Si vis pacem para bellum*
Του Βένιου Αγγελόπουλου
Ζούμε συνθήκες πρωτόγνωρες. Το πολιτικό προσωπικό που κυβέρνησε τη χώρα επί δεκαετίες οδήγησε τη χώρα σε μια πρωτοφανή κρίση, η οποία επί πέντε χρόνια οξύνεται όλο και περισσότερο. Από 85% τα παραδοσιακά κυβερνητικά κόμματα έπεσαν σε κάτω από 30%, και τα εφεδρικά συστημικά κόμματα αποδείχνονται φούσκες, το ένα μετά το άλλο. Η νέα κυβέρνηση έρχεται από το πουθενά, με πρόγραμμα το τέλος της λιτότητας, κάτι που τα κόμματα του μνημονιακού μονόδρομου αδυνατούν καν να διανοηθούν.
Η κρίση κι η λιτότητα δεν είναι φυσικό φαινόμενο. Είναι ανθρώπινο δημιούργημα, παιδί της κυρίαρχης σημερινής τάσης να συγκεντρώνονται το χρήμα και η εξουσία σε όλο και λιγότερα χέρια. Οι πολιτικές ηγεσίες, στην Ελλάδα την Ευρώπη και τον κόσμο, στα περισσότερα κράτη, οφείλουν να διασφαλίσουν αυτή την ανισοκατανομή. Με συναίνεση, κατά προτίμηση, ειδεμή με τη βία (πραξικοπήματα, πόλεμοι) ακόμα και σε ευρωπαϊκό έδαφος. Αν κάποια χώρα αποσκιρτήσει, πρέπει να μπει στον «ίσιο δρόμο» με το χαμηλότερο δυνατό πολιτικό κόστος.
Τι σημαίνει αυτό στη χώρα μας; Μια πτώχευση του πληθυσμού, με μείωση του κόστους της εργασίας και επιδείνωση των εργασιακών σχέσεων, άνοδο της ανεργίας, μείωση των «αντιπαραγωγικών» κοινωνικών δαπανών (υγεία, παιδεία, ασφάλιση), οικειοποίηση, από την οικονομική ολιγαρχία, των πλουτοπαραγωγικών πηγών της χώρας και της περιουσίας των μεσοστρωμάτων που φτωχοποιούνται. Με βασικό μοχλό το χρέος και την αναπαραγωγή του.
Μία αντιμνημονιακή κυβέρνηση θα καταπολεμηθεί με κάθε πρόσφορο τρόπο, τόσο από έξω όσο και από μέσα. Απέξω με την άρνηση χρηματοδότησης και την απαίτηση συστηματικής πληρωμής των δόσεων ενός χρέους που κάθε άλλο παρά για τις κοινωνικές ανάγκες χρησιμοποιήθηκε – και την αντίστοιχη προπαγάνδα. Από μέσα με συστηματικό πόλεμο υπονόμευσης, παραπληροφόρησης και λάσπης. Κάτι το σχετικά εύκολο, καθώς οι συστημικές δυνάμεις ελέγχουν σημαντικό μέρος του κρατικού μηχανισμού αλλά και τα βασικά ΜΜΕ. Στόχος η πολιτική φθορά της κυβέρνησης, η απώλεια της εμπιστοσύνης που κέρδισε με τις πρώτες της κινήσεις και που ξεπέρναγε κατά πολύ τα εκλογικά της ποσοστά. Έτσι ώστε, μέσα από αυτό τον πόλεμο φθοράς να αναδειχθεί ένα νέο πολιτικό προσωπικό, είτε μέσα από τα παραδοσιακά κόμματα είτε έξω από αυτά, που θα αντικαταστήσει τους φθαρμένους (και αναλώσιμους) σαμαροβενιζέλους, και θα διαδεχθεί τη σημερινή κυβέρνηση – ενδεχομένως και με τη συνεργασία κάποιου «υπεύθυνου» τμήματος του ΣΥΡΙΖΑ.
Η ενδιάμεση συμφωνία της 20ης Φλεβάρη είχε στόχο μια προσέγγιση των απόψεων με μικρά βήματα, ώστε τον Ιούνιο να προκύψει ένας «έντιμος συμβιβασμός», μια πιο σταθερή συμφωνία, στην οποία θα καταλήξουν οι διαπραγματευόμενοι και που θα περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, και τη ριζική μείωση του χρέους. Αυτή τουλάχιστον είναι η κυβερνητική εκδοχή, η οποία δεν παραλείπει να υπενθυμίζει ότι η Ελλάδα τηρεί στο ακέραιο τις δεσμεύσεις της ενδιάμεσης συμφωνίας ενώ οι δανειστές εξασκούν αφόρητες πιέσεις.
Και θα συνεχίσουν να πιέζουν, όλο και εντονότερα. Εάν η ελληνική κυβέρνηση κέρδισε χρόνο, τον ίδιο χρόνο κέρδισαν και οι αντίπαλοι, και προσπαθούν να τον αξιοποιήσουν στο μέγιστο. Δεν είναι κάτι το καινούργιο: από καταβολής κόσμου, όταν μια διαπραγμάτευση τραβάει σε μάκρος, το κάθε μέρος προσπαθεί να ενισχύσει τη θέση του, ώστε να πετύχει όσο γίνεται καλύτερους όρους.
