Ξαναμοιράζεται η «πίτα» στα ΜΜΕ
Του Γεράσιμου Λιβιτσάνου
Στις 26 Ιανουάριου, την επομένη δηλαδή των εκλογών που έφεραν στην εξουσία την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, παρατηρήθηκαν περίεργα φαινόμενα στα πρωτοσέλιδα δύο μεγάλων αθηναϊκών εφημερίδων: Τα Νέα, του Δημοσιογραφικού Οργανισμού Λαμπράκη, είχαν τίτλο «Η Ελλάδα άλλαξε σελίδα», και το Έθνος του ομίλου Μπόμπολα είχε τον ομοειδή τίτλο «Ισχυρή εντολή για αλλαγή σελίδας». Μάλιστα τα Νέα είχαν αλλάξει μέχρι και το χρώμα στο λογότυπό τους, από μπλε σε κόκκινο! Παρά την τότε φιλικότατη υποδοχή στο νέο κυβερνητικό σχήμα των δύο ομίλων που -μαζί με μερικούς ακόμη-κυριαρχούν στα ελληνικά Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης, σήμερα κυβέρνηση και καναλάρχες δηλώνουν ότι βρίσκονται… «στα μαχαίρια».
Η κυβέρνηση διακηρύσσει ότι θα χτυπήσει τη διαπλοκή των καναλιών και των ολιγαρχών των μίντια. Θα ξαναμοιράσει τις άδειες, θα τους φορολογήσει και θα βάλει στα κρατικά ταμεία 350 εκατομμύρια ευρώ. Οι επιχειρηματικοί όμιλοι πάλι, μέσω των ενώσεων τους, δείχνουν να αντιδρούν και ενίοτε με δημοσιεύματα να βάζουν στο στόχαστρο συγκεκριμένους υπουργούς και υψηλόβαθμα κυβερνητικά στελέχη.
Ωστόσο παρά την εικόνα ενός κηρυγμένου πολέμου, δεν λείπουν και κάποια άλλα… εντελώς αντιφατικά με αυτή την «αφήγηση» φαινόμενα. Τα κυβερνητικά στελέχη συνεχίζουν να «παρελαύνουν» στα κυρίαρχα ΜΜΕ, έστω ενίοτε καταγγέλλοντας τη λειτουργία τους. Παραμένει ουσιαστικά αλώβητο το καθεστώς επιχειρηματικής ασυδοσίας των εταιρειών που ελέγχουν αυτές τις επιχειρήσεις.
Το «διασωληνωμένο» χρηματοπιστωτικό σύστημα της χώρας φέρεται να έχει δώσει δάνεια περίπου 60 εκατομμυρίων ευρώ στη «μιντιακή διαπλοκή» μόλις τον τελευταίο μήνα. Αυτά τη στιγμή που και οι δύο φαινομενικά αντιμαχόμενες πλευρές αποδέχονται ως «διαιτητή» των όποιων διαφορών τους την Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Η επαναλειτουργία της ΕΡΤ με νομοσχέδιο που αναμένεται σύντομα να ψηφιστεί κάθε άλλο παρά ανατρέπει τις ισορροπίες στο χώρο των ηλεκτρονικών ΜΜΕ. Θα είναι εξ ορισμού υποχρηματοδοτούμενη κι εξαρτημένη για τη λειτουργία από τις ήδη υφιστάμενες δομές εκπομπής ψηφιακού σήματος που έχουν παραχωρηθεί με σκανδαλώδη τρόπο στα προαναφερόμενα ιδιωτικά συμφέροντα.
