Επόμενες μέρες
Του Νικήτα Χιωτίνη*
Επιτρέψτε μου μια σύντομη ανατομία των προβλημάτων μας, που είναι και προβλήματα της Ευρώπης. Όλοι μιλούν για κρίση. Κανείς όμως δεν μας το εξηγεί ακριβώς.
Εν ολίγοις λοιπόν: η εξέλιξη των κοινωνιών και η ευημερία των λαών οφείλονται στην εξέλιξη των επιστημών και στη συνακόλουθη αύξηση της παραγωγής αγαθών και της «οικονομίας», με τα ευεργετικά αποτελέσματά της στην απασχόληση, στην αύξηση των πληθυσμών, στην τεχνολογική πρόοδο και σε ό,τι εμπεριέχεται στον όρο «ανάπτυξη». Στη μεν Δύση, η «ανάπτυξη» στηριζόταν και στηρίζεται στην ιδιωτική πρωτοβουλία και στον (δυτικό) καπιταλισμό, στον δε κόσμο του «υπαρκτού σοσιαλισμού» στηριζόταν στα «εργοστάσια που είναι ο καθεδρικός ναός του μέλλοντος». Ένθεν κακείθεν η φιλοσοφική θεμελίωση υπήρξε η ίδια: η πρόταση της νεωτερικότητας περί της υπαρξιακής διάστασης του ανθρώπου και της έννοιας της ευτυχίας.
Στη Δύση, η παραγωγή στηρίχτηκε κυρίως στην παραγωγή κεφαλαίων από την υπεραξία της εργασίας, συμπεριλαμβανομένης της επιστημονικής παραγωγής. Αυτή η υπεραξία όσο αποταμιευόταν για την επέκταση της παραγωγής των εργοστασίων του ιδιοκτήτη/παραγωγού, βεβαίως και για την ευζωία του, στον βαθμό που δεν ακύρωνε την παραγωγικότητα της επιχείρησής του, επέδιδε αποτελέσματα προς όφελος του συνόλου. Με άλλα λόγια, το «αόρατο χέρι» του Adam Smith λειτουργούσε κατά τα προβλεπόμενα. Αυτή όμως η τάξη διαταράχτηκε από την υπερ-συσσώρευση κεφαλαίων, φαινόμενο που εντάθηκε τις τελευταίες δεκαετίες. Για λόγους θεμελιωμένους στον εγωισμό του νεωτερικού ανθρώπου – και που δεν είναι του παρόντος η απαρίθμησή τους – η παραγωγή κεφαλαίου εξετράπη σε υπερ-παραγωγή και στη συνακόλουθη υπερ-συσσώρευση κεφαλαίων, σε σημείο αυτό και μόνο να θεωρείται οικονομική ανάπτυξη. Το αποτέλεσμα όμως ήταν η μείωση της παραγωγικότητας και της παραγωγής και η συνακόλουθη αδικαιολόγητη αύξηση των τιμών, συνδυαζόμενη με υπέρμετρους δανεισμούς άνευ πραγματικού αντικρίσματος. Αυτό με τη σειρά του οδήγησε σε δραματικές οικονομικές εξαρτήσεις, εξαρτήσεις ατόμων αλλά και κρατών, στην αύξηση της ανεργίας, στην ένταση των κοινωνικών ανισοτήτων και των φαινομένων φτώχειας και κοινωνικού αποκλεισμού, έως τη σταδιακή δημιουργία μιας νέου τύπου φεουδαρχίας.
