Πρότυπα Σχολεία: Σχολείο αριστείας ή παιδείας;
Του Παναγιώτη Σωτήρη
Η συζήτηση που έχει ανοίξει για το θέμα των Προτύπων Σχολείων σίγουρα δεν είναι χωρίς σημασία και αναδεικνύει σοβαρά ζητήματα που αφορούν το πώς βλέπουμε τη δημόσια εκπαίδευση. Αρκεί να προσπαθήσουμε να δούμε τα πραγματικά ερωτήματα και να μη μείνουμε απλώς στο επιφαινόμενο.
Και αυτό σημαίνει, πρώτα από όλα, να δούμε τι εξέφρασαν ιστορικά τα Πρότυπα σχολεία, ιδίως στην εποχή όπου η εισαγωγή σε αυτά ήταν με εξετάσεις, μέτρο που είχε καταργηθεί για τρεις δεκαετίες, πριν επανέλθει από την προηγούμενη κυβέρνηση το 2013.
Είναι σαφές ότι τα Πρότυπα κατεξοχήν εξέφρασαν μια αριστοκρατική και έντονα ιεραρχική αντίληψη για τη γνώση. Ήταν η αντίληψη που έλεγε ότι πρέπει να μαζεύουμε σε κάποια σχολεία τους «άριστους μαθητές» ώστε να μπορούν να «αναπτύσσουν τις ικανότητές τους» χωρίς την «καθυστέρηση» που προκαλούν οι επιδόσεις των λιγότερων «καλών» μαθητών».
Αυτό μπορεί, επίσης, να εξηγήσει και την ιδιαίτερη γοητεία που εξακολουθούν να ασκούν τέτοια σχολεία και σε τμήματα της Αριστεράς. Δεν είναι μόνο η ιστορική διαπίστωση ότι τέτοια σχολεία υπήρξαν ιστορικά χώροι με παρουσία της Αριστεράς. Είναι ότι σε μια Αριστερά, σε όλες τις παραλλαγές της, με μικροαστική σύνθεση και υψηλό μορφωτικό κεφάλαιο τέτοια σχολεία φαντάζουν πιο οικεία. Το «πρώτοι στα μαθήματα – πρώτοι στον αγώνα» μπορεί να λοιδορήθηκε (και δικαιολογημένα) αλλά ήταν υπαρκτό κοινωνικό φαινόμενο. Ωστόσο, αυτό το κάνει και αφετηρία άσκησης εκπαιδευτικής πολιτικής;
Για να δώσω ένα άλλο παράδειγμα: μας αρέσει το γαλλικό πρότυπο; Εκεί θυμίζω ότι εάν θέλει ένας μαθητής, μπορεί μετά το απολυτήριο να φοιτήσει σε ένα από τα δημόσια προπαρασκευαστικά Λύκεια και εάν αντέξει τις δύσκολες εξετάσεις να περάσει –χωρίς να πληρώσει τίποτα– σε μια Grand École, μια δηλ. από τις σχολές-ελίτ. Μόνο που αυτό καθόλου δεν αναίρεσε τον βαθιά ταξικό χαρακτήρα της γαλλικής εκπαίδευσης ούτε έναν ορισμένο ελιτισμό της γαλλικής θεωρητικής σκηνής;
Το παράδοξο είναι ότι ενώ υπάρχει αρκετή αναδρομική εξιδανίκευση των σχολείων αυτών και του προτύπου «αριστείας» που προσέφεραν – παραβλέποντας βέβαια το πόσο τραυματική μπορεί να ήταν η όλη εμπειρία του ανταγωνισμού – συχνά παραβλέπουμε ότι τα σχολικά πειράματα που, όπως έρευνες έχουν καταδείξει, άφησαν καλύτερες αναμνήσεις δεν ήταν αυτά που στηρίχτηκαν στις «επιδόσεις». Η έντονα θετική ανάμνηση π.χ. των Ενιαίων Πολυκλαδικών Σχολείων, σχολείων, που δεν στηρίχτηκαν στην επιλογή των «καλών μαθητών» αλλά σε αυξημένες εκπαιδευτικές προσφορές και στη συνύπαρξη και όχι το διαχωρισμό του «γενικού» και του «τεχνικού» δικτύου της εκπαίδευσης, ακριβώς αυτό καταδεικνύει.