Αν «φωτιστεί» σωστά και ισότιμα το σύνολο των πτυχών αυτής της υπόθεσης, φαίνεται καθαρά ότι το ζητούμενο από την πλευρά των κυβερνώντων δεν είναι ούτε καν ο περιορισμός της κυριαρχίας του κεφαλαίου στο λεγόμενο «αγαθό της ενημέρωσης». Αντίθετα στοχεύει στο «ξαναμοίρασμα» της πίτας των τηλεοπτικών αδειών προσβλέποντας σε ένα πιο «φιλικό» και «συνεργάσιμο» μιντιακό περιβάλλον με την αξιοποίηση της εισόδου στο χώρο των νέων επενδυτικών σχημάτων που έχουν ήδη διαμορφωθεί και περιμένουν το «πράσινο φώς»
«Το μακρύ σας χέρι στην επικοινωνία και την κατασυκοφάντηση που γίνεται θα κοπεί από τη ρίζα». Με δηλώσεις όπως αυτή του υπουργού Εσωτερικών Νίκου Βούτση, η οποία απευθύνθηκε την περασμένη Πέμπτη προς τη Νέα Δημοκρατία στη Βουλή, διανθίζεται η πολιτική επιχειρηματολογία της κυβέρνησης σχετικά με την ανάγκη αναρρύθμισης του τοπίου στα ελληνικά Μέσα Ενημέρωσης. Ο ίδιος υπουργός δήλωσε άλλωστε πρόσφατα πως «είναι σήμερα μια μεγάλη ευκαιρία να γίνει ουσιαστικός διάλογος για το σύνολο του ραδιοτηλεοπτικού τοπίου στην Ελλάδα. Πόσες συχνότητες χωράει η Ελλάδα; Εννοώ που να είναι βιώσιμες και με την έννοια της διαφημιστικής πίτας. Πόσα κανάλια εθνικής εμβέλειας; Πόσα μπορεί να υπάρχουν και να είναι βιώσιμα; Δύο; Δυόμισι; Τρία; Όχι οκτώ, όμως. Ούτε επτά. Αυτό το ζήτημα πότε θα συζητηθεί; Η δημόσια ραδιοτηλεόραση θα έχει προεξάρχοντα ρόλο. Για τα υπόλοιπα μιλάμε. Για να είναι και αυτά ανταγωνιστικά, βιώσιμα, υπαρκτά. Μπορεί να είναι άλλα πέντε-έξι νομίζετε; Δεν μπορούν να είναι τόσα».
Επίσης δήλωσε πώς πρέπει να συζητηθεί και το ζήτημα του βασικού μετόχου χωρίς όμως να αναλαμβάνει στο συγκεκριμένο θέμα πολιτική δέσμευση. Παράλληλα, ο αρμόδιος υπουργός Επικράτειας Νίκος Παππάς έχει πολλάκις υποστηρίξει σε δηλώσεις του πως θα υλοποιηθεί σύντομα η προεκλογική δέσμευση του ΣΥΡΙΖΑ, για αδειοδότηση των τηλεοπτικών και ραδιοφωνικών σταθμών μέσω της θεσμοθέτησης σχετικού διαγωνισμού που θα αντικαταστήσει το διάτρητο νομοθετικό καθεστώς με το οποίο λειτουργούν μέχρι σήμερα. Μάλιστα οι κυβερνώντες μιλούν ευθέως για σκληρό καθεστώς διαπλοκής των κυρίαρχων ομίλων των ΜΜΕ με τα κόμματα του «μνημονιακού κατεστημένου» αναφερόμενοι κυρίως στη Νέα Δημοκρατία και το ΠΑΣΟΚ.
Ας δούμε όμως πώς έχουν τα πράγματα στην εγχώρια αγορά των μέσων ενημέρωσης. Με βάση τα δεδομένα του μητρώου του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης, στην Ελλάδα λειτουργούν 119 τηλεοπτικοί σταθμοί περιφερειακής και εθνικής εμβέλειας καθώς και 918 ραδιοφωνικοί σταθμοί. Όλοι καταβάλουν φόρο… ύπαρξης στην Digea εφόσον επιθυμούν να εκπέμπουν ψηφιακά.
