Ο παπάς της Σπιναλόγκα – Iερομόναχος Χρύσανθος Κατσουλογιαννάκης

Ο παπάς της Σπιναλόγκα

Εφημέριος της Σπιναλόγκας Iερομόναχος Χρύσανθος Κατσουλογιαννάκης

Του Δημήτρη Λ. Παπαδάκη*

Μια από τις πιο φοβερές αρρώστιες** της ανθρωπότητας ήταν η λέπρα. Το σώμα των λεπρών γέμιζε εξανθήματα και έλκη, από τα οποία έτρεχε δυσώδες πρασινοκίτρινο υγρό. Τα κόκκαλα των χεριών ατροφούσαν η νεκρώνονταν, τα δάκτυλα κόβονταν. Το πρόσωπό τους, με φαγωμένα μάγουλα, με μάτια ζαρωμένα στην κόγχη τους η γουρλωμένα, με χείλη σκισμένα η σάπια, με πεσμένα τα φρύδια, τα ματόκλαδα και τα δόντια, ήταν σαν φρικιαστική μάσκα τραγωδίας. Η λέπρα τους οδηγούσε στο θάνατο αργά, βασανιστικά.

Οι άνθρωποι πίστευαν ότι η λέπρα ήταν θεία τιμωρία στους αμαρτωλούς και ότι ήταν σφόδρα μεταδοτική. Ήξεραν δε ότι ήταν ανίατη. Έτσι στα πανάρχαια χρόνια απαγορευόταν στους λεπρούς να έρχονται σε επικοινωνία με άλλους ανθρώπους.

Το Λευϊτικό αναφέρει: «Ο λεπρός πρέπει να έχει λυτή την κόμη του· να καλύπτει το μύστακά του και να φωνάζει: Ακάθαρτος! Ακάθαρτος!» (Κεφ. 13, 45,46).

Ο Ηρόδοτος μας πληροφορεί: «Ος αν δε των αστών λέπρην η λεύκην έχη, ες πόλιν ούτος ου κατέρχεται ουδέ συμμίσγεται τοίσι άλλοισι Πέρσησι· φασί δε μιν ες τον ήλιον αμαρτόντα τι ταύτα έχειν» (Ιστορίαι, Βιβλ. 1, 138). (Εάν δε κάποιος από τους αστούς έχει λέπρα η λεύκη, σε πόλη αυτός δεν κατεβαίνει ούτε έρχεται σε επικοινωνία με τους άλλους Πέρσες· λέγουν δε ότι αυτός έχει αυτά, επειδή έκαμε κάποιο αμάρτημα στον ήλιο).

Το 15ο και 16ο αιώνα πολλές φορές ο λεπρός υφίστατο τούτη τη δοκιμασία. Στην Εκκλησία γονάτιζε πάνω σε ένα βάθρο, στο οποίο ακουμπούσαν φέρετρα, και ο ιερέας τελούσε τη νεκρώσιμη ακολουθία. Έπειτα με τους ενορίτες του τον οδηγούσε στον τόπο απομόνωσής του. Εκεί τον συμβούλευε: «Memorare novissima tuae vitae» (Να θυμάσαι τα τέλη της ζωής σου) και ταυτόχρονα έριχνε μια φτυαριά χώμα στα πόδια του -συμβολικός ενταφιασμός- και του ευχόταν: «Sis mortuus mundo, vivens iterum Deo» (Ας είσαι πεθαμένος για τον κόσμο, ζωντανός πάλι για το Θεό). (Francois Arnoud, Λεπροί, οι νεκροζωντανοί του Μεσαίωνα, περ. «Ιστορία εικονογραφημένη», Αύγουστος 1989, σελ. 67-68).

Ο Ευαγγελιστής Λουκάς αναφέρει ότι οι δέκα λεπροί, που συνάντησαν τον Χριστό σε κάποια κώμη, «έστησαν πόρρωθεν»… (ΙΖ´,12).

Η απομόνωση των λεπρών συνεχίστηκε επί αιώνες.

Στην Κρήτη, που υπήρξε η κυριότερη εστία λέπρας, οι λεπροί ζούσαν έξω από τις πόλεις και τα χωριά, στις λεγόμενες Μεσκινιές, σε σπήλαια και καλύβες, και αποζούσαν με την καλλιέργεια κηπευτικών, την εκτροφή ζώων και από τις ελεημοσύνες των περαστικών. Πολλοί ξένοι περιηγητές και Έλληνες συγγραφείς παρουσιάζουν τη φρικτή ζωή των λεπρών στον τόπο της απομόνωσής τους. Ενδεικτικά αναφέρω τον F. W Sieber (Travels in the Island of Crete, London 1823. Μετάφραση: Δ. Μούστρη,Ταξιδεύοντας στη νήσο Κρήτη το 1817, Αθήνα 1994, σελ. 66, 128,167), τον Robert Pashley ( Travels in Crete 1837. Μετάφραση: Δάφνη Γόντικα, Ταξίδια στην Κρήτη, Ηράκλειο 1991, τομ. Α´, σελ. 207), τον Thomas Spratt ( Travels and resaerches in Crete , London 1865. Μετάφραση: Μαρία Ψιλάκη, Ταξίδια και έρευνες στην Κρήτη του 1850. Σχολιασμός Νίκου Ψιλάκη: Στην Κρήτη του σήμερα ακολουθώντας τα βήματα του Spratt, τομ. Α´, Ηράκλειο 2007, σελ. 74-77 και 349-351), τον Ιωσήφ Χατζηδάκη (Περιήγησις εις Κρήτην, Εν Ερμουπόλει 1881, σελ. 19) και τον Νίκο Καζαντζάκη (Καπετάν Μιχάλης, Έκδοση Δ´ Βιβλιοπωλείου της «Εστίας», σελ. 59, 64, 303).

Η Κρητική Πολιτεία με το νόμο 463 της 7 Μαΐου 1903, για να βελτιώσει τη ζωή των λεπρών όρισε τόπο εγκατάστασής τους τη Σπιναλόγκα. Στις 13 Οκτωβρίου 1904 εγκαταστάθηκαν εκεί οι πρώτοι 251 λεπροί! Αργότερα εγκαταστάθηκαν λεπροί και από την άλλη Ελλάδα.

Δυστυχώς και στη Σπιναλόγκα η ζωή των λεπρών ήταν φρικτή. Το νησί είχε έκταση περίπου ογδόντα πέντε στρέμματα και ήταν βραχώδες και άνυδρο. Η Κρητική Πολιτεία και αργότερα το Ελληνικό κράτος, λόγω της κακής οικονομικής κατάστασής τους, δεν μπόρεσαν να βοηθήσουν τους λεπρούς όσο έπρεπε. Απ᾽ όσο ξέρω μετά το 1950 το ελληνικό κράτος χωρήγησε σε κάθε λεπρό μικρό μηνιαίο χρηματικό βοήθημα.

