Μήπως υπήρξαμε «αντιγερμανοί»;
Του Δημήτρη Μπελαντή*
Η πρόσφατη συνάντηση του προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ με την γερμανίδα καγκελάριο από μόνη της δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι αποτελεί πρόβλημα. Είναι απολύτως λογικό δύο κράτη, τα οποία μάλιστα ανήκουν στην ίδια ζώνη οικονομικής ολοκλήρωσης, όπως η Ε.Ε. και η ευρωζώνη, να έχουν ομαλές και κανονικές διπλωματικές σχέσεις και να μην υπάρχει ένα τείχος απομόνωσής ανάμεσά τους. Ούτε, από την άλλη πλευρά, υπήρξε θετικό υπόδειγμα μια πολιτική, όπως αυτή των προηγουμένων κυβερνήσεων, να καθορίζεται αυτή η διπλωματική γραμμή επικοινωνίας αποκλειστικά από την πρωτοβουλία και τις ανάγκες του ισχυρότερου μέρους, δηλαδή της Γερμανίας.
Το ότι αυτή η συνάντηση προκλήθηκε από την ελληνική πλευρά, έστω και υπό συνθήκες οικονομικής ανάγκης και κρίσης ρευστότητας, με τον τρόπο που προκλήθηκε, δίνει μια εικόνα μεγαλύτερης ανεξαρτησίας της ελληνικής πλευράς σε σχέση με την προηγούμενη κυβερνητική διαχείριση του Αντώνη Σαμαρά. Επίσης, το γεγονός ότι τέθηκαν στο τραπέζι ζητήματα όπως η Siemens και οι κατοχικές αποζημιώσεις δείχνει μια προσπάθεια να τηρηθεί μια γραμμή αξιοπρέπειας. Ως εδώ τα πράγματα φαίνονται να είναι θετικά και όχι απλώς να τηρούν τα προσχήματα.
Από εδώ, όμως, αρχίζουν και τα δύσκολα ή μάλλον τα δυσκολότερα. Η τοποθέτηση του έλληνα πρωθυπουργού ότι οι Έλληνες ευθύνονται βασικά για την κρίση και την μνημονιακή διαχείριση και ότι αυτό δεν πρέπει να το φορτώνουμε στους Γερμανούς ή στους λοιπούς Ευρωπαίους έχει μια έντονη «δημιουργική ασάφεια» αν όχι μια αρνητική πολιτική σαφήνεια. Ή για να το πούμε κάπως καλύτερα, είναι από εκείνες τις φράσεις που εμπεριέχουν ταυτόχρονα μια αλήθεια και ένα ψέμα, μιλώντας με παραδοσιακότερους όρους. Είναι μια φράση, η οποία έχοντας ως εφαλτήριο μια πραγματική κατάσταση την ωθεί ή την οδηγεί προς την σύγχυση και τελικά την αναλήθεια. Ας δούμε, όμως, ποια είναι η πραγματική διάσταση και ποια η συγκαλυπτική.
Η ΑΛΗΘΕΙΑ…
Είναι γεγονός ότι σε κάθε καπιταλιστικό κοινωνικό σχηματισμό υπάρχει κυρίαρχα μια εσωτερική πάλη των τάξεων. Στα πλαίσιά της, επιβάλλονται λύσεις και λαμβάνονται ορισμένες κρίσιμες πολιτικές αποφάσεις, οι οποίες πάντως αλληλοτροφοδοτούνται με το διεθνές πλαίσιο και την διεθνή πολιτική. Μπορούμε να δεχτούμε ότι η εσωτερική πάλη των τάξεων έχει μεθοδολογικά μια προτεραιότητα απέναντι στην διεθνή εξάρτηση και στην διεθνή ταξική πάλη. Αν είναι έτσι -τουλάχιστον κατά το θεωρητικό υπόδειγμα-, η υπερχρέωση, η απάντηση στην υπερχρέωση και οι πολιτικές λιτότητας είναι επιλογές του ελληνικού αστισμού που δεν του επιβλήθηκαν από τον ξένο παράγοντα ή πάντως δεν του επιβλήθηκαν με τον τρόπο και την ποιότητα μιας εξωτερικής κατοχής.
