Αξιοπρεπές πένθος*
Του Γιάννη Στρούμπα
Στα σύνορα του χρόνου, προϊστορίας κι ιστορίας, πρωτογονισμού και πολιτισμού, κατανόησης και παρανόησης, εκεί που συναντιούνται οι επικράτειες της ζωής και του θανάτου, ακόμη και τα σύγχρονα όμορα κράτη, στήνει το σκηνικό και τοποθετεί τους ήρωές του ο Κυριάκος Συφιλτζόγλου στην τρίτη του ποιητική συλλογή με τον τίτλο «Με ύφος Ινδιάνου». Κεντρικά πρόσωπα του ποιητικού μύθου είναι ο Σεβάτ κι η Ρεϊχάν, δύο πρόσφυγες που κλείνουν τον κύκλο της ζωής τους πριν καν ολοκληρώσουν την τρίτη δεκαετία της και που θα μπορούσαν να αποτελούν προσωπεία του ποιητή – ιδίως ο Σεβάτ, καθώς μάλιστα εμφανίζεται γεννημένος το 1983, το ίδιο δηλαδή έτος με τον Συφιλτζόγλου. Άλλωστε ο πρώτος στίχος της συλλογής «Εγώ – Σεβάτ» συναινεί στη συγκεκριμένη ταύτιση.
Η πινακοθήκη των αναγκεμένων προσφύγων, των λαθραίων μεταναστών και του δράματός τους, την οποία συνθέτει ο Συφιλτζόγλου, αξιοποιεί εξαρχής το εύρημα της παράθεσης μίας υποτιθέμενης σειράς πινάκων στην Εθνική Πινακοθήκη. Στο ομότιτλο ποίημα («Εθνική Πινακοθήκη»), εναρκτήριο της συλλογής, οι απτές μορφές των προσφύγων και τα τοπία του περιβάλλοντός τους μετασχηματίζονται σε αφηρημένες έννοιες ή χώρους, που περιγράφουν την απόφαση των ηρώων για μετοικεσία και τη μεταναστευτική τους πορεία, σε μια προϊούσα, κλιμακούμενη διαδικασία, μέχρι το άδοξο τέλος τους, συνέπεια της οδυνηρής τους περιπέτειας. Η αποτελεσματικότητα της ποιητικής λειτουργίας δεν κρίνεται τόσο στην –ούτως ή άλλως δραστική ποιητικά– εξεικόνιση των αφηρημένων εννοιών, όσο στα υλικά της αναπαράστασης, που αποδίδουν το δράμα όχι μόνο σαν τεχνικές ζωγραφικής αποτύπωσης, μα και σαν καταγραφή εσωτερικών, ψυχικών διεργασιών: «Απόφαση. Εγκαυστική σε ξύλο», γιατί η απόφαση της μετανάστευσης δεν ζωγραφίζεται μόνο με λιωμένο κερί πάνω στο ξύλο αλλά καίει και την ψυχή· «Δάκρυα. Κάρβουνο και υδρόχρωμα σε χαρτί», γιατί η μαύρη ψυχή δεν αποδίδεται μόνο στο χαρτί από το κάρβουνο του ζωγράφου, αλλά μαυρίζει επίσης από τον πόνο και την ταλαιπωρία· ή «Όχθη. Μονωτικό πανί, λαδόχρωμα, πηλός», γιατί μια από τις πιο τελειοποιημένες μορφές «στεγανοποίησης» αναπτύσσεται στις όχθες ποταμών-συνόρων μεταξύ κρατών. Πρόκειται για το «οπλισμένο σκυρόδεμα», που δεν είναι μονάχα το οικοδομικό υλικό κάποιας υπερυψωμένης σκοπιάς σε συνοριακό στρατιωτικό φυλάκιο, παρά και οι οπλισμένοι φύλακες των συνόρων, που υπηρετούν τη θητεία τους στο φυλάκιο αυτό.
