Ο 34ος Αποστολικός Κανών και ο π. Γ. Τσέτσης

Ο 34ος Αποστολικός Κανών και ο π. Γεώργιος Τσέτσης

 

Του Σεβ. Αθανάσιου (Γιέφτιτς) εφησυχάζοντος Ερζεγοβίνης

 

 

Αποστολικός Κανόνας 34: «Οι Επίσκοποι εκάστου έθνους πρέπει να γνωρίζουν τον πρώτο μεταξύ αυτών και να τον θεωρούν ως την κεφαλήν και τίποτε το περιττόν να μη κάνουν άνευ της γνώμης του, αλλά έκαστος ας κάνει μόνον ότι αφορά «τη εκείνου παροικία» (=επισκοπή) και των διαμερισμάτων αυτής. Αλλά ούτε τούτος (ο Πρώτος) να μην κάνει τίποτε άνευ της πάντων γνώμης, (δηλαδή άνευ των υπολοίπων Επισκόπων), διότι έτσι θα υπάρξει ομόνοια και θα δοξαστεί ο Θεός διά του Υιού εν Αγίω Πνεύματι, Πατήρ και Υιός και Άγιο Πνεύμα».

Να υπενθυμίσουμε πως τούτος ο 34ος Αποστολικός Κανών είναι παρόμοιος με τον 9ον κανόνα της Συνόδου της Αντιοχείας, (340-341 μ.Χ.), ο οποίος αφορά το ίδιον θέμα κάπως αναλυτικότερον από τον πρώτον, ενώ στηρίζεται και επικαλείται αυτόν τον 34ον Αποστολικό Κανόνα, ειδικά με τα λόγια: «Κατά τον αρχαιότερο κρατούντα εκ των Πατέρων ημών κανόνα». Άλλωστε, τούτος ο 34ος Αποστολικός Κανόνας είναι ένας από τους θεμελιώδης Κανόνες της Αρχαίας Εκκλησίας, ο οποίος συνδέει την συνοδική ζωή και την συνοδική οργάνωσι της Εκκλησίας με την μίμησιν και την αντανάκλασιν του υπερνούν ασυγκρίτου Μυστηρίου της Αγίας Τριάδος, διότι η Εκκλησία είναι δημιουργημένη και ζει και εργάζεται κατ' εικόνα της Θείας Τριάδος (Εφ. 2, 10-22, Κορινθ. Β΄ 13, 13, Μυσταγωγία Αγίου Μαξίμου).

Επαναλαμβάνοντες εν περιλήψει το περιεχόμενο του 34ου Αποστολικού Κανόνος, ο Κωνσταντινοπολίτης Κανονολόγος Ιωάννης Ζωναράς υπενθυμίζει πως ο 34ος Κανόνας εντέλλεται εις τους Επισκόπους κανείς να μην ενεργεί ανεξάρτητα εν σχέσει προς «την κοινήν της Εκκλησίας κατάστασιν», δηλαδή σε θέματα δογματικά, οικονομίας, δηλαδή διευθετήσεως γενικών λαθών, χειροτονίας Αρχιερέων και άλλα παρόμοια, αλλά γύρω από αυτά τα θέματα μαζί με τον Πρώτο να συνδιασκέπτωνται και να συναποφασίζουν το καλύτερον  δι' όλους…

Αλλά και εις τον Πρώτον Επίσκοπον δεν επιτρέπει (ο Κανών) «τη τιμή καταχρώμενον εις δυναστείαν ταύτην αμείβειν και εναυθεντείν», δηλαδή να μην κάνει κατάχρησιν της τιμής που έχει (πρωτείο τιμής) και μη την μετατρέπη σε δυναστεία (=εξουσία) καί αυθαιρεσία, άνευ της κοινής γνώμης των Συλλειτουργών του, ενεργών κάτι από τα αναφερθέντα ή άλλα παρόμοια. Διότι (ο Κανών) επιθυμεί «ομονοείν τους αρχιερείς» και να είναι συνδεδεμένοι με «τω της αγάπης δεσμώ» (Κολ. 3,14) και να γίνονται «υπόδειγμα προς αγάπην τε και ομόνοιαν» στους κληρικούς τους και στον λαό, ώστε έτσι να δοξασθή ο Θεός κατά την ευαγγελικήν διδασκαλίαν, η οποία λέγει: «Ούτω λαμψάτω το φως υμών έμπροσθεν των ανθρώπων, όπως ίδωσιν υμών τα καλά έργα και δοξάσωσι τον Πατέρα υμών των εν τοις ουρανοίς» (Ματθ. 5, 16). Και θα δοξασθή ο Θεός (ο Πατήρ) διά του Κυρίου, διότι αυτός εφανέρωσεν το Όνομά του εν τοις ανθρώποις και την αγάπην ενομοθέτησεν. Και θα δοξασθή εν Αγίω Πνεύματι, διότι δια μέσου Αυτού οι Απόστολοι έγιναν σοφοί και εδίδαξαν τα έθνη (Σύνταγμα Ράλλη -Ποτλή, 2. 45-46).

