Ξαναδιαβάζοντας την “Κόκκινη άμμο” της Μαρινέλλας Βλαχάκη
Του Δημήτρη Δαμασκηνού
Διαλέγω τη μοναξιά και τη σιωπή
πεθαίνοντας από επιθυμία
να επικοινωνήσω μαζί σας
[Μαρινέλλα Βλαχάκη, ΑΝΤΙΦΑΤΙΚΟ (1)]
Η Μαρινέλλα Βλαχάκη (σ.σ.: Μ.Β. στο εξής) γεννήθηκε στα Χανιά όπου ζει κι εργάζεται (2). Η πρώτη ποιητική της απόπειρα ήταν η συλλογή: “ΚΟΚΚΙΝΗ ΑΜΜΟΣ”. Εκδόθηκε “ιδίοις αναλώμασι” το 1992 (3) και περιλαμβάνει τριάντα οκτώ (38) αδημοσίευτα μέχρι τότε ποιήματα της (4), που, ωστόσο, είναι δύσκολο για τον φίλο του ποιητικού λόγου σήμερα στο σύνολό τους να τα απολαύσει, μιας και το βιβλίο είναι από καιρό εξαντλημένο και γι’ αυτό δυσεύρετο. Δεκαοκτώ (18) ποιήματα, ωστόσο, από αυτή τη συλλογή τα δημοσίευσε και πάλι το 2004, όχι όμως αυτούσια, μα λιγότερο ή περισσότερο ξαναδουλεμένα, στην προσεγμένη ποιητική της ανθολογία ΚΑΘ’ ΟΔΟΝ (5).
Μια αντίστοιχη ανθολόγηση με εβδομήντα δύο (72) άτιτλα ποιήματά της από τις ποιητικές συλλογές ΚΟΚΚΙΝΗ ΑΜΜΟΣ, ΜΙΚΡΗ ΠΡΟΣΕΥΧΗ (6), ΤΟ ΧΡΥΣΑΦΙ ΤΟΥ ΑΣΠΑΛΑΘΟΥ (7), ΤΟ ΝΗΣΙ ΤΑΞΙΔΕΥΕΙ (8) είχε κυκλοφορήσει και το 1999 η Μ.Β. με τον τίτλο ΑΤΡΑΠΟΣ 9.
Θυμάμαι χαρακτηριστικά την πρώτη εντύπωση από την επαφή με την ποίησή της, όταν σ’ ένα παλαιοβιβλιοπωλείο στα Χανιά πριν δύο περίπου χρόνια ανακάλυψα την ΚΟΚΚΙΝΗ ΑΜΜΟ και πρωτοδιάβασα τα κρυστάλλινα ποιήματα της Μ.Β.: σελίδα τη σελίδα η μελαγχολική και χαμηλόφωνη εκμυστήρευση της με παρέσυρε στη μουσική της ποιητικής της έκφρασης.
Τα ποιήματα της έλαμπαν μπροστά στα μάτια μου σα λιτά κομψοτεχνήματα, ήταν φανερό πως δεν ήταν πρωτόλεια, ένας σχετικά έμπειρος τεχνίτης τα είχε σμιλεύσει, μιας και απαιτούσαν επιμονή, εκφραστική τόλμη, αμέτρητες δοκιμές και αρκετό μόχθο εργαστηρίου, για να χυθούν στο καλούπι τους: «Αμελώντας τα κοσμικά και αφιερωμένη στη μοναξιά να καλλιεργεί το πνεύμα της μ’ εκείνο που, αν δεν ήταν τόσο απόκοσμο, θα το τιμούσε ο κόσμος πάνω απ’ όλα», για να παραφράσουμε τον Πρόσπερο στην Τρικυμία του Σαίξπηρ (10), βυθισμένη στη σιωπή τής απομόνωσής της, η δημιουργός φλεγόταν από την επιθυμία να επικοινωνήσει με τον αναγνώστη γυμνώνοντας τη μοναξιά της:
ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ
Μόλις άρχισαν οι βροχές
στη σιωπή πάλι βυθίστηκα.
Σιωπή απεκόμησα
κι απ’ το πολύβουο καλοκαίρι.