Η ελληνική αστική τάξη «επέλεξε» να πάει σε μια πολιτική κηδεμονίας και επιτήρησης για να έχει ένα ισχυρό back up από τον ιμπεριαλισμό σε μια καμπή μεγάλης κρίσης του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού, για να ανασχέσει την χρεωκοπία του και ιδίως για να ανασχέσει την προϊούσα κρίση κοινωνικής και πολιτικής εκπροσώπησης και την άνοδο της ταξικής πάλης από την πλευρά των κυριαρχούμενων τάξεων. Επίσης, επέλεξε να ταπεινωθεί και να χάσει τον όποιο μικροϊμπεριαλιστικό της ρόλο στην περιοχή, αποδεχόμενη την υποβάθμισή της στον διεθνή καταμερισμό εργασίας, προκειμένου η κρίση κερδοφορίας της αλλά και η κρίση χρέους ως αποτέλεσμα της ένταξής της στο ευρωενωσιακό σύστημα σε μεγάλο βαθμό (προϊόν μιας παλιότερης βασικής επιλογής της) να μην οδηγήσουν τον σχηματισμό στην συνολική του κατάρρευση ή και σε μια εξεγερσιακή κρίση. Παρά το ότι το Μνημονιο δεν ξεκίνησε ως κατοχή, η εξέλιξή του είχε και κάποιες «κατοχικές» ή έντονα εξαρτησιακές όψεις.
Αν, λοιπόν, ορίσουμε την κρίση ως «ενδογενή», αυτό δεν έχει την σημασία ότι «όλοι μαζί τα φάγαμε» ή ότι η ενδογένεια συμπαρασύρει σύμπασα την ελληνική κοινωνία και πολύ περισσότερο τις κυριαρχούμενες τάξεις. Δεν γνωρίζω αν στην γλώσσα της οικονομικής διπλωματίας μπορεί να ειπωθεί κάτι τέτοιο, αλλά στην πραγματικότητα η μόνη έντιμη αναφορά στην ενδογένεια της κρίσης θα ήταν αυτή που θα έλεγε ότι την κρίση την προκάλεσε κατ’ αρχήν η ελληνική άρχουσα τάξη και οι εκπρόσωποί της (ΠΑΣΟΚ – ΝΔ – ΣΕΒ – ‘δημιουργικοί επιχειρηματίες’, κλπ). Βεβαίως, αυτή η αναφορά θα μπορούσε φιλοσοφικά να επεκταθεί και στις λαϊκές και μεσαίες τάξεις υπό μια προϋπόθεση και μόνο: ότι αυτές δεν αντιστάθηκαν επαρκώς και αφέθηκαν να ενταχθούν τελικά στην ηγεμονική πολιτική και στις «απορίες» της ελληνικής άρχουσας τάξης. Δεν είμαι, όμως, σίγουρος ότι μια τέτοια σκέψη ήταν στο επίκεντρο της τοποθέτησης του έλληνα πρωθυπουργού στην καγκελαρία.
…ΚΑΙ Η ΣΥΓΚΑΛΥΨΗ
Η προηγούμενη μεθοδολογική αρχή, της προτεραιότητας των εσωτερικών ταξικών συσχετισμών, η οποία αντιτίθεται σε κάποιο βαθμό στις πιο απόλυτες μορφές της θεωρίας της «εξάρτησης» και της σχέσης κυριαρχίας-υποτέλειας υπό την έννοια μιας καθαρής σχέσης «μητρόπολης-περιφέρειας», σύμφωνα με αυτήν την μαρξιστική εκδοχή, δεν σημαίνει καθόλου ότι η «επιλογή» της ελληνικής άρχουσας τάξης κινείται εν κενώ και εκτός των μεγαλύτερων υπερκρατικών και παγκόσμιων συστημάτων. Η επιλογή αυτή ευθυγραμμίσθηκε εδώ και δεκαετίες με την γραμμή του ευρωενωσιακού νεοφιλελευθερισμού, από τον οποίο το ελληνικό κεφάλαιο άντλησε ταξική δύναμη και ταξικό κύρος, αν και όχι τελικά μια πραγματική και διαρκή αναβάθμιση της καπιταλιστικής ανάπτυξης στην Ελλάδα.