Την τραγική κατάσταση των λεπρών στη Σπιναλόγκα παρουσιάζουν νομάρχες του Νομού Λασιθίου με έγγραφά τους στον Ελευθέριο Βενιζέλο και το Υπουργείο Υγιεινής, γιατροί, δημοσιογράφοι και λογοτέχνες με δημοσιεύματά τους.

Ο νομάρχης Λασιθίου Στυλιανός Γεωργίου με το υπ᾽ αριθμ. πρωτ. 6010/6 Αυγούστου 1926 έγγραφό του αναφέρει στον Ελευθέριο Βενιζέλο: «Ξηρός και απότομος βράχος εν θαλάσση, με ολίγας κατοικίας ως τρώγλας, δεν δύναται να εξυπηρετήση έστω και κατ᾽ ελάχιστον τας ανάγκας ενός τοιούτου Ιδρύματος. Και ως ειρκτή καταδίκων και ως τάφος είναι ανεπαρκής.

Η κατάστασις του κατ᾽ ευφημισμόν λεγομένου τούτου Ιδρύματος αποτελεί στίγμα δια τον πεπολιτισμένον άνθρωπον και την κοινωνίαν μας»

Επίσης ο νομάρχης Λασιθίου Κ. Αναγνωστάκης με το υπ᾽ αριθμ. πρωτ. 8775/24 Νοεμβρίου 1926 υπόμνημά του προς το Υπουργείο Υγιεινής, Πρόνοιας και Αντιλήψεως αναφέρει: «Διακόσια πεντήκοντα ανθρώπινα πλάσματα, απόκληρα της τύχης, έχουν απομονωθή η μάλλον πεταχθή εις τον ξηρόν βράχον της Σπιναλόγκας. Επεθεώρησα απάσας τας οικίας η μάλλον τας τρώγλας των λεπρών. Αληθώς η ανθρώπινη συνείδησις εξανίσταται από την ελεεινήν κατάστασιν αυτών» (Περιοδ. «Μύσων», ο.π. σελ. 86).

Ο καθηγητής του Πανεπιστημίου της Λειψίας Κ. Ζεϋφάρτ, που επισκέφθηκε τη Σπιναλόγκα το 1925, σε άρθρο του στην «Εβδομαδιαία Γερμανική Ιατρική Επιθεώρηση» γράφει: «Η διαδρομή μέσα από τους κατεστραμμένους δρόμους παρέχει την εικόνα της απαίσιας ζωής των λεπρών (…). Με τις βραχνές, σαν κρωγμοί, φωνές τους μας παραπονούνται οι λεπροί για την απομόνωσή τους, προπάντων γιατί δεν τους γίνεται καμιά θεραπεία (…). Το Λεπροκομείο πρέπει να μετατραπεί σε θεραπευτήριο και ανθρωπιστική αποικία» (περιοδ. «Μύσων», ο.π., σελ. 76, 77, 81).

Ο τιμημένος με το βραβείο Νόμπελ διευθυντής του Ινστιτούτου Παστέρ της Τύνιδας Κάρολος Νικόλ, έπειτα από επίσκεψή του το 1927 στο Λεπροκομείο της Σπιναλόγκας, γράφει στην Illustration (24.11.1928): «Η μοίρα, η οποία έχει την τέχνη να επιδεικνύει τα βασανιστήριά της, προσθέτει στην τραγωδία της αρρώστιας και την τραγωδία της πλήξης (…). Στο νησί δε γινόταν συστηματική θεραπεία. Μια νέα γυναίκα αυτοκτόνησε. Πολλοί, για να γλυτώσουν από τη φρικτή φυλακή, έπεσαν στη θάλασσα και πνίγηκαν. Είναι καιρός η Ελλάδα να εξαλείψει το αίσχος της Σπιναλόγκας» (Περιοδ. «Μύσων», ο.π., σελ. 73, 74).

Ο δημοσιογράφος Άγγελος Σγουρός παρουσιάζει τη ζωή των λεπρών στη Σπιναλόγκα και το φόβο που προεξενούσε η λέπρα στους ανθρώπους στην εφημερίδα «Εμπρός» (29 Ιουλίου ως και 1 Αυγούστου 1929) υπό τον τίτλο «Ο αργός θάνατος στο νησί των λεπρών» και υπότιτλο «Οι λεπροί δεν μαρτυρούν από την αρρώστια, αλλά από την κοινωνική και πολιτική αδιαφορία»:

«Όλοι όσοι άκουσαν ότι θα πάω στη Σπιναλόγκα με χαρακτήρισαν τρελό, πολλοί δε γυρίζοντας στην Αθήνα με κοιτάζουν με φρίκη ως φορέα της λέπρας (…). Στη Σπιναλόγκα σήμερα η θεραπεία είναι αστεία (…). Επαναλαμβάνω τα παράπονα των λεπρών: Οι άνθρωποι μας εγκατέλειψαν, η πολιτεία μας πέταξε σε ένα έρημο τόπο, χωρίς χώμα, χωρίς νερό, χωρίς σκια πρασινάδας (…). Η μεταφορά σε άλλο μέρος των λεπρών είναι απαραίτητη».

Οι εφημερίδες «Ίδη» του Ηρακλείου, «Αθηναϊκή» και «Ελευθερία» της Αθήνας και κυρίως η εφημερίδα «Ανατολή» του Νομού Λασιθίου με πολλά δημοσιεύματά τους ζητούν την εξάλειψη της ανθρώπινης τραγωδίας στο νησί.

Ο γιατρός Γεώργιος Παπαγεωργίου, που επισκέφτηκε το νησί στις 21 Οκτωβρίου 1945 ως αντιπρόσωπος του Ε.Α.Μ. Νομού Λασιθίου, παρουσιάζει τις εντυπώσεις του στην εφημερίδα «Εθνικό Εγερτήριο» (15.11.1945). Το κείμενο αυτό αναδημοσίευσε ο φίλος πρώην σύμβουλος φιλολόγων Μανώλης Μιλτ. Παπαδάκης στην εφημερίδα «Ανατολή» του Νομού Λασιθίου (11.8.1984), απ᾽ όπου και το παίρνω:

«Η ζωή τριάντα ασθενών είναι μια αληθινή τραγωδία. Είναι τριάντα μελλοθάνατοι, που σπαρταρούν στα θλιβερά κρεβάτια τους χωρίς γιατρό και φάρμακα… Μόλις πάτησα το πόδι μου στον τάφο αυτό των ζωντανών, μου φώναζαν κλαίοντας: Γιατρέ, είμαστε εγκαταλελειμμένοι από το κράτος και την κοινωνία. Πεθαίνουμε σα δηλητηριασμένα σκυλιά και γιατρό έχουμε να δούμε τώρα και ένα χρόνο. Το νερό που πίνουμε μαζεύεται μέσα σε στέρνες και, καθώς το τραβάμε με τον κουβά, πέφτουν μέσα τα δάκτυλά μας. Πίνουμε το αίμα μας, το πύο μας και τρώμε τις σάρκες μας. Γιατί δεν μεριμνούν για την απολύμανση του νερού; (…). Οι ασθενείς συνάνθρωποί μας χρειάζονται αμέσως ρούχα, τρόφιμα, φάρμακα, γιατρούς και στοργή».

