ΤΙ ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΑΡΝΗΣΗ ΤΗΣ ΑΝΑΣΤΑΣΗΣ;
Του Απόστολου Παπαδημητρίου
Η πίστη στην ανάσταση του Χριστού αποτελεί το κεφαλαιώδες δόγμα της Εκκλησίας. Αν ο Χριστός δεν έχει αναστηθεί το κήρυγμα και η πίστη των χριστιανών είναι κενά περιεχομένου, τονίζει ο Απόστολος Παύλος στην πρώτη προς Κορινθίους επιστολή.
Τί ήταν εκείνο, που προσήλκυσε στη νέα πίστη πλήθος ανθρώπων, οι οποίοι έδωσαν τη μαρτυρία και υπέστησαν με θάρρος το μαρτύριο; Συνηθίζουμε να δίνουμε κοινωνιολογική εξήγηση αναλύοντας τις συνθήκες που επικρατούσαν κατά την εποχή του Χριστού στην έκταση της αχανούς ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Ορθή η ανάλυση, πλην όμως γίνεται μόνον από χριστιανούς, καθώς οι κριτικά ή εχθρικά ιστάμενοι έναντι της Εκκλησίας συνήθως ωραιοποιούν τον αρχαίο κόσμο, για τον αφανισμό του οποίου οδύρονται και καταγγέλλουν ως υπαίτια αυτού την Εκκλησία. Συνήθως εκτοξεύονται οι κατηγορίες για καταστροφή πλήθους ιερών, τα οποία θεωρούν ως έργα τέχνης και μόνο, και χειρογράφων κειμένων, ανωδύνων ως προς τις συνέπειες από πλευράς ήθους και χρέους. Αποδίδουν τις καταστροφές στον θρησκευτικό φανατισμό, που δήθεν καλλιέργησε η νέα πίστη, και καταδικάζουν αυτήν με παρωδία δίκης, που δεν διαφέρει και πολύ από την άλλη του Χριστού ενώπιον του Πιλάτου.
Η επικράτηση της νέας πίστης αποτελεί θαύμα ανερμήνευτο με τη λογική. Κανένας ευνοϊκός λόγος για την εξάπλωση αυτής συνέτρεχε τότε. Οι διωγμοί άρχισαν ευθύς αμέσως με τη διάδοσή της και οδήγησαν στα μαρτύρια. Η ιστορία του πλανήτη γραμμένη από εμπαθείς και μικρόψυχους έχει «θάψει» τους μάρτυρες της Εκκλησίας, την οποία εγκαλεί ξαφνικά, μετά την αναγνώρισή της από τον Καίσαρα στις αρχές του 4ου μ.Χ. αιώνα, για φανατισμό και καταστροφή του αρχαίου πολιτισμού. Αλλά κατά τον 4ο αιώνα άρχισε η εκκοσμίκευση της Εκκλησίας με τη συρροή πλήθους ιδιοτελών ανθρώπων, οι οποίοι ήθελαν να είναι αρεστοί στον μεταστραφέντα στη νέα πίστη αυτοκράτορα. Αν έγιναν κάποιες καταστροφές, ιερών ή χειρογράφων, οφείλονται σε όντως φανατικούς. Σε ποιο σημείο της διδασκαλίας του Χριστού εδράζονται οι ενέργειες αυτές; Και τελικά πόσα είναι τα ιερά, που αποδεδειγμένα καταστράφηκαν από χριστιανούς, συγκρινόμενα με τα άλλα που κατέστρεψαν η έντονη σεισμική δραστηριότητα και το πλήθος των βαρβάρων, που κατά αλλεπάλληλα στίφη επέδραμαν κατά της αυτοκρατορίας επί αιώνες; Αν κάηκαν κάποια χειρόγραφα, πόσα άλλα διασώθηκαν αντιγραφόμενα με επιμέλεια από μοναχούς ακόμη και όταν τα κείμενα δεν ήσαν σύμφωνα με το πνεύμα του Ευαγγελίου; (Αριστοφάνης).
Οι καταγγελίες κατά της πίστεως διαχρονικά είναι σαθρές και δεν αντέχουν στην κοινή λογική. Ακόμη και οι πρόσθετες κατηγορίες κατά της Εκκλησίας για τον στραγγαλισμό της ελευθερίας του ανθρωπίνου προσώπου κατά τον Μεσαίωνα από τον «αντιπρόσωπο» του Θεού επί της γης και τον «ελέω Θεού βασιλέα» είναι έωλες. Ο Χριστός στέκει ανάμεσά μας και σήμερα προκαλώντας με το ερώτημα: «Τίς ελέγχει με περί αμαρτίας;». Και οι Πατέρες της Εκκλησίας στοιχιζόμενοι πίσω από τον Χριστό ερμήνευσαν τα ιερά για τους πιστούς κείμενα με τρόπο, που δεν επιτρέπει ουδεμία διαστρέβλωση των νοημάτων αυτών ή παραχάραξη. Όλα τα «ελεύθερα» πνεύματα, που εναντιώθηκαν στην αυθαιρεσία των θρησκευτικών και κοσμικών αρχόντων, ενέχονται για πλήθος παθών και μικροπρεπειών, τα οποία έντεχνα συγκαλύπτονται, για να μην καταρρεύσει το κοσμοείδωλο των «φωτισμένων» (υλιστών φιλοσόφων), που τόλμησαν την «επανάσταση» και οδήγησαν τον Θεό στον «θάνατο» (ανυπαρξία).