Σαν θεραπεία αυτής της κρίσης, η Ευρώπη (δηλαδή το κεντρικό τραπεζικό σύστημα ή η Γερμανία) επέλεξε την εσωτερική υποτίμηση. Αυτή όμως η μέθοδος απεδείχθη πως ευθέως αντιτίθεται στον τρόπο εξέλιξης της αύξησης της παραγωγικότητας και της ανάπτυξης, κατά το δυτικό μοντέλο, και μοιραίως οδήγησε σε μεγαλύτερη κρίση. Έθεσε ως στόχο την αποπληρωμή των χρεών μέσω είσπραξης χρημάτων εκ των ήδη διαθεσίμων – μισθούς, συντάξεις, φορολογία – με τη συνακόλουθη ομηρία και προλεταριοποίηση των αδυνάτων και χρεωμένων. Όμως το θέμα δεν ήταν το μέγεθος των χρεών, ήταν κυρίως η κατάρρευση της τραπεζικής πίστης (credit crunch), που δεν εξαρτάται απολύτως από το μέγεθος των χρεών (π.χ. χώρες με μεγαλύτερο εξωτερικό χρέος από την Ελλάδα δεν είναι σε κρίση, στην ίδια τουλάχιστον με μας). Αυτή η προσπάθεια είσπραξης χρημάτων δεν έκανε τίποτα παρά να μειώσει τον πληθωρισμό σε αρνητικό πρόσημο, επιτυγχάνοντας να εμποδίσει ακόμα περισσότερο τις παραγωγικές δραστηριότητες, άρα να εξαφανίσει κάθε χρηματοπιστωτική πίστη, δηλ. και κάθε δυνατότητα δανεισμού με στόχο την παραγωγή, να αυξήσει την ανεργία και τη φτώχεια σε ολοένα και αυξανόμενο ποσοστό επί των πολιτών και να οδηγήσει τελικώς σε τρομακτικά κοινωνικά αδιέξοδα. Αποτελεί βασική οικονομική αρχή πως ο στασιμοπληρωρισμός δεν ανατρέπεται με τον τρόπο αυτό, κάτι που δείχνει πως προφανώς για άλλους λόγους επιλέχθηκε η εσωτερική υποτίμηση. Λόγοι ίσως καθυπόταξης της αδύνατης ευρωπαϊκής ζώνης του Νότου, ίσως πάλι λόγοι θρησκευτικοί (γερμανικός προτεσταντισμός σε συνδυασμό με ανατολικές εμμονές), ίσως κάτι άλλο. Μοιραίως η Ευρώπη οδηγείται έτσι σε υστέρηση στο παγκόσμιο και εξόχως ανταγωνιστικό διεθνές οικονομικό τοπίο, μοιραίως οδηγείται και σε βίαιες εσωτερικές συγκρούσεις με απρόβλεπτα αποτελέσματα.
Οι ΗΠΑ, σε αντίστοιχο πρόβλημα που αντιμετώπισαν, βρήκαν κατά τα φαινόμενα τη λύση: εκτύπωση χρήματος, με στόχο την άρση των ανισοτήτων και την τόνωση της ανάπτυξης. Μάλιστα οι οικονομολόγοι τους παρότρυναν την ΕΚΤ στην άρση της αντιπληθωριστικής και έτσι αντιαναπτυξιακής λιτότητας που επιβάλλει στην Ευρώπη. Το ευρωπαϊκό οικονομικο-πολιτικό ιερατείο άλλωστε δεν είχε άλλη λύση. Το ονόμασε «ποσοτική χαλάρωση», μέσω αγοράς ομολόγων. Είχε προηγηθεί η πολιτική επιτοκίων από πλευράς ΕΚΤ. Παρά του ότι δεν χωρεί αμφιβολία πως αυτό αποτελούσε τη μόνη λύση, είναι σαφές πως ο ΣΥΡΙΖΑ επίσπευσε τις εξελίξεις.
Τα στοιχήματα έτσι της νέας κυβέρνησης είναι αφενός το πώς θα χρησιμοποιήσει αυτή την «ποσοτική χαλάρωση», αφετέρου τι έκταση θα έχει αυτή, αν δηλαδή θα τελειώσει με αυτήν την αγορά των ομολόγων ή θα αποτελέσει νέα νομισματική πολιτική της ΕΚΤ. Αν θα τα χρησιμοποιήσει δηλαδή για την αποπληρωμή των δανείων – όπως προφανώς θα έκανε ανοήτως η προηγούμενη κυβέρνηση – ή με τρόπο που αφενός θα άρει τα κοινωνικά αδιέξοδα, τονώνοντας τη συλλογική αυτοπεποίθηση, αφετέρου, σε συνδυασμό με κατάλληλες πολιτικές, θα ενισχύσει την επανεκκίνηση παραγωγικών δραστηριοτήτων. Σε προηγούμενο σημείωμά μας στο «Ποντίκι», με θλίψη διαπιστώσαμε πως στην προεκλογική περίοδο δεν ακούστηκε στις συζητήσεις ο τρόπος ανάπτυξης της χώρας και διαπιστώσαμε πως όπου υπήρχαν τέτοιες αναφορές στα προγράμματα των κομμάτων, αυτές ήταν τουλάχιστον αδούλευτες, γιατί δεν ενδιέφεραν στις πολιτικές συζητήσεις στα ανούσια τηλεοπτικά πάνελ. Ελπίζουμε παρ’ όλα αυτά η ανάπτυξη της χώρας να τεθεί ως προτεραιότητα από τη νέα πολιτική ηγεσία, με τρόπο ορθολογικό και επιστημονικά ορθό.