Ποια είναι η Digea; Η κοινοπραξία που έχει μετόχους, το Μέγκα, τον Αντί, τον Σκάι, τον Άλφα και το κανάλι Μακεδονία. Αυτή η κοινοπραξία κατέχει μέσω σύμβασης με το Δημόσιο συχνότητες ψηφιακής εκπομπής με αντίτιμο 18,3 εκατ. ευρώ για 15 χρόνια δηλαδή της κοστίζουν περίπου 100.000 ευρώ το μήνα, ποσό ασύλληπτα μικρό για τα δεδομένα αυτών των επιχειρήσεων. Αξίζει να συγκρίνει κανείς με το ότι οι εταιρείες κινητής τηλεφωνίας αντίστοιχα πήραν τις συχνότητές τους για το ίδιο διάστημα με 380 εκατ. ευρώ και μάλιστα πρόκειται για συχνότητες υποδεέστερες σε… γκιγκαχέρτζ, μια και η κινητή τηλεφωνία έχει σαφώς μικρότερες ψηφιακές απαιτήσεις. Μάλιστα, σύμφωνα με πληροφορίες που είδαν το φώς της δημοσιότητας, και δεν έχουν διαψευστεί, η συγκεκριμένη εταιρεία, η Digea χρησιμοποίησε ακριβώς αυτό το περιουσιακό στοιχείο (τις συχνότητες) προκειμένου να πάρει δάνειο 19.000.000 ευρώ! Εδώ οφείλει να συνυπολογίσει κανείς και το δάνειο των 38 εκατομμυρίων ευρώ, και μάλιστα διατραπεζικό, που έλαβε πρόσφατα ο όμιλος Αλαφούζου, με εγγύηση περιουσιακά στοιχεία της εφημερίδας Καθημερινή.
Παράλληλα, η κυβέρνηση ενισχύει τη διαπραγματευτική της δυνατότητα. Κατ’ αρχάς με την έκδοση υπουργικής απόφασης από τον υπουργό Επικράτειας Νίκο Παπά, στην οποία καταλογίζονται στα υφιστάμενα τηλεοπτικά κανάλια αναδρομικά, τέλη χρήσης συχνοτήτων για τα έτη 2011 έως και 2014, συνολικού ύψους 24.150.633,93 ευρώ. Αυτά προκύπτουν από την υποχρέωσή τους για καταβολή του 2% του τζίρου τους για τα συγκεκριμένα λογιστικά έτη.
Από τη πλευρά της η Ένωση Ιδιωτικών Τηλεοπτικών Σταθμών Εθνικής Εμβέλειας υποστηρίζει ότι δεν έπρεπε να γίνει ο συγκεκριμένος καταλογισμός αρνούμενη τη συγκεκριμένη υποχρέωση. Μάλιστα ως αντιστάθμισμα προβάλλει την απαίτηση να καταβληθούν από το κράτος 24.170.850 ευρώ στα ταμεία των καναλιών για την προβολή προεκλογικών μηνυμάτων των κομμάτων σας εκλογικές αναμετρήσεις του συγκεκριμένου χρονικού διαστήματος. Για το θέμα αυτό όπως και συνολικά τα ζητήματα της αδειοδότησης των ηλεκτρονικών ΜΜΕ, η ΕΙΤΗ-ΣΕΕ έχει ζητήσει την έναρξη διαλόγου με την κυβέρνηση. Να σημειωθεί πάντως ότι ο δανεισμός των καναλιών που προαναφέρεται καλύπτει το μεγαλύτερο μέρος του ποσού που έχει κάνει απαιτητό η κυβέρνηση, ακόμη κι αν αυτό τελικά καταβληθεί, πράγμα ιδιαίτερα αμφίβολο.
