Αριστεία, ελίτ, αριστοκρατία

Αριστεία, ελίτ, αριστοκρατία

Του Κώστα Βούλγαρη* 

Δεξιές και αριστερές ιδεοληψίες

Πολύς λόγος έγινε για την, περιβόητη πια, αποστροφή του λόγου του Αριστείδη Μπαλτά, όσον αφορά τις θεσμοθετημένες δομές αριστείας στη μέση εκπαίδευση. Το μοτίβο τής αντιπαράθεσης ήταν πάντα το ίδιο: ισοπέδωση. Μερικοί μάλιστα προσέθεταν δίπλα στο ουσιαστικό «ισοπέδωση» και το επίθετο «επαναστατική», με ειρωνικές συνδηλώσεις. Υπήρξε όμως και ο εξ αριστερών αντίλογος στους επικριτές, με βασικό επιχείρημα ότι αυτή η κριτική προς τη θέση του Μπαλτά εκφράζει ελιτίστικες και αριστοκρατικές αντιλήψεις.

Θα παρακάμψω πολλά σοβαρά θέματα, που άπτονται κοινωνιολογικών, παιδαγωγικών, και τόσων άλλων πτυχών, και θα επικεντρώσω μόνο σε ένα, ιδεολογικού χαρακτήρα ζήτημα, καταθέτοντας ένα πρώτο συμπέρασμα: και οι δύο αυτές αντιλήψεις, των επικριτών και των υπερασπιστών, απηχούν έναν αφόρητο κρατισμό, καθώς και μπόλικο κομφορμισμό.

Οι μεν θέλουν, ως αποστολή του δημόσιου εκπαιδευτικού μηχανισμού, την επιλογή και την προαγωγή των «άξιων». Δηλαδή, την αναπαραγωγή της κυρίαρχων ιδεολογικών στερεοτύπων περί αξιοσύνης και αριστείας, τα οποία απηχούν και αναπαραγάγουν την κοινωνική κυριαρχία κάποιων στρωμάτων και κοινωνικών κατηγοριών. Η εκπαίδευση ως μηχανισμός αναπαραγωγής της κυριαρχίας τους.

Οι άλλοι, προτάσσουν την άμβλυνση των κοινωνικών αντιθέσεων και προϋποθέσεων, μέσω της εκπαίδευσης, διά της άνευ όρων υποστήριξης των πιο αδύναμων μαθητών. Ώστε, όλοι οι μαθητές να είναι «καλοί», και άρα να ανέλθουν κοινωνικά. Πρόκειται για το αίτημα ο εκπαιδευτικός μηχανισμός, της αστικής δημοκρατίας, να αναλάβει να υπερκεράσει και να καταργήσει τον ταξικό χαρακτήρα της κοινωνίας, εγκαθιδρύοντας έναν «βαθύ κομμουνισμό», εδώ και τώρα…

Και οι δύο αντιλήψεις προϋποθέτουν το κράτος, ως εργαλείο αυτών των ακραιφνών ιδεολογικών στοχεύσεων. Όμως, η αντίληψη που εισήγαγε ο Μπαλτάς ήταν διαφορετική. Έκανε λόγο για δημοκρατική εκπαίδευση. Τι σημαίνει αυτό; Ισοπέδωση, απαντούν οι μεν. Ισότητα, απαντούν οι άλλοι.

Η δικιά μου εντύπωση, βλέποντας την προγραμματική ομιλία του Αριστείδη Μπαλτά, ήταν πως μιλούσε για την αστική νομιμότητα, για την αποκατάστασή της. Γι’ αυτό και έκανε λόγο για την τραγική συνθήκη, να θεωρούνται σήμερα ως καλά σχολεία τα ιδιωτικά. Δηλαδή, όσα προϋποθέτουν συσσωρευμένο χρήμα για τους γονείς των μαθητών. Όμως όλοι γνωρίζουμε πώς ακριβώς σωρεύεται το χρήμα κατά τις τελευταίες δεκαετίες στη χώρα μας, δηλαδή σε στενή διαπλοκή με το κράτος. Απ’ τον επιχειρηματία με τις κρατικές προμήθειες, μέχρι αυτόν που παίρνει φακελάκι ή γρηγορόσημο, ή κινείται στις υπόλοιπες, και τόσες πολλές, γκρίζες ζώνες της παραοικονομίας. Σχεδόν μόνο αυτοί έχουν, πια, την οικονομική άνεση να στέλνουν τα παιδιά τους στα ιδιωτικά σχολεία. Τι σημαίνει όμως αυτό; Όλοι οι μαθητές τους είναι «άριστοι»; Μάλλον όχι. Κι εκεί υπάρχουν κακοί μαθητές, μέτριοι, πολύ καλοί. Απλώς, αυτά τα σχολεία έχουν όλες τις τυπικές και ουσιαστικές προϋποθέσεις να είναι καλά. Δηλαδή, έχουν καθηγητές, βιβλία, θέρμανση, και όλα τα «προαπαιτούμενα». Έχουν όσα συνήθως λείπουν από τα δημόσια σχολεία. Ανεξάρτητα από το αν ο γονιός πληρώνει φαντασιωνόμενος την επιβεβαίωση της κοινωνικής του υπεροχής, τα ιδιωτικά σχολεία απλώς υπερβαίνουν πολλές από τις παθολογίες των δημόσιων σχολείων, εκείνες που προκύπτουν από την εκπαιδευτική πολιτική, αλλά και από την παροιμιώδη νεοελληνική δημοσιοϋπαλληλική αντίληψη. Τίποτα περισσότερο. Για παράδειγμα, οι περιβόητες «πολιτιστικές δραστηριότητες» των ιδιωτικών σχολείων, που τις προβάλλουν σαν «κράχτη», απλώς επιβεβαιώνουν την αμορφωσιά και την αδιαφορία των γονέων, που πιστεύουν ότι η κουλτούρα αποκτάται πληρώνοντας.