Αργά, ανώδυνα
τα φύλλα μου πέφτουν,
τη μοναξιά μου γυμνώνοντας (11).
Οι στίχοι της αντλούνταν από τον ιδιωτικό χώρο της βιωμένης της ευαισθησίας και έμοιαζαν πράγματι «με κομματιασμένες φωτογραφίες ενός album, μ’ ένα ρημαγμένο ξωκλήσι που το λειτουργούν οι αχτίνες του ήλιου και η σιωπή του παρελθόντος» (12). Αποτύπωναν τις διαθλάσεις της μνήμης στα απομεινάρια της μέρας αναμοχλεύοντας θραύσματα συναισθημάτων. Οι εικόνες, τα όνειρα, οι στοχασμοί και οι εφιάλτες μετουσιώνονταν σε ελεγειακή μουσική που δε σταματούσε, ωστόσο, στο θρήνο, αν και μερικά ποιήματα της ως συναίσθημα τον προϋπέθεταν:
ΣΤΗ ΜΑΡΙΑ
Πέθανε τριάντα δύο χρονών.
Έμεινε στη μνήμη μας
μ’ ένα χαμόγελο
από μέλι θυμαρίσιο.
Μέλισσα η θύμηση
συχνά τρυγά τη μνήμη μας (13).
Σε άλλα ποιήματά της η Μ.Β. ερωτοτροπούσε με τον νεορομαντισμό ανακατεύοντας το μαύρο χρώμα του πένθους με το εκφραστικό κόκκινο της ποιητικής έκφρασης:
ΜΕΤΑΛΛΑΞΗ
Της καρδιάς μου το πένθος
σε κόκκινο μελάνι μετάλλαξα.
Βάζα το ράφι μου γέμισε.
Σε κόλες λευκές θα τ’ αδειάσω.
Το μαύρο επιτέλους να νικήσω
που τον ήλιο μετά τη δύση του,
μ’ εμποδίζει να δω (14).
Αυτό, όμως, που ποιητικά έκανε αναγνωρίσιμη την ΚΟΚΚΙΝΗ ΑΜΜΟ ήταν πως σε πείσμα μιας τόσο συνηθισμένης καθήλωσης στο κλίμα της “ευγενικής περήφανης μελαγχολίας” (που είχε καταντήσει σε κάποιους άλλους ποιητές φτηνή πόζα), τα περισσότερα ποιήματά της δεν άνοιγαν πανιά αποκλειστικά και μόνο για την Πρέβεζα του Καρυωτάκη (15). Ο επαρκής -κατά τον Σεφέρη- αναγνώστης μπορούσε με τα μάτια της καρδιάς του να παρατηρήσει πως τα ποιήματά της, κάτω απ’ την επιφάνεια της λακωνικής τους διατύπωσης, δονούνταν από εσωτερική δραματική ένταση, αλλά δεν ήταν τραγικά και γι’ αυτό συχνά συνέχιζαν το ταξίδι τους με προορισμό την ελπίδα. Μερικές φορές μάλιστα επιχειρούσαν να ψηλαφήσουν τον ονειρικό οίστρο έξω από τον ιστορικό χρόνο ποθώντας να συλλάβουν και να εκφράσουν στο χαρτί τον άρρητο έρωτα της αρμονίας και της ζωής, δηλαδή τη βαθύτερη φύση των πραγμάτων:
ΑΥΤΑΡΚΕΙΑ
Περπατώ στην αμμουδιά
μ’ έναν μανδύα διάφανης μουσικής,
κι ερωτοτροπώ μ’ ένα γλάρο μαέστρο.
Η άμμος υποχωρεί,
κι αισθάνομαι στα πέλματά μου
τα πλήκτρα του πιάνου.
Ερωτικές μελωδίες ξεχύνονται
σε υψηλή θερμοκρασία
μες την ψυχή μου.
Τρέχουν σταγόνες απ’ το μέτωπό μου
οι νότες.
Απέραντος είναι ο παράδεισος σήμερα (16).
