ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ
Του Απόστολου Παπαδημητρίου
Είναι πιθανόν ο όρος να προέρχεται από το μυθιστόρημα του Καρόλου Ντίκενς «χριστουγεννιάτικη ιστορία» (1843). Επικράτησε στη Δύση και με την πάροδο των χρόνων υποκατέστησε πλήρως το πνεύμα του Χριστού, ώστε να παραμορφωθεί πλήρως η μεγάλη γιορτή της Εκκλησίας, να καταστεί αγνώριστη! Βέβαια δεν ευθύνεται ο Ντίκενς για τη στρέβλωση της γιορτής. Παρά το ότι κεντρικός ήρωας του μυθιστορήματός του είναι το «πνεύμα» των Χριστουγέννων, καθώς φαίνεται να μην αισθανόταν ο συγγραφέας βολικά να επαναφέρει στη σκοτισμένη εποχή του τον ίδιο τον Χριστό, τα μηνύματα, τα οποία διαχέει είναι σαφώς εμπνευσμένα από την διδασκαλία του Χριστού. Όταν όμως εκτοπίζεται από το προσκήνιο της ιστορίας ο Χριστός κανένα «πνεύμα» δεν είναι δυνατόν να συγκινήσει τις καρδιές, οι οποίες με την πάροδο του χρόνου καθίστανται σκληρότερες από πέτρα!
Οι αρνητικά ή κριτικά ιστάμενοι έναντι του Χριστού αδυνατούν να συλλάβουν τις συνέπειες εκ της απομάκρυνσής μας από το πνεύμα του Ευαγγελίου του. Εμπαθείς στο έπακρο εκδηλώνουν την αγανάκτησή τους, επειδή η Εκκλησία θέσπισε να γιορτάζονται τα Χριστούγεννα κατά την ημέρα που οι «εθνικοί» γιόρταζαν τα Κρόνια. Αποφεύγουν όμως συστηματικά να παρουσιάσουν τον τρόπο εορτασμού προς τιμήν του Κρόνου, αλλά και του τρόπου εορτασμού της γέννησης του Χριστού από την πρώτη Εκκλησία. Ίσως ενδόμυχα να αισθάνονται ικανοποίηση, καθώς ο Κρόνος στις ημέρες μας φαίνεται να παίρνει, επί τέλους, την εκδίκησή του, αφού τα Χριστούγεννα έχουν καταστεί γιορτή χωρίς τιμώμενο πρόσωπο και το πνεύμα που κυριαρχεί πόρω απέχει όχι μόνο από τον ευαγγελικό λόγο αλλά και από εκείνον του Ντίκενς.
Στην ορθόδοξη παράδοση, η οποία ποτέ δεν εκδήλωσε τάσεις φυγής από το πρόσωπο του Χριστού, έχομε την όμορφη διήγηση της ευλαβούς γυναίκας, που έλαβε την πληροφορία ότι θα την επισκεφθεί ο Χριστός. Ανάλωσε αυτή το πρωινό της σε ετοιμασίες αντάξιες του Μεγάλου επισκέπτη της και απορροφημένη από τις ετοιμασίες έκλεισε τρεις φορές κατάμουτρα τη θύρα της οικίας της στον Χριστό, που την επισκέφθηκε με τη μορφή ενός ορφανού, μιας άστεγης μικρομάνας και ενός ανήμπορου γέρου. Έτσι βοηθούμαστε να συναισθανθούμε τις όποιες αποκλίσεις από το πνεύμα του Χριστού πολύ καλύτερα απ’ ότι επιτυγχάνει με το έργο του ο Ντίκενς. Βέβαια η ορθόδοξη παράδοση έχει ξεθωριάσει αρκετά και στη χώρα μας, στο βαθμό που η κοινωνία μας έχει δεχθεί καίρια αντιπνευματικά πλήγματα από τη Δύση. Συνεπώς το πρόβλημα από την έλλειψη νοήματος στη γιορτή των Χριστουγέννων καθίσταται μείζον, όσο και αν αποχαυνωμένοι από τον καταναλωτισμό δεν συνειδητοποιούμε την κρισιμότητα της κατάστασής μας!
Δεν είναι υπερβολή, αν γράψουμε ότι το σύγχρονο «πνεύμα» των Χριστουγέννων προβάλλει από έναν έντονα φωταγωγημένο πλούσιο διάκοσμο, στον οποίο κυριαρχούν πρόσωπα με επίφαση ευτυχίας υπό την επήρεια ενός ακράτου καταναλωτισμού. Σ’ αυτό το σκηνικό δεν έχει θέση ο κόσμος του πόνου, που φωτίζεται μόνο από τις εκρήξεις των πολεμικών οβίδων, ούτε και εκείνος της στέρησης μέσα στον ίδιο τον κόσμο της αφθονίας, όπου η ψευδαίσθηση ιλαρότητας διαρκεί όσο ένα σπίρτο αναμμένο (Κρίστιαν Άντερσεν «το κορίτσι με τα σπίρτα»). Αλλά πόσο στολισμένος και φωτεινός ήταν ο στάβλος της Βηθλεέμ, στον οποίο γεννήθηκε ο Χριστός; Πέρα από τα άλογα ζώα, που ίσως έδειξαν μεγαλύτερη συναίσθηση της βαρύτητας του γεγονότος, απ’ ότι οι λογικοί άνθρωποι των ημερών μας, διάκοσμος ήταν οι ζωοτροφές, οι κοπριές και κάποια σύνεργα των βοσκών. Το σκοτάδι του βραδινού ήλθε να διαπεράσει φως υπερκόσμιο, φώς που οδηγεί όχι τα βήματα, αλλά τις καρδιές στη θεογνωσία. Τι σχέση έχουν αυτά με το πλήθος των ηλεκτρικών φώτων και των άλλων των δήθεν πνευματικών, που οδηγούν τον ποιητή να γράψει μελαγχολικά τον στίχο: «Iδού εγώ με τόσα φώτα τυφλός, τυφλός όπως και πρώτα».