Η Πετρούλα Ψηλορείτη, ψευδώνυμο της Γαλάτειας Αλεξίου-Καζαντζάκη, στη νουβέλα «Η άρρωστη πολιτεία», που δημοσίευσε το 1914 στο περιοδικό της Αλεξάνδρειας «Νέα Ζωή», παρουσιάζει τη φρικτή κατάσταση των λεπρών στη Σπιναλόγκα. Παρουσιάζει ακόμα τον έρωτα δύο λεπρών. Μας δίδει δε τα αλληλοσυγκρουόμενα συναισθήματα της κοπέλας, που γεννούν ο έρωτας, η αρρώστια, το κομμένο χέρι, τα σκισμένα χείλη και τα αλύγιστα δάκτυλα του χεριού του αγαπημένου της, η απομόνωση, ο θάνατος.

Το τέλος της νουβέλας:

«Ρώτησα μια γυναίκα να μου πει που συχνάζει ο Λουκάς.

-Μακριά, πίσω από κείνο το βράχο, σ᾽ ένα μικρό σπήλιο. Για να πάει κανείς χρειάζεται να πατήσει προσεχτικά σε κάτι πέτρες, που κάνουν μονοπάτι.

Και πήγα. Περπάτησα προσεχτικά το μονοπάτι, που φέρνει στην είσοδο. Η θάλασσα ήταν ταραγμένη και βράχηκαν τα πόδια μου. Έσκυψα σιγά-σιγά και κοίταξα μέσα. Ήταν δειλινό. Στο λίγο φως, δε διέκρινα τα χαρακτηριστικά του… Μόλις με είδε ήρθε σε με. Μου είπε:

-Περίμενε κι έρχομαι.

Όταν ξαναήρθε του είπα:

-Τι καλά που είναι εδώ.

-Εδώ θα περάσομε τη νύχτα μαζί.

Έβγαλα όλες τις πέτρες που έκαναν το μονοπάτι. Η θάλασσα θα φουσκώσει πιο πολύ και δεν θα μπορέσεις να φύγεις.

-Και οι πέτρες να ᾽μεναν, εγώ δεν θα ᾽φευγα. Εγώ ήρθα να μείνω (…).

Το σκοτάδι μας σκέπαζε ολοένα. Η άρρωστη πολιτεία είχε βουλιάξει σ᾽ ένα σκοτάδι πηχτό σαν τέλμα και κανένα λευκό λουλούδι δεν ανθούσε επάνω στα στεκάμενα νερά».

Ο ποιητής Μιχαήλ Διαλλινάς (Διαλλινομιχάλης) στο ποίημά του «Σπιναλόγκα», που δημοσίευσε στην εφημερίδα «Ίδη» (14 Μαρτίου 1914) του Ηρακλείου, γράφει:

«Είδα κορμιά που τρέχανε ακαθαρσίες κι αίμα

και κατ᾽ ανάγκη έστρεψα σ᾽ άλλη μεριά το βλέμμα.

Ζουγλούς και κακορίζικους με τα χυμένα μάτια (…)

Για να αρχίσει άνθρωπος να σας τα διηγάται

όσον καιρό κι αν ζήσετε, κρέας δεν θε να φάτε».

Ο Θέμος Κορνάρος στο βιβλίο του «Σπιναλόγκα» (1936) γράφει: «Αυτοί, που δουλεύανε σ᾽ όλη τους τη ζωή, χωρίς να χορτάσουν ψωμί, βρίσκονται τώρα στην αρρώστια τους πεταμένοι σαν κοπριά σ᾽ έναν κοπρόλακκο βρωμερό, που λέγεται Σπιναλόγκα».

Οι κριτικοί χαρακτήρισαν το βιβλίο αυτό «βέλος εναντίον της ελληνικής πρόνοιας» και «κραυγή σφαγμένου ζώου μέσα στο χάος της απάνθρωπης αθλιότητας».

Ο Γουλιέλμος Άμποτ στο ογκώδες μυθιστόρημά του «Γη και νερό» (1936) παρουσιάζει τους χανσενικούς [1] της Σπιναλόγκας να ζουν σε συνθήκες απίστευτης αθλιότητας.

Ο Παύλος Παλαιολόγος σε χρονογράφημά του υπό τον τίτλο «Με κάποιους απόκληρους», που δημοσίευσε, έπειτα από επισκεψή του στο «Νοσοκομείο Λοιμωδών Νόσων» της Αθήνας, στην εφημερίδα «Ελεύθερο Βήμα» (26 Απριλίου 1944), γράφει:

«Τρία επιβλητικά κτήρια στεγάζουν τους ανθρώπους που έπληξε η κατάρα των ουρανών. Στέγη των αρρώστων και κέντρο επιστημονικών ερευνών. Δεν λησμονώ την εντύπωση, όταν για πρώτη φορά επεκοινώνησα με τα θύματά της. Τριακόσιοι τόσοι, γυναίκες και άνδρες, στο μαύρο βράχο της Σπιναλόγκας. Είναι από τα θεάματα που σας συνοδεύουν για πάντα. Το ξαναείδα προχθές. Δεν παρουσιάζεται όμως και εδώ η ίδια φοβερή εικόνα. Όμοιες φυσικά οι εκδηλώσεις της αρρώστιας. Αλλά τόσο διαφορετικές οι συνθήκες της διαβίωσης… Τίποτα που να θυμίζει τον απαίσιο βράχο της Κρήτης, άνυδρο, άδεντρο, τόπο κόλασης, όπου δεν είχαν ούτε όσο χώμα χρειάζεται για την ταφή ενός νεκρού».

Και η λαϊκή μούσα παρουσιάζει τον πόνο των λεπρών, που βρίσκονται στη Σπιναλόγκα:

«Στη Σπιναλόγκα βρίσκομαι,

αγάπη μου και φως μου.

Ο χωρισμός μας πιο βαρύς

κι απ᾽ τα βουνά του κόσμου».

Ο Ιταλός Renzo Biasion, που υπηρετούσε την περίοδο της κατοχής ως υπολοχαγός στην Επαρχία Μεραμπέλλου, στο βιβλίο του «SAGAPO» γράφει:

«Απέναντί μας, σε πολύ μικρή απόσταση, βλέπαμε ένα νησάκι (…). Ένας Έλληνας, ο Ανδρουλάκης, ήρθε σε μένα να ζητήσει άδεια να ψαρέψει. Τον ρώτησα αν η βάρκα ήταν γερή, για να μας πάει στο νησί. Απάντησε καταφατικά.

