ΟΙ ΒΑΘΜΟΙ ΣΤΗ ΜΕΣΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ
Μία συζήτηση που συνεχίζεται
Του Τάσου Χατζηαναστασίου
Την Τετάρτη, 20 Ιανουαρίου 2010, στην αίθουσα εκδηλώσεων του ΕΠΑΛ Ναυπλίου, με πρωτοβουλία της Απέναντι Όχθης, ομάδας εκπαιδευτικών για τη συλλογική δράση, έλαβε χώρα ανοιχτή συζήτηση με αντικείμενο τη βαθμολογία στη Μέση Εκπαίδευση.
Στο σημείωμα που ακολουθεί, επιχειρείται ένας απολογισμός της συζήτησης με καταγραφή των απόψεων που ακούστηκαν καθώς και των συμπερασμάτων που προέκυψαν από αυτήν.
Στο σύντομη εισήγηση που άνοιξε τη συζήτηση τέθηκε βασικά το εξής ζήτημα:
Το σημερινό σχολείο από τη μια μεριά απαξιώνει τη γνώση και από την άλλη έχει ευτελίσει κάθε ηθική αξία. Στο πλαίσιο αυτό έχει επικρατήσει η λογική της ψηλής βαθμολογίας. Η βαθμολογία, ωστόσο, θα μπορούσε να έχει νόημα στο σημερινό σχολείο ως ένα παιδαγωγικό εργαλείο το οποίο ο καθηγητής/η καθηγήτρια χρησιμοποιεί για έναν διπλό σκοπό: ο πρώτος είναι να αξιολογήσει το βαθμό στον οποίο ο μαθητής/ η μαθήτρια έχει προσλάβει τη γνώση που έχει διδαχθεί και ο δεύτερος να εμπεδωθούν αξίες όπως είναι αυτή της εργατικότητας, της προσπάθειας, του αγώνα για την κατάκτηση ενός στόχου, της δικαιοσύνης, της ειλικρίνειας.
Συμπληρωματικά της εισήγησης, επισημάνθηκε το γεγονός ότι η κατάθεση βαθμολογίας προκαλεί ιδιαίτερο άγχος στους καθηγητές και τις καθηγήτριες καθώς τα τελευταία χρόνια ασκούνται αφόρητες πιέσεις από ενδοσχολικούς και εξωσχολικούς παράγοντες προκειμένου η βαθμολογία να είναι όχι απλώς επιεικής αλλά ψηλή: Το υπουργείο με τις συνεχείς διευκολύνσεις στο σύστημα προβιβασμού, οι Σχολικοί Σύμβουλοι, η πλειοψηφία των Διευθυντών, οι μαθητές και οι γονείς τους, όλοι αυτοί απαιτούν, συχνά με απαξιωτικό για τους συναδέλφους τρόπο, γενναιοδωρία στο βαθμό. Το αποτέλεσμα είναι, ειδικά στο Λύκειο, η βαθμολογία να κυμαίνεται στις περισσότερες περιπτώσεις μεταξύ 16-20 ενώ στη Γ΄ Λυκείου το φαινόμενο αποκτά εξωφρενικές διαστάσεις και όλοι απαιτούν βαθμολογία 19-20.
Στο σημείο αυτό έγινε η παρατήρηση ότι δεν έχει τόση σημασία αν η βαθμολογία θα είναι ψηλή ή χαμηλή αφού θα μπορούσε ακόμη και στην κλίμακα 16-20 να αποδοθεί δικαιοσύνη. Υποστηρίχθηκε επίσης ότι η βαθμολογία δεν θα πρέπει να αποτελεί ατομική υπόθεση αλλά υπόθεση συλλογική: να αποφασίζει ο σύλλογος το πού θα κυμαίνεται η βαθμολογία.