Τι πρέπει να κάνει η ελληνική κυβέρνηση, όταν τα δημοσκοπικά ποσοστά της μειώνονται, όταν ο κόσμος δεν αμφισβητεί τη διάθεσή της να βελτιώσει την κατάσταση αλλά αρχίζει και αμφισβητεί την ικανότητά της; Όταν στις εκατό μέρες έχει ψηφίσει μονοψήφιο αριθμό νόμων, στη σωστή κατεύθυνση γενικά αλλά μάλλον άτολμους;
Πρώτα απ’όλα οφείλει να κυβερνήσει. Να παράγει έργο με γρήγορους ρυθμούς, νομοθετικό και διοικητικό, στην κατεύθυνση της αναδιανομής του πλούτου, της παραγωγής νέου πλούτου, της καταπολέμησης της γραφειοκρατίας και του πελατειακού κράτους, της μείωσης της ανεργίας. Ας πάψουν οι υπουργοί να μιλούν επί παντός του επιστητού. Ας μιλούν μόνο για το έργο τους, σε συνεντεύξεις τύπου και όχι με συμμετοχές σε τηλεοπτικά πάνελ κλωτσοπατινάδας.
Η κυβέρνηση οφείλει να μιλάει με ένα στόμα. Και με άλλα στόματα τα κόμματα που τη στηρίζουν. Αν ο ρόλος της κυβέρνησης, σύμφωνα με το πρόγραμμα που εκλέχτηκε, είναι να καταπολεμήσει τη λιτότητα, δηλαδή να βελτιώσει τη θέση των αποκάτω, ο ρόλος του ΣΥΡΙΖΑ είναι να ενισχύει τους δεσμούς ανάμεσα στην κοινωνική συμμαχία των αποκάτω και την κυβέρνηση, εξηγώντας τις προσπάθειες της κυβέρνησης και τα εμπόδια που συναντάει, και μεταφέροντας προς τα πάνω τις ανάγκες και τις ανησυχίες της κοινωνίας: Όπως εύστοχα είπε ο Αλέξης Τσίπρας, το κόμμα οφείλει να τραβάει την κυβέρνηση από το μανίκι.
Σε αντίθεση με την κυβέρνηση, το κόμμα μπορεί και πρέπει να έχει πολυφωνία. Η πολυφωνία είναι απαραίτητη για την εκπόνηση στρατηγικής, για τη σύνδεση του βραχυπρόθεσμου με το μακροπρόθεσμο, του επείγοντος με το οραματικό. Τη δουλειά αυτή η κυβέρνηση δεν μπορεί να την κάνει, καθώς οφείλει όχι μόνο να υλοποιεί το πρόγραμμά της με τους ρυθμούς που εκείνη αποφασίζει, αλλά και να αντιμετωπίζει μυριάδες απρόβλεπτα προβλήματα προς λύση: δεν έχει διαθέσιμο χρόνο για στρατηγικές μελέτες. Επίσης, ενώ η κυβέρνηση δεσμεύεται στο λόγο της από τη διεθνή κατάσταση, το κόμμα δεν χρειάζεται να στρογγυλεύει τις γωνίες. Δεν χρειάζεται να μιλάει για «εταίρους»: οι εταίροι έχουν κοινούς στόχους, ενώ η ελληνική κοινωνία και το διεθνές οικονομικό σύστημα έχουν στόχους διαμετρικά αντίθετους. Αυτό πρέπει να λέγεται.
Ο στόχος των δανειστών είναι ξεκάθαρα εκφρασμένος: να τεθεί η κυβέρνηση, όταν η λαϊκή της στήριξη έχει αρκετά μειωθεί, μπροστά στο δίλημμα υποταγή ή ρήξη. Με όπλο το φόβο θα προσπαθήσουν να πείσουν ότι η ρήξη είναι η απόλυτη καταστροφή ενώ η υποταγή (με κάποιο χρύσωμα του χαπιού) μια παροδική δυσάρεστη κατάσταση. Ο συμβιβασμός, εάν υπάρξει, κάθε άλλο παρά έντιμος θα είναι.
Μπορεί να εμποδιστεί μια τέτοια κατάληξη; Ναι, αλλά χρειάζεται πολιτική βούληση. Η διατήρηση της λαϊκής στήριξης δεν είναι μόνο θέμα επικοινωνίας, χρειάζονται και φιλολαϊκά μέτρα. Μέτρα που θα μειώσουν και την εξάρτηση από τους δανειστές: ούτε καν η διαγραφή του χρέους δεν ωφελεί εάν την επομένη βγεις πάλι στη γύρα για δανεικά με τους όρους της «αγοράς». Μέτρα άμεσης εφαρμογής και μέτρα που θα υιοθετηθούν σε περίπτωση μη ικανοποιητικής συμφωνίας – μονομερείς ενέργειες. Μέτρα που θα μεταφέρουν το κύριο βάρος φόρων και εισφορών στις γεμάτες τσέπες, μέτρα όπως η επιλεκτική φορολόγηση της κίνησης των κεφαλαίων, νόμοι αντιμονοπωλιακοί και εναντίον των εταιρειών οφσόρ (οι ΗΠΑ διαθέτουν άφθονο αντίστοιχο νομικό οπλοστάσιο), στήριξη της χαμηλής επιχειρηματικότητας, και διάφορα άλλα. Εφόσον μας κάνουν οικονομικό πόλεμο, οφείλουμε να επεξεργαστούμε την περίπτωση της οικονομίας σε καιρό πολέμου. Οικονομολόγους ευτυχώς διαθέτουμε αρκετούς, και όχι όλους συστημικούς.
Τελικά, το γνωστό λατινικό απόφθεγμα του τίτλου, θα μπορούσε να αποδοθεί στις μέρες μας ως: Αν θέλεις έντιμο συμβιβασμό, προετοίμαζε τη ρήξη.
ΠΗΓΗ: ΜΑΙΟΥ 7, 2015, https://venios.wordpress.com/2015/05/07/si-vis-pacem-para-bellum/, (βλέπε Δρόμο της Αριστεράς, 9/5/2015).
* Αν θες ειρήνη προετοίμαζε τον πόλεμο.