Την επαύριο όσοι άνδρες βγήκαν με κλήρο και εγώ επιβιβαστήκαμε στη βάρκα, για να πάμε στο νησί (…). Ο αέρας μας έφερε σε μια πλευρά του νησιού με πελώριους βράχους. Ήμαστε υποχρεωμένοι να λοξοπλεύσομε. Ο Ανδρουλάκης κατέβασε το πανί και χρησιμοποιούσε τα κουπιά. Ήξερα ότι η διοίκηση είχε κλείσει τους λεπρούς σε ένα νησί. Όταν αντιλήφθηκα ότι αυτό είναι η Σπιναλόγκα, μια μαχαιριά τρύπησε την καρδιά μου. Στην αμμουδιά μια συντροφιά από γυναίκες και άντρες μας κοιτούσαν (…). Πολλοί είχαν σκεπάσει τις πληγές τους με κουρέλια, τα οποία σέρνονταν στο χώμα. Πιο πέρα αντικρίσαμε ένα άντρα. Ήταν τρομερό να τον βλέπεις με το παραμορφωμένο πρόσωπο (…). Τότε εγώ ο ίδιος γύρισα το τιμόνι της βάρκας» (Γ. Πρατσίνη, Σπιναλόγκα, εφημ. «Ανατολή» (3.1.1984).

Η Αγγλίδα δημοσιογράφος και συγγραφέας Victoria Hislop στο μυθιστόρημά της «Το νησί» παρουσιάζει τις δύσκολες συνθήκες ζωής των λεπρών στη Σπιναλόγκα και τη βελτίωσή τους με την πάροδο του χρόνου. Ένας δραστήριος λεπρός δημιουργεί μια οργανωμένη κοινότητα, στην οποία οι ανθρώπινες αδυναμίες σβήνουν με την έμπρακτη αγάπη και αλληλεγγύη των μελών της.

Παρουσίασα δια μακρών με κείμενα το φόβο και την αποστροφή που προξενούσε σε όλους η λέπρα, ανίατη τότε, και, όπως πίστευαν όλοι, πολύ μεταδοτική, και τη φρικτή κατάσταση των λεπρών στη Σπιναλόγκα. Πιστεύω ότι έτσι μόνο μπορούμε να αντιληφθούμε τη σημασία της απόφασης του πατέρα Χρύσανθου να διακονήσει τους λεπρούς διαμένοντας στη Σπιναλόγκα.

Στο νησί, λόγω του φόβου μόλυνσης από τη λέπρα και της αποστροφής που προξενούσε το θέαμα των λεπρών, πήγαιναν ελάχιστοι, για να μεταφέρουν εκεί τρόφιμα και άλλα είδη πρώτης ανάγκης.

Το 1947 ο εφημέριος των λεπρών της Σπιναλόγκας Μελέτιος Βουργούρης έλαβε από τον επίσκοπο Πέτρας Διονύσιο Μαραγκουδάκη διμηνιαία άδεια, από 20 Ιουλίου ως 20 Σεπτεμβρίου, για να μεταβεί στους Αγίους Τόπους. Ο επίσκοπος δεν μπορούσε να βρει ιερέα για την αντικατάστασή του.

Τότε ο ιερομόναχος της Μονής Φανερωμένης Ιεράπετρας Χρύσανθος Κατσουλογιαννάκης εξέφρασε την επιθυμία του στον επίσκοπό του Φιλόθεο Μαζοκοπάκη να αναπληρώσει το κενό. Διορίσθηκε αναπληρωτής του Μελετίου με το ακόλουθο έγγραφο:

ΒΑΣΙΛΕΙΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ

ΙΕΡΑ ΕΠΙΣΚΟΠΗ ΠΕΤΡΑΣ

Αριθ. πρωτ. 408, Εν Νεαπόλει τη 14η Ιουλίου 1947.

Προς την Διεύθυνσιν Νοσηλευτηρίου Λεπρών «Ο Άγιος Παντελεήμων».

Κύριε Διευθυντά,

Εις απάντησιν του υπ᾽ αριθμ. 561/422 της 9ης μεσούντος μηνός υμετέρου εγγράφου, γνωρίζομεν υμίν ότι αναπληρωτής του κανονικού εφημερίου του Ιδρύματος ιερομονάχου Μελετίου Βουργούρη, εις τον οποίον εχορηγήθη διμηνιαία κανονική άδεια κ.λπ., είναι ο ιερομόναχος Ι. Μονής Φανερωμένης Χρύσανθος Κατσουλογιαννάκης, ως γνωρίζει ημίν η Ι. Επισκοπή Ιεράς και Σητείας δια του υπ᾽ αριθμ. 418/205 της 11ης Ιουλίου ε.ε. εγγράφου αυτής.

Ο περί ου ο λόγος ιερομόναχος αναπληροί τον κανονικόν εφημέριον κατά το δίμηνον διάστημα από 20 Ιουλίου-20 Σ/βρίου ε.ε.

Μετ᾽ εκτιμήσεως και ευχών.

Ο επίσκοπος Πέτρας

Διονύσιος

Κοινοποίησις:

1) Ι. Επισκοπήν Ιεράς και Σητείας.

2) Ι. Μονήν Φανερωμένης.

3) Ιερομόναχον Μελέτιον Βουργούρην.

Ο ιερομόναχος Τιμόθεος Περάκης, ο μετέπειτα ηγούμενος της Μονής Φανερωμένης, μου είπε: Οι μοναχοί της Μονής θαυμάζαμε τον Χρύσανθο για την απόφασή του, απόφαση αυταπάρνησης, να πάει στη Σπιναλόγκα ως αναπληρωτής του ιερομονάχου Μελετίου. Την ημέρα της αναχώρησής του τελέσαμε Θεία Λειτουργία. Τον κατευοδώσαμε δε με πολλή συγκίνηση και υπερηφάνεια, γιατί ιερομόναχος της Μονής μας θα είναι εφημέριος εκεί όπου φωλιάζει η αρρώστια του Ιώβ!

Ο Μελέτιος δεν επέστρεψε στη θέση του μετά τη λήξη της άδειάς του. Έτσι ο επίσκοπος Πέτρας Διονύσος παρέτεινε την απόσπαση του π. Χρύσανθου στη Σπιναλόγκα με το παραπάνω έγγραφο:

ΒΑΣΙΛΕΙΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ

ΙΕΡΑ ΕΠΙΣΚΟΠΗ ΠΕΤΡΑΣ

Αριθ. πρωτ. 550

Εν Νεαπόλει τη 23η Σεπτεμβρίου 1947.

Οσιώτατε ιερομόναχε Χρύσανθε Κατσουλογιαννάκη, προσωρινέ εφημέριε του Νοσηλευτηρίου Λεπρών «Ο Άγιος Παντελεήμων».

Κατόπιν του υπ᾽ αριθμ. 733/552 ε.ε. εγγράφου της Διευθύνσεως του Νοσηλευτηρίου προς την Ι. Επισκοπήν Ιεράς και Σητείας και του υπ᾽ αριθμ. 572/259 ε.ε. τοιούτου αυτής προς υμάς, κοινοποιηθέντος και ημίν, εγκρίνομεν την παραμονήν υμών ως προσωρινού εφημερίου του Ιδρύματος μέχρι της 20ης Νοεμβρίου ε.ε.

Ένθερμος προς Θεόν ευχέτης.

Ο επίσκοπος Πέτρας

Διονύσιος

Κοινοποίησις:

1) Ι. Επισκοπήν Ιεράς και Σητείας.