Τι σημαίνει λοιπόν δημοκρατική εκπαίδευση; Σημαίνει, να γίνουν όλα τα δημόσια σχολεία, από άποψη προαπαιτούμενων (καθηγητές, υποδομή κλπ) σαν τα ιδιωτικά. Ώστε, η αστική δημοκρατία να παρέχει σε όλους τους μαθητές τις ίδιες εκπαιδευτικές προϋποθέσεις. Αυτό βεβαίως συνεπάγεται περισσότερα χρήματα για τη δημόσια εκπαίδευση, όμως προϋποθέτει και συστηματική, εξαντλητική κριτική στη γραφειοκρατική αντίληψη που κυριαρχεί στο δημόσιο σχολείο και διαιωνίζει τις παθολογίες του (αδικώντας έτσι και ακυρώνοντας τις προσπάθειες πολλών άξιων, άριστων εκπαιδευτικών).

Κατά τα λοιπά, όσο και να φαντασιώνονται οι εύποροι γονείς και οι δύσμοιροι μαθητές ότι, πηγαίνοντας σε ένα ιδιωτικό ή σε ένα πρότυπο σχολείο, ανοίγει ο δρόμος για την ένταξή τους σε κάποια απόλυτη ελίτ, πλανώνται οικτρά. Άπειρες γύρω μας οι τραγικές, επηρμένες φιγούρες τέτοιων αποφοίτων. Στην πραγματικότητα, απλώς διευκολύνονται ώστε να ενταχθούν σε αυτό το κρατικοδίαιτο σύμφυρμα στρωμάτων και κατηγοριών που κυριαρχεί κοινωνικά, αφού κάτι τέτοιο χρειάζεται γνωριμίες, ένα «καλό χαρτί» και προγύμναση στη λογική της «ανόδου». Την ένταξη σε αυτό ακριβώς το στάτους προβάλλει και η εξ αντανακλάσεως αντίπαλη αντίληψη, μόνο που επιθυμεί η «άνοδος» να είναι για όλους…

Όμως, δημοκρατικό σχολείο είναι (και αυτό το ανέφερε ο Μπαλτάς) η παίδευση των εφήβων, η απόκτηση μαθησιακών δυνατοτήτων, η διαμόρφωσή τους ως κοινωνικών προσωπικοτήτων. Σήμερα δε, που ο κοινωνικός αποκλεισμός έχει σαν αποτέλεσμα και τον σχολικό αποκλεισμό, ενώ επιπλέον οι μαθητές (και των ιδιωτικών σχολείων) προστρέχουν απαραιτήτως στα φροντιστήρια, διά των οποίων υψώνεται ένα δεύτερο τείχος σχολικού αποκλεισμού, η αναδιοργάνωση της εκπαίδευσης και η ουσιώδης ένταξη όλων των μαθητών στην εκπαιδευτική διαδικασία αποτελεί επίσης ένα εξόχως δημοκρατικό πρόταγμα.

Ποιοι τελικά θα αποτελέσουν ιστορικά την όντως ελίτ, και όχι τις προνομιούχες κοινωνικές κατηγορίες, είναι άλλο θέμα, και δεν εξαρτάται από τη σχολική αριστεία. Άλλωστε, αν δεν μιλάμε με όρους νομής της εξουσίας, κρατικής δίαιτας, διαπλοκής, γραφειοκρατίας, αλλά με όρους αστικής δημοκρατίας, όπως επαναστατικά αυτή εγκαθιδρύθηκε, η μόνη θεμιτή ελίτ είναι εκείνη του πνεύματος, των ιδεών, των τεχνών, των επιστημών. Και τα εμπειρικά δεδομένα δείχνουν πως στη μεγάλη τους πλειονότητα όσοι διακρίνονται σε αυτά τα πεδία δεν προέρχονται από τα «καλά σχολεία». Αλλά και όσοι προέρχονται, είναι εκείνοι που αμφισβήτησαν τη λογική αυτών των σχολείων, όπως ο ίδιος ο Μπαλτάς, και τώρα ως υπουργός.