Η ευθυγράμμιση αυτή, αν φύγουμε κάπως από τους βυζαντινισμούς αν πρόκειται για «εξάρτηση», υποτέλεια ή «αλληλεξάρτηση», σήμανε εκ των πραγμάτων εκχώρηση μεγάλου τμήματος της αστικής εθνικής κυριαρχίας στην Ε.Ε. και ειδικότερα στην καπιταλιστική Γερμανία ως τον ηγεμόνα της Ε.Ε/ευρωζώνης. Συνεπώς, αν και βασικές μνημονιακές πολιτικές και αποφάσεις συναποφασίσθηκαν από την ελληνική ελίτ, την ηγεσία της Ε.Ε. και την γερμανική (όπως και την αμερικανική) ηγεσία, είναι προφανές ότι η συναπόφαση δεν σήμαινε ισότητα όπλων ανάμεσα στον ηγεμόνα και την ηγεμονευόμενη εθνική άρχουσα τάξη. Η λογική ήταν σαφώς εκείνη που έλεγε ότι «για να σώσουμε τον καπιταλισμό σας, θα μας παράσχετε πρωτοκαθεδρία και θα ακολουθήσετε το δικό μας πλαίσιο εξόδου από την κρίση». Επίσης, σήμαινε ότι ο ελληνικός καπιταλισμός, ακόμη και με τον κίνδυνο της περαιτέρω υποβάθμισης, θα έπρεπε να ακολουθήσει ακόμη και τις πιο δυσάρεστες και υφεσιακές για αυτόν ευρωενωσιακές επιλογές, για να αντλήσει την δύναμη να επιβληθεί στην δική του κοινωνία. Επίσης, να αποδεχθεί την πλήρη αναπτυξιακή ανισομετρία εντός της Ε.Ε. και της ευρωζώνης. Αυτά και έκανε.
Συνεπώς, η άφεση αμαρτιών στον γερμανικό παράγοντα, αν όντως δόθηκε ένα τέτοιο μήνυμα, είναι άφεση αμαρτιών στην ελληνική αστική τάξη, η οποία και επέλεξε μια καταστροφική για την ελληνική κοινωνία δέσμη συναποφάσεων με τον γερμανικό ιμπεριαλισμό. Ότι μια τέτοια άφεση μπορεί να συντρέχει προκύπτει και από την θέση ότι μέρος των πραγματοποιηθεισών πολιτικών ήταν «θετικές και αναγκαίες». Αλλά και ο ίδιος ο γερμανικός ιμπεριαλισμός δεν είναι αμέτοχος στην θυσιαστική και στην σφαγιαστική κρίση για την ελληνική κοινωνία, ούτε μπορούμε να τον ‘συγχωρήσουμε’.
Πέρα από το γεγονός ότι το γερμανικό κεφάλαιο κερδοσκόπησε χοντρά πάνω στην ελληνική κρίση χάρη στις διαφορές επιτοκίων δανεισμού, πέρα από το γεγονός ότι το γερμανικό κεφάλαιο χάρη στο κοινό νόμισμα ανέβασε κατά 265 % περίπου τα εξαγωγικά του πλεονάσματα από το 2002 ως το 2011 έναντι των άλλων χωρών της ευρωζώνης, πέρα από το γεγονός ότι η Γερμανία διαμόρφωσε επιτέλους χάρη στην ευρωζώνη μια ζώνη της «Μέσης Ευρώπης», η οποία είναι και το οικονομικό και κοινωνικό κέντρο της ευρωζώνης και της Ε.Ε. (παραδοσιακή στρατηγική του γερμανικού καπιταλισμού), η Γερμανία έπαιξε στρατηγικό ρόλο στην «μνημονιοποίηση» της Νότιας Ευρώπης και στην φτωχοποίηση της ίδιας της δικής της εργατικής τάξης, όπως και των άλλων εργατικών τάξεων του ίδιου του ευρωπαϊκού Βορρά.