Επίσης στο νομοσχέδιο που κατατέθηκε για την ΕΡΤ τροποποιείται ο νόμος 2190/1920 ο οποίος ρυθμίζει τις ΑΕ. Περνάει μία διάταξη που ορίζει πως στο θέμα της λύσης -δηλαδή της κατάργησης- εταιρειών που έχουν μέσα ενημέρωσης έννομο συμφέρον έχει και ο αρμόδιος υπουργός Επικράτειας. Το πιθανότερο είναι ότι αυτή η διάταξη δεν θα μπορέσει να ψηφιστεί ή αν ψηφιστεί θα προσβληθεί στο ευρωπαϊκό δικαστήριο και πιθανότατα η κυβέρνηση θα υπακούσει και θα την αποσύρει. Παρ’ όλα αυτά αποτελεί πρόσκαιρο διαπραγματευτικό χαρτί για την κυβέρνηση.
Ο νόμος 2190/1920 για τις Ανώνυμες Εταιρείες στο άρθρο 48 ανέφερε τα εξής: «Η εταιρεία μπορεί να λυθεί με δικαστική απόφαση ύστερα από αίτηση οποιοσδήποτε έχει έννομο συμφέρον εάν α) κατά τη σύσταση της εταιρείας δεν καταβλήθηκε το κεφάλαιο που ήταν καταβλητέο, ολικά ή μερικά, σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου και του καταστατικού, β) η εταιρεία δεν έχει το ελάχιστο κεφάλαιο που ορίζεται κάθε φορά από το νόμο, γ) το σύνολο “των ιδίων κεφαλαίων της εταιρείας, όπως προσδιορίζονται στο υπόδειγμα του ισολογισμού που προβλέπεται, καταστεί κατώτερο του ενός δεκάτου (1/10) του μετοχικού κεφαλαίου και η γενική συνέλευση δεν λαμβάνει μέτρα κατά το άρθρο 47, δ) η εταιρεία δεν έχει υποβάλει, προς καταχώριση, οικονομικές καταστάσεις τριών (3) τουλάχιστον συνεχών διαχειριστικών χρήσεων, εγκεκριμένες από τη γενική συνέλευση. Έννομο συμφέρον για τη λύση της εταιρείας έχει και ο υπουργός Ανάπτυξης ή η κατά περίπτωση αρμόδια εποπτεύουσα Αρχή».
Αξίζει να σημειωθεί ότι στην ετήσια έκθεση του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης επισημαίνεται πως «οι τηλεοπτικοί σταθμοί Μακεδονία ΤV, Σκάι και E-TV έχουν αρνητικό σύνολο ιδίων κεφαλαίων για τις χρήσεις των ετών 2011 -2013,2010-2013 και 2012-2013 αντίστοιχα, κατά συνέπεια οι αριθμοδείκτες σηματοδοτούνται με αρνητικό πρόσημο», άρα «το γεγονός αυτό καταδεικνύει ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις των διατάξεων των άρθρων 47 & 48 του Ν. 2190/1920 για τη λύση της εταιρείας».
Επίσης είναι γνωστή και η εξαγγελία του υπουργού Οικονομίας Γιάνη Βαρουφάκη για έλεγχο των δανειοδοτήσεων των καναλιών. Μιλάμε για θαλασσοδάνεια που δίνονται είτε χωρίς κριτήρια είτε με εχέγγυο υπερτιμημένα περιουσιακά στοιχεία όπως έχει καταγγελθεί -και σωστά- για το τελευταίο δάνειο του Μέγκα. Σύμφωνα με όσα δήλωσε, «η κυβέρνηση είναι αποφασισμένη να καταπολεμήσει τη διαπλοκή και τη διαφθορά, καθώς και να σταματήσει την προνομιακή αντιμετώπιση -εκ μέρους των τραπεζών- των επιχειρήσεων στο χώρο της ενημέρωσης». Στο ζήτημα αυτό ανατίθεται ο κεντρικός τραπεζίτης Γιάννης Στουρνάρας, και ίσως υπάρξει εκεί πάλι ένα είδος σύγκρουσης αφού η Τράπεζα της Ελλάδος εποπτεύεται από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα που εγγυάται τα επιχειρηματικά απόρρητα.