2) Δ/σιν Νοσηλευτηρίου.

Ο διευθυντής του Νοσηλευτηρίου Λεπρών Σπιναλόγκας απέστειλε γεμάτος αγωνία τούτο το έγγραφο:

ΒΑΣΙΛΕΙΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ

ΝΟΣΗΛΕΥΤΗΡΙΟΝ ΛΕΠΡΩΝ

Αριθ. πρωτ. 131/94

Εν Πλάκα τη 4η Μαρτίου 1949.

Προς την Ιεράν Επισκοπήν Πέτρας.

Νεάπολιν.

Λαμβάνω την τιμήν και εν συνεχεία προηγουμένων αναφορών μας να αναφέρωμεν υμίν ότι ζήτημα επανόδου του πρώην εφημερίου του Ιδρύματος Μελετίου Βουργούρη δεν δημιουργείται πλέον, δεδομένου ότι η υπηρεσία ηναγκάσθη να απολύση τούτον οριστικώς αφ᾽ ενός μεν λόγω εγκαταλείψεως θέσεως, αφ᾽ ετέρου δε και κατόπιν καθυστερημένης του αναφοράς, εν η εγνώριζε την απόφασιν της παραμονής του εις Ιερουσαλήμ.

Κατόπιν τούτου και ίνα μη το Ίδρυμα μείνη άνευ εφημερίου, παρακαλούμεν όπως εν συνεννοήσει μετά της Ιεράς Επισκοπής Ιεροσητείας συγκατατεθήτε εις την ενέργειαν των δεόντων δια τον διορισμόν ως εφημερίου του Νοσηλευτηρίου του νυν υπηρετούντος Χρυσάνθου Κατσουλογιαννάκη, ικανού και καταλλήλου δια την κατάληψιν της θέσεως ταύτης.

Φοβούμεθα ότι, αν λάβη χώραν αναχώρησις του νυν υπηρετούντος δια την Μονήν του, και κατόπιν διαταγής Υμών δυσκόλως θα εξευρεθή έτερος, όστις να επιθυμή τον διορισμόν του ως εφημερίου εις το Ίδρυμα, οπότε αναποφεύκτως και θα δημιουργηθή μία κατάστασις σοβαρά εις το Ίδρυμα μεταξύ των αποκλήρων της τύχης, όταν στερηθούν αυτών τούτων των θρησκευτικών καθηκόντων των ως ορθοδόξων χριστιανών. Επί τη ευκαιρία ταύτη παρακαλείται η Ιερά Επισκοπή Ιεροσητείας, όπως παράσχη την έγκρισίν της δια τον διορισμόν του εν λόγω εφημερίου κανονίζουσα με Υμάς κάθε ζήτημα σχέσιν έχον με τον διορισμόν, δεδομένου ότι ο μεν εφημέριος υπάγεται εις το κλίμα της ως άνω Επισκοπής, η δε θέσις του εις την περιφέρειαν της Υμετέρας Θεοφιλίας.

Θεοφιλέστατε, ερχόμεθα ως ικέται και σας ικετεύομεν, όπως εν τη αρμοδιότητί σας κανονίσητε και το εκκρεμές τούτο ζήτημα, διότι δεν θα είναι ευάρεστον το γεγονός να μείνουν ούτε μίαν ημέραν οι απόκληροι ούτοι της τύχης χωρίς εφημέριον, οίτινες ως μόνον μέσον σωματικής και ψυχικής ανακουφίσεώς των έχουσι το θρήσκευμα και τον εκκλησιασμόν.

Μετά σεβασμού

Εμμανουήλ Γραμματικάκης

Αμέσως ο επίσκοπος Πέτρας απέστειλε στον επίσκοπο Ιεράς και Σητείας το παρακάτω έγγραφο:

ΒΑΣΙΛΕΙΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ

ΙΕΡΑ ΕΠΙΣΚΟΠΗ ΠΕΤΡΑΣ

Αριθ. πρωτ. 234

Εν Νεαπόλει τη 8η Μαρτίου 1949.

 

Προς την Ιεράν Επισκοπήν Ιεράς και Σητείας.

Ιεράπετραν.

Θεοφιλέστατε εν Χριστώ Αδελφέ Κύριε Φιλόθεε,

Ενώνοντες την ημετέραν παράκλησιν με την τοιαύτην του κ. διευθυντού του Νοσηλευτηρίου Λεπρών «Ο Άγιος Παντελεήμων», παρακαλούμεν όπως συναινέσητε δια την παραμονήν και τον διορισμόν του ιερομονάχου Χρυσάνθου Κατσουλογιαννάκη ως τακτικού εφημερίου του ως άνω Ιδρύματος, εφόσον και επιθυμητός εις τους ασθενείς είναι και ο ίδιος συμφωνεί προς τούτο, δεν είναι δε, νομίζομεν, απαραίτητος εις την Μονήν του, εις την οποίαν και ο προκατοχός του, ως πληροφορούμεθα, εδώρησε την βιβλιοθήκην του, αξίας 500.000 δραχμών περίπου. Ελπίζομεν και αναμένομεν.

Μετ᾽ αδελφικών ασπασμών.

Αδελφός εν Χριστώ

Ο επίσκοπος Πέτρας Διονύσιος

Ο επίσκοπος Ιεράς και Σητείας ικανοποίησε την παράκληση του επισκόπου Πέτρας, όπως φαίνεται από το ακόλουθο έγγραφό του προς τον π. Χρύσανθο Κατσουλογιαννάκη.

ΒΑΣΙΛΕΙΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ

ΙΕΡΑ ΕΠΙΣΚΟΠΗ ΙΕΡΑΣ ΚΑΙ ΣΗΤΕΙΑΣ

Αριθ. πρωτ. 235

Ιερομόναχον Χρύσανθον Κατσουλογιαννάκην

Εις Σπιναλόγκαν

Έχοντες υπ᾽ όψει αίτησιν της Διευθύνσεως του Λεπροκομείου Σπιναλόγκας, έγγραφον έκφρασιν επιθυμίας του Αδελφού Αγίου Πέτρας, εις ου την πνευματικήν δικαιοδοσίαν υπάγεται το ως άνω Νοσηλευτήριον, περί διορισμού σου εν αυτώ ως τακτικού εφημερίου, ως και την ιδικήν σου αίτησιν, δι᾽ ης εκφράζεις την επιθυμίαν όπως εις το εξής και δια βίου παρέχης τας υπηρεσίας σου εις τους δυστυχείς τούτους ασθενείς αδελφούς μας,

Παρέχομέν σοι

την αιτουμένην απόλυσιν εκ των τάξεων του ιερού κλήρου της Ιεράς ημών Επισκοπής και συγκατατιθέμεθα εις τον διορισμόν σου ως τακτικού εφημερίου του Νοσηλευτηρίου των λεπρών Σπιναλόγκας «Άγιος Παντελεήμων».