Η ανάσταση του Χριστού απορρίφθηκε αρχικά από λίγους διανοούμενους, στο όνομα της λογικής, και η άρνηση εξαπλώθηκε σε διάστημα τριών αιώνων στη μεγάλη πλειοψηφία των πολιτών των αποκαλουμένων ακόμη χριστιανικών κοινωνιών. Η λογική είναι η αχίλλεια πτέρνα του δυτικού ανθρώπου. Σ’ αυτήν θεμελιώθηκε η σχολαστική θεολογία της Δύσης, η οποία συντέλεσε στη ραγδαία απομάκρυνση στο χώρο της από το πνεύμα των Πατέρων της Εκκλησίας. Στη λογική θεμελίωσε και ο Ντε Καρτ (Καρτέσιος) την επιχειρηματολογία του περί υπάρξεως Θεού και ψυχής. Ακόμη και σήμερα τον τιμούν στη Δύση ως θεμελιωτή του «ορθολογισμού»! Όμως, όπως παρατηρεί ο υλιστής Ράσελ, μέσα σε δύο αιώνες το καρτεσιανό δόγμα ανετράπη στη Γαλλία από το αντίστοιχο υλιστικό! Συμπέρασμα απλό δια της κοινής λογικής: Δεν υπάρχει μία και μόνη λογική, αλλά όσες οι πίστεις και οι ιδεολογίες. Ο καθένας μας επιλέγει αυτήν που του ταιριάζει και την προβάλλει ως μοναδική. Τελικά ποιος είναι λογικός, ο πιστεύων στο Θεό ή ο αρνούμενος την ύπαρξή του; Ο πιστός δίνει την απάντηση: Και οι δύο. Βέβαια στους Ψαλμούς του Δαβίδ αναγράφεται: «είπεν άφρων εν τη καρδία αυτού ουκ έστι Θεός». Πρέπει όμως να διακρίνουμε το άλογα ζώα ή τους ανθρώπους, των οποίων έχει διαταραχθεί ο εγκέφαλος, από τους υλιστές. Ο υλιστής δεν είναι άλογος, είναι εμπαθής. Και όταν τα πάθη κυριαρχούν επί του νου, ο άνθρωπος άγεται και φέρεται από αυτά. Υπό την επήρεια των παθών ο άνθρωπος και με προσχήματα τις θλιβερές και άθλιες αστοχίες «χριστιανών» επιχείρησε τη μεταφυσική εξέγερση, η οποία επικράτησε στις «χριστιανικές» κοινωνίες.
Φυσικά δεν έχει νόημα να γράφουμε για ανάσταση του Χριστού απευθυνόμενοι σε ανθρώπους που απορρίπτουν την ύπαρξη του Θεού. Σεβόμαστε την επιλογή τους, όταν αυτοί παραμένουν έντιμοι και δεν μονοπωλούν τη λογική, που όπως δείξαμε δεν είναι μία, και δεν κραδαίνουν ως όπλα «επιστημονικά» επιχειρήματα. Ας αφήσουν την επιστήμη ήσυχη υλιστές και χριστιανοί της Δύσης. Δεν είναι σε θέση αυτή να αποφανθεί, ως εκ της φύσεώς της, επί του θέματος.
Οι κοινωνίες που αρνήθηκαν τον Θεό και, κατά συνέπεια τον Χριστό και την ανάστασή του, εμφανίζουν πολλά γνωρίσματα της κοινωνίας του ελληνορωμαϊκού κόσμου της εποχής του Χριστού. Δεν αποτελεί για τους πιστούς έκπληξη αυτή η κατάρρευση. Ο Απόστολος Παύλος το πρόβλεψε αυτό γράφοντας προς τον μαθητή του Τιμόθεο: «Στις έσχατες ημέρες θα έλθουν δύσκολοι καιροί. Θα γίνουν οι άνθρωποι φίλαυτοι, φιλάργυροι, αλαζόνες, υπερήφανοι, βλάσφημοι, απειθείς στους γονείς, αχάριστοι, ανόσιοι, άστοργοι, άσπονδοι, διάβολοι, ακρατείς, ανήμεροι, αφιλάγαθοι, προδότες, προπετείς, τυφλωμένοι από υπερηφάνεια, φιλήδονοι μάλλον παρά φιλόθεοι, έχοντες μόρφωση ευσέβειας, αλλά αρνούμενοι τη δύναμή της».
Αυτές είναι οι συνέπειες από την άρνηση της ανάστασης του Χριστού, αλλά και οι λόγοι της άρνησης. Πόσο ισχυρή είναι ακόμη λογική, για να συγκαλύψει τα προσχήματα; Η δίψα της ψυχής και οι μάταιες αναζητήσεις λύτρωσης του δυτικού ανθρώπου σε κοινωνίες, που έχουν κυκλωθεί από αδιέξοδα, είναι εμφανείς. Στον ταλαιπωρημένο όχι βέβαια από τη λογική, αλλά από τα πάθη δυτικό άνθρωπο (και ο νεοελληνική κοινωνία σύρεται στη χορεία των υπό κατάρρευση κοινωνιών) εναπόκειται να επιστρέψει και να πορευθεί τον δρόμο του Χριστού. Κι αν στο παρελθόν απέκλινε απ’ αυτόν τρέμοντας μπροστά στον σταυρό, που ο Χριστός τον καλούσε να άρει, πρέπει να συνειδητοποιήσει ότι όποιος αρνείται τον σταυρό του σταυρώνει πλείστους όσους άλλους και σταυρώνεται από τα πάθη του χωρίς ελπίδα ανάστασης.
«ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ», 11-4-015