Σύμφωνα με τα υφιστάμενα στοιχεία, οι ιδιοκτήτες των βασικών καναλιών έχουν χρέη που ξεπερνούν τα 700 εκατομμύρια ευρώ. Συγκεκριμένα τα κανάλια Μέγκα, Αντί, Άλφα, Σκάι χρωστάνε 710 εκατομμύρια ευρώ και άμεσα οφείλουν να αποπληρώσουν 226 εκατομμύρια. Αυτοί ακριβώς οι σταθμοί, των ομίλων Λαμπράκη, Μπόμπολα, Κυριάκού, Βαρδινογιάννη και Αλαφούζου καλούνται να χάσουν ένα μέρος της κυριαρχίας τους προκειμένου να «ανοίξει χώρος» για νέες επιχειρηματικές δυνάμεις στο τηλεοπτικό τοπίο. Όχι να εξαφανιστούν αλλά να… περιοριστούν και να αποδεχθούν τη νέα κατάσταση.
Ήδη έχουν καταγραφεί προθέσεις από τον όμιλο Μαρινάκη, που ούτως ή άλλως δραστηριοποιείται στα μέσα ενημέρωσης, καθώς και ενός ακόμη επιχειρηματικού σχήματος που θα έχει για πρόσωπο «προς τα έξω» τον Νίκο Χατζηνικολάου. Στην αναδιάταξη του όλου σκηνικού πρέπει να συνυπολογίσει κανείς και τις προσπάθειες του ομίλου Βαρδινογιάννη να αγοράσει το σύνολο των μετοχών του Μέγκα ή του Σταρ, οι οποίες δεν έγινε γνωστό αν έχουν τελικά καρποφορήσει.
Ενδεικτικό της στόχευσης για αναδιαμόρφωση του μιντιακού σκηνικού αποτελεί το γεγονός ότι παραμένει σε ισχύ, δηλαδή δεν καταργήθηκε από την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, μία τροπολογία που «φωτογραφίζει» συγκεκριμένη συγχώνευση επιχειρήσεων μέσων ενημέρωσης. Πέρασε από τη Βουλή, στις 2 Αυγούστου του 2014, σε ένα νομοσχέδιο για το Ογκολογικό Νοσοκομείο Κηφισιάς, Άγιοι Ανάργυροι (εντελώς άσχετο δηλαδή). Αυτή προβλέπει σειρά διευκολύνσεις για τη συγχώνευση εταιρειών ΜΜΕ φωτογραφίζοντας τους ομίλους Μπόμπολα – Λαμπράκη. Συγκεκριμένα καταργεί τυχόν φορολογικές επιβαρύνεις, περιορίζει τα εργασιακά δικαιώματα του προσωπικού των δύο ομίλων και δημιουργεί τις συνθήκες που απαιτούνται για να «κλείσει η δουλειά».
Ζητούμενο η ενσωμάτωση της λαϊκής δυσαρέσκειας
Η πολιτική ουσία των φαινομένων που περιγράφονται έγκειται στην αναγκαιότατα της διαμόρφωσης ενός νέου πλέγματος ενσωμάτωσης, για μία λαϊκή δυσαρέσκεια που αντικειμενικά θα διαμορφωθεί και π οποία θα έχει νέα ποιοτικά χαρακτηριστικά. Καμία κυβέρνηση η οποία ετοιμάζεται να φέρει έναν «έντιμο συμβιβασμό» με τους δανειστές με βάση τον οποίο θα πρέπει να πάρει μέτρα αξίας από 2,2 έως 3,7 δισεκατομμυρίων ευρώ δεν έχει αυταπάτες ότι θα παραμείνει συμπαθής. Πόσο μάλλον όταν αυτοαποκαλείται αριστερή και έχει συγκεκριμένη κοινωνική και πολιτική αναφορά. Ας συνυπολογίσουμε ότι το περίφημο μέιλ Χαρδούβελη είχε κόστος λίγο μεγαλύτερο από τα 2 δισεκατομμύρια ευρώ!
