Πορεία στα τυφλά
Του Νικήτα Χιωτίνη*
Σε λίγες ημέρες έχουμε εθνικές εκλογές. Χωρίς να κρίνουμε τη σοβαρότητα, το ύφος και το ήθος των προεκλογικών διαλόγων και επιχειρημάτων που παρακολουθήσαμε, οφείλουμε να προβληματιστούμε για την έλλειψη του ουσιώδους. Αναφερόμαστε στον τρόπο που θα μας επιτρέψει να ζήσουμε μόνοι μας τους εαυτούς μας και στον τρόπο, αν όχι μιας αυτοδύναμης, τουλάχιστον αξιοπρεπούς παρουσίας μας στο σημερινό και εξόχως ανταγωνιστικό διεθνές τοπίο. Ειδάλλως δεν θα μπορέσουμε να υπάρξουμε ως κράτος και ως κοινωνία.
Όλα αυτά δηλαδή που εμπεριέχονται στον όρο «ανάπτυξη» – δεν τον καλύπτουν, απλώς εμπεριέχονται σε αυτόν –, που στην περίπτωσή μας προϋποθέτει και την «επιβίωση», κάτι που δεν αποτελεί πλέον για μας δεδομένο. Μάλιστα, το μεγαλύτερο πρόβλημα δεν είναι μόνο η έλλειψή αυτού του ουσιώδους από τους προεκλογικούς διαλόγους και την προεκλογική επιχειρηματολογία των κομμάτων, αλλά κυρίως ο συνακόλουθος αποκλεισμός του από την πολιτική θεωρία και πολιτική πρακτική στον τόπο μας. Αυτό άλλωστε το έχουμε διαπιστώσει τα τελευταία (πολλά) χρόνια, το έχουμε πληρώσει ακριβά και κινδυνεύουμε να το πληρώσουμε ακόμα ακριβότερα.
Βεβαίως κάποιος μπορεί να αντιτάξει πως υπάρχουν τέτοιες αναφορές στα προγράμματα των κομμάτων. Όμως και όταν κάτι τέτοιο υπάρχει – και παρά του ότι όταν υπάρχει, υπάρχει καταδήλως προσχηματικά – η δημόσια συζήτηση εξαντλείται στους μισθούς και στις συντάξεις, στα ακίνητα και στη διαχείριση του χρέους. Όχι πως αυτά δεν είναι σοβαρά, αλλά από μόνα τους δεν μπορούν να διευθετηθούν. Δεν μπορεί κανείς να εγγυηθεί εθνικές συντάξεις και σωστή ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, αν η χώρα δεν παράγει πλούτο για να τα καλύψει. Το χρέος μας δεν οφείλεται μόνο στα «τοξικά δάνεια», που πράγματι έχουν πραγματοποιηθεί τέτοια και πρέπει να κατονομαστούν και να καταγγελθούν, αλλά οφείλεται και σε αυτά που δανειζόμασταν για να αγοράζουμε οικιακές συσκευές, ρούχα και αυτοκίνητα και για τις διακοπές μας στις Μπαχάμες με διακοποδάνεια, εισάγοντας ταυτόχρονα λεμόνια από την Αργεντινή και καρύδια από τη Γαλλία.