Η ΑΥΤΑΡΚΕΙΑ είναι ένα οριακό -κατά τη γνώμη μου- ποίημα της Μ.Β., μιας και τοποθετεί τη φαντασία στη θέση της βασίλισσας όλων των προικισμάτων και υποδείκνυε τον τρόπο με τον οποίο η ποίηση της θα μπορούσε να ενορχηστρώσει την οργιαστική μέθεξη των νοημάτων, των συναισθημάτων και των λέξεων. «Ποιος», άλλωστε θα γράψει ο Μπωντλαίρ «δεν έχει βιώσει τούτες τις θαυμάσιες στιγμές, που είναι πραγματικές γιορτές του νου, κατά τις οποίες οι πιο άγρυπνες αισθήσεις συλλαμβάνουν τις πιο εκτυφλωτικές εντυπώσεις, όταν το γαλάζιο του ουρανού γίνεται πιο διάφανο και σε βυθίζει σε μια άβυσσο πιο απέραντη, όταν οι ήχοι αναβλύζουν μουσική, όταν τα χρώματα μιλούν και όταν τα αρώματα περιγράφουν ολόκληρους κόσμους ιδεών;». Μα στην πρώτη της αυτή ποιητική συλλογή η πρωτοεμφανιζόμενη τότε ποιήτρια δεν κράτησε παντού τον ίδιο τόνο, που θα τον συναντήσει κανείς και πάλι δέκα χρόνια αργότερα στην γεμάτη δημιουργικό οίστρο ΙΕΡΗ ΜΕΘΗ (17).
Ως προς το ύφος και τη γλώσσα είναι σίγουρο πως το ποιητικό της πλάνο, το οποίο με συνέπεια όλα αυτά τα χρόνια αποστρέφεται τα “που”, τα “όπως” και τα “γιατί” προς χάρη της επιγραμματικότητας, η Μ.Β. το υπηρέτησε χωρίς να μιμείται κάποιον άλλον ομότεχνό της. Απεναντίας χρησιμοποίησε λέξεις απλές, σχεδόν καθημερινές, για να σκιαγραφήσει το πρόσωπό της στον ραγισμένο καθρέπτη της ποίησης.
Διαβάζοντας ξανά και ξανά αυτήν την ποιητική συλλογή μού σχηματίστηκε η εντύπωση πως η ανάγνωσή της στοιχειοθετούσε μια πράξη επικοινωνίας που με είχε ανάγκη προσωπικά εμένα, είχε ανάγκη τον κάθε αναγνώστη, για να ολοκληρωθεί και να βρει τον στόχο της. Ενιωθα πως το νόημα δεν προσανατολιζόταν “εις βάρος των άλλων”, μα εμπεριείχε την τόλμη να εκθέτει η δημιουργός, λιτά και απέριττα, τον εαυτό της “στην κρίση των άλλων”. Αυτό -κατά τη γνώμη μου- είναι και το μεγαλύτερο προσόν της ποίησής της: το 1992, σε μια αμήχανη ποιητικά εποχή φτηνών αντιγραφών, η Μ.Β. επέλεξε να είναι ο εαυτός της. Μ’ αυτήν την έννοια κέρδισε το στοίχημα της προσωπικής έκφρασης και δικαιωματικά πολιτογραφήθηκε «εις των ιδεών την πόλι», όπως θα ’λεγε και ο μεγάλος Αλεξανδρινός (18). Η τέχνη της γι’ αυτό είναι το καλλιτεχνικό απόσταγμα των βιοτικών της προσπαθειών, σίγουρα είναι «η κρυφή της υπερηφάνεια» (19), αυτή αποτελεί την πιο προσωπική της ταυτότητα.
Άλλωστε, όπως σωστά έχει σημειωθεί, «η Μ.Β έχει το χάρισμα να μεταδίδει με απέριττο τρόπο στον αναγνώστη της τη γαλήνη και μια αισθητική συγκίνηση σταθερή με συχνές κορυφώσεις» (20). Αξιοπρόσεκτη, επίσης, είναι η τρυφερότητα και η ευαισθησία στην εκφορά του ερωτικού της λόγου, που γίνεται προσωπικός με την πράξη της ποίησης:
ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ
Χθες βράδυ
ήπια τ’ αμίλητο νερό.
