Στη μεθόριο της «πολίτικαλ κορέκτ» επικράτειας-ποιήματα μικρόσωμα, άσωτα και φαντασμένα

Στη μεθόριο της «πολίτικαλ κορέκτ» επικράτειας*

Arabatzis-Al.-Kremydas-K._poiimata-mikroswma

Του Γιάννη Στρούμπα

Όπου κυριαρχούν οι σκιές και κάθε υπόθεση δρομολογείται υπογείως, το σκηνικό θυμίζει ένα κακόγουστο θέατρο σκιών. Μ’ ένα τέτοιο θέατρο σκιών ορίζεται η δημοκρατία στο σύγχρονο νεοελληνικό κράτος στην ποιητική συλλογή «Ποιήματα μικρόσωμα, άσωτα και φαντασμένα στα όρια του πολίτικαλ κορέκτ» του Αλέξανδρου Αραμπατζή και του Κώστα Κρεμμύδα. Οι δύο ποιητές, σε μια διαρκή συνομιλία που παρέχει τα εναύσματα για το κάθε νέο ποίημα, αναλαμβάνουν να αποδώσουν με ποιητικό τρόπο τη χειρότερη ίσως παρακμή του νεοελληνικού κράτους και των ανθρώπων του. Υποκρισία, προδοσία, δειλία, ατομισμός κι ασυναρτησία είναι μερικά από τα χαρακτηριστικά του σύγχρονου ανάπηρου πολιτεύματος, που μόνο κατ’ όνομα ή ευφημισμό αποκαλείται «δημοκρατία».

«Δημοκρατία κατά τον Καραγκιόζη είναι/ να σε κουβαλάει σηκωτό/ ο Βεληγκέκας στον Αγά/ κι ο Αγάς να σε παρακαλάει/ να τον τιμήσεις με την ψήφο σου», παρατηρεί ο Αραμπατζής, επισημαίνοντας μέσα από την παραβολή του τη βιαιότητα και τη δουλοπρέπεια που επιφυλάσσει η «δημοκρατία» στους πολίτες, όταν ταυτόχρονα η αυταρχική εξουσία προσποιείται ότι τους σέβεται και τους υπολογίζει. Κι ακολουθεί η επίταση από τον Κρεμμύδα: «Δημοκρατία σφαγιασμένη από τα χρόνια του Ηρώδη/ Μονάχα για χορούς και πανηγύρια/ […] Γεμίσανε […]/ τα σπίτια μας με πωλητήρια/ αλήτες και ρουφιάνοι καταδότες/ Αυτοί προδότες/ Εμείς κότες», με την κατάδειξη όχι μόνο της πολιτικής σήψης μα και της κοινωνικής ανεπάρκειας.

Η σήψη επιτείνεται από το γεγονός πως, ενώ γίνεται αντιληπτή από το κοινωνικό σώμα, παραμένει ένα απλό αντικείμενο παρατήρησης, το οποίο απορρίπτεται μεν λεκτικά απ’ όλες τις πλευρές, αλλά στην πράξη γίνεται ανεκτή η διαιώνισή της. «Εκεί στα ψηλά κάθε εξυπνάκιας χαίρεται/ να φτύνει στα χαμηλά τα κορόιδα/ Εδώ στα χαμηλά κάθε χαμένος χαίρεται/ να καθυβρίζει/ τους θρασύτατους λελέδες της κορυφής», διαπιστώνει ο Αραμπατζής, επισημαίνοντας την αδιέξοδη εκτόνωση που επέρχεται από την υποτίμηση της άλλης πλευράς· αδιέξοδη, εφόσον η απαξιωτική αντίληψη της μιας κοινωνικής ομάδας για την άλλη δεν συμβάλλει στη βελτίωσή τους, παρά μονάχα διατηρεί τη συνέχιση των ρόλων τους.

Μέρος της σήψης αποτελεί η διαπλοκή, όπως περιγράφεται από τον Κρεμμύδα στη συνδιαλλαγή πολιτικών και δημοσιογράφων. «Οι μπάτσοι και οι υπουργοί έχουν την ίδια μούρη/ […] Νυχθημερόν στα ίδια μέρη/ παρέα με δολοφόνους/ (και τον Πρετεντέρη)»: η πολιτική εξουσία δεν ταυτίζεται μόνο με την καταστολή μα και με το έγκλημα, εφόσον το συναναστρέφεται. Ο προσποιητός διαχωρισμός δολοφόνων – Πρετεντέρη επικυρώνει, στην ουσία, πως για τη διάπραξη δολοφονίας δεν είναι αναγκαίο το μαχαίρι· αρκεί μια τηλεοπτική εκπομπή ή ένα ανοιχτό μικρόφωνο στα δελτία ειδήσεων, σε εντεταλμένη προπαγανδιστική υπηρεσία.