Ο επίσκοπος Ιεράς και Σητείας Φιλόθεος

Στο Αρχείο της Ιεράς Μητρόπολης Ιεραπύτνης και Σητείας δε βρήκα το απαντητικό έγγραφο του επισκόπου Φιλοθέου προς τον επίσκοπο Διονύσιο, με το οποίο ικανοποίησε την παράκλησή του, που του εξέφρασε με το υπ᾽ αριθμ. 234/8.3.1949 έγγραφό του. Δε βρήκα δε και το έγγραφο του επισκόπου Διονυσίου, με το οποίο ασφαλώς θα εξέφραζε τις ευχαριστίες του στον άγιο αδελφό του, που έδωσε λύση στο δυσεπίλυτο πρόβλημα πλήρωσης της θέσης του εφημερίου στο Λεπροκομείο της Σπιναλόγκας. Ας λεχθεί ότι ο επίσκοπος Διονύσιος σε επιστολή του χωρίς χρονολογία προς τον ιερομόναχο Ιωακείμ Χατζάκη, με την οποία τον κάλεσε να αναλάβει την επιστασία της Μονής Άρβης, γράφει: «... Αρκεί να δώσητε την προς τούτο συγκατάθεσιν υμών και όλαι αι διατυπώσεις θα διεξαχθώσιν ομαλώτατα χάρις εις την φιλαδελφίαν, την αλληλεγγύην και αλληλοβοήθειαν του αγίου αδελφού, ως έχομεν δι᾽ ελπίδος, ο οποίος εχορήγησεν άδειαν εις τον ιερομόναχον Χρύσανθον Κατσουλογιαννάκην, αδελφόν της Ιεράς Μονής Φανερωμένης, να προσληφθή εφημέριος του εν Σπιναλόγκα Θεραπευτηρίου “Ο Άγιος Παντελεήμων”. Δι᾽ ο και αι ευχαριστίαι προς τον άγιον αδελφόν είναι άπειροι και δεν δύναμαι να τας εκφράσω».

Είχα την τύχη να γνωρίσω τον ιερομόναχο Χρύσανθο τον Δεκαπενταύγουστο του 1967 στη Μονή Τοπλού, όπου, έπειτα από πρόσκληση του αγαπητού και σεβαστού μου ηγουμένου αρχιμανδρίτη Φιλόθεου Σπανουδάκη, έμεινα μια εβδομάδα. Ήταν βραχύσωμος, μορφή ασκητική, με λευκή γενειάδα. Τα χρόνια βάραιναν τους ώμους του. Το ράσο και ο καλογερικός σκούφος του ήταν ξεθωριασμένα.

Βρισκόμουν ένα πρωί με τον πατέρα Χρύσανθο στην έξω από το καθολικό μικρή αυλή. Τότε εμφανίστηκε ένας μεγάλης ηλικίας. Μόλις είδε τον πατέρα Χρύσανθο αναφώνησε γεμάτος έκπληξη και χαρά: «Πάτερ Χρύσανθε…». Και την ίδια στιγμή δυό αγκαλιές ανοίχθηκαν.

Σε λίγο στο φτωχικό κελλί του πατέρα Χρύσανθου. Εκεί ο ξένος, έπειτα από μια σύντομη συζήτηση για γνωριμία, -δυστυχώς δεν θυμάμαι το όνομά του- μου μίλησε για την προσφορά του πατέρα Χρύσανθου στους λεπρούς της Σπιναλόγκας.

Δεν κατέγραψα την αφήγησή του τότε. Έτσι παρουσιάζω το περιεχόμενό της όπως το διατήρησα στη μνήμη μου, ύστερα από παρέλευση τόσων ετών. Πάντως πιστεύω ότι η πίστη -η λέξη με την έννοια που απαντά στην Ψυχολογία- της μνήμης μου δε με έχει προδώσει.

Η αφήγησή του:

Ήμουνα λεπρός. Έζησα στη Σπιναλόγκα πολλά χρόνια. Η κατάστασή μας ήταν φρικτή. Η αρρώστια παραμόρφωνε τα πρόσωπά μας, έτρωγε τα άκρα μας. Πολλοί λεπροί ήταν χωρίς φρύδια, χωρίς μάτια, χωρίς μύτη, χωρίς χείλη, χωρίς δάκτυλα χεριών και ποδιών. Πολλών το σώμα σκεπαζόταν από μια φρικτή κρούστα. Οι πληγές ξερνούσαν πολλές φορές ακαθαρσίες και έτσι κολλούσε το σώμα με τα ρούχα. Και είχαν οι πληγές μια τρομερή βρώμα από πύο! Η ιατρική περίθαλψη ήταν ασήμαντη. Υπήρχε στο νησί ένας γιατρός και ήμαστε οι άρρωστοι περίπου εξακόσιοι! Και δεν έφταναν αυτά. Ζούσαμε οι περισσότεροι σε σπίτια μικρά, υγρά και ανήλια.

Ο φόβος της μόλυνσης έκανε όλους τους υγιείς ανθρώπους να μην τολμούν να μας πλησιάσουν. Ήταν τούτο κάτι ανώτερο από τις δυνάμεις τους. Δεν μπορούσε η ψυχή να νικήσει τη σάρκα.

Ο γιατρός, οι νοσοκόμες, οι άλλοι δημόσιοι υπάλληλοι και οι γυναίκες, που έπλυναν τα ρούχα μας, άφηναν το νησί της φρίκης λίγο πριν τη δύση του ηλίου και πήγαιναν με βενζινάκατο στην Πλάκα, που ήταν δυτικά και απέναντι της Σπιναλόγκας. Φεύγοντας έκλειναν την πελώρια πύλη του βενετσιάνικου τείχους, που χώριζε την αποβάθρα από το χωριό μας. Και μέναμε οι λεπροί ολομόναχοι. Συντροφιά με τη μοίρα μας! Η απομάκρυνσή τους βέβαια από το νησί ήταν δικαιολογημένη. Έπρεπε να ζήσουν μερικές ώρες μακριά από το «νησί των ζωντανών νεκρών», όπως αποκαλούσαν τη Σπιναλόγκα τότε δημοσιογράφοι των αθηναϊκών εφημερίδων.

Τις δύσκολες ώρες όλοι μας, όταν δεν μπορούμε να σταθούμε όρθιοι με τα μάτια καρφωμένα στο συνάνθρωπό μας, γονατιστοί στρέφομε τα μάτια μας προς τα άνω. Και εμείς, βρισκόμενοι στη Σπιναλόγκα, στο Γολγοθά του ανθρώπινου πόνου, πηγαίναμε στην εκκλησία του Αγίου Παντελεήμονα και στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου και προσευχόμαστε σιωπηλά. Νιώθαμε όλοι την ανάγκη ενός ιερέα. Εκείνος μόνο θα μπορούσε να μας παρηγορήσει με το λόγο του Θεού, να μας συμπαρασταθεί πνευματικά. Όμως ιερέας ερχόταν στο νησί μας από την Ελούντα μόνο δύο φορές το μήνα. Ερχόταν Σαββατόβραδο, έκανε τον εσπερινό και έφευγε. Ερχόταν πάλι την επόμενη μέρα, τελούσε τη Θεία Λειτουργία και έφευγε. Ερχόταν και άλλες φορές. Τότε όμως ερχόταν από αναπότρεπτη ανάγκη, για να κηδέψει τους νεκρούς μας!