Όλα αυτά δεν μπορούμε να τα συγχωρήσουμε στην Γερμανία και στην νεοφιλελεύθερη γερμανική ηγεσία. Συνεπώς, καλώς χαρακτηρίζαμε την κυβέρνηση Σαμαρά ως «μερκελική», όχι γιατί ήταν γερμανοτσολιάδες αλλά γιατί ακολούθησαν μια συναπόφαση με τον γερμανό ηγεμόνα καταστροφική και για τις δυνάμεις της μισθωτής εργασίας στην Ελλάδα αλλά και για την ύπαρξη ενός δημοκρατικά αυτοκυβερνώμενου έθνους-κράτους, ακόμη και με την αστική έννοια και ηγεμονία πάνω στο έθνος-κράτος.
Αν αυτή η κατάσταση όντως έχει αλλάξει, η κυβέρνηση πρέπει να πείσει ότι έχει αλλάξει ταξικό πρόσημο στην πολιτική της, αλλά και ότι η σχέση δύναμης ανάμεσα στον γερμανικό και τον ελληνικό καπιταλισμό έχει πραγματικά μεταβληθεί και ότι υπάρχει όντως ανάκτηση της «εθνικής κυριαρχίας», ακόμη και αν η μεταβολή προκλήθηκε από την παρέμβαση της Αριστεράς και όχι από τις δυνάμεις/στηρίγματα του ελληνικού καπιταλισμού.
«ΑΝΤΙΓΕΡΜΑΝΙΣΜΟΣ»;
Με βάση τα παραπάνω, οφείλουμε να τοποθετηθούμε πάνω στο αναγεννημένο θέμα του «αντιγερμανισμού», ο οποίος έχει αρκετά κοινά με το μεταπολιτευτικό θέμα του «αντιαμερικανισμού». Αν κάποιος-και σίγουρα στις δεξιές αστικές δυνάμεις υπάρχει ευρέως μια τέτοια μορφή κοινωνικής συνείδησης- πιστεύει ότι μιλάμε για την απόλυτη σύγκρουση δύο εθνών, «οι καλοί Έλληνες» κατά των «κακών Γερμανών», ή αντίστροφα οι «τεμπέληδες Έλληνες» κατά των «εργατικών και προκομένων Γερμανών» κλπ, σίγουρα ψαρεύει στα νερά του εθνικισμού του. Από την σκοπιά των χαμένων των μνημονίων στην Ελλάδα, των εργαζομένων, των ανέργων και των πληγέντων μεσαίων στρωμάτων, δεν μπορεί ούτε πρέπει να υπάρξει μια εθνοφυλετική και πολιτιστική σύγκρουση με τα θύματα του Χαρτς-4, με την άνεργη και εργατική γερμανική τάξη.
Επίσης, δεν είναι υγιές να οδηγηθούμε στην «σύγκρουση πολιτισμών», όταν μάλιστα ό,τι το ριζοσπαστικό έχει ο δικός μας πολιτισμός (την αστικοδημοκρατική επανάσταση από το ’21 και μετά, το εργατικό κίνημα, τις ριζοσπαστικές καλλιτεχνικές και πνευματικές εθνικές και κοινωνικές μορφές) είναι απολύτως συμβατό και αλληλοτροφοδοτούμενο με ό,τι ριζοσπαστικό έχει ο γερμανικός Διαφωτισμός, με τον Μαρξ, τον πρώιμο Χέγκελ, τον Σίλλερ, τον Φίχτε, τον Φόυερμπαχ, τον Μόζες Χες και τόσους άλλους προδρόμους της ριζοσπαστικής σκέψης στην Γερμανία καθώς και πιο πρόσφατα τους γερμανούς κομμουνιστές και αντιφασίστες. Ιδίως από την σκοπιά ενός ανθρώπου που μετέχει της γερμανικής παιδείας, ο γράφων αισθάνεται απολύτως αντίθετος στην «σύγκρουση πολιτισμών» του παραπάνω τύπου και την θεωρεί καταστροφική.