Λοιπόν, και η απλή σύγκρισις του 34ου Αποστολικού Κανόνος, ιδιαιτέρως κατά την πιστήν ερμηνείαν του Ζωναρά, με το κείμενο του Πρωτοπρεσβυτέρου Γεωργίου Τσέτση, που έγραψε με αφορμή την πρόσφατη Συνεδρίασι της Διορθοδόξου Προπαρασκευαστικής Επιτροπής των Ορθοδόξων Αυτοκεφάλων Εκκλησιών στο Σαμπεζύ της Γενεύης, όπου ήτο παρών και ο π. Τσέτσης (άλλωστε γνωστός ως «πανταχού παρών» της Γενεύης), δείχνει, για να πούμε απλά, δύο κόσμους ή για να πούμε με τα τελευταία δικά του λόγια, μεταξύ των λόγων του και των του Κανόνος «χάσμα μέγα εστήρικται» (Λουκ. 16, 26).

Διότι την στιγμή ακριβώς που οι Ορθόδοξοι έτειναν και κατώρθωσαν να συμφωνήσουν στην Γενεύη και να λειτουργήση με σωστόν τρόπο ο 34ος Αποστολικός Κανόνας περί της Συνοδικότητος της ζωής, οργανώσεως και λειτουργίας των Ορθοδόξων Εκκλησίων στο επίπεδο των διαβοηθών «Αυτοκεφαλιών» – καίτοι ζήτημα είναι εάν ο Κανόνας ούτος λειτουργεί και μέσα σ' αυτά τα περιφρουρημένα «κάστρα», διότι και εκεί συχνά συμβαίνει ώστε «τη τιμή καταχρώμενος είς δυναστείαν ταύτην αμείβων και εναυθεντών», ο Πρώτος μεταξύ των ίσων γίνεται όλο και συχνότερα ο «Πρώτος» και ο «Μοναδικός», και στο φανάρι, και στο Βορρά, και στο Νότο, και στην Ανατολή και στην Δύση, όπως παλαιά έκανε και επί αιώνες κάνει η Παλαιά Ρώμη, και συχνά τον μιμούνται και η Νέα και η Τρίτη (Ρώμη), μη εμμένοντας εις αυτό πού υπαγορεύει ο Αποστολικός Κανόνας παραπέμποντάς μας όλους στο Ευαγγέλιο και την Λειτουργία; – ξαφνικά εμφανίζεται ο π. Τσέτσης ο Μέγας Πρωτοπρεσβύτερος, με τη δική του «νότα» ή «θρήνο», το οποίο εκείνος μουσικά ονομάζει «ημιτελή συμφωνία», δηλαδή συγκρίνει αυτό πού συνέβη στη Γενεύη με την «ημιτελή συμφωνία» του Σούμπερτ. Εμείς όμως οι άμουσοι ή οι ημιμαθείς μουσικοί, ξέρουμε πώς οι ορθόδοξοι μιλάνε και μαρτυρούν περί της Πεντηκοστής και του Αγίου Πνεύματος ως «πολυφωνική συμφωνία και συμφωνική πολυφωνία», και αυτό είναι εκείνο πού αρμονικά αντηχεί ο 34ος Αποστολικός Κανόνας στα αυτιά μας, στις καρδιές μας, στις διάνοιες και στις ψυχές μας, όταν συμφώνως δοξάζομεν το Πανάγιον Πνεύμα.

