Ποιος δεν έρχεται στο φως;
Του Θανάση Ν. Παπαθανασίου*
«Η Εκκλησία της Ελλάδος εδώ και δεκαετίες πρωτοπορεί πασιφανώς και στους τομείς του εκδημοκρατισμού και του κοινωνικού ελέγχου». Πόθεν η φράση; Από το φυλλάδιο με τίτλο «Προς το Λαό» που εκδίδεται εν ονόματι της Ιεράς Συνόδου, και δη από το τεύχος που εκδόθηκε τον Απρίλιο του 2005. Την εποχή, δηλαδή, που η Ιεραρχία πάσχιζε να αντιμετωπίσει τον ορυμαγδό των σκανδάλων, αν τυχόν θυμόμαστε…
Μα, γιατί να θυμόμαστε; Αν η μνήμη δεν είναι απλώς αναπόληση, αλλά – όλως αντιθέτως – παγοθραυστικό προς το αύριο, τότε αφορά μια διαδικασία στοχασμού και βασανισμού. Όμως ούτε για στοχασμό ούτε για βασανισμό απομένει χώρος, όποτε κυριαρχεί το θέαμα, ο μεσσιανισμός ή η καμαρίλα. Ένα από τα οδυνηρότερα χαρακτηριστικά βαθιάς κρίσης είναι η λεηλασία του λόγου. Το να εκφέρεται, δηλαδή, ένας λόγος που ακούγεται όντως σημαντικός, μα εκφέρεται κυνικά, σε ιλιγγιώδη αντίφαση προς την πραγματικότητα που υπηρετεί ο ρήτορας. Τι κοστίζει, λοιπόν, να δηλώνεις δημοκράτης, και μάλιστα πρωτοπόρος;
Στο παρά πέντε εκλογής αρχιεπισκόπου, έχουμε μιαν Ιεραρχία που προδήλως της είναι αδιανόητο αυτό που θα μπορούσε να είναι απλώς το αυτονόητο: να συνάξει τα μέλη της (παπάδες και λαϊκούς) για να συζητήσουν. Γιατί άραγε όποτε η Σύνοδος διοργανώνει λαοσυνάξεις, τις διοργανώνει κατά αυτών που νοεί ως εξωτερικούς εχθρούς (νόμος Τρίτση, Σκοπιανό, ταυτότητες) κι όχι για να αναστοχαστεί τη δική της εσωτερική λειτουργία και συγκρότηση; Μια Ιεραρχία που διεκδικεί για το λόγο της θέση στο δημόσιο χώρο (και καλά κάνει αλίμονο στην πολιτεία που δεν καλωσορίζει τα πάντα στο δημόσιο φόρουμ), γιατί άραγε βρίσκεται σε αδυναμία να διακονήσει στα σπλάχνα της συζήτηση των ζητημάτων που χαίνουν; Γιατί άραγε ζητήματα, όπως η αδράνεια περί τη Μητρόπολη Αττικής, η περίσσεια εθνικισμού, η χλιδή, η μετάλλαξη των εκκλησιαστικών διακονημάτων σε αξιώματα (βλέπε, για παράδειγμα, την ιδιότητα του αρχιμανδρίτη που εγκαταβιοί σε αστικό διαμέρισμα και του τιτουλάριου επισκόπου δίχως επισκοπή) μοιάζει αδύνατο να αποτελούν ατζέντα του εκκλησιαστικού σώματος;
Δύσκολα πράγματα; Φυσικά! Τίποτα ποτέ δεν είναι αυτόματο ή πανάκεια. Αλλά αν τυχόν θέλεις να είσαι ζωντανός παράγοντας της ανθρώπινης ιστορίας, οφείλεις να κοπιάσεις και να θεολογήσεις – αν βέβαια οι χριστιανοί όντως νοούμε το θεολογικό λόγο ως πράξη ευθύνης κι όχι ως την τέχνη να φλυαρείς για να πεις τίποτα. Και η μεγαλύτερη τραγωδία είναι να μην υποψιάζεται κάποιος ότι το Άγιο Πνεύμα μπορεί απλούστατα να διαφωνεί με τις επιλογές του! Ο ναρκισσισμός αυτός αλλοιώνει βαθύτατα το ορθόδοξο ήθος, δηλαδή το ήθος της μετάνοιας σε κάθε επίπεδο (συμπεριλαμβανομένων και ιερέων που οργανώνουν λόχους πνευματικοπαιδιών, συχνά μάλιστα με αντιεπισκοπικές κορόνες!). Σε ποια μετάνοια, και προς τι, μπορεί να προχωρήσει όποιος χώνει τον Θεό στο τσεπάκι του;
«Κάθε άνθρωπος που πράττει έργα φαύλα», λέει το ευαγγέλιο, «μισεί το φως και δεν έρχεται στο φως, γιατί φοβάται μήπως φανούν τα έργα του και κριθούν» (Ιω. 3:20). Όμως, το φως που καλωσορίζει τη συνοδικότητα και χαίρεται την αναμέτρηση, έχει χαώδη διαφορά από τη λογική κάθε μεσσία: είτε εκείνου που μετατρέπει την Εκκλησία σε Βουκεφάλα του για να καθυποτάξει την Ιστορία, είτε εκείνου που τη μαραζώνει για να την καταντήσει λαγούμι καθαρών. Είναι, κοντολογίς, εκείνο το φως που κάνει ευδιάκριτα τα πρόσωπα των συνδαιτυμόνων όχι εκείνο που βολεύει τον μισθοφόρο και στραβώνει τον λιγωμένο οπαδό.
* Ο Θανάσης Ν. Παπαθανασίου είναι δρ Θεολογίας και αρχισυντάκτης του περιοδικού «Σύναξη»