Εδώ σταμάτησε την αφήγησή του. Κοίταξε το δάπεδο, προσπαθώντας να συγκεντρώσει τις αναμνήσεις του. Έπειτα συνέχισε την αφήγησή του:

Κάποια μέρα καθόμαστε μερικοί άντρες στην αυλή του καφενείου μας, που ήταν κοντά στην πύλη. Τότε πιο πέρα φάνηκε ένας ιερέας. Καταλάβαμε όλοι μας ότι ήρθε στο νησί, για να λειτουργήσει. Μόλις μας είδε ήρθε κοντά μας. Μας καλημέρισε με εγκαρδιότητα. Όλοι μας όρθιοι και με ελαφρά υπόκλιση τον καλωσορίσαμε. Κανένας μας όμως δεν έτεινε το χέρι του, για να τον χαιρετήσει. Ο λεπρός δεν πρέπει να χαιρετά με χειραψία. Κι αυτό, για να μη μεταδώσει την καταραμένη του αρρώστια. Τότε εκείνος μας χαιρέτησε όλους με χειραψία! Μας είπε απλά ότι θα μείνει κοντά μας, για να μας βοηθάει στην εκπλήρωση των χριστιανικών μας καθηκόντων. Η συγκίνησή μας ήταν μεγάλη.

Την άλλη μέρα πήγαμε στην εκκλησία του Αγίου Παντελεήμονα. Παρακολουθήσαμε όλοι, άντρες, γυναίκες και παιδιά, με κατάνυξη τη Θεία Λειτουργία, που τελούσε με δωρική απλότητα και απροσμέτρητη ευσέβεια. Την Κυριακή αυτή δεν μεταλάβαμε. Δεν είχαμε ενημερωθεί έγκαιρα για την τέλεση της Θείας Λειτουργίας και δεν είχαμε νηστέψει. Στο τέλος της Λειτουργίας πήραμε από το χέρι του αντίδωρο. Και παίρνοντας το αντίδωρο του φιλούσαμε όλοι το χέρι! Ήταν κάτι που το επιδίωξε ο ίδιος. Καθώς έδινε το αντίδωρο, πλησίαζε το χέρι του στο στόμα μας. Όλων μας τα μάτια βούρκωσαν από συγκίνηση. Πριν έρθει εκείνος, το αντίδωρο το παίρναμε από ένα καλαμόπλεχτο πανέρι που τοποθετούσε ο νεωκόρος στο παγκάρι.

Ο πατέρας Χρύσανθος, που τον διέκρινε ταπεινοσύνη, θέλησε να τον διακόψει: «Σε παρακαλώ…».

Εκείνος όμως συνέχισε την αφήγησή του.

Την επόμενη Κυριακή πήγαμε σχεδόν όλοι στην εκκλησία. Η εκκλησία ήταν κατάμεστη, το ίδιο και το προαύλιό της. Τη μέρα αυτή μεταλάβαμε όλοι. Στο τέλος της Θείας Λειτουργίας είδαμε τον ιερέα μας να καταλύει ο,τι είχε απομείνει στο Άγιο Ποτήριο από τη μετάληψή μας! Ανοίξαμε όλοι τα ματιά μας από έκπληξη. Νομίζαμε ότι ονειρευόμαστε. Χοντρά και καυτά δάκρυα ανάβρυσαν από τα μάτια μας. Ο προηγούμενος ιερέας ο,τι απέμενε από τη μετάληψή μας -ασφαλώς κατά θεία οικονομία- το έχυνε στο χωνευτήρι.

Ο ιερομόναχος Χρύσανθος έμενε κοντά μας νύκτα και μέρα. Και έμεινε κοντά μας δέκα χρόνια! Τα χρόνια αυτά εκδήλωσε σε όλους μας όχι μόνο την αγάπη της γλυκύτητας, αλλά και την αγάπη της ευποιίας. Μας επισκεπτόταν στα σπίτια μας. Μας καθοδηγούσε όλους. Ενίσχυε με τα λίγα χρήματα που είχε τους φτωχούς. Και έκανε τούτο τηρώντας το «μη γνώτω η αριστερά σου τι ποιεί η δεξιά σου» (Ματθ. ΣΤ´, 3). Ευγνωμονώ, όπως και όλοι οι άρρωστοι της Σπιναλόγκας, τον πατέρα Χρύσανθο για…

Δεν ολοκλήρωσε όμως τη φράση του. Ξέπασε σ᾽ ένα βουβό κλάμα.

Όταν διάβαζα δημοσιεύματα για τους λεπρούς της Σπιναλόγκας, ένιωθα βαθιά συγκίνηση. Όμως η σε κρητική διάλεκτο αφήγησή του, που έχει δωρική βαρύτητα, η περισσότερο ψυχολογική παρά λογική σύνταξή της, οι εκφράσεις του προσώπου του και οι κινήσεις των χεριών του, με τις οποίες τόνιζε τα λόγια του, οι ουλές του προσώπου του και τα φαγωμένα άκρα των δακτύλων του, φοβερά σημάδια που άφησε η λέπρα, και το βουβό κλάμα του μου προξένησαν στα σπλάχνα χαλασμό.

Ο πατήρ Χρύσανθος έχοντας το βλέμμα του καρφωμένο στο δάπεδο, είπε με ένα εσωτερικό μεγαλείο, που μόνο οι πραγματικά μεγάλοι κρύβουν στην καρδιά τους: Πιστεύω ότι δεν είναι τόσο σπουδαίο αυτό που έκαμα. Αυτό θα έκανε κάθε λειτουργός του Υψίστου, κάθε χριστιανός. Βοήθησα, όσο μπορούσα, συνανθρώπους μας να σηκώσουν το σταυρό στον Γολγοθά τους. Έπειτα η αρρώστια δε μεταδίδεται με τη Θεία Κοινωνία, με το σώμα και το αίμα του Χριστού.

Πέρασαν λίγες στιγμές σιωπής. Έπειτα ρώτησα τον πατέρα Χρύσανθο πότε έφυγε από τη Σπιναλόγκα. Εκείνος απάντησε: Η ανακάλυψη και χρήση των αντιλεπρικών φαρμάκων έδωσαν τέλος στο δράμα των χανσενικών της Σπιναλόγκας. Πολλοί θεραπευμένοι πήγαν στα σπίτια τους. Αυτοί που είχαν βαριές βλάβες μεταφέρθηκαν στο Νοσοκομείο Λοιμωδών Νόσων της Αθήνας. Το Λεπροκομείο της Σπιναλόγκας έκλεισε. Ήταν Ιούλιος του 1957. Όλοι, γιατροί, νοσοκόμοι, δημόσιοι υπάλληλοι, εγκατέλειψαν το νησί. Έπρεπε να το εγκαταλείψω και εγώ. Όμως δεν το εγκατέλειψα. Έμεινα εκεί ολομόναχος δύο ολόκληρα χρόνια. Τρόφιμα έπαιρνα από την αποθήκη, που υπήρχε στο νησί για τους λεπρούς. Είχα λίγα κηπευτικά. Τα καλλιεργούσα ο ίδιος σε ένα μικρό κήπο. Στο νησί έβρισκα και λίγα άγρια χόρτα. Οι ψαράδες μου έφερναν πολλές φορές ψωμί, λάδι και ψάρια. Κάποτε όμως τα τρόφιμα της αποθήκης τέλειωσαν. Και το πιο σπουδαίο, η υγεία μου κλονίστηκε. Τότε εγκατέλειψα το νησί λυπημένος. Ο επίσκοπός μου με τοποθέτησε στη Μονή τούτη.