Όμως ο π. Τσέτσης σαν να μην ακούει τον Κανόνα αυτόν, και μας κάνει μάθημα περί «των λεπτών θεολογικών, εκκλησιολογικών και κανονικών ζητημάτων». Τέτοια και παρόμοια «μαθήματα», χρόνια τώρα, ακούμε από αυτόν και τους ομοίους του, και λόγω αυτής της πολυλογίας τους αυτοί οι ίδιοι δεν ακούν τήν ευαγγελική, τήν πεντηκοστιανή και την αγιοκανονική ΟΜΟΝΟΙΑ της πάντων γνώμης. Εκείνην τήν ομόνοια και εκείνην τήν γνώμη, διά τήν οποία μιλούσαν και μαρτυρούσαν ακόμα οι παλαιοί Πατέρες: ο Άγ. Ιγνάτιος Αντιοχείας και ο Άγ. Ειρηναίος Λυώνος. Ο πρώτος μαρτυρών περί της ισότητος, συμφώνου γνώμης και ενότητος όλων των στην Οικομένην Επισκόπων, στην Γνώμη του Χριστού, όπως Αυτός είναι στην ΓΝΩΜΗ του Πατρός, και ο δεύτερος γράφων περί της συμφωνίας της ΓΝΩΜΗΣ της Εκκλησίας με την Ευχαριστία και περί της Ευχαριστίας, ως βεβαίωσι της ΓΝΩΜΗΣ και Ενότητος της Εκκλησίας και Εκκλησιών Ορθοδόξων.

Από τότε που μερικοί τέτοιοι όπως ο π. Τσέτσης σταμάτησαν να διαβάζουν και να κατανοούν τι διαβάζουν, δηλαδή ν' ακούν τήν λειτουργικο-ευχαριστιακή γλώσσα των Αγίων Ευαγγελίων, και των Αγίων Κανόνων και της Ιεράς Παραδόσεως της Εκκλησίας, της Μιάς, Καθολικής, Αποστολικής και Ορθοδόξου, από Ανατολή έως Δύσι, και από Νότο έως Βορρά, από τότε άρχισαν να υποκινούν τέτοια ζητήματα, όπως αυτός κάνει με το μικρό του, αλλά πικρό άρθρο, με το οποίο ουσιαστικά προκαλεί ζημία ακριβώς σ' αυτό πού θέλει να υπερασπιστή.

Το ότι έχουμε να κάνωμε με ένα πικρό κείμενο γραμμένο μετά την πανορθόδοξη συμφωνία στό Σάμπεζι, άρθρο πικρό για το Ορθόδοξο Πλήρωμα από τα Ιεροσόλυμα έως το Ιλλυρικό και μέχρι τον Ειρηνικό, είναι φανερό άλλωστε και από αυτό το ίδιο το κείμενο. Να υπενθυμίσωμε πως ο Πατήρ Γεώργιος Τσέτσης γράφει σαν να κουνάει μπροστά μας ένα μπαϊράκι (=σημαία) περί του «ορατού σημείου της ορθοδόξου ενότητος», περί «του εκφραστού της Ορθοδόξου Εκκλησίας ανά τη οικουμένη», «εκφραστού εις το παγκόσμιο – οικουμενικό επίπεδο της αντιλήψεως ‘Πανορθοδοξίας' κ.λ.π.», για να καταλήξη με λόγια βλάσφημα για τήν Ορθόδοξη Εκκλησία γράφοντας: «Από σκοπιάς εκκλησιολογικής, σε τι διαφέρουμε, τελικά, από Λουθηρανούς, Κονγκρεγκασιοναλιστές καί Μεταρρυθμισμένους, όταν, βάσει εθνοφυλετικών κριτηρίων και πολιτικών υπολογισμών ….. διασπούμε την Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία και ενεργούμε πλέον ως δεκαπέντε ανεξάρτητες απ' αλλήλων μονάδες, ως αυτοδιάθετα «καπετανάτα»;!;

Τέτοια αυθάδεια πραγματικά δεν περιμέναμε να ακούσουν οι Ορθόδοξες Αδελφικές Εκκλησίες από τήν Γενεύη από το Σαμπεζύ και μάλιστα από ένα μέγα Πρωτοπρεσβύτερο!

