Θρησκεία και ιδεολογία

Θρησκεία και ιδεολογία

Του Παναγιώτη Βήχου


«To ζήτημα δεν είναι, όπως λέει ο μαρξ, να πετάξουμε τα λουλούδια της Θρησκείας και να κρατήσουμε τις αλυσίδες, αλλά να σπάσουμε τις αλυσίδες και να διασώσουμε το άνθος του Αγίου.

Ο Μαρξισμός και ο διαλεκτικός υλισμός δεν είναι απλώς η μηχανική προέκταση του αθεϊσμού, του μέχρι του Μαρξ, μεταφυσικού υλισμού. Εχει ταυτιστεί, για τον άλφα ή βήτα λόγο ή έχει εξαντληθεί η στάση του Μαρξ και του μαρξισμού, απέναντι στο φαινόμενο της Θρησκείας, στο ότι ο Μαρξ και ο μαρξισμός είναι άθεοι, απορρίπτουν τη θρησκεία και λίγο πολύ επαναλαμβάνονται επιχειρήματα του Διαφωτισμού και του αστικού εθελοντισμού. Θα επιχειρήσω από την αρχή να δείξω ότι η φράση του Μπονιουέλ «είμαι άθεος, δόξα το Θεό», δεν είναι ευφυολόγημα, αλλά εκφράζει την πολύ διαφορετική και αντιφατική, δηλαδή διαλεκτική στάση, του Μαρξ και του έργου του απέναντι σ’ αυτό το ζήτημα. Ο Μαρξ μας λέει πώς «η κριτική της Θρησκείας είναι η προϋπόθεση κάθε κριτικής». (1844). Δεν μπορεί να υπάρξει διακριτική στάση απέναντι στα πράγματα, προπαντός απ’ τη σκοπιά της αλλαγής του κόσμου, αποφεύγοντας την κριτική της Θρησκείας και ότι αυτό συνεπάγεται.

Αλλά ο Μαρξ δεν μένει σ’ αυτό, αυτή είναι η πρώτη φάση από την εισαγωγή κειμένου του και αμέσως μετά ο ίδιος την υπονομεύει με έναν ιδιαίτερο τρόπο. Γιατί ο ίδιος δεν περιορίζεται στην κριτική της Θρησκείας, αλλά ίσα ίσα ο μαρξισμός γεννιέται, όσο κι αν φαίνεται παράξενο εξ αρχής, μέσα από την κριτική της κριτικής της Θρησκείας, την οποία θεωρεί πάντως, σαν προϋπόθεση κάθε κριτικής.
Ο μαρξισμός, γύρω στο 1844 – 45 σαν ένα ιδιαίτερο φιλοσοφικό και πολιτικό επαναστατικό ρεύμα, μέσα από μία διαλεκτική, ιστορική, υλιστική, κριτική της κριτικής της Θρησκείας που είχε κάνει ο Φόϋερμπαχ και η αριστερή πτέρυγα των διαδόχων του Χέγκελ, οι αριστεροί χεγκελιανοί. Η κριτική αυτή είναι διαλεκτική, δηλαδή επικεντρωμένη στις αντιφάσεις και στη λογική των αντιφάσεων, είναι ιστορική, γιατί εξετάζει πάντοτε το φαινόμενο της ιστορίας, μέσα από το ιστορικό προτσές, μέσα από τις διαδικασίες της ιστορίας κι όχι ξεκομμένα από την ιστορία, όπως κάνουνε οι μεταφυσικοί υλιστές, οι συνήθεις υλιστές, και επιπλέον είναι μια κριτική της κριτικής της θρησκείας, από τη σκοπιά του υλισμού και όχι του ιδεαλισμού. Είναι υλιστική γιατί επιμένει στην πρωταρχικότητα και ανεξαρτησία του φυσικοϊστορικού είναι.

«Το ταξίδι ή ο προορισμός δεν μπορεί να αναχθεί στα μηχανικά του μέρη», μου είπε κάποτε ένας φίλος θεολόγος. Συμφωνώ ότι «Δεν μπορεί να αναχθεί στα μηχανικά του μέρη το ταξίδι ή ο προορισμός, αλλά το προορισμός ή το όραμα, δεν είναι κάτι που δεν υπάρχει τώρα και δεν υπάρχει εδώ, αλλά κάτι που δεν υπάρχει ακόμα εδώ, που δεν υπάρχει ακόμα τώρα, αλλά εν δυνάμει είναι εδώ, εν δυνάμει είναι τώρα». Αυτή είναι η διαφορά μου με το φίλο Θεολόγο. Δεν θα ξεκινάγαμε ποτέ γι’ αυτό το ταξίδι αν δεν υπήρχε εν δυνάμει μέσα μας η όλη πορεία προς την Ιθάκη, χωρίς να υπάρχει Ιθάκη. Αν νομίζουμε ότι η σωτηρία του κόσμου από την αδικία, την εξουσία, την καταπίεση, την εκμετάλλευση, την ταπείνωση ανθρώπου από άνθρωπο, θα μπορούσε ποτέ να γίνει σαν αφηρημένο ιδεώδες που μας περιμένει εκεί, σαν ένα πρέπει, ποτέ δεν θα ζήσουμε εμείς ή οποιαδήποτε άλλη γενιά, για να ζήσει σε ένα τέτοιο λυτρωμένο κόσμο.

