Η Ρήξη και οι Ψευδαισθήσεις
Του Αντώνη Ανδρουλιδάκη
Μπορεί αυτή η κυβέρνηση να έχει ψευδαισθήσεις; Μπορεί κανείς να αποδώσει μια τέτοια αιχμή σε ανθρώπους καθ’ όλα καταρτισμένους και πνευματικά συγκροτημένους, μπολιασμένους μάλιστα –κατά το μάλλον ή ήττον- στη μαρξιστική αναλυτική σκέψη;
Ενόσω η διαδικασία της διαπραγμάτευσης συνεχίζεται, διάχυτο παραμένει το συναίσθημα της αβεβαιότητας στο σύνολο της ελληνικής κοινωνίας, δίχως κανείς να μπορεί να προβλέψει, με μια σχετική εγκυρότητα, αν αυτό που θα ακολουθήσει θα είναι ένας συμβιβασμός -ως αποτέλεσμα αμοιβαίων υποχωρήσεων- ή μια καθολική ρήξη.
Όμως, αν η κυβέρνηση ήταν αποφασισμένη να προχωρήσει σε ρήξη (χρεοκοπία, στάση πληρωμών κ.λπ.) με τους «θεσμούς», διεκδικώντας τη διαγραφή μεγάλου μέρους του χρέους και ρήτρα ανάπτυξης για το υπόλοιπο μέρος, είναι λογικό να το έκανε στις 20 Φεβρουαρίου, όταν ακόμη τα ταμιακά διαθέσιμα ήταν σχετικά επαρκή για κάτι τέτοιο. Όταν, δηλαδή, θα είχε τη δυνατότητα, ταυτόχρονα με την πιθανή έκδοση ενός παράλληλου νομίσματος για το εσωτερικό, θα μπορούσε ακόμη να χρηματοδοτεί με ευρώ τις στρατηγικές ανάγκες του κράτους που αφορούν σε εισαγόμενα προϊόντα και υπηρεσίες (καύσιμα, φάρμακα κ.λπ.). Όταν ακόμη, επίσης, οι καταθέσεις στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα δεν θα είχαν υποστεί τις διαρροές που έχουν υποστεί έκτοτε.
Το γεγονός ότι δεν το έκανε τότε, μπορεί να σημαίνει δυο πράγματα:
α) ότι δεν είχε, ούτε έχει, αποφασίσει καμία ρήξη και άρα αυτό που και τώρα αναζητά, είναι μια έξυπνη, προωθητική και γυαλιστερή «συσκευασία» για τη μέγιστη των κυβισθήσεων στην παγκόσμια Ιστορία της αριστεράς.
β) ότι είχε την, μάλλον βέβαιη, εκτίμηση, πως οι -υπό το χαϊδευτικό προσωνύμιο «εταίροι»- αποικιοκράτες, θα υποχωρούσαν μπροστά:
β1) στην ακαταμάχητη και ορθολογική επιχειρηματολογία ότι το πρόγραμμα δεν βγαίνει,
β2) στην αριστερή αποφασιστικότητα μιας κυβέρνησης υποστηριζόμενης από την μεγάλη πλειοψηφία του Λαού,
β3) στο ηθικό πλεονέκτημα της κυβέρνησης αυτής, που δεν ήταν «χρεωμένη» με σκελετούς στις ντουλάπες της από σκάνδαλα και «χριστοφοράκους»
β4) στη βεβαιότητα της κυβέρνησης, ότι το «ξεδόντιασμα» της ντόπιας παρασιτικής ελίτ θα απέδιδε στα δημόσια ταμεία επαρκή διαθέσιμα για την κάλυψη των δημοσιονομικών ελλειμμάτων-ισοδυνάμων, που απαιτούσαν οι δανειστές και ίσως (δώστε μου έξι μήνες και θα δείτε μια άλλη χώρα φέρεται να έλεγε ο πρωθυπουργός),
β5) στο «αχαρτογράφητο» κόστος μιας απειλούμενης ελληνικής χρεοκοπίας, εξόδου από την Ε.Ζ.
