Ο Παπαδιαμάντης και το σχολείο μας (μέρος Α΄)
Του Λάκη Προγκίδη*
Το καλοκαίρι του 2011, καθώς διάβαζα μερικά από τα πάμπολλα αφιερώματα, περιοδικών και εφημερίδων, που κυκλοφόρησαν με την ευκαιρία των εκατό χρόνων από τον θάνατο του Παπαδιαμάντη, σταμάτησα συχνά μπροστά στους ενδοιασμούς κάποιων αρθρογράφων σχετικά με την ικανότητα των σημερινών παιδιών να προσλάβουν το έργο του.
Πολλοί αναφέρονταν στην τότε απλή ζωή της υπαίθρου, αλλά και της πρωτεύουσας, και στο αγεφύρωτο, κατά συνέπεια, χάσμα που έχει δημιουργηθεί ανάμεσα στις αντίστοιχες παραστάσεις του σημερινού παιδιού και τις παραστάσεις που έθρεψαν τη φαντασία του καλλιτέχνη. Πώς να συγκινηθούν οι νέοι μας, αναρωτιούνταν, από τους φτωχούς ψαράδες του, τα ντροπαλά κοριτσόπουλα και τις εκδρομές στα ξωκκλήσια με όχημα τον γάιδαρο; Σωστή η ανησυχία. Σημειώνω μόνο ότι δεν έτυχε να δω ποτέ τους κριτικούς μας να διατυπώνουν παρόμοιες ανησυχίες όταν πρόκειται για τον Όμηρο και τον Ευριπίδη. Τί συμβαίνει; Γιατί συμπεριφερόμαστε σαν τάχα το υλικό που έθρεψε τη φαντασία των αρχαίων ποιητών να μας είναι πιο οικείο από αυτό των παππούδων μας; Τι συμβαίνει; Συμβαίνει νομίζω το εξής: Έχουμε εσωτερικεύσει την αξιολόγηση της πνευματικής και καλλιτεχνικής μας κληρονομιάς σύμφωνα με τα κριτήρια τα οποία υιοθέτησε και καθιέρωσε η Ευρώπη των Νέων Χρόνων. Διστάζουμε λοιπόν να αρθρώσουμε εκείνη την κριτική σκέψη κι εκείνον τον ορθό λόγο που θα μπορούσαν να καταδείξουν, προς εμάς τους ίδιους και προς τους ξένους, ότι μέσα μας ο Παπαδιαμάντης είναι εξ ίσου μεγάλος με τον Όμηρο και τον Ευριπίδη. Όταν ολοκληρώσουμε αυτό το τεράστιο έργο, τότε οι ξωμάχοι και τα γραΐδια του Παπαδιαμάντη δεν θα παραξενεύουν καθόλου τα παιδιά μας.
Άλλοι –συνεχίζω το ξεφύλλισμα των αφιερωμάτων– σκόνταφταν στην τόσο έκδηλα αποτυπωμένη στο έργο θρησκευτική συνείδηση του συγγραφέα. Δεν εννοώ τους κριτικούς που έχουν ενστερνιστεί το αξίωμα «Εκκλησία ίσον σκοταδισμός» και που πορεύονται στη ζωή και στα γράμματα με βάση τούτη την παραδοχή. Γι’ αυτούς εδώ, το θέμα της ζύμωσης του συλλογικού μας είναι με το έργο του Παπαδιαμάντη δεν τίθεται καν. Εννοώ αυτούς που, είτε πιστεύουν στη χριστιανική θρησκεία, είτε θεωρούν τον εαυτό τους πολιτισμικά χριστιανό, αισθάνονται κάπως άβολα μπροστά στην πληθώρα των χριστιανικών αναφορών του συγγραφέα του «Λαμπριάτικου Ψάλτη».
Φοβούνται δηλαδή μη τυχόν και η πεισματική προσκόλληση του Παπαδιαμάντη στο τυπικό της Ορθόδοξης Εκκλησίας, καθώς και η ολοφάνερη τάση του να καταπιάνεται με θρησκευτικά θέματα, σταθούν εμπόδιο στην πρόσληψη από τους νεαρούς βλαστούς μας της άφατης, όπως λένε, ομορφιάς του έργου του. Φόβος εύκολα εξηγήσιμος. Σκέφτονται την εκ προοιμίου απόρριψη του Παπαδιαμάντη από την πλευρά των σημερινών μαθητών, που μεγαλώνουν στους κόλπους της επιβεβλημένης από τα άνω ανεξίθρησκης εκπαίδευσης. Έτσι, υποτονίζουν την παλιομοδίτικη για τα μάτια τους χριστιανική συνιστώσα του έργου –δεν είναι βέβαια «συνιστώσα» αλλά πηγή αστείρευτη–, για να προβάλλουν άλλες, σύστοιχες με τα κελεύσματα των μεταμοντέρνων καιρών μας. Η στάση τους υπαγορεύεται, υποτίθεται, από την αγάπη τους για το έργο. Δυσκολεύομαι εντούτοις να πεισθώ. Γιατί το κύριο μέλημα του κριτικού, όπως και του οποιουδήποτε αναγνώστη, είναι να σέβεται αυτό που αγαπάει βαθειά ο συγγραφέας κι όχι αυτό που θεωρεί αξία ο δικός του κόσμος.