Με στίχους σε χάϊδευα
ως το ξημέρωμα.
Ο ήλιος το πρωί φιλοτέχνησε το εξώφυλλο.
Κι η συλλογή σφραγίστηκε
με την πρωϊνή δροσιά.
Στ’ αηδόνι άφησα μήνυμα
σε σένα να τη φέρει
προσεκτικά το ερχόμενο βράδυ (21).
Αναντίρρητα οι στίχοι της δεν είναι -με τη στενή έννοια του όρου- πολιτικοί. Αντίθετα η δημιουργός συνειδητά μάλλον αποφεύγει να χειρίζεται στις συνθέσεις της κοινωνικές και πολιτικές έννοιες που είχαν στην ποιητική δημιουργία της πρώτης μα και της δεύτερης μεταπολεμικής γενιάς υψηλή συμβολική αξία χρήσης (όπως είναι η ελευθερία, η δικαιοσύνη, η πρόοδος, η χειραφέτηση του ανθρώπου, ο σοσιαλισμός κ.λπ). Ως εκ τούτου τα ποιήματά της δεν περιέχουν ή δεν παραπέμπουν σε οράματα για την αλλαγή της κοινωνίας, δεν κάνουν λόγο: «[…] για ήρωες που σκοτώθηκαν σ’ άλλα χρόνια,/ για επαναστάτες Μαύρους, Πράσινους, Κιτρινωπούς,/ για τον καημό του εν γένει πάσχοντος Ανθρώπου», όπως θα σημειώσει με κάποια δόση πικρόχολης ειρωνείας ο Μανώλης Αναγνωστάκης στους Νέους της Σιδώνος, 1970 (22).
Ας μην παραπλανηθεί όμως κανείς: η Μ.Β. δεν είναι απολιτική, δεν είναι δηλαδή αδιάφορη για τα πολιτικά πράγματα. Απλά, όπως διαπίστωσε σε συνέντευξή της η ίδια, την εποχή της κοινωνικής της ένταξης, όταν βγήκε στους δρόμους με συνθήματα, το ψευδεπίγραφο των πραγμάτων, την οδήγησε να αναζητήσει άλλους ουσιαστικότερους γι’ αυτήν τρόπους έκφρασης και συμμετοχής στους προβληματισμούς της εποχής της. Ασχολήθηκε με την τέχνη… (23). Αλλωστε «η εμμονή της στο χιόνι, στο νερό, στο κρύο και το λευκό σημαίνουν την καθαρότητα που από χρόνια επιδιώκει» (24). Γιατί, όπως θα γράψει η Μ.Β. το 1994:
ΤΟ ΛΕΥΚΟ ΤΟΥ ΧΙΟΝΙΟΥ
Στους πολυσύχναστους δρόμους
μην τραγουδάς το λευκό του χιονιού.
Γρήγορα λάσπη θα γίνει (25).
Μια χούφτα χιόνι είναι η ψυχή της που αντιστέκεται:
Η ΨΥΧΗ ΜΟΥ
Μια χούφτα χιόνι
τον Αύγουστο
καταμεσής των Λευκών Ορέων
η ψυχή μου
που αντιστέκεται (26).
Η δημιουργός, επομένως, δίνει το παράδειγμα σε μας αφήνει την επιλογή, αν το θελήσουμε, ν’ αντισταθούμε χωρίς τυμπανοκρουσίες στην κοινωνική και πολιτική καταπίεση, στην καταστροφή της φύσης και του ανθρώπου, στη γενικευμένη σήψη και στην έκπτωση των αξιών, για να επιστρέψουμε, τολμηροί θαλασσοπόροι του νόστου μας, πλούσιοι με όσα κερδίσαμε στον δρόμο για τη φτωχική μας Ιθάκη (27). Η λευκή, νικητήρια λέμβος σ’ αυτό το ωραίο ταξίδι ας γράφει στο πανάκι της ΚΟΚΚΙΝΗ ΑΜΜΟΣ.
Χανιά, 29/12/2014
ΚΟΚΚΙΝΗ ΑΜΜΟΣ
Κόκκινη η άμμος
στην παραλία του Λαφονησιού.