Οφείλεται δηλαδή και στην καταστροφή της εγχώριας παραγωγής, θα λέγαμε μάλιστα κυρίως σε αυτήν, από την καταστροφή της εγχώριας βιομηχανίας και βιοτεχνίας έως την καταστροφή της εγχώριας γεωργίας. Πρόκειται για διαδικασία που άρχισε από τη δεκαετία του ’80 και αγνοήθηκε έκτοτε από όλα, ανεξαιρέτως όλα, τα πολιτικά κόμματα και τις πολιτικές ηγεσίες και που προκλητικά εξακολουθεί να αγνοείται. Αποτελεί παράδοξο να υπάρχουν τόσοι επιστήμονες οικονομολόγοι στα διάφορα κόμματα και σχεδόν κανείς να μην επιχειρηματολογεί, τουλάχιστον δημοσίως, στον τρόπο αντιμετώπισης των χρεών με όρους ανάπτυξης, προώθησης της παραγωγικότητας και δημιουργίας πλούτου. Όλοι εμφανίζονται σαν καλύτεροι λογιστές από τους άλλους, επιχειρηματολογούν και εκδίδουν βιβλία παρουσιάζοντας καλύτερες χρηματοπιστωτικές τεχνικές, στρεβλώνοντας και την ίδια την έννοια της οικονομίας ως επιστήμης. Με κορωνίδα ψεύδους, από πλευράς σημερινών κυβερνώντων, την ταύτιση της «ανάπτυξης» με το μάζεμα χρημάτων και το πάση θυσία «δημοσιονομικό ισοζύγιο». Υπάρχουν βέβαια και οι εναπομείναντες φονταμενταλιστές του οικονομικού laissez-faire, υπό το νέο σχήμα του «startup – el Dorado», για να μας θυμίζουν το προ-πολιτικό παρελθόν μας.
Θα μπορούσε κάποιος να πει ότι ο κόσμος άλλα θέλει να ακούσει για να επιλέξει το κόμμα που θα ψηφίσει ή ότι ο κόσμος δεν θα μπορέσει να καταλάβει και να συζητήσει τέτοια σοβαρά ζητήματα περί ανάπτυξης, παραγωγικότητας και τρόπων δημιουργίας παραγωγής και πλούτου. Πάνω σε αυτές τις δήθεν αλήθειες, όμως, στηρίζεται η μεθοδευμένη και ενδεχομένως αποτελεσματική προσπάθεια αποβλάκωσης των λαών.
Αν τα κόμματα λοιπόν νομίζουν ότι «ο κόσμος θέλει άλλα να ακούσει για να μας ψηφίσει», τότε σκοπίμως συμμετέχουν στον αποκλεισμό της κοινωνίας από την πραγματική πολιτική. Γι’ αυτό και εντάσσουν στα ψηφοδέλτια υποψηφίους ικανούς γι’ αυτά τα άλλα – εντυπωσιασμούς στην τηλεόραση, δημοφιλία στα γήπεδα, στις θεατρικές επιθεωρήσεις και στις πασαρέλες, προπαγαδιστές γκεμπελικού τύπου κ.λπ. –, αλλά φανερά ανεπαρκείς για σοβαρή πολιτική, τινές των οποίων μάλιστα ευθαρσώς δηλώνουν ότι είναι αδιάβαστοι, αλλά παρ’ όλα αυτά νομοθετούν.
Ενδεχομένως οι αρχηγοί να επιδιώκουν να ασκούν πολιτική με το στενό τους περιβάλλον και να έχουν βουλευτές μόνο για να μαζεύουν ψήφους. Αν πάλι πιστεύουν ότι «ο κόσμος δεν κατανοεί τα σοβαρά ζητήματα» και άρα έτσι αποδέχεται τη «μυστική πολιτική» θεωρώντας την αναγκαία, επιτρέψτε μου να επικαλεστώ την εμπειρία μου. Μετά 33 ετών διδασκαλίας, έχω διαπιστώσει πως όσο πιο σοβαρά μιλήσεις τους φοιτητές, τόσο πιο σοβαρά αυτοί θα συμπεριφερθούν, θα κατανοήσουν αλλά και θα προωθήσουν τις «δύσκολες» διδασκαλίες και σκέψεις σου. Όταν όμως τους «ταΐζεις» με ελαφρά ζητήματα, αναλόγως θα σκεφτούν και θα πράξουν. Αυτό δηλαδή που κάνουν τα σημερινά κόμματα, συνεπικουρούμενα από τα αργυρώνητα κανάλια της τηλεόρασης, που μεθοδικά προετοιμάζουν τους πολίτες να δεχτούν αδιαμαρτύρητα τη μετατροπή τους σε βορά «πονηρών πολιτευτών».