Γράφει ακόμα σε αυτό το πικρό άρθρο του: «Δεν είναι δύσκολο πίσω από τη δυσχέρεια αυτή (για τήν υπογραφή του τόμου Αυτοκεφαλίας) να δει κανείς μία υποβόσκουσα τάσι ορισμένων Ορθοδόξων Εκκλησίων των βορείων και ανατολικών διαμερισμάτων της Ευρώπης, να περιορίσουν το διακόνημα του Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως ως Πρώτου της Ορθοδοξίας Επισκόπου και να αμφισβητήσουν τον θεσμικό του ρόλο, ως ορατού σημείου της Ορθοδόξου ενότητος …» κ.λ.π.

Τέτοιες ύποπτες, επικίνδυνα ύποπτες καταγγελίες, ακούμε προσφάτως, αλλά αυτές εκφράζουν περισσότερο την ταραχή και αβεβαιότητα τέτοιων αλλοιωμένων αντιλήψεων και ερμηνειών περί της τιμής και υπολήψεως και από αιώνων αιτιολογημένα και κανονικά παραδεκτής θέσεως και ρόλου της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως, εν Συνάξει των «πάντα ευσχημόνως και κατά τάξιν» (Α΄ Κορινθ. 14, 40) γινομένων των Ορθοδόξων Εκκλησιών ανά την Οικουμένη, από τα πρεσβυγενή έως και τα νεότερα και νεώτατα Ορθόδοξα Πατριαρχεία και Αρχιεπισκοπές, πού αποτελούν δωρεές και θεσμούς του Ενός και του Αυτού Πνεύματος του Παρακλήτου της Εκκλησίας, της Αγίας και Ομοουσίου και Ζωοποιού και Αδιαιρέτου Τριάδος.

Δεν επιθυμούμε να σχολιάσουμε άλλο το εν λόγω και με τοιούτον λεξιλόγιον γραμμένον κείμενον του Πρωτοπρεσβυτέρου από τη Γενεύη, καθώς και την ταραχή την οποίαν κρύβουν τα λόγια του – ταραχή τήν οποία φέρει κάθε φιλαρχία, η οποία δεν δημιουργείται, και δεν μπορεί να δημιουργηθή, από μία αληθινή βίωση και πραγματοποίησι των Ευαγγελικών λογίων του Χριστού, του Πρώτου και του Θεμελίου και της Κεφαλής και του Κέντρου της Εκκλησίας, της Ορατής και Αοράτου, Επιγείου και Ουρανίου: «Ός εάν θέλη εν υμίν είναι πρώτος, έσται ημών δούλος, ώσπερ ο Υιός του Ανθρώπου ουκ ήλθε διακονηθήναι, αλλά διακονήσαι» (Ματθ. 20, 27-28).

Ένα είναι το βέβαιο· πως όλοι οι αληθινά Ορθόδοξοι, αληθινά Εκκλησιαστικοί (Ecclesistici, όπως ονόμαζε τους Ορθοδόξους ο Άγιος Ειρηναίος) επιθυμούμε και προσευχόμαστε να γίνη επιτέλους η Μεγάλη Ορθόδοξος Σύνοδος, όπως ήδη και υπήρξαν Οικουμενικοί Σύνοδοι μετά τήν 7η Οικουμενική Σύνοδο. Αλλά θεωρούμε πως η «κατ' επιλογήν» (λίγο – πολύ ολοΐδιοι άνθρωποι)· αντιπροσώπευσι των Ορθοδόξων Εκκλησιών, όπως γίνεται στη Γενεύη, δεν αποτελεί πραγματική έκφρασι και αντανάκλασι της Καθολικότητος και Συνοδικότητος της Αποστολικής Εκκλησίας, των Ορθοδόξων Εκκλησιών ανά την Οικουμένην, ούτε ακόμη έκφρασι της πραγματικής τους χαρισματικο – λειτουργικής και κανονικής ενότητος, εκπεφρασμένης και αδιαιρέτως μετεχομένης και μεταλαμβανομένης και κοινωνουμένης εν πληρότητι εις «την ενότητα της πίστεως και την Κοινωνίαν του Αγίου Πνεύματος», όπως προσευχόμαστε εις τήν Θεία Λειτουργία.

