριστοδούλου συνυπάρχει το φαρμάκι με το αντίδοτό του. Κι αυτό, σε συνδυασμό με τη στοχαστική διάθεση και την εκφραστική της τόλμη, τη δικαιολογεί και τη δικαιώνει.

Δήμητρα Χ. Χριστοδούλου, «Το ελάχιστο ψωμί της συνείδησης», εκδ. Μελάνι, Αθήνα 2014, σελ. 98.

ΑΡΤΟΚΛΑΣΙΑ

 

Ταχτοποιώντας τα χαρτιά καίω τα ξερόχορτα.

Καθαρίζοντας το ποτήρι μου εγκαταλείπω το στόμα.

Λησμονώντας

Εδώ τα ψίχουλα, εκεί τα κοράκια,

Μια ολόκληρη γενναία μέρα

Πενθώ.

 

Η θεία Ειρήνη επιστρέφει με το τσάι.

Μιλά για την επικράτεια των μηνυμάτων

Που θα ’πρεπε να τυλιχτούν σε ιώδιο.

«Τα τραύματα μιας κούπας», επιμένει

Ρουφώντας μια γουλιά, «τιμούνε

Την κούπα ως φέρετρο του γιασεμιού».

 

Στέκομαι όρθια σαν μαθήτρια

Επάνω στα ξεκοιλιασμένα μου μποτάκια.

Προνόμιο δεν υπάρχει στα πρόσωπα.

Είναι όλα ακριβή σαν το χάος.

Το ελάχιστο ψωμί της συνείδησης

Προσεύχομαι να κόβουμε στα δυο.

ΤΟ ΠΟΤΑΜΙ

 

Φαντάσου, στέκει ακόμη ο βοσκός

Δίπλα στο πιο παλιό ποτάμι που θυμάται

Μ’ ένα αριστοκρατικό παράπονο,

Ας πούμε σαν διωκόμενος προφήτης!

Κάμποση λάσπη κατεβαίνει απ’ το βουνό

Κι αυτός εκεί, στον έρωτά του για Παράδεισο,

Περιμένει να βοσκήσουνε τ’ άστρα…

 

Πόσο αργά γερνούν, πόσα λίγα μαθαίνουν

Οι άνθρωποι ενώ σιγοπεθαίνουνε.

Με μάτια διάπλατα και υγρές βλεφαρίδες

Ακούνε των διαβόλων το τραύλισμα,

Κάθε πρωί σκύβει στ’ αυτί τους η Κόλαση.

Κι αυτοί εκεί, με τα παιχνίδια, τα βιβλία τους,

Τόσο γενναία, τόσο πένθιμα νέοι…

ΠΡΟΣΚΥΝΗΜΑΤΑ

 

Από τα μέρη όπου οι σιδεράδες

Κάποτε φτιάχνανε με το φεγγάρι τα πέταλα

Κι όπου γινότανε το καλντερίμι μούσκεμα

Από τον κρότο φοβερών σφυριών,

Όπου άφαντοι, με την αναπνοή πιωμένη,

Κρυφοκοιτάζανε οι μικροί με τα καρφιά,

Από κει πέρασα με την προσήλωση πιστού.

Μέσα στο νου μου μοσχοβόλαγαν τα κίτρα

Σαν άστρα αυλής μοναστηριού.

Αν έφτανα στη χάρη Του θ’ άναβε

Λέξη προς λέξη τα καμπαναριά του στους βράχους…

 

Χαμογελώ… ποιος ποτέ μετανιώνει,

Αν απατήθηκε αρκετά, ώστε να διασχίσει

Άφοβα τέτοιον ουρανό…

ΤΟ ΕΛΑΧΙΣΤΟ ΠΟΥ ΜΠΟΡΕΣΑ ΝΑ ΕΙΜΑΙ

 

Πενικιλίνη και θνητότητα

Και κάτι παλαιό και παράλογο

Καταγράφουν τα βιβλία μπροστά μου.

Τα μολύβια μου σαν βελόνη πυξίδας

Στρέφονται τρέμοντας προς το βορρά

Κάθε φορά που το γραφείο μου διατρέχει

Ο χλευασμός μιας καλής ιδέας.

Θα έγραφα ανεπανάληπτο έπος,

Αν δεν είχα αρχίσει να γερνώ.

 

Πόσο τις άφησα τις λέξεις μου να σέρνονται

Ανάμεσα στον χρόνο και τη δύναμη

Σαν να ’χα το δικαίωμα να ελπίζω

Σ’ έναν καταυγασμό της συνείδησης

Από άλλον κι όχι αυτόν που ζούσα βίο,

Σαν μου όφειλε το άστρο αλάτι

Για το ψωμί των ηρώων μου,

Την ώρα που μπαγιάτευε δίπλα μου

Το μυστήριο της έρημης νύχτας…

 

Πόσο αργά, πόσο λίγο κατάλαβα

Οποιονδήποτε στίχο…

Καθένας μόνος του αξιώνει

Μια κλονισμένη υγεία και κυρίως

Την ηλικία που έχει απόψε ο ουρανός…


* α΄ δημοσίευση: εφημ. «Αντιφωνητής», αρ. φύλλου 415, 16/5/2015.

1 σχόλιο στο “Το ελάχιστο ψωμί της συνείδησης: Φαρμάκι κι αντίδοτο

  1. Πίνγκμπακ: Το ελάχιστο ψωμί της συνείδησης: Φαρμάκι κι αντίδοτο « ΑΒΕΡΩΦ

Απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.