Βεβαίως υπάρχει και το ενδεχόμενο τα ίδια τα κόμματα να αδυνατούν να σκεφτούν σοβαρά. Ίσως πράγματι να μη μπορούν να κατανοήσουν τις παραγωγικές από τις μη παραγωγικές επενδύσεις. Το επίπεδο των πολιτικών δεν συνηγορεί περί του αντιθέτου. Δεν παράγεται πλούτος πουλώντας τη δημόσια περιουσία και τις παραγωγικές πηγές και άρα δυνατότητες της χώρας. Από την εποχή της μεθοδικής και ύπουλης καταστροφής του παραγωγικού ιστού της χώρας, απέμεινε μόνο ο τουρισμός για να δικαιολογεί τις δήθεν αναπτυξιακές στρατηγικές των πολιτικών ηγεσιών. Ο οποίος και λειτουργεί μόνος του, δεν έχει δηλαδή ανάγκη τους πολιτικούς, ίσως και γι’ αυτό να λειτουργεί. Όμως είναι τραγικό λάθος να στηριζόμαστε μόνο σε αυτήν την οικονομική δραστηριότητα, που ενίοτε λειτουργεί και σε βάρος άλλων, περισσότερο βιώσιμων παραγωγικών δραστηριοτήτων. Το ίδιο και με την εμπορική μας ναυτιλία, που λειτουργεί απόλυτα αυτόνομα. Έχουμε δεκαετίες να δούμε να γίνεται πράξη κάποιο ολοκληρωμένο σχέδιο ανάπτυξης της χώρας – ενώ ταυτόχρονα οι πολιτικές μας ηγεσίες αρθρογραφούν περί της ανάγκης του, χωρίς όμως να το έχουν ποτέ τους καν συντάξει με γνώση και σοβαρότητα. Αυτό θα αποτελούσε ουσιώδη μεταρρύθμιση και αυτό θα αποτελούσε και πειστικό στοιχείο στις διαπραγματεύσεις μας με τους δανειστές μας. Επιχειρηματολογούν όλοι για το περίφημο «μνημόνιο», από εποχής Ζαππείου, με τον άνευ νοήματος διαχωρισμό τους σε μνημονιακούς και αντιμνημονιακούς, υποσχόμενοι «επαναδιαπραγμάτευση».
Μα μνημόνιο σημαίνει κείμενο με τους όρους μιας συμφωνίας, επαναδιαπραγμάτευση σημαίνει επιδίωξη άλλης συμφωνίας, καλύτερης, δηλαδή άλλου μνημονίου, καλύτερου, αλλά μνημονίου. Σύνταξη μνημονίου προϋποθέτει και ο δανεισμός με ρήτρα ανάπτυξης (περισσότερο απλοποιημένο ίσως, αλλά περί μνημονίου θα πρόκειται), που επικαλούνται οι «αντιμνημονιακοί». Αυτό βέβαια προϋποθέτει να έχουμε στέρεο αναπτυξιακό σχέδιο – ειδάλλως θα αποτύχουμε χειρότερα. Δυστυχώς όμως τέτοιο σχέδιο δεν υπάρχει ακόμα, γιατί αυτά που υπάρχουν στα προγράμματα είναι γενικόλογα και αδούλευτα. Άλλωστε, όπως είπαμε, δεν είναι αυτά που μαζεύουν ψήφους, δεν συζητούνται στις τηλεοράσεις, προς τι να χάνουμε χρόνο με αυτά;
Οι πολιτικοί δεν είναι διαχειριστές πολυκατοικίας. Είναι βέβαια και διαχειριστές του αμείλικτου παρόντος, αλλά κυρίως προβλέπουν και προετοιμάζουν το μέλλον. Με γνώση και σοβαρή συζήτηση και όχι με συνθήματα κενού περιεχομένου. Μέλλον που έρχεται γρηγορότερα απ’ ό,τι νομίζουμε. Δεν δείχνουν όμως να το έχουν καταλάβει αυτό, δυστυχώς ούτε και εμείς. Καλή μας τύχη…
* Ο Δρ Νικήτας Χιωτίνης είναι αρχιτέκτων μηχανικός/MS Φιλοσοφίας πολιτισμού
ΠΗΓΗ: ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ, 23 Ιανουαρίου 2015, http://www.topontiki.gr/article/93813/Poreia-sta-tufla