Όμως, είναι τελείως διαφορετικό και διακριτό το ζήτημα μιας αυθόρμητης λαϊκής ιδεολογίας, η οποία νιώθει ως «αντιγερμανισμό» όχι την γερμανική λαϊκότητα και τον γερμανικό ριζοσπαστικό πολιτισμό αλλά την επιθετική και ηγεμονικά ματαιόδοξη φύση του γερμανικού ιμπεριαλισμού. Αυτός ο «αντιγερμανισμός» ή ιδίως ο «αντιμερκελισμός» (παρά την συχνή ρηχότητα της οπτικής του, όταν δεν συνδυάζεται με την πιο προχωρημένη σύγκρουση με τον νεοφιλελεύθερο καπιταλισμό) δεν είναι κάτι το πολιτικά ανθυγιεινό ή πολιτικά απορριπτέο, αν και εφόσον δεν έχει τα παραπάνω στοιχεία της «σύγκρουσης των πολιτισμών ή των εθνών».
Μόνο αντιλήψεις ενός φορμαλιστικού και δογματικού μαρξισμού, οι οποίες θεωρούν ότι το ταξικό ζήτημα καταργεί απολύτως εθνικές ανισομετρίες ή και ζητήματα εθνικής κυριαρχίας και μάλιστα ακόμη και σε οξυμμένη μορφή, θα κατέληγαν να είναι απολύτως εχθρικές σε αυτήν την αυθόρμητη λαϊκή ιδεολογία και να την ταυτίζουν με την Δεξιά ή και την Ακροδεξιά, χάνοντας ή και ακυρώνοντας σημαντικά την θετική της πολιτική δυναμική.
Κατά τρόπο παρόμοιο και στην Ελλάδα της κατοχής (λαϊκός «αντιγερμανισμός» ως αντιφασισμός) ή στην Ελλάδα και στην διεθνή σκηνή στις δεκαετίες 1960-1980 («αντιαμερικανισμός» ως αριστερός αντιιμπεριαλισμός), η αντίθεση σε μια ηγεμονική ιμπεριαλιστική πολιτική, αν και δανειζόταν το όνομα του έθνους της, δεν ήταν αντίθετη στο ίδιο το κυρίαρχο έθνος ως σύνολο αλλά στην καταπιεστική ιμπεριαλιστική πολιτική της άρχουσας τάξης του, στην ιμπεριαλιστική ηγεμονία επί του έθνους στο ηγεμονικό έθνος-κράτoς, στην «αυτοκρατορική» ιμπεριαλιστική ιδεολογία.
Ιδίως ο κατοχικός «αντιγερμανισμός» στην Ελλάδα και την Ευρώπη ήταν η ιδεολογία της εθνικής απελευθέρωσης και της αντίστασης κατά του φασισμού και περιέλαβε φυσικά στους κόλπους του όσους (λίγους) γερμανούς αντιφασίστες άλλαζαν τυχόν στρατόπεδο. Σε μια μεταμοντέρνα εποχή, όπου το ΕΑΜ συχνά θεωρείται ως εκ των σκοπών του «εθνικιστικό» ή όπου σε σοβαρά εγχειρίδια Ιστορίας, τα αντιαποικιακά ή αντιιμπεριαλιστικά κινήματα ορίζονται ως «Ινδοί εθνικιστές» ή ως ‘Ιρλανδοί εθνικιστές» ίδιου τύπου περίπου με τους αποικιακούς «Βρετανούς εθνικιστές», κλπ, οφείλουμε να αποκαταστήσουμε την αλήθεια και να θυμηθούμε ότι οι πιο σκληροί αντιιμπεριαλιστές στις ΗΠΑ κατά του Βιετνάμ ή στην Γαλλία του πολέμου της Αλγερίας τοποθετούνταν και φέρονταν (π.χ. καίγοντας σημαίες της χώρας τους ή καταγγέλλοντας τους πολέμους της) με έναν τρόπο που σήμερα κάποιοι θα χαρακτήριζαν «αντιαμερικάνικο» ή «αντιγαλλικό» ή ενισχυτικό των αντιαποικιακών ‘εθνικισμών’.