β6) ότι σύσσωμος ο ευρωπαϊκός νότος θα συμπαρατασσόταν, εκών-άκων, με την ελληνική κυβέρνηση, προσδοκώντας και τη δική του απελευθέρωση από το άγος της κηδεμονευόμενης γερμανικής λιτότητας.
Ας απορρίψουμε την περίπτωση (α) για λόγους ας πούμε… αριστερής φιλοκυβερνητικής προκατάληψης, που δεν θα μας επέτρεπε να φανταστούμε καν μια τόσο αφερέγγυα και εν πολλοίς ανήθικη αριστερή διακυβέρνηση.
Παραμένει, δηλαδή, ως το σκεπτικό (β) να δικαιολογεί τους λόγους που η κυβέρνηση δεν επέλεξε στην κατάλληλη στιγμή τη μεγάλη ρήξη με τους δανειστές. Πίστευε, με άλλα λόγια, και πιστεύει ακόμη και σήμερα -είναι μάλιστα εμφανές αυτό από σχετική αρθρογραφία, αλλά και δηλώσεις στελεχών- ότι εν τέλει, και μάλιστα ως συνήθως την τελευταία στιγμή, οι δανειστές θα υποχωρήσουν αποδεχόμενοι αυτό, που ονομάζεται ως έντιμος συμβιβασμός.
Εν τούτοις, αυτή η «τελευταία στιγμή» δεν έρχεται, οι εκταμιεύσεις από τον ELA με το σταγονόμετρο δεν την αφήνουν να έλθει, ο χρόνος κυλάει, και η ελληνική κυβέρνηση ξύνει κυριολεκτικά τον πάτο του χρηματοδοτικού βαρελιού για να συγκεντρώσει τα ποσά των δόσεων που λήγουν, αφαιρώντας όμως από τη χώρα –και εδώ είναι το πολύ κρίσιμο- μια στοιχειωδώς ρεαλιστική δυνατότητα χρεοκοπίας εντός του ευρώ, αφού στο τέλος θα έχει απομείνει εντελώς από ρευστά διαθέσιμα σε ευρώ για να χρηματοδοτήσει -για ένα εύλογο χρονικό διάστημα- τις άκρως αναγκαίες στρατηγικές ανάγκες λειτουργίας του κράτους και της κοινωνίας από σχετικές εισαγωγές.
Να γιατί ήταν σωστή η παρατήρηση αρκετών σε σχέση με τη συμφωνία της 20ηςΦεβρουαρίου, ότι ο χρόνος (και η ασάφεια ως προς την χρηματοδότηση) δεν ήταν υπέρ της ελληνικής πλευράς. Και αλίμονο, αν η κυβέρνηση οδηγηθεί στη ρήξη επειδή δεν θα μπορεί να κάνει τίποτε άλλο! Αλίμονο, αν η χώρα οδηγηθεί στη χρεοκοπία, έχοντας προηγουμένως ξοδέψει τις τελευταίες χρηματοδοτικές της ρανίδες για να εξοφλήσει το ΔΝΤ, με την ψευδαίσθηση μάλιστα ότι κερδίζει χρόνο και πιέζει τους δανειστές.
Εδώ όμως, ανακύπτει ένα άλλο ερώτημα: Μπορεί αυτή η κυβέρνηση να έχει ψευδαισθήσεις; Μπορεί κανείς να αποδώσει μια τέτοια αιχμή σε ανθρώπους καθ’ όλα καταρτισμένους και πνευματικά συγκροτημένους, μπολιασμένους μάλιστα –κατά το μάλλον ή ήττον- στη μαρξιστική αναλυτική σκέψη;
Η απάντηση μοιάζει να είναι αρνητική.
Αλλά, μια δεύτερη ανάγνωση των προϋποθέσεων της (β) εναλλακτικής που αναλύσαμε παραπάνω, δεν είναι και τόσο καθησυχαστική.
