Τα «παίγνια» και η ανεπάρκεια των σπιθαμιαίων

Τα «παίγνια» και η ανεπάρκεια των σπιθαμιαίων

Του Νικήτα Χιωτίνη*

Το μέχρι τουλάχιστον τώρα μέγεθος των πολιτικών μας –τα τελευταία πολλά χρόνια– υπήρξε σπιθαμιαίο. Πρόκειται περί ευγενικού χαρακτηρισμού, αποφεύγοντας να μιλήσουμε για εξαγορασμένους και υποτελείς –παρά το ότι υφίστανται γι’ αυτό ντοκουμέντα. Αυτό αποδεικνύεται από τα τελευταία γεγονότα –και ασχέτως της κατάληξής τους: μέσα σε δύο εβδομάδες είδαμε πράγματα που πριν μας φάνταζαν αδιανόητα.

Για τα τηλεοπτικά κανάλια που κατ’ ουσίαν αυτά εξέλεγαν και εξακολουθούν να εκλέγουν κόμματα, δήθεν πολιτικές παρέες και δήθεν βουλευτές, δεν τίθεται θέμα, είναι σαφώς εξαγορασμένα. Δεν εξηγείται διαφορετικά η σκανδαλώδης προτίμησή τους σε συγκεκριμένα άτομα και η προπαγάνδα που ασκούν για συγκεκριμένες πολιτικές. Στεναχωριόμαστε όμως για το εξηλιθιωμένο κοινό τους, που τα κανάλια αυτά μεθοδικά διαμορφώνουν και που φαίνεται να είναι πολυπληθές.

Βρισκόμαστε ενώπιον ενός τεράστιου χρέους, που οδηγεί στην κοινωνική διάλυση με απρόβλεπτες συνέπειες (αντίστοιχα φαινόμενα του παρελθόντος οδήγησαν σε καταστροφικούς πολέμους και σε εμφύλιες αιματοχυσίες). Δραματικά αυξανόμενη ανεργία και φτωχοποίηση του μεγαλύτερου μέρους του λαού, όξυνση των κοινωνικών ανισοτήτων και διχασμός, υπογεννητικότητα, μετανάστευση, αδυναμία αυτόνομης και αυτοδύναμης ύπαρξης της κοινωνίας. Ένας σκεπτόμενος πολιτικός σε αυτήν την περίπτωση, αν δεν θέλει να παραδώσει τα κλειδιά της χώρας του σε «προστάτες», προσπαθεί να την αναγεννήσει έως επανίδρυσής της. Αυτή δε η αναγέννηση δεν γίνεται εκλιπαρώντας βοήθεια, γιατί ως γνωστόν «…δεν είν’ εύκολες οι θύρες εάν η χρεία τες κουρταλεί…» –εκτός και αν αυτές οι θύρες έχουν να κερδίσουν από αυτό.

Σε επίπεδο εξωτερικής πολιτικής κρατών, επικρατεί η λογική εκείνη που επικαλείται η θεωρία των παιγνίων. Ενώ σε μικρότερες κλίμακες και με μικρότερα διακυβεύματα δείχνει να μην ισχύει αυτή η θεωρία, σε επίπεδο κρατών επικρατεί, τουλάχιστον στη νεωτερική εποχή μας, η λογική αυτή. Ουδείς συναισθηματισμός, ουδεμία ηθική, ουδείς κανών πέραν της κατίσχυσης ή τουλάχιστον του μικρού ή μεγάλου οφέλους. Επί πλέον, το περίφημο «ο σκοπός αγιάζει τα μέσα» επικρατεί απολύτως, ενίοτε μάλιστα μετερχόμενο και ηθικών επιχειρημάτων.

Τα τελευταία χρόνια συζητάμε για «διαπραγμάτευση» με τους δανειστές μας. Δηλαδή για τον τρόπο διαμόρφωσης των συμφωνιών που πρέπει να κάνουμε με τους δανειστές μας –συμφωνίες που μπορούν βεβαίως να πάρουν πολλά ονόματα. Πάντα ένας δανειζόμενος διαπραγματεύεται με τους δανειστές του, αυτό κάναμε ή αυτό θα έπρεπε να κάναμε. Στην προκειμένη περίπτωση οι μεγάλες και επείγουσες δανειακές μας ανάγκες οφείλονταν στην αδυναμία μας να δανειστούμε απ’ ευθείας από τις «αγορές» και έτσι προστρέξαμε σε θεσμούς. Το πρώτο λοιπόν ερώτημα είναι το γιατί μας δάνεισαν.