Τέλος, όλοι σχεδόν οι σχολιαστές όλων των αφιερωμάτων, ο καθένας με τον τρόπο του, έθεταν το ζήτημα της γλωσσικής απόστασης ανάμεσα στο έργο του Σκιαθίτη συγγραφέα, που πέθανε μόλις πριν έναν αιώνα, και τα Ελληνικά που μαθαίνουν σήμερα τα παιδιά μας. Το πρόβλημα είναι υπαρκτό. Ποιος θα μπορούσε να το αρνηθεί; Αλλά ας δούμε λίγο τα πράγματα όπως έχουν. Το παπαδιαμαντικό κείμενο είναι αυτό που είναι. Αυτό τυπώνεται ξανά και ξανά. Τυπώνεται στα πολυάριθμα βιβλία που κυκλοφορούν. Αυτό πουλάει. Έχουν γίνει βέβαια κάποιες απόπειρες μεταγλώττισης, περιθωριακού όμως χαρακτήρα. Καλώς. Δεν είμαι ενάντιος. Όποιος συγγραφέας τολμά αυτό το εγχείρημα έχει τη συμπάθειά μου. Συγγραφέας είναι, το καλό του αναγνώστη σκέφτεται κατά τεκμήριο. Ιδού η Ρόδος, ιδού και το πήδημα. Η γλώσσα είναι το καζάνι στο οποίο βράζουμε όλοι μας και καμιά ατομική πρωτοβουλία δεν μπορεί ν’ αποκλειστεί εκ των προτέρων. Εκείνο το οποίο οφείλουμε ν’ αποκλείσουμε εξάπαντος είναι η εκ των άνω λύση, η επιβολή στα σχολεία ενός μεταγλωττισμένου Παπαδιαμάντη. Όχι γιατί αποδέχομαι το επιχείρημα που επαναλαμβάνεται κατά κόρον από τους παπαδιαμαντολάτρες ότι όλη η μαγεία βρίσκεται στη γλώσσα του και ότι, αν διαβάσουμε Παπαδιαμάντη στα σημερινά Ελληνικά, το έργο του χάνει τα πάντα. Δεν μπορούμε, νομίζω, (και δεν πρέπει) να πάμε κόντρα στη ζωντανή ροή των γλωσσών. Και δεν υπάρχει για την αλληλοκατανόησή τους άλλος δρόμος εκτός από τον δρόμο της μεταγλώττισης και της μετάφρασης. Αλλά, για την ώρα, το πρόβλημα δεν τίθεται καν. Αν κάτι απέδειξε αναμφισβήτητα ο εορτασμός των εκατό χρόνων από τον θάνατο του Παπαδιαμάντη, είναι ότι το έργο του συνεχίζει να διαβάζεται στο πρωτότυπο και να συγκινεί νέους και ηλικιωμένους. Δεν δέχομαι λοιπόν να εγκαταλείψω αμαχητί τον ολοζώντανο ακόμα πλούτο της γλώσσας μας.
Πέρα όμως από τη μερικότερη συζήτηση γύρω από τις τρεις πια κλασικές δυσκολίες –θάνατος της υπαίθρου, φορτική παρουσία της ελληνορθόδοξης παράδοσης και δυσπρόσιτη γλώσσα– που εμποδίζουν τάχα τους νέους μας ν’ αγκαλιάσουν το έργο του Παπαδιαμάντη, έχω να κάνω μια γενική παρατήρηση πάνω στο αν και κατά πόσο είναι μεταδόσιμος από το σημερινό σχολείο. Γιατί κοπτόμαστε; Γιατί ειδικά ο Παπαδιαμάντης; Είναι μεταδόσιμος ο Φλωμπέρ, ο Ντοστογιέφσκι και ο Σεφέρης, και έμεινε εκτός των θυρών ο Παπαδιαμάντης; Ψάχνουμε για εμπόδια από τη μεριά του προς μετάδοση έργου. Κι αν τα εμπόδια βρίσκονται από τη μεριά του σχολείου;
Πριν τέσσερα χρόνια διάβασα ένα δοκίμιο σχετικά με τη φιλοσοφία που διέπει τα εκπαιδευτικά μας προγράμματα και τη λειτουργία του σημερινού σχολείου, φιλοσοφία στηριγμένη βέβαια στα πρότυπα τα οποία έχει επεξεργαστεί και τα οποία εφαρμόζει η Δύση εδώ και τριάντα τουλάχιστον χρόνια. Τίτλος: Λατρεία και νεύρωση στην Παιδαγωγική της καινοτομίας. Συγγραφέας: Αντώνης Σμυρναίος. Είχα εδώ και πολλά χρόνια σοβαρές αμφιβολίες για το κατά πόσο το σχολείο σήμερα είναι πράγματι σχολείο. Αναρωτιόμουν για το νόημα της λέξης σχολείο στις σύγχρονες δυτικές κοινωνίες. Διάβασα βιβλία και μελέτες ανθρώπων με παρόμοιες ανησυχίες. Και επαναστατούσα κάθε φορά που έπεφτε στην αντίληψή μου κάποιο γεγονός δηλωτικό της κατευθυνόμενης, καθώς μου φαινόταν, της προαποφασισμένης, της συστηματικής και άνευ όρων παράδοσης του σχολείου μας στον κόσμο του ελεύθερου ανταγωνισμού και της αγοράς.