Διότι:
γ1) είναι, άραγε, ορθολογικό να πιστεύουμε, ότι ο δανειστής-αποικιοκράτης ενδιαφέρεται καν για τον ορθολογισμό του επιχειρήματος, ότι το «Πρόγραμμα δεν βγαίνει»; Και αν αυτό ήταν, ακριβώς, η δική του στόχευση; Ή αποκλείεται;
γ2) είναι ορθολογικό να πιστεύουμε, ότι η δυτικοευρωπαϊκή ολιγαρχία θα έδειχνε κάτι περισσότερο από μερικά «δημοκρατικά ευχολόγια» για την ετυμηγορία του Ελληνικού Λαού που… πρέπει να γίνει σεβαστή; Μα, στ’ αλήθεια πιστεύουμε ότι η ευρωπαϊκή ελίτ δίνει δυάρα για τις αποφάσεις και τα ζητούμενα του Λαού μας;
γ3) είναι ορθολογικό να πιστεύουμε, ότι οι «διαφθορείς» δανειστές θα αντιμετώπιζαν, έστω με κάποια αναγκαστική θετική προαίρεση, την αδιάφθορη νέα ελληνική κυβέρνηση; Μα είναι προφανές, ότι τα συμφέροντα τους, ήταν και είναι, με διεφθαρμένες κυβερνήσεις. Αυτές «οικοδόμησαν» αλλά και συντήρησαν τη χώρα ως παρασιτική απόφυση της Δύσης.
γ4) είναι ορθολογικό να πιστεύουμε, ότι οι δανειστές-αποικιοκράτες θα συναινούσαν έτσι απλά στο «ξεδόντιασμα», στη διάλυση, του ντόπιου παρασιτικού μηχανισμού που εδώ και δεκαετίες τους εκπροσωπεί, με άλλοθι την δημοσιονομική εξυγίανση; Μα στ’ αλήθεια, πιστεύουμε ότι η ευρωπαϊκή ελίτ ενδιαφέρεται για τη δημοσιονομική εξυγίανση, ή μήπως επιδιώκει το εντελώς αντίθετο, την αέναη διαιώνιση του χρέους, της εξάρτησης, αλλά και των ανισορροπιών που «παράγουν» τα ελλείμματα;
γ5) είναι ορθολογικό να εκτιμούμε, ότι μπορεί να τους αποτρέψει το άγνωστο πιθανό κόστος για την Ευρωζώνη και το Ευρώ, όταν είναι φανερό ότι, ήδη από το PSI, αυτό που επιχειρούν παντοιοτρόπως να πετύχουν, είναι να ελαχιστοποιήσουν την έκθεση τους στους κινδύνους αυτούς; Για ποιό λόγο έγινε δηλαδή το PSI, ή «χάψαμε» κι εμείς τη Βενιζέλεια ρητορική περί «του μεγαλύτερου δανείου στην ανθρώπινη ιστορία!»; Και, εν τέλει, πόσο ορθολογικό είναι να πιστεύουμε, ότι η τρέχουσα «γερμανική» Ευρώπη δεν έχει καταβάλλει κάθε φροντίδα και ακραία οργανωτική προετοιμασία για την ελαχιστοποίηση των συνεπειών μιας ρήξης;
γ6) Το ζήτημα της συσπείρωσης των χωρών του Νότου δεν το συζητώ καν.
Προσωπικά, δεν έχω βέβαιη απάντηση στα παραπάνω ερωτήματα. Αυτό είναι, όμως, και το κυρίως πρόβλημα. Ότι, αντιθέτως, είναι επιτακτική, υπαρξιακή ανάγκη, να έχουμε την απόλυτη βεβαιότητα ότι η χώρα και ο Λαός μας δεν είναι έρμαιο –για ακόμη μια φορά στην Ιστορία του-των χρόνια καλλιεργημένων ψευδαισθήσεων περί μιας κάποιας Δημοκρατικής και Αλληλέγγυας Ευρώπης των Λαών, που ποτέ μέχρι σήμερα δεν γνωρίσαμε.
ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Στη φωτογραφία, τοίχος με αφίσες κατασκευασμένες για τις ανάγκες του ρημέηκ της ταινίας Red Dawn.
ΠΗΓΗ: 17-04-2015, http://www.thepressproject.gr/article/75900/I-Riksi-kai-oi-Pseudaisthiseis