Η εικόνα των φυλάκων-φορέων του θανάτου, με την «Όχι και τόσο αφηρημένη τέχνη» τους –στο ομότιτλο ποίημα– να τερματίζουν ζωές, προβαίνει στη συγκεκριμενοποίηση των απεικονιζόμενων ιστοριών στην «Εθνική Πινακοθήκη». Εκεί που η ευσπλαχνία μοιάζει με χωνάκι παγωτό στα χέρια συνοριοφύλακα, δηλαδή απλώς δεν υφίσταται, εφόσον η αθωότητα του παγωτού δεν συναντιέται πουθενά με τη σκληρότητα των φρουρών, ο θάνατος κυριαρχεί κι εκφράζεται παντοιοτρόπως, ακόμη και μέσα από μια γλώσσα εξουσίας «ίδια αμοιβάδα», βγαλμένη από προϊστορικές συνθήκες, παντελώς πρωτόγονες, απολίτιστες και ψυχρές. Η διαμάχη του θανάτου με τη ζωή προεκτείνεται στον χρόνο, σ’ «ένα δελτίο παράδοσης παραλαβής» μέσα σ’ αυτόν, το οποίο πιστοποιεί, πέρα από την εναλλαγή τους, την τελική συναίρεση του θανάτου με τη ζωή, σαν εξέλιξη αφόρητης ματαιότητας. Πολύ περισσότερο, μοιάζει να κοιτά ο θάνατος προς τη ζωή απειλητικά, καθώς, συναιρούμενος μαζί της, τη στραγγαλίζει. Γι’ αυτό κι η αναδίφηση για ίχνη ζωής στο παρελθόν συναντά μόνο κόκαλα: «είμαστε τα οστά/ της ίδιας μας της ανασκαφής».
Ενώπιον της οδυνηρής πραγματικότητας, το πάθος –«σαν το ψωμί»– κι ο έρωτας δυσκολεύονται να φουσκώσουν και να καρποφορήσουν. Το πένθος κυριαρχεί στο βροχερό ψυχικό τοπίο. Το ερώτημα περί βροχής, που επιζητά, ίσως, τη διάψευσή της, παίρνει σαν απάντηση μονάχα ένα «ύφος Ινδιάνου», μια αμίλητη μορφή, αμίλητη από την επίγνωση της ανεπίστροφης κατάστασης. Κι αυτή η μορφή, στην πικρή της σιωπή, προσωποποιεί με τον αποτελεσματικότερο τρόπο την αξιοπρεπή απαισιοδοξία των ανθρώπων που αναλαμβάνουν με στωικότητα να σηκώσουν τον σταυρό τους, χωρίς να τρέφουν ψευδαισθήσεις για υπέρβαση των αδιεξόδων τους, μέσα στο αφιλόξενο περιβάλλον που τους καταδιώκει. Επιπλέον, η συμβολική ταύτιση των προσφύγων με τους Ινδιάνους δεν σχολιάζει μόνο την κοινή μοίρα δύο ανθρώπινων ομάδων που διώκονται, αλλά και το άδοξο τέλος αμφότερων των αδύναμων ομάδων, με τον αφανισμό τους από τους παντοδύναμους διώκτες τους.
Τη ματαιότητα των εγκοσμίων ο Συφιλτζόγλου τη σχολιάζει, από άλλη οπτική, και μέσω μιας πικρής ειρωνείας απέναντι στον επίμονο καλλωπισμό. Στο ευφυές ποίημα «Νεκρά κύτταρα», το τρίψιμο των νεκρών κυττάρων με την ελαφρόπετρα, ώστε να αφαιρεθούν από «φτέρνα αγκώνα γόνατα», συμπίπτει με το πέρασμα απέξω, από τον δρόμο, μιας κηδείας, αλλά και με το πέρασμα του χρόνου, όπως αυτό δηλώνεται στην κίνηση των δεικτών του ρολογιού. Μάλιστα, η φορά των δεικτών του ρολογιού είναι αντίστοιχη με τη φορά κατά την οποία κινείται η ελαφρόπετρα, προκειμένου να αφαιρέσει τα νεκρά κύτταρα. Έτσι, η προσπάθεια για καλλωπισμό υπονομεύεται από το πέρασμα του χρόνου, το οποίο αναιρεί, επιφέροντας τη φθορά, τις ανθρώπινες προσπάθειες για σωματικό εξωραϊσμό. Στο ίδιο μήκος κύματος, οι χτύποι του ρολογιού παρομοιάζονται με τον μηχανισμό μιας ωρολογιακής βόμβας στο ποίημα «Λαθρο-Γεωλογία», η οποία αποτελεί το εκρηκτικό υπόβαθρο της ναρκοθετημένης γεωλογίας των λαθρομεταναστών, με τις αλλεπάλληλες εκρήξεις της.