Αμμος από θρυμματισμένα κοχύλια
που ιστορίες ωκεανών ψιθυρίζουν.
Γαλήνη ομορφιάς
για κείνους που διάλεξαν
στις αμμουδιές ετούτες
τον έρωτά τους να ζήσουν.
Εκεί θα με βρείτε σαν με ζητήσετε
ύστερα από χρόνια.
Εκεί,
κόκος κόκκινης άμμου θα τριγυρνώ .
Το εξώφυλλο της πρώτης ποιητικής συλλογής της Μαρινέλλας Βλαχάκη φιλοτέχνησε η ζωγράφος Ρένα Κανά.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Βλ. Μαρινέλλα Βλαχάκη, ΜΙΚΡΗ ΠΡΟΣΕΥΧΗ – ΠΟΙΗΜΑΤΑ, (αυτοέκδοση), Μάης 1993, (εξαντλημένο), σελ. 49. Το ποίημα ΑΝΤΙΦΑΤΙΚΟ αναδημοσιεύεται και στις δύο ανθολογίες ποιημάτων της που κυκλοφόρησαν το 1999 και το το 2004 (βλ. Μαρινέλλα Βλαχάκη, ΑΤΡΑΠΟΣ, εκδόσεις ΕΡΕΙΣΜΑ, Χανιά ’99, σελ. 26 & Μαρινέλλα Βλαχάκη, ΚΑΘ’ ΟΔΟΝ, εκδόσεις Πολύτυπο, Αθήνα, Ιούνιος 2004, σελ. 31).
2. Για περισσότερες πληροφορίες βλ.: http://www.vlachaki.blogspot.gr.
3. Μαρινέλλα Βλαχάκη, ΚΟΚΚΙΝΗ ΑΜΜΟΣ – ΠΟΙΗΜΑΤΑ (αυτοέκδοση), Μάρτιος 1992, σελ. 47, (εξαντλημένο).
4. Βλ. ΚΟΚΚΙΝΗ ΑΜΜΟΣ – ΠΟΙΗΜΑΤΑ, ο.π., περιεχόμενα (σελ. 46-47).
5. Μαρινέλλα Βλαχάκη, ΚΑΘ’ ΟΔΟΝ, εκδόσεις Πολύτυπο, Αθήνα, Ιούνιος 2004.
6. Βλ. Μαρινέλλα Βλαχάκη, ΜΙΚΡΗ ΠΡΟΣΕΥΧΗ – ΠΟΙΗΜΑΤΑ, (αυτοέκδοση), χρονολογία έκδοσης: Μάης 1993, εκτύπωση: “Γραφοτεχνική Κρήτης Α.Ε.”, σελ. 52, σχήμα 8ο (εξαντλημένο). Περιλαμβάνει σαράντα τρία (43) ποιήματα.
7 Βλ. Μαρινέλλα Βλαχάκη, ΤΟ ΧΡΥΣΑΦΙ ΤΟΥ ΑΣΠΑΛΑΘΟΥ – ΠΟΙΗΜΑΤΑ, (αυτοέκδοση), χρονολογία έκδοσης: Οκτώβριος 1994, εκτύπωση: “Γραφοτεχνική Κρήτης Α.Ε.”, σελ. 52, σχήμα 8ο (εξαντλημένο). Περιλαμβάνει σαράντα ένα (41) ποιήματα.
8 Βλ. Μαρινέλλα Βλαχάκη, ΤΟ ΝΗΣΙ ΤΑΞΙΔΕΥΕΙ – ΠΟΙΗΜΑΤΑ, εκδόσεις Διογένης, Αθήνα 1995, σελ. 37, σχήμα 8ο (εξαντλημένο). Περιλαμβάνει είκοσι οκτώ (28) ποιήματα.
9 Μαρινέλλα Βλαχάκη, ΑΤΡΑΠΟΣ, ο.π.