Η ανάπτυξη μιας στενότατης σχέσης «δούναι και λαβείν» ανάμεσα στη νέα κυβερνητική πλειοψηφία και στα κυρίαρχα μέσα ενημέρωσης θα είναι σημαντική προϋπόθεση για τη στήριξη της επιχειρούμενης αστικής διαχείρισης. Θα έχει κύριο στόχο την ενσωμάτωση της λαϊκής αγανάκτησης και κυρίως των στοιχείων ριζοσπαστισμού. Θα έχει παράλληλα κομβικό ρόλο στη σταδιακή ανάπτυξη μιας εικονικής πραγματικότητας για να λειτουργήσει σαν προπέτασμα καπνού στις διαφαινόμενες συνεχείς μετατοπίσεις της κυβέρνησης, που κινείται στις «ράγες» της αποδοχής των ευρωκανόνων και του συνολικού συστημικού πλαισίου.
Θα μπορεί πολύπλευρό να καλλιεργεί τις αντιλήψεις της ταξικής ειρήνευσης και της «εθνικής ομοψυχίας», διαμορφώνοντας ένα γενικό πολιτικό κλίμα. Ουσιαστικά ο ΣΥΡΙΖΑ ξεκίνησε να «διαβάζει από την ανάποδη» τα όσα προεκλογικά κατήγγειλε, αναγνωρίζοντας τότε με αρνητικό τρόπο αυτήν τη λειτουργία της διαπλοκής.
Το νέο τοπίο στα ΜΜΕ θα επιτελέσει συγκεκριμένη λειτουργία πλάι σε άλλους σημαντικούς μηχανισμούς ενσωμάτωσης: Συγκεκριμένα την αξιοποίηση της κρατικής μηχανής καθώς και των θεσμικών δυνατοτήτων που παρέχει η διακυβέρνηση με τις οποίες η κυβέρνηση επιχειρεί ήδη να σπρώξει στο «βαθύ σκότος» της ενσωμάτωσης ευρύτερες λαϊκές μάζες. Ακριβώς αυτή την ανάγκη διεύρυνσης θα εξυπηρετήσει η διαμόρφωση ενός φιλικού πεδίου στην ενημέρωση. Δεν αρκούν οι μηχανισμοί εκμαυλισμού συνειδήσεων με διορισμούς στο Δημόσιο ούτε οι εκτονωτικού χαρακτήρα επιτροπές της Βουλής, που ανακοινώνονται σωρηδόν.
Η διαμόρφωση των σχέσεων της κυβέρνησης με τους επιχειρηματικούς ομίλους στα μέσα ενημέρωσης είναι απλά μια πλευρά της συνολικής πρακτικής της για καλλιέργεια σχέσεων με το αποκαλούμενο μεγάλο κεφάλαιο. Μια σχέση που έχει ξεκινήσει με εντατικούς ρυθμούς αμέσως μετά τις τελευταίες ευρωεκλογές. Συναντιέται με την πρόθεση παλιών αλλά και νέων επιχειρηματικών ομίλων να επιχειρήσουν την ανασύνθεση του πολιτικού σκηνικού στο επίπεδο των προσώπων και να αξιοποιήσουν συνολικά την τρέχουσα διακυβέρνηση προς όφελος της συστημικής αναπαραγωγής.