Η σήψη, με τη σειρά της, προκαλεί μόλυνση, η οποία εξαπλώνεται σε πόλεις απροσανατόλιστες, σε ανθρώπους εκπατρισμένους, σε προσφυγόπουλα κυνηγημένα, σε γκέτο όπου ανατέλλει «μόνο μισανθρωπία και φασισμός κι ανελέητη οδύνη», όπως σημειώνει ο Αραμπατζής με τη βαριά σαν μπαλτά γραφίδα του. Μ’ αυτήν δεν τέμνει μόνο το χαρτί, μα και την ψυχή· μουντζουρώνει, στιγματίζει κατάμαυρη την πραγματικότητα· οδυνηρά αλλά ρεαλιστικά. Και γι’ αυτό ακριβώς ακόμη οδυνηρότερα. Στο ίδιο πλαίσιο της συμφεροντολογίας, «θολώνει το μυαλό της Πλουτοκρατίας» κι αρνείται να τιθασεύσει τη λαγνεία του για χρήμα κι εξουσία, επιφυλάσσοντας στα «σκλαβάκια της γης» άθλιες συνθήκες εργασίας, που δεν θυμίζουν καθόλου «τι είναι αμοιβή, μισθός, άδεια, οχτάωρο ή μεροκάματο».

Πλάι στη διάλυση της εργασίας και των δικαιωμάτων στέκει μια άδικη Δικαιοσύνη, που υπηρετεί, σύμφωνα με τον Αραμπατζή, τον Διάβολο και τον Δανειστή. Ο ποιητής προσκαλεί σε επίθεση εναντίον των δικηγόρων και των δικαστών, όμως τον προσγειώνει ο Κρεμμύδας, που πικρά σχολιάζει ότι καμιά επίθεση δεν έχει νόημα, αφού η μόνη πιθανότητα να απονεμηθεί δικαιοσύνη διαφαίνεται μόνο όταν βρεθεί κανείς στον άλλο κόσμο· αντίθετα, εν ζωή «δυο φυλλαράκια δυόσμο», και τίποτε άλλο πέρα απ’ αυτά.

Ελλείψει συλλογικότητας, ο απεγκλωβισμός από το σύγχρονο αδιέξοδο μοιάζει απίθανος. Δέσμιο της αφασίας του, το άτομο επιζητά την αναγνώριση στη ματαιοδοξία ανούσιων εκδηλώσεων, όπως τα καλλιστεία, και στις τηλεοπτικές οθόνες μιας θλιβερής αισθητικής, κατά την προσέγγιση του Κρεμμύδα: «Τα παιδικά μας όνειρα γινήκαν καλλιστεία/ τα λέω σοβαρά διόλου αστεία/ μεγαλωμένα μες στη στάχτη ένα ένα/ μήπως και βρουν κάποια δουλίτσα στον Αντένα/ Να λικνιστούν σε πρωινάδικο/ βάζοντας πλέι μπακ κάνα σκυλάδικο»· μάλιστα, η προσήλωση δεν εστιάζεται μόνο στις τηλεοπτικές, αλλά και στις οθόνες των υπολογιστών. «[…] κάτι μας τρώει/ Δεν είναι η εξαθλίωση η φτώχεια τα χειρότερα/ αυτά τα συνηθίσαμε χτες, αύριο, αργότερα/ Αν θα υπάρχει internet ο φόβος που μας ζώνει/ οι ίντσες, η ευκρίνεια που έχει η οθόνη», επαυξάνει ο Κρεμμύδας, καταδεικνύοντας, πικρά ειρωνικός και δηκτικός, τον ανθρώπινο αποπροσανατολισμό, που επιτρέπει να ιεραρχούνται οι προσωπικές ανέσεις και διασκεδάσεις σε υψηλότερη βαθμίδα από τη φτώχεια και την εξαθλίωση ολόκληρων κοινωνικών ομάδων.