Η μόνη σίγουρη απάντηση είναι ότι δεν μας δάνεισαν για συναισθηματικούς λόγους, αλλά γιατί αυτό θεώρησαν ωφέλιμο γι’ αυτό που αντιπροσώπευαν. Δηλαδή γι’ αυτό που οι ΗΠΑ και η Ευρώπη θεώρησαν επωφελές γι’ αυτές τις ίδιες. Αναφερόμαστε εδώ στο σημερινό μόρφωμα «Ευρώπη», με ηγεμονεύουσες τη Γερμανία και τη Γαλλία –ή καλύτερα τη Γερμανία και τη Γαλλία που θέλει να είναι σαν τη Γερμανία– που θέλουν να επιβάλουν τα δικά τους συμφέροντα. Στη συνέχεια θα έπρεπε να αξιολογήσουμε το τι προσφέρουμε –γιατί όπως είπαμε κανείς δεν δανείζει για συναισθηματικούς λόγους, πάντα μιλάμε σε επίπεδο κρατών– επιδιώκοντας το μέγιστο για μας όφελος, επιδιώκοντας δηλαδή το win-win.

Όταν κάποιος διαπραγματεύεται προφανώς και πρέπει να έχει πολλαπλές επιλογές. Όταν πάει κάποιος να νοικιάσει ένα σπίτι δεν διαπραγματεύεται το ενοίκιο χωρίς να έχει τη δυνατότητα να νοικιάσει άλλο σπίτι, ούτε χωρίς να γνωρίζει και τις πραγματικές ανάγκες του ενοικιαστή, που μπορεί να μην είναι μόνο το ποσόν του ενοικίου. Μεγάλες κατασκευαστικές εταιρείες, π.χ., αναλαμβάνουν έργα με ζημία από τα έργα αυτά, αλλά διατηρώντας έτσι τη βαθμονόμησή τους και τη δυνατότητα να εισαχθούν στο χρηματιστήριο, απ’ όπου θα αποκομίσουν μεγαλύτερα οφέλη. Η ρητορεία των περασμένων κυβερνήσεων στην περίπτωσή μας υπήρξε τουλάχιστον βλακώδης. Κατηγορούσαν ότι ο ΣΥΡΙΖΑ είχε πολλές προτάσεις, ως αρνητική πολυγλωσσία, όμως πολλαπλές προτάσεις πρέπει να έχει κάποιος για να μπορέσει να διαπραγματευθεί. Διαπραγματεύονταν τις δανειακές μας συμβάσεις δηλώνοντας εκ των προτέρων πως θα μείνουμε πάση θυσία στο ευρώ, πως δεν θα πάρουμε χρήματα από πουθενά αλλού, πως θα επιστρέψουμε τα δανεικά ακόμα και αν χρειαστεί να πεθάνει ο μισός πληθυσμός από την πείνα και τα μικρόβια των κάδων των σκουπιδιών. Προφανώς αυτό δεν ήταν διαπραγμάτευση.

Μάλιστα για να διατρανώσουν και εξασφαλίσουν την απόλυτη υπακοή τους/μας, όρισαν ως διαπραγματευτές στελέχη του εργαλείου των δανειστών, δηλαδή στελέχη του τραπεζικού συστήματος. Εξαγορασμένοι πολιτικοί, αγράμματοι, πιόνια των μεγάλων παικτών –«αν δεν ήταν ο Ανδρέας δεν θα μας ήξεραν μήτε οι θυρωροί μας»– ή όλα αυτά μαζί; Επί πλέον δεν μπόρεσαν να καταλάβουν –ή τους επέβαλαν να μην καταλάβουν– πως δεν ξεχρεώνεις μαζεύοντας χρήματα από τα υπάρχοντα, αλλά παράγοντας πλούτο. Αν μαζέψεις ό,τι χρήμα κυκλοφορεί, αποκλείεις κάθε παραγωγική διαδικασία, άρα αποκλείεις την περίπτωση να ξεχρεώσεις. Αυτό απεδείχθη από την αύξηση και όχι τη μείωση του χρέους, με την ηλίθια πολιτική που μας επεβλήθη. Δεν μπορούμε να φανταστούμε ότι αυτό δεν το ήξεραν εκ των προτέρων οι δανειστές μας, που ενώ αρχικώς ήσαν «ιδιώτες», σιωπηρώς και εντέχνως τα ίδια τα κράτη πήραν τη θέση τους. Το διακύβευμα προφανώς δεν ήταν και δεν είναι η άμεση είσπραξη των χρημάτων, ίσως δεν είναι καν η είσπραξη των χρημάτων.