Παράδειγμα πρώτο: Το επιχείρημα με το οποίο δικαιολογήθηκε η καθιέρωση το 1982 του μονοτονικού συστήματος γραφής της γλώσσας μας, σε αντικατάσταση του συστήματος στο οποίο τυπώνονταν τα βιβλία μας επί εκατοντάδες χρόνια. Στη σχετική εγκύκλιο του τότε Υπουργείου Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων προς το διδακτικό προσωπικό, διαβάζουμε ότι το νέο σύστημα είναι «πιο λογικό, πιο πρακτικό και πιο οικονομικό». Τί είναι τούτοι δω οι όροι; Λογικό! Πρακτικό! Οικονομικό! Από πότε μια γλώσσα, και κατ’ επέκταση η οποιαδήποτε συλλογική δημιουργία, μετριέται με τα κριτήρια των επιχειρήσεων και του εμπορίου; Κι όμως έγινε. Το επέβαλαν οι καιροί που ζούμε. Το απαίτησε η πανίσχυρη και μοναδική πια θεότητα της Αγοράς. Το φαρμάκι το κατάπιαμε χωρίς καν να το αισθανθούμε.
Και θα έρθει βέβαια η μέρα όπου κάποιοι τεχνολόγοι της γλώσσας θα καθιερώσουν ένα άλλο σύστημα γραφής ακόμα πιο λογικό, ακόμα πιο πρακτικό και ακόμα πιο οικονομικό από το ήδη υπάρχον. Και θα έρθει πάλι η μέρα όπου η ίδια μας η γλώσσα θ’ αποδειχτεί μη λογική, μη πρακτική και μη οικονομική σε σχέση με κάποια άλλη. Σ’ αυτές τις συνθήκες, τί μπορεί ν’ αντιπροσωπεύει το σχολείο αν όχι τον χώρο όπου τα τρυφερά μας βλαστάρια γαλουχούνται στο να μετρούν τα πάντα με βάση το χρήμα; Τα πάντα: γλώσσα, θεσμούς, αξίες;
Παράδειγμα δεύτερο: Νωπή είναι ακόμα στη μνήμη μας η διαμάχη γύρω από ένα βιβλίο Ιστορίας προορισμένο για την Έκτη Δημοτικού. Η διαμάχη επικεντρώθηκε κυρίως στο θέμα του σεβασμού της ιστορικής μνήμης του Έθνους. Πέρασε, έτσι, σχεδόν απαρατήρητο αυτό που στα μάτια μου αποτελούσε το μέγα σκάνδαλο: η εικονοποίηση του βιβλίου. Δεν θα μπω σε λεπτομέρειες. Όποιος κοπιάσει να το ξεφυλλίσει θα καταλάβει αμέσως το πρόβλημα. Οι σελίδες του είναι ολόιδιες μ’ αυτές των καταλόγων των εμπορικών κέντρων, όπου προτείνονται διάφορα αγαθά που ανταποκρίνονται, υποτίθεται, στις προτιμήσεις του αγοραστικού κοινού. Αναφέρω ενδεικτικά τη φωτογραφία της πρωταθλήτριας Πατουλίδου, η οποία είναι τέσσερεις φορές μεγαλύτερη από τη φωτογραφία του Σεφέρη. Έτσι, δηλαδή, για να μπορούν τα παιδάκια μας να συνεχίσουν ν’ αγαπούν τα εφήμερα είδωλά μας.
Θα μπορούσα να προσθέσω κι άλλα παραδείγματα εξ ίσου σημαντικά. Δεν είναι απαραίτητο. Το ζητούμενο είναι η βαθύτερη λογική που το διέπει, και σ’ αυτό το ερώτημα απαντάει πλήρως το βιβλίο του Αντώνη Σμυρναίου. Το σχολείο σήμερα, παρατηρεί ο συγγραφέας –ο οποίος υπήρξε για πολλά χρόνια δάσκαλος δημοτικού σχολείου–, δεν έχει καμιά σχέση με το σχολείο που ξέραμε. Στόχος του δεν είναι να προετοιμάσει τον μελλοντικό άνθρωπο αλλά τον μελλοντικό καταναλωτή. Δεν λειτουργεί ως θεσμός αναπαραγωγής της κοινωνίας και του πολιτισμού της. Λειτουργεί ως διεγερτικός μηχανισμός υπέρ της καινοτομίας και, κατ’ επέκταση, συμπληρώνω, της ανταγωνιστικότητας. Η οποία καινοτομία, τονίζει ο Σμυρναίος, δεν είναι πια μια απλή τάση της ανθρώπινης ψυχής προς το νέο και προς το άγνωστο, αλλά μια ιδεολογία, ένα πρόγραμμα επιβεβλημένο, στον χώρο της παιδείας πρώτα και κύρια, που κατατείνει στη συστηματική και τελεσίδικη ρήξη των δεσμών μας με το παρελθόν. Πάνω σ’ αυτή εδώ τη ρήξη, ρήξη πρωτοφανέρωτη στην ιστορία της ανθρωπότητας, στηρίζεται η φιλοδοξία του σχολείου των «καινοτόμων προγραμμάτων». Μόνη του έγνοια είναι μη τυχόν και γεμίσει το κεφάλι των παιδιών με άχρηστες γνώσεις. Είναι δε άχρηστη γνώση η γνώση που ζορίζει το υπό εκκόλαψη υποκείμενο της Αγοράς, που δεν το αφήνει ελεύθερο να εκφράσει τις επιθυμίες του, να γευθεί τις φαντασιώσεις του, να παίξει ανέμελα με τις ευκαιρίες που του προσφέρονται και να ικανοποιήσει τις καταναλωτικές του ορέξεις απαλλαγμένο από κάθε κοινωνικό, ηθικό και πνευματικό φραγμό.