Τι σχέση έχουν λοιπόν οι χλιδάτοι διάκοσμοι και τα λουκούλια δείπνα των χριστουγεννιάτικων ρεβεγιόν προς τιμήν εκείνου, για τον οποίο δεν βρέθηκε τόπος στο κατάλυμα (φτωχικό πανδοχείο) και φιλοξενήθηκε στον στάβλο, που ωραιοποιήσαμε ακόμη και λεκτικά σε φάτνη, ώστε να μένει ακατανόητος για τα αθώα παιδιά, τα οποία σπεύδουμε να μυήσουμε στο καταναλωτικό πνεύμα εξ απαλών ονύχων; Τι σχέση έχουν όλα αυτά με τον Χριστό, που κατά τον δημόσιο βίο του δεν είχε πού την κεφαλήν κλίνει; Τι σχέση έχει η πλησμονή από υλικά αγαθά, προκειμένου να πανηγυρίσουμε την έλευση Εκείνου, που μας κάλεσε να σηκώσουμε τον σταυρό μας εν ελευθερία και να πορευθούμε τον στενό δρόμο της θυσίας; Εμείς μείναμε όχι στα μισά, αλλά στην αρχή αποδεχόμενοι με ευχαρίστηση τη μεταμόρφωσή μας σε χοίρους από την «Κίρκη» του συγχρόνου «πνεύματος» των Χριστουγέννων και λησμονώντας την «Ιθάκη», κατά την πλεύση προς την οποία τόσοι κίνδυνοι παραμονεύουν!
Και όταν αδυνατούμε να απολαύσουμε όλα όσα προσφέρει το «πνεύμα» του καταναλωτισμού στους προνομιούχους πολίτες του πλανήτη, θρηνούμε όπως οι τρείς εκπρόσωποι, κατά τον Λουκιανό, του κόσμου των απολαύσεων κατά την αρχαιότητα, Κροίσος, Μίδας και Σαρδανάπαλος, που αισθάνονταν να επιδεινώνει την άθλια κατάστασή τους στον «κάτω κόσμο» η ειρωνεία του Μενίππου, του μηδέν αποκτήσαντος στον «άνω κόσμο». Αυτό μαρτυρεί περίτρανα δημοσίευμα εφημερίδας του 2010, τότε που άρχισε να πλήττει τη χώρα μας η οικονομική κρίση. Έχει τίτλο «Ποιος έκλεψε το Πνεύμα των Χριστουγέννων;»: «Τα εφετινά Χριστούγεννα ήταν αλλιώτικα. Εξ όψεως ήταν λιγότερο λαμπερά στην κυριολεξία. Οι φαντασμαγορικές φωταψίες σε δημόσιο αλλά και σε ιδιωτικό επίπεδο περιορίστηκαν. Τα τραπεζώματα, οι υπερπαραγωγές και τα ταξίδια σε χλιδάτους ορεινούς προορισμούς των περασμένων ετών περιορίστηκαν επίσης. Κάτι η οικονομική κρίση και οι περικοπές στο δώρο, κάτι που οι γιορτές Χριστουγέννων και Πρωτοχρονιάς πέφτουν Σαββατοκύριακο (περικοπές ακόμη και στις εορταστικές αργίες- τυχαίο;)». Ο συντάκτης διατηρεί, ευτυχώς, κάποιες μνήμες από τον εορτασμό των Χριστουγέννων κατά τα παιδικά του χρόνια στη φτωχική αλλά όμορφη ατμόσφαιρα του πατρικού σπιτιού με την προσδοκία των καλάντων, τις ιστορίες των γερόντων και τα όντως χαρούμενα χωρίς επίφαση πρόσωπα των συγγενών και παρηγορείται γράφοντας: «Γυρίσαμε λίγο προς τα κάτω το ντίμερ της εορταστικής όπως στην Αμερική ατμόσφαιρας – πράγμα καλό για το περιβάλλον και για την αισθητική. Ήταν τα Χριστούγεννα λιγότερο καταναλωτικά- πράγμα υγιές επίσης. Μήπως έγιναν περισσότερο πνευματικά, παραδοσιακά, ανθρώπινα, ζεστά, ουσιαστικά; Μάλλον όχι. Οι γιορτές των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς κυλούν σε κλίμα μουδιασμένο, αμήχανο, μέσα σε μια θλιβερή αβεβαιότητα και εσωστρέφεια. Ποιος εξαφάνισε άραγε το εφετινό Πνεύμα των Χριστουγέννων;».
Έμεινε στη μέση του δρόμου με το ερώτημα, που έθεσε. Το «πνεύμα» που αποζητά δεν είναι παρά το πλήθος των υποκαταστάτων, που πρόσφερε η Δύση στον άνθρωπο τότε που διακήρυξε ότι ο Θεός πέθανε! Ποιος; Αυτός που είναι «η οδός, η αλήθεια και η ζωή»!
«ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ», 22-12-2014