Οι υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες έχουν δείξει τον δρόμο σε ορισμένα βασικά ζητήματα. Π.χ. στην ουσιαστική αποκέντρωση, με την πρόσδοση στις Περιφέρειες αποφασιστικών και αναπτυξιακών αρμοδιοτήτων. Στην ανάπτυξη Παιδείας σε επίπεδο Περιφέρειας που θα συμμετέχει στην αναπτυξιακή της στόχευση. Στη θεσμική μετάβασή μας από τις παρωχημένες στοχεύσεις των φονταμενταλιστών νεοφιλελευθέρων περί καπιταλιστικού El Dorado, σε έναν νέο τρόπο σύμπραξης δημόσιου και ιδιωτικού τομέα. Άλλωστε όλα αυτά τιθέμενα στη «διαπραγμάτευση» – σε συνδυασμό με την επιδίωξη νέας χρηματοπιστωτικής πολιτικής από πλευράς ΕΚΤ, σε συνεργασία τουλάχιστον με τις υπόλοιπες χώρες του Νότου, κάτι που νομίζουμε αρχίζει να διαφαίνεται – μπορούν όχι μόνο να απομακρύνουν χρονικά την πίεση από τα χρέη μας, αλλά να επιφέρουν ουσιαστικό «κούρεμά» του.
Εδαφικό και ανθρώπινο κεφάλαιο διαθέτουμε. Ακόμα και το υπάρχον χρηματοπιστωτικό σύστημα μας δίνει τις δυνατότητες με κατάλληλους πολιτικούς χειρισμούς να επιτύχουμε «ανάπτυξη». Τα βασικά ελλείμματά μας εντοπίζονται στη διοικητική διάρθρωση της χώρας, στον νομοθετικό λαβύρινθο που αφορά στις παραγωγικές επενδύσεις, αλλά και στον ρόλο των πολιτικών αρχών. Η διάρθρωση του νέου υπουργικού συμβουλίου, κρίνοντας από την ονομασία των νέων υπουργείων, συνιστά αρχή διοικητικής μεταρρύθμισης, που βέβαια οφείλει να γίνει πράξη, τουλάχιστον διδασκόμενη από τα μοντέλα των προηγμένων χωρών, σε συνδυασμό με τις κυοφορούμενες, τουλάχιστον στην Ευρώπη, πολιτικές, διοικητικές και οικονομικές αλλαγές. Βεβαίως ας μην ξεχνάμε και το μεγάλο μας όπλο, που είναι η γεωστρατηγική μας θέση, που μας δίνει τεράστιες γεωπολιτικές δυνατότητες. Ο νέος υπουργός Εξωτερικών θα κριθεί αρχικώς από τον τρόπο χειρισμού του κυπριακού ζητήματος και των θαλάσσιων ζητημάτων. Να δούμε…
Ελπίζω να μην υπάρχει Έλληνας που να μην εύχεται η νέα κυβέρνηση να επιτύχει, προς όφελος όλων, της Ευρώπης συμπεριλαμβανομένης.
* Ο Δρ Νικήτας Χιωτίνης είναι αρχιτέκτων μηχανικός/MS Φιλοσοφίας πολιτισμού.
ΠΗΓΗ: ΠΕΜΠTΗ, 29 Ιανουαρίου 2015, http://www.topontiki.gr/article/94541/Epomenes-meres