Αν σκεφτούμε λοιπόν ποιο είναι το κύριο μέλημα του σημερινού αντικαταναγκαστικού σχολείου, του σχολείου του αυριανού καλού καταναλωτή, δεν θα παραξενευτούμε καθόλου που όλο και πυκνώνουν οι φωνές σχετικά με τις εγγενείς αδυναμίες του παπαδιαμαντικού έργου ν’ αγγίξει τις ψυχές των μαθητών. Επανέρχομαι στο θέμα. Δεν λέω ότι δεν είναι πραγματικές. Λέω να μην τις υπερτονίζουμε, γιατί ο πραγματικός σκόπελος στη διδασκαλία και την αφομοίωση του Παπαδιαμάντη είναι το ίδιο το σχολείο έτσι όπως είναι κι έτσι όπως τείνει να γίνει όλο και με μεγαλύτερο πείσμα από την πλευρά των υποτιθέμενων υπευθύνων, εν μέσω όλο και μεγαλύτερης ιδεολογικής τύφλωσης.
* * *
Το 2011, ένα βροχερό αυγουστιάτικο πρωινό, καθώς είχα καρφωμένο το βλέμμα μου στα παράθυρα που βλέπουν στην ίδια εσωτερική αυλή με το δικό μου και καθώς αναμασούσα τα του σχολείου μας σε σχέση με τον Παπαδιαμάντη, σηκώθηκα σαν υπνοβάτης και πήρα από το ράφι της βιβλιοθήκης τον τρίτο τόμο του «Δόμου». Ξαφνική και ανεξήγητη επιθυμία να διαβάσω το «Υπό την βασιλικήν δρυν». Φαίνεται ότι οι αναγνώσεις ωριμάζουν σιωπηλά μέσα μας μαζί με τα αινίγματα. Παρ’ όλο που συν τω χρόνω μπλέκονται και σχηματίζουν έναν αξεδιάλυτο κόμπο, έρχεται κάποια στιγμή ένα στοιχείο του έξω κόσμου –στην προκειμένη περίπτωση, το αίνιγμα που λέγεται «σημερινό σχολείο»– που μας κάνει να διαβάσουμε το άλφα ή βήτα έργο σαν να ’ταν η πρώτη φορά και σαν, σε όλο το μεσοδιάστημα, να μη βλέπαμε το πασιφανές. Η πεπατημένη θέλει τα σημαντικά έργα να μας μιλούν από μόνα τους. Η εμπειρία μου ως κριτικού του μυθιστορήματος είναι κάπως διαφορετική. Τα περί ων ο λόγος έργα πρέπει κατ’ αρχάς να επιθυμούν να μας μιλήσουν. Και, για να γίνει κάτι τέτοιο, πρέπει να ερεθιστούν από την τεταμένη σχέση μας με τον κόσμο, από τα ερωτήματα που θέτουμε στον κόσμο μας.
Πόσες φορές διάβασα άραγε στη ζωή μου το «Υπό την βασιλικήν δρυν» από τότε που το άκουσα για πρώτη φορά όταν ήμουν δεκατεσσάρων χρόνων… Αμέτρητες. Πολλές φορές για την ευχαρίστησή μου. Άλλες, μπροστά σε γνωστούς και φίλους. Δεν σταμάτησα εξ άλλου να το φωτοτυπώ, είτε στο πρωτότυπο, είτε στη γαλλική του μετάφραση από τον René Bouchet, και να το μοιράζω προσπαθώντας να διευρύνω τον κύκλο των αναγνωστών του Παπαδιαμάντη. Μέχρι και που το δίδαξα. Το 2003 με προσκάλεσε ο Jacques Bouchard, διευθυντής του Τμήματος της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας του Πανεπιστημίου του Μόντρεαλ να κάνω ένα σεμινάριο με θέμα δικής μου επιλογής. Αποφάσισα να διδάξω Παπαδιαμάντη. Παρ’ όλο που ήξερα ότι θα απευθυνόμουν σ’ ένα κοινό το οποίο δεν είχε ακούσει ποτέ ούτε το όνομα.
Θεώρησα λοιπόν σωστό να μπάσω τους φοιτητές στον κόσμο του Παπαδιαμάντη χάρη στη «βασιλική δρυ», χάρη σε τούτο το πεντασέλιδο διηγηματάκι του 1901. Δυστυχώς, το σχέδιο απέτυχε σε μεγάλο βαθμό. Αναγκάστηκα να ψαλιδίσω το μάθημα, να κόψω πολλές από τις περιδιαβάσεις που σκόπευα να κάνω στο υπόλοιπο έργο του Παπαδιαμάντη. Οι φοιτητές είχαν απέραντες δυσκολίες με το λεξιλόγιο και τη σύνταξη. Έπρεπε, συνεπώς, ν’ αφιερώνω τον περισσότερο χρόνο στις επεξηγήσεις, προσφεύγοντας σε μια λεκτική γκάμα πολύ περιορισμένη.