Όταν αυτά είναι τα τελικά ζητούμενα ποιος άραγε θα μπορούσε να είναι ο καλύτερος επόπτης παρά… η ίδια η Ευρωπαϊκή Ένωση. Για το λόγο αυτόν, όταν ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Γαβριήλ Σακελλαρίδης ρωτήθηκε για το θέμα της αδειοδότησης των ΜΜΕ ήταν σαφέστατος: «Ο διαγωνισμός της νέας αδειοδότησης θα είναι ανοιχτός και θα επιτρέπεται η συμμετοχή κάθε ενδιαφερομένου επενδυτή. Θα γίνει σύμφωνα με τους κανόνες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και όχι με όρους που θα ορίσει η ελληνική κυβέρνηση». Θα βρίσκεται δηλαδή υπό την επιτροπεία και τον έλεγχο της Κομισιόν.
Το στοιχείο αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό, αφού αποτελεί εχέγγυο για να μην «ξεφύγουν τα πράγματα». Οποιεσδήποτε αλλαγές υπάρξουν στο τοπίο των μέσων ενημέρωσης θα είναι απολύτως συμβατές με το ευρωπαϊκό δίκαιο και το «ευρωπαϊκό κεκτημένο» των επιχειρηματικών ομίλων. Μιλάμε για το ίδιο πλέγμα κανόνων το οποίο περιφρουρεί την έννοια του επιχειρηματικού απορρήτου, ώστε τηλεοπτικά κανάλια να μεταβιβάζονται μέσω υπεράκτιων εταιρειών και οι μετοχές τους να κατέχονται από εταιρικά σχήματα με έδρες διάφορους φορολογικούς παραδείσους. Επίσης πρόκειται για το ίδιο «δίκαιο» που απαγόρευσε ουσιαστικά την εφαρμογή της νομοθεσίας περί «βασικού μετόχου» που είχε νομοθετήσει μία αστική κυβέρνηση, αυτή του Κωνσταντίνου Καραμανλή το 2004 προκειμένου να ονομαστικοποιηθούν οι μετοχές των εταιρειών μέσων ενημέρωσης, ώστε να λειτουργήσει το ασυμβίβαστο μεταξύ ιδιοκτήτη καναλιού και εργολήπτη συμβάσεων του Δημοσίου.
Αυτές ακριβώς οι επιλογές αντανακλώνται και στις πολιτικές προτεραιότητες προκειμένου να διαμορφωθεί το θεσμικό πλαίσιο για την επαναλειτουργία της νέας ΕΡΤ. Με τη βολική (και εν μέρει αντικειμενική) δικαιολογία ότι πρόκειται για αναγκαστικό μεταβατικό στάδιο, η κυβέρνηση δρομολογεί τη νέα δημόσια ραδιοτηλεόραση με πρότυπο τις δομές της ΝΕΡΙΤ που κατασκεύασε η κυβέρνηση Σαμαρά-Βενιζέλου με ό,τι αυτό σημαίνει για τις δυνατότητες παρέμβασης στο περιεχόμενό της. Παρά το γεγονός ότι δίνει θεωρητικά τη δυνατότητα να μετατραπεί η ΕΡΤ σε πάροχο ψηφιακού σήματος (τροποποίηση που έγινε μόλις την περασμένη εβδομάδα), θα είναι αντικειμενικά αδύνατο για την ΕΡΤ να υλοποιήσει αμέσως έναν τέτοιο σχεδίασμά. Κυρίως εξαιτίας της υποχρηματοδότησής της, αφού μεγάλο τμήμα των εσόδων της από το τέλος που θα εισπράττει μέσω ΔΕΗ θα πηγαίνει για την αποπληρωμή του χρέους. Μιλάμε πιο συγκεκριμένα για τα 100 από τα 192 εκατομμύρια ευρώ, αφού αυτή είναι η πρόβλεψη για το 2015. Την ίδια στιγμή θα επιβαρύνεται με περίπου 1 εκατομμύριο ευρώ ανά έτος προς την Digea (δηλαδή τους καναλάρχες) ώστε να εκπέμπει ψηφιακά.
ΠΗΓΗ: «Πριν». Το είδα: 19/04/2015, http://vathikokkino.gr/archives/94857