Άλλη τοποθέτηση ανέδειξε το ζήτημα των αναλυτικών προγραμμάτων και κυρίως του μεγάλου ποσοστού περιττής, κουραστικής και στείρας γνώσης που αυτά περιλαμβάνουν. Τα περισσότερα παιδιά είτε δεν θέλουν, δηλαδή δεν ενδιαφέρονται, είτε δεν μπορούν να αντεπεξέλθουν κι εμείς καλούμαστε να πιστοποιήσουμε αυτήν την πραγματικότητα. Δεν έχει δηλαδή νόημα να αξιολογήσουμε το αν ο μαθητής αποστήθισε ή όχι κάτι περιττό. Έπειτα, ακόμη κι όταν απορρίπτουμε μαθητές, αυτοί δεν βελτιώνονται. Η χαμηλή βαθμολογία δεν έχει επομένως νόημα. Ειδικά στο Γυμνάσιο, πόσα χρόνια μπορούμε να κρατάμε εκεί τα παιδιά;
Στις παραπάνω τοποθετήσεις εκφράστηκαν αντιρρήσεις με πιο βασική την επισήμανση ότι δεν υπάρχουν μαθητές-μαθήτριες «καταδικασμένοι-ες» να αποτυγχάνουν συνεχώς και ότι δεν μπορεί για το λόγο αυτό να επιβραβεύονται η πλήρης αδιαφορία και η τεμπελιά. Με το χαριστικό και δεδομένο εκ των προτέρων προβιβασμό ακυρώνεται κάθε κίνητρο για προσπάθεια. Υπήρξε, τέλος, και η παρατήρηση ότι η λειτουργία θεσμών αντιστασθμιστικής αγωγής, που θα ξεκινά από το Δημοτικό, θα μπορούσε να αντιμετωπίσει το πρόβλημα που στο Γυμνάσιο εμφανίζεται πλέον ως μη αναστρέψιμο. Σε ό,τι αφορά το ζήτημα των αναλυτικών προγραμμάτων για το οποίο θα οργανωθεί ξεχωριστή συζήτηση και μάλιστα με εισηγητές εκπροσώπους των διαφόρων επιστημονικών ενώσεων της χώρας, η Απέναντι Όχθη έχει καταλήξει σε δύο βασικές προτάσεις-εισηγήσεις:
1) η ύλη πρέπει να μειωθεί δραστικά και
2) θα πρέπει να μειωθεί και η αναγκαστική παρακολούθηση θεωρητικών μαθημάτων στον πρωινό κύκλο, πρακτικά δηλαδή να καταργηθεί το καθημερινό εφτάωρο. Επισημάνθηκε, ωστόσο, ότι στο σχολείο που προτείνουμε οι μαθητές/οι μαθήτριες θα παραμένουν στο σχολείο και το μεσημέρι ή θα επιστρέφουν σε αυτό το απόγευμα για να παρακολουθήσουν ή να πάρουν μέρος σε μία σειρά από επιλεγόμενα μαθήματα και δραστηριότητες που θα προσφέρονται από το δημόσιο σχολείο δωρεάν για τα οποία σήμερα πληρώνουν αδρότατα οι γονείς. Αυτά μπορεί να είναι η μελέτη στη βιβλιοθήκη-αναγνωστήριο, η δεύτερη και τρίτη ξένη γλώσσα, διάφορες αθλητικές, πολιτιστικές και καλλιτεχνικές δραστηριότητες.
Στη συνέχεια της συζήτησης, επιχειρήθηκε μια ιστορική αναδρομή της ελληνικής εκπαίδευσης η οποία καταδεικνύει το γεγονός ότι σε παλιότερες εποχές οι μαθητές/οι μαθήτριες μάθαιναν πολύ περισσότερα πράγματα καθώς σήμερα η εξουσία ενδιαφέρεται περισσότερο να παραμένουν τα παιδιά στο σχολείο απ' ότι να αποκτούν γνώσεις και δεξιότητες.
Σημαντική ήταν η παρέμβαση συναδέλφου που έκανε μια ενδιαφέρουσα σύγκριση μεταξύ του γερμανικού και του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος. Η βασική διαφορά μεταξύ των δύο συστημάτων έγκειται στο ότι η γερμανική εκπαίδευση είναι στενά συνδεδεμένη με την αγορά εργασίας και την παραγωγή ενώ εκεί που υπάρχει σχολική αποτυχία παρεμβαίνει το κοινωνικό κράτος. Στην Ελλάδα, αντίθετα, δεν υπάρχει καμία τέτοια πολιτική. Από την τοποθέτησή του, προέκυψαν οι εξής προτάσεις που αφορούν τη βαθμολογία: 1) μαζί με το βαθμό να παραδίδεται και μία έκθεση αξιολόγησης που να αιτιολογεί τη βαθμολογία. 2) να λειτουργήσουν τα συμβούλια της τάξης, 3) να υπάρχει ειδικά καταρτισμένος παιδαγωγικός σύμβουλος-ψυχολόγος για κάθε σχολική μονάδα, 4) οι μαθητές που κλείνουν τα 18 να μην εγγράφονται ή να μη συνεχίζουν τη φοίτησή τους στο σχολείο, αλλά σε άλλους εκπαιδευτικούς θεσμούς, όπως είναι το εσπερινό ή το ΣΔΕ.
Από άλλο συνάδελφο επισημάνθηκε η έλλειψη αλληλοτροφοδότησης μεταξύ Υπουργείου και Παιδαγωγικού Ινστιτούτου και μάχιμων εκπαιδευτικών. Το Υπουργείο μάς αντιμετωπίζει ως εκπαιδευτές, δηλαδή ως απλά εκτελεστικά όργανα, και δεν μας εμπιστεύεται να συναποφασίσουμε για σημαντικά ζητήματα της εκπαίδευσης. Πολλά βιβλία δεν έχουν καμία σχέση με τη σημερινή πραγματικότητα κι εμείς πρέπει να εξετάσουμε τα παιδιά σ' αυτή την ύλη και να τα βαθμολογήσουμε.