Το διήγημα της βελανιδιάς το άκουσα για πρώτη φορά κάτω από μια ελιά καθισμένος οκλαδόν πλάι στους συνομήλικούς μου. Ήμασταν η φουρνιά του πρώτου δεκαπενθήμερου του Αυγούστου. Μία από τις προσκοπικές ομάδες του Βόλου οι οποίες, εκείνη τη χρονιά του 1961, κατασκήνωναν η μία μετά την άλλη στο Μπούρτζι της Σκιάθου. Την απόφαση την είχε πάρει η Εφορεία προσκόπων Βόλου ως συμμετοχή στους εορτασμούς για τα πενήντα χρόνια από τον θάνατο του Σκιαθίτη συγγραφέα. Το όνομά του μας ήταν γνωστό. Στο σχολείο είχαμε διδαχτεί τη «Σταχομαζώχτρα» και τον «Χριστό στο κάστρο». Τίποτα παραπάνω. Και η σχέση μου με το έργο του Παπαδιαμάντη θα παρέμενε στο στάδιο της απλής γνωριμίας με έντονη την τάση προς τη λησμονιά, όπως συμβαίνει τελείως φυσιολογικά με τον κάθε μεγάλο συγγραφέα που διδασκόμαστε στο σχολείο, αν δεν συνέβαινε το γεγονός εκείνου του καλοκαιριού.
Αγάπησα τον Παπαδιαμάντη γιατί οι Έφοροί μας είχαν τη φαεινή ιδέα να διανθίσουν τις μέρες της κατασκήνωσης με αναγνώσεις διηγημάτων του. Όχι μέσα στα κτίρια του Μπούρτζι όπου μέναμε. Οι επί κεφαλής της κάθε φουρνιάς μάς πήγαιναν στους τόπους όπου διαδραματίζονταν τα διηγήματα. Εκεί μας τα διάβαζαν. Στη λιμνοθάλασσα, υπήρχε ακόμα το «Ολόγυρα στη λίμνη». Στην Αγία Αναστασία ή στο Μοναστήρι της Παναγίας Κουνίστρας, τη «Φαρμακολύτρια»… Τους περισσότερους τόπους τούς έχω πια ξεχάσει.
Θυμάμαι όμως καλά ότι, μια μέρα, πριν το μεσημεριανό συσσίτιο, ο αρχηγός μας διάλεξε μια γηραιά ελιά, λίγο έξω από το χωριό, για να μας διαβάσει το «Υπό την βασιλικήν δρυν». Κόρωνε ο αέρας από το λιοπύρι. Βούιζαν γύρω-τριγύρω τα τζιτζίκια. Τα ξερόχορτα τσιμπούσαν τους πισινούς μας. Κι εμείς χάσκαμε με τ’ ανδραγαθήματα ενός πιτσιρίκου που ερωτεύτηκε, λέει, μια βελανιδιά. Τον Σεπτέμβριο, λίγο πριν ανοίξουν τα σχολεία, ζήτησα από τον Κ.Χ. –ήταν ένας από τους αρχηγούς στην κατασκήνωση– να μου δανείσει τα Άπαντα του Βαλέτα, απ’ όπου μας διάβαζαν τα διηγήματα. Έχω πάντα στο μυαλό μου τη βαρκούλα με το πανί ν’ αρμενίζει στο πέλαγο, και τον γλάρο στον ουρανό, που κοσμούσαν το εξώφυλλο.
Από τότε έχουν περάσει πενήντα και πάνω χρόνια. Παρ’ όλο που θυμάμαι πάντα με νοσταλγία εκείνες τις μέρες της Σκιάθου του ’61, δεν μπορώ να πω ότι στάθηκαν καθοριστικές για τον τρόπο με τον οποίο διαβάζω τον Παπαδιαμάντη σήμερα. Σίγουρα έπαιξαν ρόλο. Σίγουρα ο ερωτικός Παπαδιαμάντης, που έχει συνεπάρει τη φαντασία μου, ανακρατάει από εκείνη την πρώτη νεανική συνάντηση. Όμως, η τελική συγκομιδή υπήρξε μάλλον πενιχρή. Τελειώνοντας την ανάγνωση εκεί γύρω στα Χριστούγεννα, άρχισα κιόλας να τον ξεχνάω. Ήμουν στο κατώφλι της εφηβείας. Άλλα ενδιαφέροντα. Άλλοι προσανατολισμοί. Και, κατά συνέπεια, άλλα διαβάσματα. Τον Αύγουστο του 1962, στο πανηγύρι του Σωτήρος στον Βόλο, αγόρασα από έναν πλανόδιο βιβλιοπώλη το Μισθός, τιμή και κέρδος του Μαρξ.