10 Παράφραση από όσα λέει ο Πρόσπερος για τον εαυτό του στο θεατρικό έργο: Η τρικυμία [Πρβλ. Η τρικυμία/Ουίλιαμ Σαίξπηρ· μετάφραση Βασίλης Ρώτας. Αθήνα: Δ.Ο.Λ. 2009, εφημερίδα: Το Βήμα· Shakespeare· 15) Επανέκδοση: “Επικαιρότητα”, 1989. Εισαγωγή: Βασίλης Ρώτας, Πράξη Α΄- Σκηνή 2, σελ. 26-27].
11 Βλ. ΚΟΚΚΙΝΗ ΑΜΜΟΣ – ΠΟΙΗΜΑΤΑ, ο.π., σελ. 40. Στο ξαναδούλεμά του το ποίημα ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ θα πάρει την εξής μορφή: Άρχισαν οι βροχές, και στη σιωπή βυθίστηκα./ Σιωπή απεκόμισα κι απ’ το πολύβουο καλοκαίρι./ Αργά, ανώδυνα τα φύλλα μου πέφτουν,/ τη μοναξιά μου γυμνώνοντας (βλ. Μαρινέλλα Βλαχάκη, ΚΑΘ’ ΟΔΟΝ, ο.π., σελ. 97).
12 Βλ. ΣΤ. Γ. Κ., Χανιώτικη ποίηση. “Κόκκινη άμμος” Μαρινέλλας Βλαχάκη, Χανιά 1992. “Χανιώτικα νέα”.
13 Βλ. ΚΟΚΚΙΝΗ ΑΜΜΟΣ – ΠΟΙΗΜΑΤΑ, ο.π., σελ. 34.
14 Βλ. ΚΟΚΚΙΝΗ ΑΜΜΟΣ – ΠΟΙΗΜΑΤΑ, ο.π., σελ. 34.
15 βλ. το ποίημα ΠΡΕΒΕΖΑ στο Κ. Γ. Καρυωτάκης, Ποιήματα και Πεζά· Επιμέλεια Γ. Π. Σαββίδης. Αθήνα, Εστία∙ Νέα Ελληνική Βιβλιοθήκη, Αθήνα 1993, σελ. 141.
16 Βλ. ΚΟΚΚΙΝΗ ΑΜΜΟΣ – ΠΟΙΗΜΑΤΑ, ο.π., σελ. 38. Το ποίημα ΑΥΤΑΡΚΕΙΑ αναδημοσιεύεται αυτούσιο στην ΑΤΡΑΠΟ (βλ. Μαρινέλλα Βλαχάκη, ΑΤΡΑΠΟΣ, ο.π., σελ. 42) μα και στο ΚΑΘ’ ΟΔΟΝ το 2004 με μια μικρή διόρθωση στον δεύτερο στίχο: αντί «μ’ έναν μανδύα διάφανης μουσικής,» τώρα «μ’ ένα διάφανο μανδύα μουσικής» (βλ. Μαρινέλλα Βλαχάκη, ΚΑΘ’ ΟΔΟΝ, ο.π., σελ. 52).
17 Βλ. Μαρινέλλα Βλαχάκη, ΙΕΡΗ ΜΕΘΗ – ΠΟΙΗΜΑΤΑ (αυτοέκδοση), Χανιά, Φθινόπωρο 2002.
18 Στο ποίημα του Κ. Π. Καβάφη, ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΣΚΑΛΙ, αποτυπώνεται μια ιδεαλιστική και εξιδανικευμένη εικόνα για τη λειτουργία της ποιητικής τέχνης που φαίνεται να τη συμμερίζεται και η Μ.Β. Πρβλ. από ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΣΚΑΛΙ (στ. 16-20): «Κι αυτό ακόμη το σκαλί το πρώτο,/ πολύ από τον κοινό τον κόσμο απέχει./ Εις το σκαλί για να πατήσεις τούτο/ πρέπει με το δικαίωμά σου νάσαι/ πολίτης εις των ιδεών την πόλι». Μια τέτοια αντίληψη είναι απόρροια της νεορομαντικής αντίληψης του μεγάλου Αλεξανδρινού ποιητή για την τέχνη και την αξία της στη ζωή (βλ. το ποίημα: ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΣΚΑΛΙ, στο Κ. Π. Καβάφης, Ποιήματα (1897-1933), εκδόσεις Ίκαρος, Αθήνα 1984, σελ. 193).