Το ναρκοθετημένο πεδίο για τις προσφυγικές πληθυσμιακές ομάδες δεν εντοπίζεται μονάχα στις μεθοριακές γραμμές. Ακόμη κι όσοι γλιτώνουν από τα κυριολεκτικά ναρκοπέδια των συνόρων ή τα μεταφορικά των υψηλών κυμάτων μέσα σε σάπια πλοιάρια προς αναζήτηση της δυτικής γης της επαγγελίας, έρχονται αντιμέτωποι με τον εκρηκτικό ρατσισμό του εντόπιου πληθυσμού απέναντι στους μετανάστες. Στα «Μεταναστευτικά πουλιά» η αλληγορία των πουλιών υποδεικνύει τους (λαθρο)μετανάστες και καταλήγει σε πλάγιο σχόλιο για την απουσία ανεκτικότητας και φιλοξενίας: «τι κι αν είμαστε/ οι καλύτεροι ξενιστές// το φταίξιμο/ θα πέφτει πάντα/ σ’ έναν/ κοκκινο/ λαίμη», όπου ο «κοκκινο-λαίμης», δηλαδή ο πρόσφυγας διαφορετικού χρώματος και φυλής, συγκεντρώνει τα πυρά –κόκκινα κι αυτά!– της κοινωνίας.
Συρματοπλέγματα, λοιπόν, στα σύνορα, συρματοπλέγματα κι εντός των ανθρώπινων κοινοτήτων, μεταφορικά αυτή τη φορά: πρόκειται, δηλαδή για τους κοινωνικούς φραγμούς που επισημαίνουν, συντηρούν και προβάλλουν τις ανισότητες, μεγεθύνοντάς τες σκοπίμως. Κι η γλώσσα είναι ακριβώς ένα τέτοιο συρματόπλεγμα, με τα «ούτως ειπείν και συνελόντι» και τα «σχεδόν παρά θιν’ αλός», που διαχωρίζουν εκλεκτικά κι ελιτίστικα τους «εγγράμματους» από τους «αγράμματους». Τέτοιες λέξεις, «ίδιες γεροντοκόρες» μιας άλλης εποχής, μιας θλιβερής συντήρησης, απαρτίζουν μια «νεκρά θάλασσα», που θα ’θελε να φουσκώνει από περηφάνια· μα, τελικά, οι μόνοι που φουσκώνουν είναι οι τοίχοι στους οποίους περιχαρακώνεται η φαντασιακή «ανωτερότητα». Και φουσκώνουν από μια μούχλα που τους ξεφλουδίζει και τους αποδομεί.
Δικαίως, συνεπώς, ο Συφιλτζόγλου προβάλλει σαν ποιητική του επιδίωξη, με προφανή εφαρμογή στην κοινωνική πράξη, να πάψουν οι λέξεις να λειτουργούν σαν «παγόβουνα» στους οισοφάγους. Πλάι στα σύνορα των κρατών χρειάζεται πρωτίστως να ανοίξουν τα γλωσσικά σύνορα, τα σύνορα της καταδεκτικότητας, να λιώσουν τα παγόβουνα, οι δε λέξεις, παύοντας να απωθούν, να διεκδικήσουν έναν ιαματικό ρόλο, μετατρεπόμενες σε θεραπευτικά «υπογλώσσια». Έτσι θα καταστείλουν την πίεση, θ’ αποτρέψουν τα εμφράγματα, θα νικήσουν τον ελιτισμό, θα πετύχουν να ενώνουν αντί να χωρίζουν. Κι ίσως μόνο τότε το θλιμμένο, συγκαταβατικό στην ήττα, βλέμμα του Ινδιάνου, κατορθώσει να ξανασυναντήσει τη χαρά της ζωής και την αισιοδοξία. Κι ίσως, επιπλέον, μόνο τότε το «ύφος Ινδιάνου», που από μια άλλη σκοπιά μπορεί να δηλώνει την απάθεια και την αδιαφορία ενός «αριστοκρατικού» κοινωνικού συνόλου απέναντι στους αδύναμους, πετύχει να μεταστοιχειωθεί σε ύφος ειλικρινούς ενδιαφέροντος, εντιμότητας και συμπάθειας (<συμπάσχω).