Και για να δώσω ένα παράδειγμα προσωπικό. Ξεκίνησα και εγώ από ένα πρότυπο σχολείο, πράγμα λογικό στο πλαίσιο ενός οικείου προτύπου οικογενειακής επένδυσης στη μόρφωση που καταναγκαστικά έκανε τις «επιδόσεις» αυτοσκοπό. Στην επαρχιακή πόλη όπου μεγάλωσα ήμασταν το μόνο σχολείο που άμα είχες 16 ήσουν δευτεροκλασάτος, που το αγαπημένο σπορ ήταν ποιος θα λύσει πρώτος το θέμα στα μαθηματικά, που όντως όλες/οι ήμασταν παρόμοιοι/ες (παιδιά υπαλλήλων, εμπόρων, γιατρών, δικηγόρων και εκπαιδευτικών), που βγάλαμε αρκετό αριθμό γιατρών, καθηγητών πανεπιστημίου, ανθρώπων των τεχνών και μερικούς τοπικούς βουλευτές. Αλλά ήμασταν και ένα από χειρότερα σχολεία στα σπορ και επίσης γενικά η έκβαση κάθε συμπλοκής ήταν προδιαγεγραμμένη (τις τρώγαμε). Είναι, όμως, αυτό το πρότυπό μας; Καλύπτει αυτό όλες τις ανάγκες της κοινωνίας; Το τραυματικό στοιχείο που εμπεριέχει ούτως ή άλλως η καταναγκαστικά άγρα επιδόσεων, θα το προσπεράσουμε εύκολα; Τελικά δεν τελείωσα αυτό το πρότυπο σχολείο, αλλά το Πολυκλαδικό της πόλης μου. Δηλ. ένα σχολείο που ήταν στο μέσο όρο επιδόσεων, που είχε εξαρχής και παιδιά που δεν θα επένδυαν στις Πανελλήνιες αλλά στο να ακολουθήσουν το τέταρτο έτος των ειδικοτήτων. Όμως ήταν μια λυτρωτική εμπειρία η έξοδος από το στενό κύκλο ενός σχολείου επιδόσεων, αλλά και η διαπίστωση ότι ένα δημόσιο σχολείο, με περισσότερες υποδομές, καλύτερη δομή του προγράμματος σπουδών, νεαρότερους καθηγητές, πιο «πρωτοποριακές» (για τη δεκαετία του 1980) δυνατότητες, ήταν καλύτερο από ένα Πρότυπο.
Αντί να γκρινιάζουμε για τις νησίδες «αριστείας» που συνήθως συγκαλύπτουν μια θάλασσα ανισότητας και πραγματικών αποκλεισμών, καλύτερο να ασχοληθούμε με άλλα ζητήματα: Να σπάσουμε τους διαχωρισμούς και αντί να στηριχτούμε στις επιδόσεις μέσα σε οάσεις «αριστείας» να πάμε στη λογική της γενικής αναβάθμισης ΟΛΩΝ των δημόσιων σχολείων. Με πολύ περισσότερους εκπαιδευτικούς, χωρίς τα διαλυτικά κενά κάθε έναρξης σχολικής χρονιάς, με πραγματική ενισχυτική λειτουργία εκεί όπου χρειάζεται, με αναβαθμισμένες υποδομές. Με επίθεση στα προνόμια των ιδιωτικών σχολείων στην προοπτική της κατάργησης της ιδιωτικής εκπαίδευσης, χώρο για τον οποίο ακόμη δεν έχει τοποθετηθεί η κυβέρνηση και ο οποίος ντε φάκτο διαμορφώνει συνθήκη βαθιάς ανισότητας μέσα στο εκπαιδευτικό σύστημα.
Εκτός βέβαια και εάν τα «πρωτογενή πλεονάσματα» και η «αποφυγή μονομερών ενεργειών» θα εξακολουθήσουν να τα κάνουν αυτά μακρινά όνειρα.