Η σημερινή κυβέρνηση δείχνει να διαπραγματεύεται. Με διεθνούς φήμης οικονομολόγους. Δείχνει επίσης να γνωρίζει πως διαπραγμάτευση δεν γίνεται με μπλόφες και συναισθηματισμούς, αλλά με την ψυχρή λογική, θέτοντας στο τραπέζι της διαπραγμάτευσης πολλαπλές επιλογές ή –αν θέλετε– επισείοντας, με σοβαρό τρόπο, τις πολλαπλές αυτές επιλογές. Από τις πρώτες κινήσεις του νέου Πρωθυπουργού, που επέλεξε ως πρώτο του ταξίδι να πάει στην Κύπρο και με αυτά που είπε εκεί, τις πρώτες ενέργειες του Υπουργού Εθνικής Αμύνης και τις κινήσεις του Υπουργού Εξωτερικών, αυτό εικάζουμε. Τελευταία ο κος Βαρουφάκης δήλωσε πως το plan B του είναι ο Αρμαγεδδών. Οδηγεί το ζήτημα στο «παιχνίδι του δειλού»; Δεν το νομίζουμε, γιατί στην εξωτερική πολιτική δεν θα επιτρέψει ποτέ κανείς τον Αρμαγεδδώνα –εκτός της ιστορικώς βεβαρημένης Γερμανίας, αλλά καταδήλως και ευτυχώς αυτή δεν διαπραγματεύεται πλέον μόνη.

Οι τελευταίες ενέργειες του Μ. Ντράγκι αυτό υποδηλώνουν, οι δε ΗΠΑ δείχνουν να ενδιαφέρονται ιδιαιτέρως για τα ευρωπαϊκά τεκταινόμενα. Πέραν τούτων, ήδη φαίνεται να κτίζονται και εναλλακτικές δυνατότητες σε πανευρωπαϊκό επίπεδο –τελευταία μάλιστα και ο J. Attali δημοσίευσε κείμενο με τίτλο «Η Ρωσία πρέπει να γίνει σύμμαχός μας». Θα ήταν άδικο να μην αναφερθούμε και στον Β. Μαρκεζίνη, που από χρόνια μας προτρέπει προς «πολυγαμική» εξωτερική πολιτική.

Όμως –και ασχέτως των τυχόν άμεσων, μεσοπρόθεσμων ή μακροπρόθεσμων ωφελημάτων μας από τη διαπραγμάτευση με τους δανειστές μας, δηλαδή με τα μεγάλα ευρωπαϊκά κράτη– διαπιστώνουμε έλλειψη από τους σχεδιασμούς της σημερινής μας κυβέρνησης, σοβαρού αναπτυξιακού σχεδίου, δηλαδή σχεδίου παραγωγής πλούτου. Η σημερινή κυβέρνηση ορθώς προτάσσει την άρση της ανθρωπιστικής κρίσης, αλλά το αναπτυξιακό της μοντέλο δείχνει να περιορίζεται στην καταπολέμηση της διαφθοράς, ζήτημα βεβαίως σοβαρό, αλλά που από μόνο του δεν δημιουργεί πλούτο, καθώς και σε δευτερεύουσες επεμβάσεις φορολογικού τύπου, που επίσης από μόνες τους δεν δημιουργούν πλούτο.

Ομιλεί για καταπολέμηση της ανεργίας και στήριξη των μικρομεσαίων. Ούτε όμως αυτό αρκεί ή καλύτερα αυτό δεν σημαίνει τίποτα. Παραγωγή πλούτου δεν γίνεται με όσο το δυνατόν περισσότερες μπουτίκ και ταβέρνες, γίνεται με επενδύσεις σε παραγωγικές δραστηριότητες που θα στηρίξουν την αυτάρκεια της χώρας, θα εξαλείψουν την ανεργία και θα οδηγήσουν σε εξαγωγές αγαθών και εισαγωγή χρημάτων. Προς όφελος τόσο του κράτους –για να στηρίξει την κοινωνία– αλλά και προς όφελος και των ίδιων των επενδυτών, ειδάλλως δεν θα έρθει κανείς. Και εδώ win-win.

Χωρίς εδραίωση αυτάρκειας και δημιουργία πλούτου, δεν μπορούμε να υπάρξουμε αυτοδύναμα και αυτόνομα, θα μείνουμε πάντοτε ένα προτεκτοράτο. Παλαιότεροι πολιτικοί δούλεψαν επιτυχώς, έστω και ως protégé, στον βαθμό που δεν αξίωσαν πέραν αυτών που επέβαλε το διεθνές «παίγνιο». Πολλαπλασίασαν την έκταση του αρχικού νεοελληνικού κράτους, αλλά οδήγησαν και σε καταστροφές, όταν επεδίωξαν οφέλη πέραν της στυγνής λογικής του κοινού οφέλους, με τη νεωτερική έννοια του όρου. Με αυτήν άλλωστε τη στυγνή λογική παρήχθη και το ίδιο το νεοελληνικό κράτος, στο οικόπεδο που τώρα αποκαλείται Ελλάς και όχι στο Ερζερούμ, π.χ., που ήταν το ίδιο ελληνικό όσο και η τότε Αθήνα.

Ας ελπίσουμε στην κάποτε ενηλικίωσή μας…

* Ο Δρ Νικήτας Χιωτίνης είναι αρχιτέκτων μηχανικός/MS Φιλοσοφίας πολιτισμού

ΠΗΓΗ: ΔΕΥΤΕΡΑ, 16 Φεβρουαρίου 2015, http://topontiki.gr/article/96703

Απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.