Ο κόσμος μπορεί να σωθεί, ακριβώς γιατί κουβαλάει μέσα του τις αντιφάσεις εκείνες, που η έκρηξή τους, γεννάνε την άρνηση αυτού του κόσμου, καταστρέφοντας αυτόν τον κόσμο και γεννώντας έναν καινούργιο κόσμο. Το δυναμικό των αντιφάσεων και η λογική αυτών των αντιφάσεων, η λογική της αρνητικότητας, η διαλεκτική με άλλα λόγια, του όντος οδηγεί στο ξεπέρασμά του. Με τη μορφή που είναι τώρα. Η φράση αυτό που δεν υπάρχει ακόμα, και όχι απλώς το όχι εδώ και το όχι τώρα, είναι φράση του Ερνστ Μπλοχ, είναι η αντίληψη της οντολογίας που δεν μένει σε αυτό που υπάρχει, που είναι παρών, δεν δέχεται μια οντολογία της παρουσίας, αλλά μία μεταφυσική – όχι με την θρησκευτική έννοια του όρου – με τη μεταφυσική, με την έννοια μιας αποδοχής της οντολογίας στα πλαίσια της αντίληψης που λέει ότι κάτι τι υπάρχει ή δεν υπάρχει, η δικιά μας αντίληψη δεν χωρίζει τα πράγματα ανάμεσα σ’ αυτά που υπάρχουν και σ’ αυτά που δεν υπάρχουν, η δικιά μας αντίληψη συλλαμβάνει τον κόσμο σαν κάτι που διαρκώς αλλάζει, που βρίσκεται σε κίνηση και αλλαγή, και αυτή η κίνηση και η αλλαγή και το γίγνεσθαι, συντελείται μέσα από αντιφάσεις. Μέσα από τον σπαραγμό της ύλης.

Χωρίς αυτόν τον εσωτερικό σπαραγμό της ύλης, χωρίς αυτή την εσωτερική αντίφαση, μέσα στον κόσμο τον υλικότατο, τον οποίο ζούμε, ο κόσμος αυτός δεν θα μπορούσε ποτέ να αλλάξει. Να το πάμε στα καθ’ ημάς, αν δεν υπήρχαν άλυτες αντιφάσεις που κινούνε τον καπιταλισμό και τον οδηγούνε στην παρούσα παγκόσμια κρίση, που ένα ωριμότατο φρούτο της βλέπουμε στην σημερινή εξεγερμένη Αργεντινή, δεν θα υπήρχε καμμιά ελπίδα για σοσιαλισμό, για Κομμουνιστική προοπτική. Πιστεύουμε στους νόμους κίνησης του καπιταλισμού, που δεν είναι κάποιο μηχανικό πεπρωμένο, αλλά είναι οι ουσιώδεις σχέσεις, για να ορίσουμε το νόμο με τον τρόπο που ο Χέγκελ τον ορίζει στη λογική του, είναι οι ουσιώδεις σχέσεις που μέσα από τις αντιφάσεις και το ξετύλιγμα των αντιφάσεων και την έκρηξη των αντιφάσεων, οδηγεί στη ριζική αλλαγή αυτού που υπάρχει.

Απ’ αυτή την άποψη, η διαλεκτική, ιστορική, υλιστική κριτική της κριτικής της θρησκείας, που κάνει ο Μαρξ, είναι επαναστατική καθώς επικεντρώνεται στην πρακτική κριτική δραστηριότητα, θεωρώντας ότι η απελευθέρωση του ανθρώπου, του καταπιεσμένου, του εκμεταλλευόμενου, του ταπεινωμένου ανθρώπου – μην ξεχνάμε αυτό το τελευταίο, όπως τόσα άλλα έχουν ξεχάσει οι μαρξιστές, πολύ περισσότερα, ίσως, από ότι οι χριστιανοί ξεχάσανε, από ότι έκανε εκείνος ο σύντροφος που κρεμάσανε στο σταυρό ανάμεσα σε δυο ληστές – ας μην ξεχνάμε ότι ο Μαρξ, κάπου έλεγε, ότι η δικιά μας κατηγορική αρχή είναι η πλήρης απελευθέρωση από κάθε σχέση, μέσα στην οποία ο άνθρωπος είναι ένα ον εκμεταλλευόμενο, καταπιεσμένο και ταπεινωμένο.

Δεν παλεύουμε μόνο για την κατάργηση της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο ή της καταπίεσης ανθρώπου από άνθρωπο, παλεύουμε και για την εξάλειψη κάθε ταπείνωσης του ανθρώπου από άνθρωπο. Η αξιοπρέπεια δεν είναι μια ηθική αρχή, εξωκοσμική, μεταφυσική για μας, αλλά βρίσκεται στην πεμπτουσία του επαναστατικού, Κομμουνιστικού οράματος. Η αξιοπρέπεια του ανθρώπου την οποία σε κάθε επαναστατική στιγμή την θυμάται ο κανένας, όπως τώρα στους δρόμους της Αργεντινής, όταν κατεβαίνουν και βαράνε τις κατσαρόλες, όταν κάνουν τις λαϊκές τους συνελεύσεις, λένε ότι δεν παλεύουν μόνο γιατί τους κλέψαν τα λεφτά ή επειδή πεινάνε αλλά γιατί τους κλέψαν την αξιοπρέπειά τους, οι ληστές που κυβερνούνε.