19 Βλ. Βιργινία Θεοδώρου, Αντί προλόγου, στο Μαρινέλλα Βλαχάκη, ΚΑΘ’ ΟΔΟΝ, ο.π., σελ. 7.
20 Βλ. και Βιργινία Θεοδώρου, Αντί προλόγου, στο Μαρινέλλα Βλαχάκη, ΚΑΘ’ ΟΔΟΝ, ο.π., σελ. 7.
21 Βλ. ΚΟΚΚΙΝΗ ΑΜΜΟΣ – ΠΟΙΗΜΑΤΑ, ο.π., σελ. 30.
22 Βλ. το ποίημα: ΝΕΟΙ ΤΗΣ ΣΙΔΩΝΟΣ, 1970 στο Μανόλης Αναγνωστάκης, Τα ποιήματα (1941 – 1971), εκδόσεις Νεφέλη, Αθήνα 2000, σελ. 167. Προφανώς η στόχευση αυτού του κατεξοχήν “ποιητή της ήττας” στο ποίημά του αυτό (που γράφτηκε στα οδυνηρά χρόνια της απόλυτης κυριαρχίας της χούντας των συνταγματαρχών) δεν είναι να καταγγείλει ή να αποκηρύξει τις αγωνιστικές αξίες, μα αντίθετα να καυτηριάσει την έκπτωση τους και να στηλιτεύσει την υποκρισία αρκετών “προοδευτικών” νέων που εξαντλούσαν την επαναστατικότητά τους σε μια πόζα χωρίς ουσία στις κοινωνικές συναναστροφές την εποχή, όπου η ήττα και η υποχώρηση των επαναστατικών ρευμάτων, ο καταναλωτισμός σε συνδυασμό με την πολιτική καταπίεση φαινόταν να είχαν φθείρει σαν το σαράκι κάθε διάθεση για αντίσταση. Ωστόσο τρία χρόνια αργότερα έγινε η εξέγερση του Πολυτεχνείου, αποδεικνύοντας για άλλη μια φορά πως η ιστορία είναι απρόβλεπτη…
23 Συνέντευξη: Ο Δ.Χ. συζητά με την ποιήτρια Μαρινέλλα Βλαχάκη, περιοδικό Μήνυμα, Τεύχος 14 Απρίλιος 2003.
24 Βλ. και Βιργινία Θεοδώρου, Αντί προλόγου, στο Μαρινέλλα Βλαχάκη, ΚΑΘ’ ΟΔΟΝ, ο.π., σελ. 7.
25 Βλ. Μαρινέλλα Βλαχάκη, ΤΟ ΧΡΥΣΑΦΙ ΤΟΥ ΑΣΠΑΛΑΘΟΥ, ο.π., σελ. 39. Το ποίημα αναδημοσιεύεται άτιτλο και στη συλλογή ΑΤΡΑΠΟΣ, ο.π., σελ. 24.
26 Βλ. Μαρινέλλα Βλαχάκη, ΤΟ ΧΡΥΣΑΦΙ ΤΟΥ ΑΣΠΑΛΑΘΟΥ, ο.π., σελ. 47. Το ποίημα αναδημοσιεύεται άτιτλο και στη συλλογή ΑΤΡΑΠΟΣ, ο.π., σελ. 15.
27 Πρβλ. την τελευταία στροφή από το ποίημα ΙΘΑΚΗ του Κ. Π. Καβάφη: […] Κι αν πτωχική τη βρεις, η Ιθάκη δεν σε γέλασε./ Έτσι σοφός που έγινες, με τόση πείρα,/ ήδη θα το κατάλαβες οι Ιθάκες τι σημαίνουν (βλ. Κ. Π. Καβάφης, Ποιήματα (1897-1933), εκδόσεις Ίκαρος, Αθήνα 1984, σελ. 27 – 28).
ΠΗΓΗ: 24 Ιανουαρίου 2015, http://www.haniotika-nea.gr/xanadiavazontas-tin-kokkini-ammo-tis-marinellas-vlachaki/