Φτάνοντας στην τρίτη του προσωπική συλλογή, ο Συφιλτζόγλου επιβεβαιώνει τις προσδοκίες για τη συνέχιση του ελπιδοφόρου του ξεκινήματος, πετυχαίνοντας να εξελίξει την ποίησή του. Για πρώτη φορά παρουσιάζει σε συλλογή του ποιήματα που περιστρέφονται στο σύνολό τους γύρω από το ίδιο θέμα. Τα υφολογικά γνωρίσματα που τον συνδέουν με το προηγούμενο έργο του δεν απουσιάζουν. Οι συνειρμοί είναι πάντοτε παρόντες, ο κρυπτικός χαρακτήρας των στίχων καλά κρατεί, ο εγκεφαλικός έλεγχος των ποιημάτων εξακολουθεί να ασκείται· έχει, ωστόσο, υποχωρήσει αισθητά, παραχωρώντας τόπο σε μία αυξημένη εσωστρέφεια, η οποία ενεργοποιεί συναισθήματα. Το επίτευγμα του Συφιλτζόγλου είναι πως η συγκεκριμένη εσωστρέφεια πηγάζει από ένα θέμα εξωστρεφές, που άπτεται των ανθρώπινων σχέσεων, κι επιτυγχάνεται χάρη στην υποδόρια ταύτιση του ποιητικού υποκειμένου με τους ήρωες-προσωπεία του. Το παίγνιο πάλι, παρόλο που επικουρείται από την ευφυΐα του ποιητή, ελέγχεται πλέον αυστηρά, ώστε να υποχωρεί σχεδόν σε βαθμό εξαφάνισης – γεγονός ίσως ευνοούμενο κι από την τραχιά θεματολογία της συλλογής. Το εκπεμπόμενο αξιοπρεπές πένθος, καθώς αντικατοπτρίζεται σε βλέμμα Ινδιάνου, μοιρολογεί σιωπώντας.
Κυριάκος Συφιλτζόγλου, «Με ύφος Ινδιάνου», εκδ. Μελάνι, Αθήνα 2014, σελ. 36.
ΕΘΝΙΚΗ ΠΙΝΑΚΟΘΗΚΗ
Εγώ – Σεβάτ. Νωπογραφία Πεπρωμένο. Φωτογραφική αναμόρφωση Απόφαση. Εγκαυστική σε ξύλο Πορεία. Σωλήνες, λάστιχα, φράχτες, στοιχεία νέον, Όχθη. Μονωτικό πανί, λαδόχρωμα, πηλός Μετέωρο βήμα. Σύρμα, γυψωμένο πουκάμισο |
ΓΛΩΣΣΙΚΑ ΣΥΡΜΑΤΟΠΛΕΓΜΑΤΑ
1. απόψε κι ίσως πιο απόψε ξεμπέρδεψε μια και καλή αλλά απόψε σου θέτουν κρίσιμα ζητήματα σ’ τα θέτουν επιτακτικά ούτως ειπείν και συνελόντι και τα τοιαύτα πάραυτα σου λέω αλλά απόψε ούτε ένα τσιγάρο δρόμος σχεδόν παρά θιν’ αλός παρά τρίχα παρά πέντε απόψε οι φύλακες δεν γρηγορούν οι οδοδείκτες σπασμένα σκουλαρίκια φώτα θαμπά γυαλιά αεροπορίας γι’ αυτό σου λέω απόψε κι ίσως πιο απόψε |
* α΄ δημοσίευση: εφημ. «Αντιφωνητής», αρ. φύλλου 412, 1/4/2015.