Δόξα και ευχαριστία εις τον Θεόν, διότι το έργο Του είναι η ύπαρξις αληθινής και αδιαιρέτου Ενότητος και Κοινωνίας πίστεως, χάριτος και κανονικής τάξεως των Ορθοδόξων Εκκλησιών εις τον Ένα Χριστό Θεάνθρωπο και εις το Ένα Σώμα Του, κι όχι σ' εκείνη την ενότητα της Ουάσιγκτον, των Βρυξελλών, της Ρώμης, της Γενεύης εις την οποίαν θα ήθελε όλοι να αποβλέπουμε ο π. Τσέτσης (του οποίου φαίνεται πως το «μέτρο» της «παγκόσμιας ενότητος» είναι τα Ηνωμένα Έθνη ή η «Ευρωπαϊκή Ένωσις», όπως και στους συγγραφείς της περιλαλήτου Εγκυκλίου του 1920, την οποία ούτε έγραψε, ούτε εξέδωσε ο Πρώτος του Φαναρίου, διότι τότε δεν υπήρχε στο θρόνο!

Το μέτρον τους, φαίνεται, ήταν ο Liga (=ομοσπονδία) των «Εθνών / λαών» και η εγκύκλιος του 1920 κηρύττει αντί «Liga» (=ομοσπονδία) των «Εκκλησιών» λανθασμένα μεταφράζοντας αυτό με μη παραδεκτή διά τήν Ορθόδοξη Εκκλησιαστικό – ευχαριστιακή αντίληψι και έκφρασι «Κοινωνία των Εκκλησιών», εννοώντας ακριβώς της Προτεσταντικές αιρέσεις τις οποίες αναφέρει ο π. Τσέτσης, καθώς και διά το σχίσμα της Δύσεως, το οποίον όλως παραδόξως στο άρθρο του δεν αναφέρει, αλλά φανερά όμως υπονοεί και διαβλέπει, αφού έτσι ερμηνεύει τη θέσι του Πρώτου μεταξύ ίσων και ομοίων στην Ορθοδοξία, δηλαδή ακριβώς το αντίθετο από τα γράμματα και το πνεύμα του 34ου Αποστολικού Κανόνος).

Να προσθέσουμε, τέλος, αυτό το οποίον είπαμε εδώ και μερικούς μήνες στον Σεβασμιώτατο Προεδρεύοντα στις δύο πρόσφατες Συνάξεις στην Γενεύη (Ιούνιο – Δεκέμβριο): Θεωρούμε και νομίζουμε και επιθυμούμε, όχι μόνον προσωπικώς, αλλά επαναλαμβάνοντας την αναφορά και τα συμπεράσματα πολύ μεγαλυτέρων από εμάς Ορθοδόξων: Ιδού ολόκληρη χιλιετία, το πρώτο έργο της μελλοντικής Μεγάλης Συνόδους της Ορθοδοξίας, υπό τήν Προεδρίαν του Πρώτου Πατριάρχου και Αρχιερέως της Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως και Συμπροεδρευόντων Ορθοδόξων Αρχιερέων – όπως γινόταν πάντοτε διά μέσου των αιώνων άχρι καί σήμερον – θα πρέπει να είναι:

κατάφασι όλων των μέχρι σήμερα Επτά Οικουμενικών Συνόδων και ταυτοχρόνως ένταξις και συναρίθμησις εις αυτάς τουλάχιστον δύο κατόπιν γινομένων Συνόδων οι οποίες ήταν πραγματικά Οικουμενικές Σύνοδοι: της Μεγάλης Συνόδου του Αγίου Φωτίου (880 μ.Χ.) και της Μεγάλης Συνόδου του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά (1341 και 1351 μ.Χ.).

 

Αγίου Ιγνατίου Αντιοχείας, ἐν έτει 2009 – 2010

+ Επ. Αθανάσιος εφησυχάζων Ερζεγοβίνης

 

ΠΗΓΗ: Σάββατο, 27 Φεβρουαρίου 2010,  http://mkka.blogspot.com/2010/02/blog-post_27.html

Απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.