Όμως, και με ένα απολύτως δημοκρατικό σχολείο, δεν μπορούν να γίνουν όλοι φιλόσοφοι και καλλιτέχνες, όσο και αν βοηθηθούν από το εκπαιδευτικό σύστημα οι αδύναμοι μαθητές. Δεν μπορούν όλοι να γίνουν ποιητές. Ποιηματογράφοι βεβαίως μπορούν να γίνουν, δηλαδή ικανοί να γράψουν ένα αξιοπρεπές ποίημα, ή και πεζό, όπως κάθε μορφωμένος άνθρωπος. Αυτή τη μόρφωση οφείλει να δίνει το σχολείο, σε όλους. Κι εδώ, η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση, που θα καταστήσει το Λύκειο αυτόνομη και επαρκή εκπαιδευτική βαθμίδα, είναι ιδιαίτερα κρίσιμη.

Αλλά εκείνος ο διαφορετικός τρόπος, να δούμε τον κόσμο, και τον εαυτό μας μέσα σε αυτόν, που μόνο η τέχνη μας προσφέρει, θα παραμείνει στην αρμοδιότητα των ποιητών (ακόμα και στον σοσιαλισμό, όπως μας έδειξε η ιστορική πείρα…). Γιατί οι ποιητές, όπως και οι επιστήμονες, δηλαδή όσοι κομίζουν πράγματα, εκείνοι που διανοίγουν και προωθούν την τέχνη και τη γνώση σε νέες περιοχές, δεν προκύπτουν απλώς μέσα από τη σχολική εκπαίδευση, ακόμα κι αν είναι η πλέον δημοκρατική, αλλά κυρίως από την «παράλληλη» και τη «μετέπειτα». Δηλαδή, από τη συστηματική μαθητεία στο ίδιο το πεδίο τους, καλλιτεχνικό ή επιστημονικό, ιδίοις αναλώμασι. Σε μια συνθήκη αγωνιστικής συνύπαρξης και διαφοράς. Με κίνητρο την πεποίθηση ότι η όποια υπεροχή, αλλά κυρίως η προσωπική πραγμάτωση, αφορά το ίδιο το πεδίο τους, και τη θέση τους μέσα σε αυτό, με όρους αισθητικούς και επιστημονικούς, και όχι διά του ματαιόδοξου ατομικισμού ή διά της λαϊκίστικης ισοπέδωσης.

(Τυπικό παράδειγμα της πρώτης εκδοχής, η σεμνή διαδρομή τού ίδιου του Μπαλτά, εξαίρετου καθηγητή και ρηξικέλευθου στοχαστή, ενώ της δεύτερης η καθεστωτική διαδρομή ενός από τους επικριτές του, του κ. Τάκη Θεοδωρόπουλου, συμβατικού συγγραφέα και αρθρογράφου της Καθημερινής – κι οι δυο τους στα ίδια σχολεία φοίτησαν, εδώ και στη Γαλλία, ακόμα και σ’ αυτό της ανανεωτικής αριστεράς…)

ΠΗΓΗ: 22-2-2015, http://www.avgi.gr/article/5329098/aristeia-elit-aristokratia

*  Ο Κώστας Βούλγαρης γεννήθηκε στα Δολιανά Αρκαδίας το 1958. Γράφει στα περιοδικά «Ο Πολίτης» και «Πλανόδιον», επιμελείται τις σελίδες βιβλίου της «Κυριακάτικης Αυγής» και γράφει κριτική ποίησης και πολιτικές επιφυλλίδες στα «Νέα». Στις εκδόσεις Γαβριηλίδης κυκλοφορούν τα βιβλία του: «Κ. Γ. Καρυωτάκης. Φύλλα πορείας» (δοκίμια, 1998), «Τέος Σαλαπασίδης. Μία παρουσίαση» (1999, στη σειρά «Εκ Νέου» την οποία και διευθύνει), «Από την ήττα στη σιωπή» (Δοκίμια, 2000), «Όψεις της σύγχρονης ποίησης. Δοκιμή πρώτη» (2003). Εμφανίστηκε στην πεζογραφία με το βιβλίο «Στο όνειρο πάντα η Πελοπόννησο» (Γαβριηλίδης, 2001), το οποίο μαζί με «Τα άλογα της Αρκαδίας» (Πόλις, 2002) και το «Ο Καρτέσιος στην Τρίπολη» (Πόλις, 2003), ανήκουν στον ανοικτό αφηγηματικό κύκλο «Το εμφύλιο σώμα».

http://www.biblionet.gr/author/88/%CE%92%CE%BF%CF%8D%CE%BB%CE%B3%CE%B1%CF%81%CE%B7%CF%82,_%CE%9A%CF%8E%CF%83%CF%84%CE%B1%CF%82,_1958-_,_%CF%83%CF%85%CE%B3%CE%B3%CF%81%CE%B1%CF%86%CE%AD%CE%B1%CF%82/%CE%BA%CF%81%CE%B9%CF%84%CE%B9%CE%BA%CF%8C%CF%82

Απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.