Από κοντά ο Αραμπατζής, στο ίδιο μελαγχολικό πνεύμα περιγραφής της ατομικής περιχαράκωσης, διαπιστώνει την καθήλωση των ανθρώπων μπροστά στο ίντερνετ και την τύφλωσή τους «σε νέφη ηλεκτρονίων»: «Στο μέλλον τα ματάκια μας θα μοιάζουν/ άδειες θυρίδες, άδεια χωνιά» και, φυσικά, πλάι στα «ματάκια» κείτονται κυρίως οι άδειες ψυχές. Δεδομένης της τύφλωσης, ο άνθρωπος στερείται το νόημα του κόσμου, καθώς, κατά τον Κρεμμύδα, χάνει τη συντροφικότητα, τον έρωτα, που απεικονίζονται στο «πέταγμα δυο ερωτευμένων γλάρων». Όταν μάλιστα επέρχεται κι η σαρκική παρακμή από το πέρασμα των χρόνων, το ενδιαφέρον, από ερωτικό, διολισθαίνει σε καθαρά γαστριμαργικό, καθώς σαρκάζει ο Αραμπατζής με την αυτοαναφορική περιπαικτική παράκληση «παρακαλώ ξεναγήστε με στην κουζίνα!».

Υπάρχει άραγε τρόπος αποκόλλησης από τον περιγραφέντα βούρκο; Θα μπορούσε έστω η ποίηση να προσφέρει κάποια λύση; Για τον Κρεμμύδα μήτε η ποίηση δύναται να αφυπνίσει συνειδήσεις και να εμφυσήσει ανθρωπιά ή αγωνιστικότητα, αφού κι η ίδια «θυμίζει καλλιστεία», μ’ έναν ιδιότυπο πνευματικό διαγκωνισμό μεταξύ ποιητών που επιζητούν την αναγνώριση, τη δόξα, τη μεταθανάτια φήμη. Η σχετική επισήμανση του ποιητή περικλείεται στο ευθύβολο, λιτό του, καρυωτακικού χαρακτήρα δίστιχο «Δυο πράγματα ποθεί ο ποιητής/ τον θάνατο και τα βραβεία». Ακόμη κι όταν ο Αραμπατζής επιχειρεί να παροτρύνει για δράση των ποιητών κι «επίθεση κατά βούληση», ο Κρεμμύδας τον προσγειώνει, ισοπεδώνοντας σαν οδοστρωτήρας κάθε ανάλογη προσδοκία: «στους ποιητές η αντίσταση φαντάζει ως γελοίο/ Αυτοί έχουν τα στιχάκια τους/ κάθονται στα παγκάκια τους/ […] Μονάχα για το έργο τους μοχθούνε»· έτσι η προσωπική ματαιοδοξία υπερκερνά κάθε κοινωνική έγνοια.

Η στάση των δύο ποιητών παραμένει αμετάβλητη μέχρι τον επίλογο της συλλογής, όπου ο Αραμπατζής εξακολουθεί να ελπίζει στην ικανότητα της ποίησης να ξυπνήσει την αντίσταση, ιδίως μάλιστα όταν φορείς της είναι ποιητές «κομπάρσοι», αφού «στην τέχνη […] είναι οι κομπάρσοι που αμύνονται». Αλλά κι ο Κρεμμύδας, έστω απ’ τους αντίποδες, διατηρεί επίσης τη θέση του. «Η ποίηση δεν δίνει λύση…/ Τι να κάνω;/ Μάλλον θα προτιμούσα να πεθάνω/ από φθίση», με την ειρωνεία να μην αρκεί προς μετριασμό της θλίψης. Η μελαγχολία κυριαρχεί σ’ έναν επίλογο χωρίς κάποιο εμφανές παράθυρο ελπίδας.

Προς επίρρωση των παραπάνω, ο Κρεμμύδας επιστρατεύει και τον αυτοσαρκασμό. «Αραμπατζή τι είχαμε τι χάσαμε τι είχες/ όλα τα ποιήματά μας τρίχες/ Σαν τις δικές μου τις πολλές/ της αφεντιάς σου λίγες που τρέχουνε χιλιόμετρα/ να κρύψουν τη φαλάκρα/ Αλέξανδρέ μου πέσαμε στη φάκα», και μάλιστα σε μια φάκα τόσο αισθητική, όσο και πολιτικοκοινωνική. Αισθητική, γιατί η τέχνη εντέλει δεν λυτρώνει, κατά την οπτική του Κρεμμύδα, ενώ μπορεί να σύρει έναν εγωκεντρικό ποιητή πίσω από ματαιόδοξες επιδιώξεις προς «αναγνώριση» του ταλέντου του: «Αραμπατζή θες και βραβείο/ […] φτάνει να μπεις στο τσίρκο της συντεχνίας/ Έστω και ως επαρχιώτης Μπόζο/ Κάνοντας ρεβεράντζες στον Μπασκόζο»· και πολιτικοκοινωνική, γιατί η «επαναστατική» τέχνη αποδεικνύεται μονάχα «τρίχες». Η ανηλεής αυτοκριτική των δύο ποιητών δικαιώνει τελικά και την ανηλεή τους κριτική προς πάσα κατεύθυνση, εφόσον δεν αρνούνται το δικό τους μερίδιο ευθύνης, καθώς εντάσσουν τον εαυτό τους στο παρακμασμένο κοινωνικό σύνολο.