Συνεπώς, δεν μπορούμε να αγνοήσουμε το αντιιμπεριαλιστικό συναίσθημα, ιδίως εντός των λαϊκών τάξεων, αλλά οφείλουμε να το συνδέσουμε με την ταξική διαμαρτυρία και να μην το αφήσουμε να εκτραπεί στον «πόλεμο των πολιτισμών» και σε μια ακροδεξιά ρητορική. Υπό την ίδια έννοια, τοποθετήσεις που καταδικάζουν τον λαϊκό «αντιγερμανισμό» ως έκφραση αυτόματα και συλλήβδην του ελληνικού εθνικισμού ή ακόμη και ως έκφραση του σύγχρονου ελληνικού ιμπεριαλισμού (από τον χώρο της Κεντροαριστεράς ως και τον αντιεξουσιαστικό χώρο, με γόνιμες αλλά ασαφείς διαφοροποιήσεις μεταξύ τους) καταλήγουν να διαγράφουν ή και να ωραιοποιούν την γερμανική επιθετική ηγεμονία και τις αδιέξοδες ιμπεριαλιστικές πολιτικές του γερμανικού ιμπεριαλισμού. Με τον τρόπο αυτόν, δεν αίρουν τα συμπτώματα ενός υπαρκτού ελληνικού εθνικισμού αλλά δίνουν χώρο τροφοδότησης στην πολιτική του.
Ο «φιλελευθερισμός» ή ο οικουμενισμός χωρίς πατρίδα κάθε μορφής δεν συγκρούεται πραγματικά με τον εθνικισμό, αλλά, καταστρέφοντας την δυνατότητα ενός δημοκρατικού αντιιμπεριαλιστικού πατριωτισμού, αλληλεξαρτάται καίρια με τις μορφές του κάθε εθνικισμού.
ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΘΝΙΚΙΣΤΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΒΑΣΗ ΤΟΥ ΙΜΠΕΡΙΑΛΙΣΜΟΥ
Θυμόμαστε όλοι τις τοποθετήσεις του Λένιν και άλλων θεωρητικών των αρχών του 20ου αιώνα (όπως λ.χ. ο Χίλφερντινγκ ή ο Χόμπσον), κατά τις οποίες φορέας του ιμπεριαλισμού είναι ο ανερχόμενος και συγκεντροποιημένος μονοπωλιακός καπιταλισμός, ο καπιταλισμός του χρηματιστικού κεφαλαίου. Αυτό που συχνά ξεχνάμε είναι η ημιτελής διατύπωση του Λένιν, κατά την οποία ο ιμπεριαλισμός διαθέτει κάτω από το κεφάλαιο ως ηγεμονική τάξη και πραγματικά εργατικά και λαϊκά κοινωνικά στηρίγματα, όπως η εργατική αριστοκρατία κυρίως. Η θέση αυτή, υπό το φως των εξελίξεων του 20ου αιώνα και ιδίως του γερμανικού ναζιστικού ιμπεριαλισμού οφείλει να ξαναμελετηθεί. Να μελετηθεί, δηλαδή, το γεγονός γιατί σε ένα δεσπόζον ιμπεριαλιστικό κράτος (όπως η Γερμανία ή οι ΗΠΑ) όχι μόνο κάποια εργατική αριστοκρατία αλλά και σημαντικά τμήματα της εργατικής τάξης και της μικροαστικής τάξης κατά περιόδους, ακόμη και αν ζουν υπό ανέχεια, στηρίζουν την ιμπεριαλιστική τους τάξη και τους διάφορων μορφών πολέμους της, είτε γιατί έχουν είτε κυρίως γιατί προσδοκούν να αποκτήσουν πλεονεκτήματα από την ιμπεριαλιστική κυριάρχηση.