Το πραγματικό ενδιαφέρον για τον Παπαδιαμάντη –και από τότε αδιάλειπτο– ξύπνησε μέσα μου έξι ή εφτά χρόνια αργότερα, προς το τέλος της δεκαετίας του ’60, όταν βρέθηκα πρόσωπο με πρόσωπο μ’ έναν κόσμο ο οποίος, ενώ διατεινόταν ότι ήταν ο γνήσιος προστάτης της ελληνοχριστιανοσύνης, στην ουσία δεν ήταν παρά ο νεκροθάφτης της. Το πραγματικό ενδιαφέρον για τον Παπαδιαμάντη ξύπνησε λοιπόν όταν άρχισα ν’ αμφισβητώ τις υποτιθέμενες αξίες πάνω στις οποίες βασίζονταν οι σημερινές μας κοινωνίες και όταν άρχισα ν’ αντιλαμβάνομαι την κενότητά τους.
* * *
Με βάση την ακαδημαϊκή ορολογία, το «Υπό την βασιλικήν δρυν» είναι «αυτοβιογραφικό» διήγημα. Ο αφηγητής αναθυμάται, υποτίθεται, πως στα παιδικά του χρόνια τον είχε συνεπάρει με την ομορφιά και τη μεγαλοπρέπειά της μια βελανιδιά. Είχε ριζώσει και θεριέψει μόνη της, ολομόναχη, στην πλαγιά ενός λόφου. Περνούσαν, γράφει, από σιμά της κάθε φορά που πήγαιναν να γιορτάσουν οικογενειακά το Πάσχα ή την Πρωτομαγιά σ’ έναν μικρό οικισμό μακριά στην ύπαιθρο, ονομαζόμενο Μέγα Μανδρί. Και κάθε φορά, στο αντίκρυσμά της, αισθανόταν την ίδια συγκίνηση, το ίδιο δέος, την ίδια έλξη. Ώσπου μια χρονιά, στα έντεκα χρόνια του, την ώρα της Λειτουργίας του Μεγάλου Σαββάτου, ξέφυγε από την επιτήρηση των δικών του και έτρεξε να πέσει στην αγκαλιά της πρώτης του παιδικής ερωμένης, όπως χαρακτηρίζει ο ίδιος την ωραία βελανιδιά. Χάθηκε, παιδεύτηκε να βρει τον δρόμο του, έπεσε μέσα στα βάτα, σκαρφάλωσε βράχια, γδάρθηκε, μάτωσε, αλλά στο τέλος πέτυχε τον σκοπό του: Έφτασε καταϊδρωμένος κάτω από τον ίσκιο της, κυλίστηκε ευτυχισμένος πάνω στις παπαρούνες και τα χαμολούλουδα και «δρόσος, άρωμα και χαρμονή εθώπευ[αν] την ψυχήν [του]». Πέρασαν πολλά χρόνια. Μεγάλωσε. Ξενιτεύτηκε. Κάποτε, ηλικιωμένος πια, θέλησε να επισκεφτεί «τα προσκυνητάρια των παιδικών αναμνήσεων». Ήρθε και στον τόπο όπου δέσποζε άλλοτε το μεγαλοπρεπές δέντρο. Αλλά δεν το βρήκε. Μια γριά καθισμένη στο κατώφλι της καλύβας της, με τις δυο της προβατίνες να βόσκουν στο διπλανό κτήμα, τον πληροφόρησε ότι τη βελανιδιά την είχε κόψει ένας κάποιος Βαργένης. Και ήταν η τελευταία του αποκοτιά, συνέχισε η γριά, γιατί μετά από λίγο καιρό αρρώστησε και πέθανε. «Το Μεγάλο Δέντρο ήταν στοιχειωμένο», κατέληξε. Τέλος του διηγήματος.
Οι όροι οι οποίοι χρησιμοποιούνται για να χαρακτηρίσουμε τα καλλιτεχνικά δημιουργήματα είναι συχνά ασαφείς. Και αν θέλουμε ο αισθητικός μας διάλογος να έχει κάποια ουσία, πρέπει να είμαστε πολύ προσεκτικοί όταν τους μεταχειριζόμαστε. Στην προκειμένη περίπτωση της «βασιλικής δρυός», τι σημαίνει ακριβώς «αυτοβιογραφικό διήγημα»; Πού πάει ο τόνος: στη λέξη «αυτοβιογραφικό» ή στη λέξη «διήγημα»;
Το αυτοβιογραφικό είδος, ως ιδιαίτερο λογοτεχνικό είδος, έχει κι αυτό την ιστορία του και τον πατέρα του, τον άγιο Αυγουστίνο. Βασίζεται στην προσπάθεια που καταβάλλει ο συγγραφέας-υποκείμενο ν’ αποκαλύψει την αλήθεια του εαυτού του φέρνοντας στην επιφάνεια σημαντικά κατ’ αυτόν γεγονότα από τη ζωή του. Αναγκαστικά, πρέπει να τα περιγράψει αυτά τα γεγονότα. Και επιθυμεί οπωσδήποτε να τα καταστήσει αληθοφανή στα μάτια του αναγνώστη. Γιατί, χωρίς την αληθοφάνεια των λόγων του, θα πήγαινε περίπατο η κρυμμένη του αλήθεια. Εννοείται ότι στο αυτοβιογραφικό είδος ποτέ δεν αναιρείται ο φυσικός, ας πούμε, αναχρονισμός. Ποτέ η υποχρεωτικά εκ των υστέρων περιγραφή δεν θα φέρει στο φως το παρελθόν γεγονός ατόφιο. Γιατί στο μεταξύ το υποκείμενο που θυμάται και περιγράφει κάτι έχει «εξελιχθεί» και η γλώσσα του είναι η γλώσσα του παρόντος του. Παράδειγμα: Όταν ο Παπαδιαμάντης γράφει «οι κλάδοι της χλωρόφαιοι, κατάμεστοι, κραταιοί˙ οι κλώνοι της, γαμψοί ως η κατατομή του αετού, ούλοι ως η χαίτη του λέοντος, προείχον αναδεδημένοι εις βασιλικά στέμματα», η αρχή της αληθοφάνειας δεν διαταράσσεται, παρ’ όλο που δύσκολα θα μπορούσαμε να αισθανθούμε τούτη την πλούσια μεταφορική γλώσσα στα χείλη ενός εντεκάχρονου παιδιού. Αυτοβιογραφικό λοιπόν το κείμενο του Παπαδιαμάντη.