Η κριτική που κάνει, λοιπόν, ο Μαρξ σ’ αυτά τα πράγματα γίνεται από τη σκοπιά της αλλαγής του κόσμου, και ο υλισμός του Μαρξ δεν μπορεί να είναι παρά Προμηθεϊκός. Ο ίδιος στον πρόλογο της διατριβής του για τις διαφορές της φιλοσοφίας του Επίκουρου και του Δημόκριτου, έβαλε ένα απόσπασμα από τον Προμηθέα Δεσμώτη του Αισχύλου, ένα βιβλίο που ήταν το αγαπημένο του, το διάβαζε δυο τρεις φορές το χρόνο στο πρωτότυπο, στα αρχαία ελληνικά, και όταν πέθανε ο Μαρξ το βρήκανε κάτω από το προσκεφάλι του. Τον Προμηθέα Δεσμώτη.

Ο Μαρξ εκεί μιλάει για τον Προμηθέα λέγοντας ότι ήταν ο πρώτος Άγιος του μαρτυρολόγιου της φιλοσοφίας. Παράξενη έκφραση γιατί ταυτίζει την αγιοσύνη, με την τιτανική εξέγερση, απέναντι σε κάθε θεό τύραννο.

Βασικά κείμενα αναφοράς για να μελετήσει κανείς τις απόψεις του Μαρξ περί Θρησκείας, είναι η Εισαγωγή του 1844 στην κριτική της Χεγκελιανής φιλοσοφίας του κράτους και του δικαίου, είναι το κείμενο κλειδί μέσα από το οποίο για πρώτη φορά ο Μαρξ μιλάει για τον επαναστατικό ρόλο του προλεταριάτου, της εργατικής τάξης, και είναι το κείμενο που όλοι ξέρουμε μόνο μία φράση: Η Θρησκεία είναι το όπιο του λαού.

Αλλά όλοι ξεχνάμε τι λέει πριν και τι λέει μετά ο Μαρξ. Η Θρησκεία είναι ταυτόχρονα η θρησκευτική οδύνη, είναι ταυτόχρονα η έκφραση της πραγματικής οδύνης και η διαμαρτυρία ενάντια στην πραγματική οδύνη. Η Θρησκεία είναι ο αναστεναγμός του καταπιεσμένου, η καρδιά ΄ ένα κόσμο χωρίς καρδιά και, σύγχρονα, είναι το πνεύμα μιας εποχής χωρίς πνεύμα. Είναι το όπιο του λαού. Καλό είναι να σκεφθεί κανένας τι εννοεί.

Αυτό είναι το πρώτο κείμενο, ακόμα η θέση στο Φόϋερμπαχ, ιδιαίτερα η θέση 4, 6 και 7 που αφορούν το θέμα της θρησκείας και φυσικά η πιο συμπυκνωμένη για το ποια είναι η θέση του Μαρξ για το θέμα της θρησκείας και της ιδεολογίας, βρίσκεται στο Κεφάλαιο στον πρώτο τόμο του στη Θεωρία του Φετιχισμού. Ο Μαρξ δεν ζητάει όπως οι αστοί ριζοσπάστες διαφωτιστές απλώς να προχωρήσουμε στην εκκοσμίκευση. Δηλαδή αν καταργήσεις θρησκευτικές αυταπάτες έλυσες το ζήτημα, γιατί όπως λέει οι αλυσίδες που φοράνε και πάνω τους έχουν μπει τα λουλούδια της θρησκείας, πετάς τα λουλούδια αλλά μένεις με τις αλυσίδες.

Την κατάργηση των θρησκευτικών, μεσαιωνικών ιδεολογημάτων, τη διαδέχεται, σε συνθήκες υποτίθεται θανάτου του θεού, μια νέα χυδαιότερη θεολογία της καθημερινότητας, η θεολογία των εμπορευματικών σχέσεων. Και είμαστε εναντίον και στην Άθεη και στην Ένθεη Θεολογία. Το ζήτημα δεν είναι να βγάλεις την φαντασμαγορία και να έχεις την εκκοσμικευμένη μήτρα, αλλά να έχεις την αληθινή πραγμάτωση της ουσίας του ανθρώπου. Το ζήτημα λοιπόν, όπως λέει και ο Μαρξ δεν είναι να πετάξουμε τα λουλούδια της εκκλησίας και να κρατήσουμε τις αλυσίδες, αλλά να σπάσουμε τις αλυσίδες και να διασώσουμε το άνθος του Αγίου.

 Σημείωση: Το άρθρο παραχωρήθηκε από τον συγγραφέα.

Απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.