Ακόμη και σημαντικό τμήμα της γερμανικής εργατικής τάξης υπό συνθήκες χειραγώγησης στήριξε την φασιστική πολεμική περιπέτεια περιμένοντας μια καλύτερη θέση στην «νέα τάξη πραγμάτων», την ίδια στιγμή όπου οι κομμουνιστές εργάτες δολοφονούνταν. Επίσης, τα αντιιμπεριαλιστικά κινήματα στις ΗΠΑ συχνά βλήθηκαν από εθνικιστικά τμήματα της αμερικάνικης λευκής εργατικής τάξης (βλ. και επεισόδια στο Σικάγο τον Αύγουστο του 1968). Η απάντηση σε αυτό το ερώτημα δεν θα μας οδηγήσει στον ταυτοτικό εθνικισμό και στον πόλεμο των εθνών ως επιχείρημα («κακοί εργάτες/κακοί αστοί» στο ιμπεριαλιστικό κράτος, όλοι «καλοί» στο κυριαρχούμενο κράτος), αλλά θα μας βάλει σε σκέψεις πώς θα σπάσουμε αυτήν την συμμαχία μέσα από μια διεθνιστική πολιτική, η οποία θα είναι αποτελεσματική και θα σέβεται/πολιτικοποιεί την αυθόρμητη λαϊκή αντιιμπεριαλιστική ιδεολογία στο κυριαρχούμενο κράτος χωρίς να προκαλεί συλλήβδην την λαϊκή και εθνική ιδεολογία των κάτω στο κυρίαρχο κράτος. Ούτε η συλλογική ενοχοποίηση των εργατών στο ιμπεριαλιστικό έθνος (κάτι που δεν έκανε η διεθνής Αριστερά, ακόμη και η καθαρά σταλινική, στον Β’ ΠΠ) ούτε η συλλογική εξιδανίκευση των ίδιων εργατών είναι η αποτελεσματική λύση. Χρειάζεται συγκεκριμένη ανάλυση της συγκεκριμένης κατάστασης και ανάλογη δράση.
ΟΡΙΣΜΕΝΕΣ ΠΑΓΙΕΣ ΑΡΝΗΤΙΚΕΣ ΟΨΕΙΣ ΤΟΥ ΓΕΡΜΑΝΙΚΟΥ «ΕΘΝΙΚΟΥ ΙΔΕΩΔΟΥΣ»
Τέλος, διατηρεί μεγάλο ενδιαφέρον η μελέτη και παρακολούθηση ορισμένων διαστάσεων του γερμανικού εθνικού πολιτισμού και της πορείας του, ιδίως από την σκοπιά της γερμανικής αστικής τάξης και της διαμόρφωσης του δικού της επιθετικού εθνικισμού. Πέρα από την πραγματική κοινοτοπία ότι ο εθνικισμός κάθε αστικής τάξης έχει πάντοτε σημαντικές επιθετικές, ρατσιστικές, αποκλείουσες και φοβικές διαστάσεις κατά των άλλων εθνών ή και κατά ομάδων εντός του έθνους του, ο γερμανικός εθνικισμός έχει κάποια πολύ ιδιαίτερα χαρακτηριστικά. Όπως έχουν εξηγήσει σημαντικοί μαρξιστές (μεταξύ των οποίων και ο Πουλαντζάς στον α’ τόμο του έργου του ‘Πολιτική Εξουσία και Κοινωνικές Τάξεις’), η ιδιαίτερη καθυστερημένη μορφή μετάβασης στον καπιταλισμό και απόκτησης της κρατικής εξουσίας από την αστική τάξη στην Γερμανία επιβαρύνθηκε από όψεις ανάδυσης του εθνικού ζητήματος, στις οποίες ο δημοκρατικός πατριωτισμός ηττήθηκε σταδιακά (μαζί με την συνέλευση της Φραγκφούρτης το 1848) και ο εθνικός πολιτικός λόγος ανοικοδόμησης ηγεμονεύθηκε από φεουδαλικά, απολυταρχικά και ακραία επιθετικά εθνικιστικά στοιχεία.