Υπήρξε η αντίρρηση ότι θα πρέπει να αντιδρούμε τόσο ατομικά όσο και συλλογικά και ότι μόνο αν αντισταθούμε σ' αυτό που συμβαίνει θα μας λάβουν σοβαρά υπόψη τους. Ας μην περιμένουμε δηλαδή από το Υπουργείο να κάνει κάτι. Εμείς πρέπει να αντισταθούμε. Πάνω στο θέμα του δικού μας ρόλου έγινε μια αρκετά έντονη συζήτηση ενώ υπήρξε και μία «ενδιάμεση» τοποθέτηση με βάση την οποία ο ρόλος του καθηγητή/της καθηγήτριας που αντιστέκεται παρομοιάζεται με την «ανταρτική» δράση καθώς αναλαμβάνει την ευθύνη να αγνοήσει τις αστοχίες του αναλυτικού προγράμματος και να αυτοσχεδιάσει στο μάθημα προκειμένου να είναι περισσότερο αποτελεσματικός και ουσιαστικός στη δουλειά του. Με την τοποθέτηση αυτή φάνηκε να συμφωνούν και οι περισσότεροι συνάδελφοι.
Σε ό,τι αφορά την επίσημη πολιτική στο ζήτημα καταδείχθηκε ότι οι συνεχείς εξεταστικές διευκολύνσεις και ο ακώλυτος προβιβασμός, η παρότρυνση να προάγονται όλοι και όλες, δεν μπορούν να αντιμετωπίσουν τη βαθιά ταξικότητα της ελληνικής κοινωνίας. Τα λαϊκά στρώματα δεν ωφελήθηκαν από αυτή την πολιτική. Αντίθετα, η θέση τους επιδεινώθηκε αφού κανείς δεν ενδιαφέρεται αν θα πάρουν έστω και τις βασικές γνώσεις.
Συμπεράσματα:
Το σύστημα σήμερα δεν ενδιαφέρεται για τη μόρφωση της νεολαίας. Αντίθετα, θα τη βόλευε περίφημα να παραμείνουν οι περισσότεροι νέοι αμόρφωτοι, αλλά και ανίκανοι να παλέψουν για τη ζωή τους. Με τη βαθμολογία εμείς μπορούμε να κάνουμε δύο πράγματα: 1) να συγκαλύψουμε την πραγματικότητα προσποιούμενοι ότι όλα πάνε καλά ή θεωρώντας ότι έτσι «βοηθάμε» τους πιο αδύναμους μαθητές που συνήθως προέρχονται από τα ασθενέστερα οικονομικά στρώματα καλύπτοντας έτσι και τις όποιες ενοχές μας για την κοινωνική ανισότητα και 2) να πούμε την αλήθεια καταδεικνύοντας τις αντιφάσεις αλλά και την εσκεμμένη κρίση του εκπαιδευτικού συστήματος: ότι μεγάλο ποσοστό παιδιών παραμένει αναλφάβητο, δεν μπορεί να παρακολουθήσει το σχολείο χωρίς την ύπαρξη θεσμών αντισταθμιστικής αγωγής που να ξεκινούν από το Δημοτικό. Ο βαθμός σ' αυτήν την περίπτωση μπορεί να λειτουργήσει και ως μάθημα αγώνα, να παλεύουν δηλαδή για να κατακτήσουν κάτι, να προσπαθούν, να μην επαναπαύονται, να μη μαθαίνουν πως πάντα κάποιος θα βρεθεί να τα περάσει απέναντι κάθε φορά αλλά ότι θα πρέπει να είναι αγωνιστές στη ζωή τους. Κι αυτό αφορά ειδικά τα παιδιά που προέρχονται από ένα πιο στερημένο οικονομικά και πολιτισμικά περιβάλλον.
Με αυτήν την έννοια ο βαθμός – αλλά όχι μόνο αυτός – μπορεί να λειτουργήσει ως επιβράβευση, ως ενθάρρυνση και ως εργαλείο τόνωσης της χαμηλής αυτοεκτίμησης των παιδιών που το έχουν μεγαλύτερη ανάγκη. Από την άλλη μεριά, όμως, η ψηλή βαθμολογία ας σταματήσει να φουσκώνει τα μυαλά των κακομαθημένων παιδιών των μικροαστών και να αποτελεί αφορμή για κοινωνική επίδειξη και κουτσομπολίστικο ανταγωνισμό.
Στη συζήτηση πήραν μέρος 40 περίπου καθηγητές και καθηγήτριες όλων των ειδικοτήτων από τα περισσότερα σχολεία του Ναυπλίου, του Άργους και της επαρχίας.
Καταγραφή: Τάσος Χατζηαναστασίου, Ιανουάριος 2004