Όταν όμως, λίγες σειρές πιο κάτω, διαβάζουμε «Από τα φύλλα της εστάλαζε κ’ έρρεεν ολόγυρά της “μάννα ζωής, δρόσος γλυκασμού, μέλι το εκ πέτρας”» ή ακόμα «ας έπιπτον να κυλισθώ εις την χλόην της, να στεγασθώ υπό την σκιάν της, υπό τα αετώματα των κλώνων της, τα όμοια στέμματα Δαυΐδ θεολήπτου», τότε ο αναχρονισμός βγάζει μάτι και, κατά συνέπεια, ο αυτοβιογραφικός λογοτεχνικός κανόνας καταργείται αυτόχρημα. Τι δουλειά έχει εδώ το απόσπασμα “μάννα ζωής, δρόσος γλυκασμού, μέλι το εκ πέτρας” από τη Λειτουργία των Τριών Ιεραρχών και ο βασιλιάς Δαυΐδ; Ο συγγραφέας περιγράφει την εμπειρία της πρώτης του ερωτικής περιπέτειας˙ τούτες εδώ οι θρησκευτικές σφήνες, σκέφτεται ο καλοπροαίρετος αναγνώστης, ηχούν, αν μη τι άλλο, παράταιρες.
Υπάρχουν εντούτοις δύο τρόποι για να διασωθεί η «βασιλική δρυς» ως αυτοβιογραφικό διήγημα: ο ψυχαναλυτικός και ο θεολογικός – και οι δυο κατά τη γνώμη μου εξ ίσου εσφαλμένοι. Όχι, δεν ηχούν παράταιρες οι θρησκευτικές αναφορές, θα υποστηρίξουν οι οπαδοί της ψυχανάλυσης. Έχοντας περάσει το κείμενο κάτω από το μικροσκόπιο της επιστήμης τους, θ’ αποφανθούν ότι πρόκειται για σημάδια από τον μεγάλο μηχανισμό της απώθησης, που δουλεύει μέρα-νύχτα στα έγκατα του υποσυνείδητου. Η ένστασή τους θα είχε ίσως βάση αν η ερωτική φαντασίωση του παιδιού εκτιθόταν καμουφλαρισμένη, αν κρυβόταν πίσω από μισόλογα, αν δεν ολοκληρωνόταν με τόση παρρησία και τόση απλότητα.
Στους αντίποδες της ψυχαναλυτικής ερμηνείας θα βρούμε τη θεολογικο-αλληγορική. Κι αυτή η ερμηνεία προϋποθέτει ότι το διήγημα είναι αυτοβιογραφικό με τη στενή έννοια του όρου. Ότι δηλαδή ο Παπαδιαμάντης εκφράζει λογοτεχνικότατα τον βαθειά χριστιανικό του εαυτό. Μόνο που οι θιασώτες τούτης της θεώρησης διαβάζουν το έργο κρατώντας στα χέρια τους το τηλεσκόπιο της θρησκείας. Όχι, δεν ηχούν παράταιρες, θ’ αντιτείνουν κι αυτοί με τη σειρά τους, οι θρησκευτικές αναφορές, αρκεί να το διαβάσουμε το διήγημα ως αλληγορία. Η βελανιδιά, θα ισχυριστούν, δεν είναι βελανιδιά αλλά η βασιλεία των ουρανών, οι κόκκινες παπαρούνες, ιερές παρουσίες, και η διάχυτη ερωτική ατμόσφαιρα, η εκστατική ένωση του πιστού με τον Θεό του. Και τούτη δω η εξήγηση θα είχε ίσως κάποια βάση αν αποφασίζαμε πως ο πραγματικός κόσμος δεν έχει καμία υπόσταση, πως όλα είναι λέξεις και μόνον λέξεις και πως, ό,τι κι αν μας πει ο συνάνθρωπός μας, εμείς θα καταλαβαίνουμε αυτό που θέλει η πίστη μας.
