Πανεπιστήμια: η απανθρωπία των διαγραφών και η διαστροφή του φιλελευθερισμού
Του Νικήτα Χιωτίνη*
Το ότι η Παιδεία στη χώρα μας βαίνει από το κακό στο χειρότερο είναι ηλίου φαεινότερο. Για τη βασική εκπαίδευση των δημοτικών σχολείων και αυτήν του Γυμνασίου, δεν έχω ιδίαν άποψη, παρ’ ότι ακούω πως στα δημοτικά προωθείται η «ακουστική ορθογραφία»- επιφυλάσσομαι γι’ αυτό, όπως και για το ότι αυτό θα ακολουθηθεί από εκμάθηση χαράγματος συμβόλων σε πέτρες. Πάντως έχω εμπειρία διαφόρων κατά καιρούς «περίεργων» ιδεών, τινές των οποίων εφαρμόστηκαν: τις δεκαετίες -60 και -70 κυκλοφορούσε σαν ιδέα η υιοθέτηση του λατινικού αλφαβήτου, στη συνέχεια καμιά δεκαριά βουλευτές άλλαξαν τη μορφή της γλώσσας καταργώντας τα πνεύματα και ευτυχώς όχι όλους τους τόνους, τη δεκαετία του -80 ανήκες στην επάρατο δεξιά αν έλεγες διακινδυνεύω αντί ρισκάρω, κ.λ.π..
Έχω επίσης εμπειρία και της δραματικής υποβάθμισης του Λυκείου, που έχει καταστεί χώρος προετοιμασίας για την εισαγωγή στα Πανεπιστήμια και όπου η γενική και απαραίτητη εκπαίδευση έχει ουσιωδώς παραμεληθεί έως εξαφανίσεώς της: τουλάχιστον στις δύο τελευταίες τάξεις του Λυκείου, μετά τον Μάρτιο με Απρίλιο δεν γίνονται σχεδόν καθόλου μαθήματα, για να προετοιμαστούν οι μαθητές στα φροντιστήρια, που, τουλάχιστον στα υπό εξέταση στις πανελλήνιες εξετάσεις μαθήματα, κάνουν καλλίτερη δουλειά από τα θεσμοθετημένα ως Λύκεια. Τα Λύκεια εδώ ηθελημένως δηλαδή αυτοκαταργούνται.
Το ότι νοσεί και η τριτοβάθμια εκπαίδευση, είναι και αυτό παγκοίνως γνωστό. Δεν είναι όμως αυτό το θέμα αυτού του σημειώματος. Εδώ θα θίξουμε το κερασάκι στην τούρτα : την υιοθέτηση μιας διαστροφής του φιλελευθερισμού – δηλαδή όχι του φιλελευθερισμού ως αυτός εισήχθη ως πολιτική θεωρία και πρακτική- και μια υλοποιούμενη απανθρωπία, αυτήν της διαγραφής των φοιτητών μετά κάποιο χρονικό διάστημα, αν δεν έχουν πάρει το δίπλωμά τους, αυτών δηλαδή που αναιδώς αποκαλούμε λιμνάζοντες ή αιωνίους.
Ας δούμε τη φυσιογνωμία του σημερινού φοιτητή σε ελληνικό Πανεπιστήμιο. Είναι ένας νέος που γύρω στα 15 με 16 του χρόνια αποφάσισε να πάει στο τάδε Πανεπιστήμιο, όταν με το καλό τελειώσει το Λύκειο. Κατ’ αρχάς συνήθως δεν αποφάσισε μόνος, συνέβαλαν σε αυτό και οι γονείς του, αν δεν καθόρισαν αυτοί το τι θα σπουδάσει. Τελειώνοντας λοιπόν ο νέος αυτός το Λύκειο, με αρωγό τα φροντιστήρια που κόστισαν μια περιουσία τους γονείς του, έδωσε εξετάσεις και πέτυχε στη Σχολή που επιθυμούσε – τούτο στην καλλίτερη βέβαια περίπτωση, γιατί συχνά εισάγεται σε κάποια άλλη Σχολή. Στη συνέχεια είναι υποχρεωμένος να σπουδάσει επί τετραετία, πενταετιά ή εξαετία, τουλάχιστον δηλαδή, στη Σχολή που διάλεξε– ας πούμε διάλεξε- στα 15 ή 16 του χρόνια ή που του έλαχε κατόπιν χαλαρών δεύτερων και τρίτων επιλογών/τσεκαρισμάτων στο μηχανογραφικό των πανελληνίων εξετάσεων. Το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα δεν του παρέχει καμιά δυνατότητα να μεταπηδήσει σε κάποια άλλη Σχολή, που διαπιστώνει, ωριμότερος τώρα, ότι του ταιριάζει καλλίτερα, σε αντίθεση με τα Πανεπιστήμια όλων των άλλων ευρωπαϊκών χωρών, που ήδη από δεκαετίας του 1970 παρέχουν στους νέους τους αυτήν τη δυνατότητα. Τώρα μάλιστα, απολύτως απάνθρωπα και διαστρέφοντας κάθε έννοια φιλελευθερισμού, που οι άσχετοι περί αυτού επιχειρηματολογούν ανοήτως, το σύστημα αυτό θέλει να διαγράψει αυτούς που δεν μπόρεσαν να πάρουν «εγκαίρως» το δίπλωμά τους.
Φιλελευθερισμός δεν είναι όμως η στρατιωτική υποχρέωση να κάνουν οι πολίτες, οι νέοι εν προκειμένω, αυτό «εφ’ ω ετάχθησαν» και δη από ηλικίας 15 ετών. Αυτό είναι το ακριβώς αντίθετο. Πρόκειται περί μιας καταδήλως γερμανικής εμπνεύσεως τιμωρητική προτεσταντική ηθική, αναμεμιγμένη με γκουλάγκ και στρατόπεδα συγκέντρωσης. Η Γερμανία έχει άλλωστε θητεύσει επιτυχώς και στις δύο αυτές διαστροφές της συμπεριφοράς ανθρώπου προς άνθρωπο.
Θα δεχόμαστε τη λογική από πλευράς Πολιτείας να μην επιθυμεί να δαπανά χρήματα και ανθρώπινο δυναμικό για φοιτητές που καθυστερούν να πάρουν το δίπλωμά τους. Όμως οι «λιμνάζοντες» φοιτητές δεν κοστίζουν απολύτως τίποτα. Αν τώρα για λόγους στατιστικούς δεν θέλουμε να τους έχουμε εγγεγραμμένους στα Τμήματα, ας δημιουργήσουμε μια λίστα «φοιτητών σε αναστολή», όπου θα μπαίνουν αυτοδικαίως οι έχοντες παραμείνει στις Σχολές για το διπλάσιο του κανονικού χρόνου φοίτησης. Αυτοί θα μπορούν εντός, π.χ., τετραετίας να διακόψουν την αναστολή αυτή και να έχουν ακόμα 2-4 , π.χ., εξάμηνα, να ολοκληρώσουν τις σπουδές τους. Αυτό ο Οργανισμός κάθε Ιδρύματος έχει τη δυνατότητα (και από το Νόμο 4009/11) να το προβλέψει.
Δεκέμβριος 2014