Η ίδια αυτοκριτική, ωστόσο, με τη σατιρική της διάθεση, δίνει παράλληλα έναν εύθυμο τόνο, μέσω του οποίου διαφαίνεται μια τάση υπέρβασης της σκοτεινιάς. Ο τόνος αυτός κατορθώνει, ακόμη κι όταν ο λόγος στρέφεται γύρω από τον θάνατο, να διανοίγει έναν ορίζοντα αισιοδοξίας, που επιτείνεται ακριβώς από την απευθυνόμενη προς τον θάνατο και κάθε άλλη δύσκολη κατάσταση ειρωνεία. Ο Αραμπατζής κορυφώνει την ειρωνεία και τον εμπαιγμό προς τον θάνατο με την ποιητική μεταστοιχείωση του Χάρου σε ελεύθερο επαγγελματία που πουλά λιπάσματα(!), στις δύο επαγγελματικές του επιχειρήσεις με τις επωνυμίες «Ο Άδης» και «Ο Μεγαλόχαρος» αντίστοιχα. Μάλιστα, η συνειρμική σύγκριση του Χάρου του «μεγάλου», με την έννοια που προσλαμβάνει ο όρος στη σύγχρονη αργκό, με τη Μεγαλόχαρη Παναγιά, απογειώνει τον χλευασμό απέναντι στον θάνατο· με μόνη τη διαφορά πως στην παρούσα περίπτωση δεν θριαμβεύει η χάρη αλλά ο… Χάρος!

Η συγκεκριμένη θεώρηση ίσως αναιρεί με τον παραστατικότερο τρόπο την εισαγωγική τοποθέτηση του Κρεμμύδα για «λέξεις πικρές/ σαν τα στυφά μας χρόνια/ που μας τα πήραν υπουργοί/ γνωστά κωθώνια/ λαγοί ενός συστήματος/ που λες/ πως σάπισε μα επιμένει αιώνια/ να μας νεκρώνει ζωντανούς/ να περιπαίζει τους νεκρούς». Γιατί, παρά τη σοβαρότητα και την τραγικότητα της δήλωσης εκ μέρους του Κρεμμύδα, με το οξύμωρο σχήμα των νεκρών ζωντανών, δήλωσης άλλωστε η οποία επιβεβαιώνεται από τη συντριπτική πλειονότητα των προσεγγίσεων που επιχειρούνται στη συλλογή, αναδεικνύεται συνάμα κι ένας παράλληλος δρόμος να αποκτούν οι πικρές λέξεις μια διαφορετική λειτουργία. Τούτη, διά του σαρκασμού, κλείνει το μάτι στη ζωή κι αφήνει περιθώριο αισιοδοξίας, σαρκάζοντας την τραγικότητα των καταστάσεων με τη βροντερή ευχή-παρότρυνση «Ας ζήσει ο χειρότερος και πρόεδρος να γίνει».

Ξεκινώντας από και καταλήγοντας σε πικρές διαπιστώσεις που εντάσσουν τα ποιήματα της συλλογής σε σχήμα κύκλου, οι δύο ποιητές παραβιάζουν διαρκώς τη μεθοριακή γραμμή της «πολίτικαλ κορέκτ» επικράτειας, επιφέροντας καίρια πλήγματα στην αποτελμάτωση με τα ιδεολογικά τους βέλη της εγρήγορσης. Κι ίσως η σύμπραξη του Αραμπατζή με τον Κρεμμύδα στη συλλογή αυτή να δείχνει έμπρακτα τον δρόμο για κάθε μελλοντική κοινωνική δράση: έναν δρόμο σύμπλευσης, ένωσης δυνάμεων, παρηγοριάς, συμπαράστασης, συλλογικού αγώνα.

Αλέξανδρος Αραμπατζής, Κώστας Κρεμμύδας, «Ποιήματα μικρόσωμα, άσωτα και φαντασμένα στα όρια του πολίτικαλ κορέκτ», εκδ. Μανδραγόρας, Αθήνα 2014, σελ. 88.


* α΄ δημοσίευση: εφημ. «Αντιφωνητής», αρ. φύλλου 405, 16/12/2014.

Απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.