Και όμως, όπως θα φανεί στη συνέχεια, δεν ηχούν παράταιρα τα θρησκευτικά εμβόλιμα κομματάκια σε σχέση με το όλον. Η ενότητα του έργου δεν διασαλεύεται καθόλου από την παρουσία τους. Αρκεί να προσαρμόσουμε τα κιάλια μας σ’ αυτό που έχουμε μπροστά στα μάτια μας: ένα διήγημα. Δηλαδή μια λεπτομέρεια από το πολύπτυχο και πολυεπίπεδο μυθιστορηματικό μωσαϊκό του Παπαδιαμάντη. Δηλαδή ένα λογοτεχνικό έργο που υπακούει στους θεμελιώδεις κανόνες της τέχνης του μυθιστορήματος. Σ’ αυτή την τέχνη, ακόμα κι αν το υλικό είναι καθαρά αυτοβιογραφικό, ο καλλιτέχνης δεν πασχίζει ν’ αποκαλύψει την αλήθεια του εαυτού του αλλά να ενσαρκώσει την αλήθεια του ήρωά του. Διαβάζοντας το «Υπό την βασιλικήν δρυν», δεν μαθαίνουμε απολύτως τίποτα για τον ίδιο τον συγγραφέα. Αν θέλουμε όμως να μάθουμε κάτι, κάτι το καινούργιο και το πρωτάκουστο, κάτι που ποτέ δεν έχει ειπωθεί, πρέπει να σκύψουμε και ν’ αφουγκραστούμε το μυθιστορηματικό του πρόσωπο, το οποίο, στην παρούσα περίπτωση, δεν είναι ο Παπαδιαμάντης σε μικρή ηλικία αλλά ένας μικρός ονόματι Παπαδιαμάντης. Μόνο αν καταφέρουμε να ενδιαφερθούμε για την αλήθεια, για την υπαρξιακή αλήθεια, εννοείται, αυτού εδώ του προσώπου, έχουμε ελπίδα να κατανοήσουμε το έργο στην ολότητά του.
Η ψυχαναλυτική ερμηνεία, καθώς και η θεολογική, δουλεύουν με σύμβολα. Και οι δύο τούτες προσεγγίσεις των ανθρώπινων πραγμάτων είναι παντελώς ξένες προς τη μυθιστορηματική λογική και αισθητική. Στο μυθιστόρημα έχουμε να κάνουμε με συγκεκριμένες υπαρξιακές καταστάσεις. Αινιγματικές. Ασύλληπτες, με βάση τις καθιερωμένες αντιλήψεις. Άγνωστες. Πώς γίνεται, για παράδειγμα, και συνυπάρχουν ειρηνικά στην παιδική φαντασία η ερωτική επιθυμία για ένα δέντρο, και το Ευαγγέλιο; Α, το Ευαγγέλιο ήρθε στη φαντασία του υποκειμένου αργότερα, για να παρακαμφθεί η σεξουαλική διαταραχή, θα σπεύσουν να σχολιάσουν οι ψυχαναλυτές. Ά, όχι, ο έρωτας δεν είναι σαρκικός, είναι θείος, θα τονίσουν οι θεολογίζοντες. Και τα δύο συστήματα σκέψης παρακάμπτουν την ψυχική ασυμβατότητα, που είναι το σήμα κατατεθέν, η υπαρξιακή ιδιομορφία του ήρωά μας. Προσφεύγουν σε γνώσεις έξωθεν, σε προκατασκευασμένες απαντήσεις. Και τα δύο συστήματα ξαναμαθαίνουν από την εμπειρία του μικρού Παπαδιαμάντη αυτό που ξέρουν ήδη. Και τα δύο αρνούνται να δουν τα πράγματα όπως έχουν. [….]
* Ο Λάκης Προγκίδης είναι συγγραφέας, εκδότης του λογοτεχνικού περιοδικού L’Atelier du Roman**
ΠΗΓΗ: Νέος Λόγιος Ερμής, τ. 9. Το είδα: Οκτωβρίου 4, 2014, http://ardin-rixi.gr/archives/18823
** Ο Λάκης Προγκίδης γεννήθηκε στο Βόλο το 1947. Σπούδασε στο Πολυτεχνείο της Θεσσαλονίκης. Εργάσθηκε για μερικά χρόνια ως πολιτικός μηχανικός. Από το 1980 ζει στο Παρίσι. Μετά από έναν νέο κύκλο πανεπιστημιακών σπουδών, στο χώρο της λογοτεχνίας αυτή τη φορά, υποστηρίζει το 1994 τη διδακτορική του διατριβή, με θέμα τον Παπαδιαμάντη και το μυθιστόρημα. Έχουν εκδοθεί στα γαλλικά τρία βιβλία του «Un ecrivain malgre la critique», «La conquete du roman. De Papadiamantis a Boccace», «De l’autre cote du brouillard». Άρθρα του για το μυθιστόρημα έχουν δημοσιευτεί σε πολλά περιοδικά, γαλλικά και άλλα. Το 1993 ίδρυσε, και έκτοτε διευθύνει, το τριμηνιαίο λογοτεχνικό περιοδικό L’Atelier du Roman. ΠΗΓΗ: http://www.biblionet.gr/author/743/Lakis_Proguidis
Ξέρω πως ήταν μαθητής του, αλλά γιατί βάζετε τη φωτογραφία του Κούντερα και όχι του Προγκίδη στην αρχή του άρθρου;
Ευχαριστώ για την παρατήρηση. Έχετε δίκιο. ΤΗν αλλάζω με ένα βιβλίο του…
Και διαλέξατε ένα πολύ καλό βιβλίο!