Ο Ιερομόναχος Χρύσανθος στάματησε την αφήγησή του. Όμως εγώ, γεμάτος απορία, τον ρώτησα: «Γιατί έμεινες μόνος στο νησί;».

Εκείνος απάντησε: Λόγοι σοβαροί επέβαλαν την παραμονή μου στο νησί. Έπρεπε να λειτουργώ στην εκκλησία του Αγίου Παντελεήμονα και στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου. Έπρεπε να περιποιούμαι τους τάφους των χανσενικών. Έπρεπε ακόμα, βρισκόμενος μπροστά στους τάφους τους, να ψέλνω τρισάγιο για την ανάπαυση των ψυχών τους.

Ο λογοτέχνης Νίκος Στρατάκης επισκέφτηκε το νησί της Σπίναλογκας τον καιρό που έμενε εκεί μόνος ο πατήρ Χρύσανθος. Τις εντυπώσεις του από το νησί παρουσιάζει σε κείμενό του με τον τίτλο «Ελούντα», που δημοσίευσε στο περιοδικό «Τουριστική Κρήτη», Αθήνα, Αύγουστος 1959. Εκεί παρουσιάζει τον πατέρα Χρύσανθο: «Σήμερα το νησί του πόνου είναι έρημο. Τίποτε δεν ταράσσει την ησυχία του… Καθώς περνούσαμε τον πλακόστρωτο δρόμο, ένας λερός και κουρελής με ασκητική και βυζαντινή αποστέωση, μπροστά στην εκκλησία, σέρνει νερό από τη δεξαμενή και ποτίζει δύο καχεκτικά δεντράκια. Είναι τούτος ο καλόγερος το υστερνό απομεινάρι της μοναχικής ζωής του βράχου. Κόλλησε πάνω του σαν στρείδι, όπως κόλλησε η ψυχή του στην ασκητική του σάρκα. Μας ανοίγει την εκκλησία. Τα κεριά και τα καντήλια καίνε μπροστά στις εικόνες…».

Τον ιερομόναχο Χρύσανθο δεν τον τίμησε η πολιτεία ως όφειλε. Τον τίμησε όμως η Εκκλησία Κρήτης. Γύρω στα 1970, από όσο θυμάμαι, ο σεβασμιότατος Μητροπολίτης Ιεραπύτνης και Σητείας Φιλόθεος Βουζουνεράκης του απένειμε για τη δράση του στη Σπιναλόγκα εκκλησιαστικό οφφίκιο και το δίπλωμα της ευφήμου μνείας. Επίσης η Ορθόδοξος Ακαδημία Κρήτης (Γωνιά Χανίων), που έχει κανονική εξάρτηση από την Ιερά Μητρόπολη Κισάμου και Σελίνου και έχει τεθεί υπό την αιγίδα του Οικουμενικού Πατριαρχείου, τον τίμησε, έπειτα από πρόταση του ανωτέρω Μητροπολίτη. Συκγεκριμένα στις 24 Φεβρουαρίου του 1980, το πνευματικό αυτό κέντρο της Κρήτης με τη διεθνή ακτινοβολία έδωσε στη μνήμη του ιερομονάχου Χρύσανθου μια υποτροφία σε άπορο επιμελή σπουδαστή Ανωτάτης Σχολής [Εφημ. « Νέα Επαρχία» Σητείας (14-3-1980)].

Πρέπει να λεχθεί ότι όλοι οι λεπροί της Σπιναλόγκας, όταν βρισκόταν κοντά τους του εξέφραζαν την ευγνωμοσύνη τους και την υιική τους αγάπη. Χωρίς αμφιβολία τα συναισθήματα αυτά διατηρούσαν και μετά την αναχώρησή τους από το νησί. Και είναι τούτο, ασφαλώς, πολύ μεγαλύτερο και πολυτιμότερο από οποιοδήποτε βραβείο.

Η Αστυνομική Ταυτότητα του ιερομονάχου Χρυσάνθου, όπου αναγράφεται ως κατοικία του η Σπιναλόγκα.

Ο πατήρ Χρύσανθος, κατά κόσμον Ματθαίος Κατσουλογιαννάκης, γεννήθηκε στα Έξω Μουλιανά της Επαρχίας Σητείας στις 15 Ιουλίου 1893. Παρακολούθησε μαθήματα της έκτης τάξης του δημοτικού σχολείου χωρίς να πάρει απολυτήριο. Ο επίσκοπος Ιεράς και Σητείας Αμβρόσιος τον έκειρε μοναχό το 1911 και τον τοποθέτησε στη Μονή Τοπλού. Στις 20 Ιανουαρίου τον χειροτόνησε ιεροδιάκονο και στις 26 Σεπτεμβρίου 1920 ιερομόναχο. Το 1941, έπειτα από αίτησή του, ο επίσκοπός του Φιλόθεος Μαζοκοπάκης τον μετέθεσε στην Μονή Φανερωμένης Ιεράπετρας. Εξεδήμησε εις Κύριον στις 3 Απριλίου 1972 και ενταφιάσθηκε στη Μονή Τοπλού.

** Το κείμενο αυτό πρωτοδημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Κρητικές εικόνες» (Ηράκλειο, Μάης 1984), που εξέδιδε ο αγαπητός φίλος και εκλεκτός δημοσιογράφος και συγγραφέας Νίκος Ψιλάκης. Εδώ στό περιοδικό «ΑΓΚΥΡΑ ΕΛΠΙΔΟΣ», τεύχος 61, το κείμενο δημοσιεύεται βελτιωμένο ( www.imis.gr ).

[1]. ΧΑΝΣΕΝΙΚΟΣ Ο λεπρός λεγόταν και μεσκίνης, από την τουρκική λέξη miskin (βρομερός, φτωχός, άθλιος), αργότερα δε χανσενικός από το όνομα του Νορβηγού ιατρού Hansen, ο οποίος ανακάλυψε το παθογόνο μικρόβιο της λέπρας.

* Δημήτρη Λ. Παπαδάκη, Φιλολόγου, πρ. Λυκειάρχη, Προέδρου του Λογοτεχνικού Συνδέσμου Ηρακλείου

ΠΗΓΗ: Ημερομηνία Δημοσίευσης: 23/05/2011, http://www.sitiapress.gr/sitia/Default.aspx?tabid=79&aid=95#.VHn1lzGUcWg

Απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.