Ο καπιταλισμός συμβιβάσθηκε με την αντίδραση. Τα στοιχεία αυτά τροφοδότησαν έναν «επιθετικό όσο και αδύναμο ταυτοτικά» καπιταλισμό και ιμπεριαλισμό, ο οποίος ακολούθησε μια καταστροφική για τον εαυτό του και τους άλλους «ιδιαίτερη πορεία-δρόμο», τον λεγόμενο “Sonderweg”. Αυτός ο δρόμος με τα ιδιαίτερα πολιτικά και πολιτιστικά στοιχεία -από κοινού, βεβαίως, με τον πάγιο ενδοιμπεριαλιστικό ανταγωνισμό– έπαιξε σημαντικό ρόλο για τα δεινά της Ευρώπης στον 20ο αιώνα και εξακολουθεί να παίζει ως ιδεολογία του ασταθούς ηγεμόνα της Ε.Ε. και της ευρωζώνης. Ο ασταθής ηγεμόνας είναι επιθετικότερος και προκλητικότερος από τον ασφαλή ηγεμόνα, με αποτέλεσμα να διασφαλίζει μόνο τα δικά του ιδιαίτερα συμφέροντα χωρίς να διασφαλίζει το συνολικό συμφέρον του όλου ηγεμονικού συστήματος -όπως θα του αντιστοιχούσε.
Κανείς δεν υποστηρίζει σήμερα σοβαρά ότι η γερμανική κυβέρνηση ως εκφραστής του γερμανικού ιμπεριαλιστικού καπιταλισμού είναι άμεσος απόγονος των ναζί και των SS, παρά το ότι ο ναζισμός υπήρξε η οξύτερη όψη ενός διαχρονικού και προβληματικού γερμανικού «ιδιαίτερου δρόμου». Μια τέτοια «θεώρηση» της Μέρκελ ως ηγέτριας των «νέων ναζί» θα κατέληγε στο παραπλανητικό συμπέρασμα ότι ίσως χρειαζόμαστε έναν Παγκόσμιο Πόλεμο για να επιλύσουμε τις διαφορές μας.
Η αλήθεια έγκειται στο ότι όντως υφίσταται ακόμη στην Ευρώπη και στην ευρωζώνη ένα ιδιαίτερο γερμανικό πρόβλημα, εκτός από το γενικότερο πρόβλημα της λαθραίας και καταστροφικής επιβίωσης του καπιταλισμού, που αφορά την αστάθεια, την αδύναμη ταυτότητα και την ιδιόμορφη επιθετικότητα του γερμανικού ιμπεριαλισμού. Αυτό το λέγαμε παλιότερα ως ΣΥΡΙΖΑ χωρίς να είμαστε εθνικιστικά «αντιγερμανοί» αλλά αμφισβητώντας την γερμανικής έμπνευσης και ηγεμονίας Ευρώπη (και σε συνεδριακή μας απόφαση). Αυτό που λέγαμε, με απλούστερα λόγια, ήταν ότι ο Μιτεράν προέβη σε ένα στρατηγικό λάθος πιστεύοντας ότι οι λοιποί Ευρωπαίοι θα κράταγαν την Γερμανία εκτός του «ιδιαίτερου δρόμου» μέσα στην Ε.Ε., ενώ η αλήθεια βρίσκεται στο ότι οι Γερμανοί καπιταλιστές ηγεμόνευσαν στην Ε.Ε. με τα μέσα,την μενταλιτέ και τους σκοπούς του «ιδιαίτερου γερμανικού δρόμου». Αν θέλουμε να κατανοήσουμε όχι μόνο τον καπιταλισμό/ ιμπεριαλισμό αλλά και τις ιδιαίτερες μορφές ύπαρξής του, για να τον καταπολεμήσουμε πιο αποτελεσματικά, πρέπει να ξαναμιλήσουμε για τον «αριστερό αντιγερμανισμό» ή τον «αριστερό αντιαμερικανισμό» ως αντιιμπεριαλιστική ιδεολογία.
Χωρίς το υλικό των αυθόρμητων λαϊκών ιδεολογιών και των αυθόρμητων συγκροτήσεων του λαϊκού στρατοπέδου (όπως έλεγε κάποτε και ο «νεαρός» Ερνέστο Λακλάου) η μαρξιστική θεωρία δεν έχει έδαφος για να επενεργήσει και δεν μπορεί να γίνει ποτέ υλική δύναμη.
* Ο Δημήτρης Μπελαντής είναι μέλος της Κ.Ε του ΣΥΡΙΖΑ.
ΠΗΓΗ: Πέμπτη 26 Μαρτίου 2015, http://www.iskra.gr/index.php?option=com_content&view=article&id=20026:belantis-antigermanoi&catid=83:aristera&Itemid=200