Περί Σιωπής… νηπτικά
(+) Του Μωυσή Αγιορείτη*
[Επιμέλεια: Σοφία Δ. Ντρέκου/Αέναη επΑνάσταση]
Η σιωπή συντροφεύει τις μεγάλες ώρες των αγίων, τις ιερές ώρες της περισυλλογής, της αυτοσυγκέντρωσης, της αυτομεμψίας, της μελέτης, της προσευχής.
Η σιωπή καλύπτει την έρευνα, την αγρυπνία, την ανακάλυψη του σοφού επιστήμονα.
Η σιωπή σκεπάζει το μαρτύριο του πονεμένου, του αναγκεμένου, του δυστυχισμένου.
Τις ώρες της σιωπής τελεσιουργούνται τα μεγάλα θαύματα, οι αδιαφήμιστες ηρωικές πράξεις, οι μυστικές προσωπικές επαναστάσεις, η γνωριμία με τον άγνωστο εαυτό μας.
Έτσι έχουμε τη σημαντική σιωπή του αγίου, την κορυφαία σιωπή του σοφού, την υπομονετική σιωπή του ήρωα, την ακριβή σιωπή του υπομονετικού κι επίμονου, την ευαγγελική σιωπή του αυτοθυσιαζόμενου.
Κουραστήκαμε από την ακατάσχετη πολυλογία, προχειρολογία και φθηνολογία.
Το κόστος τους είναι βαρύ, αλλοιώνουν την ουσία, τα πρώτα, τα σημαντικά, τα καίρια και ιερά. Έχουμε ανάγκη από την ανάπαυση στη χρυσή σιωπή, την πολύτιμη ακοή, τη βιωματικότητα των απαραίτητων λόγων. Χρειάζεται μια αντίσταση στους πρόχειρους κι εύκολους λόγους. Αξίζει να καταλαγιάσουμε, να ησυχάσουμε, να ξαποστάσουμε για ν’ ακούσουμε μέσα στην ησυχία τη χαμηλή φωνή του Θεού, την εναγώνια φωνή της συνειδήσεως μας, τη διδακτική φωνή του ιερού παρελθόντος, για να μετανοήσουμε ειλικρινά.
Η σιωπή φαίνεται να ‘χει μια άγνωστη, μυστική, ισχυρή δύναμη, που δεν αγαπά τη φθορά της επιπόλαιης συζητήσεως, της πρόχειρης κουβέντας, του άστατου ρευστού λόγου. Είναι ελεύθερη, άνετη, ασυμβίβαστη, μακάρια η σιωπή.
Ο αββάς Ισαάκ ο Σύρος παραγγέλει, όχι μόνο στους μοναχούς, ν’ αγαπήσουμε πάνω από όλα τη σιωπή, γιατί αυτή είναι η γλώσσα του μέλλοντος αιώνος, της ατελεύτητης, πανευφρόσυνης, ουράνιας βασιλείας. Αν δεν μπορούν να εκφρασθούν πάντοτε τα συναισθήματα με τα ανθρώπινα λόγια πως να περιγραφούν και κατατεθούν οι πνευματικές εμπειρίες;
Ο απόστολος Παύλος γράφει σε ωραιότατη επιστολή του προς τους χριστιανούς της Κορίνθου «ότι ηρπάγη εις τον παράδεισον και ήκουσεν άρρητα ρήματα, α ουκ εξόν ανθρώπω λαλήσαι». Αδυνατεί, λέει, να εκφράσει την εμπειρία του με λόγια. Συχνά στα συναξάρια παρατηρούμε οι αγίοι να κρύβουν τις εμπειρίες τους, να σιωπούν, φοβούμενοι μη χάσουν τη χάρη και τη χαρά, την παράκληση και την παραμυθία από τη δημοσίευση και διαφήμιση των υψηλών εμπειριών τους.
Ο άγιος Σεραφείμ του Σάρωφ λέγει: «Μην ανοίγεις το στόμα σου και την καρδιά σου στον καθένα, στους χίλιους κι αν ένας σε καταλάβει». Δεν θέλει ο Άγιος να μας κάνει επιφυλακτικούς, καχύποπτους και κλειστούς, αλλά διακριτικούς.
Είναι χαρά ν’ ακούει κανείς τους λόγους των αγίων. Είναι μεγαλύτερη όμως χαρά «να συλλαμβάνεις τα κύματα και την διάσταση, την πρόταση, την έκταση και την έκσταση της σιωπής και της θεολογίας της σιωπής των αγίων» (ιερομ. Ιωαννίκιος Κοτσώνης).
Αναφέρεται πως είχαν πάει τρεις επισκέπτες στον Μέγα Αντώνιο. Οι δύο τον ρωτούσαν για πολλά και διάφορα πράγματα. Ο τρίτος δεν ρωτούσε τίποτε. Όχι γιατί δεν είχε ανάγκη από νουθεσία ή γιατί αισθανόταν πνευματικά επαρκής και δεν εκτιμούσε τον χαρίεντα λόγο του οσίου, αλλά γιατί διδασκόταν περισσότερο από τη στάση του, τη σιωπή του, την ηρεμία της μορφής του.
Όταν τον ρώτησε ο Άγιος «εσύ γιατί δεν με ρωτάς κάτι;», του λέει αυθόρμητα: «Μου φτάνει μόνο που σε βλέπω άγιε του Θεού». Του ήταν αρκετό, διδακτικό, ωφέλιμο αυτό. Συναισθανόταν τη θεολογία της σιωπής του, που καταφάσκει στο άλγος του κόσμου κι αρνείται τη γοητεία της υπερφίαλης γνώσης.
Η σιωπή μόνη δεν σημαίνει τίποτε. Αξίζει κανείς να σιωπά έχοντας μόνιμη κουβέντα με τον Θεό, έχοντας ταπεινή αίσθηση περί του εαυτού του, έχοντας κι εσωτερική νηνεμία, νηφαλιότητα κι ημερότητα.
O όσιος Αρσένιος προσευχόταν στον Θεό να του φανερώσει πως να σωθεί, κι άκουσε «Φεύγε, σιώπα, ησύχαζε». Ένας άλλος όσιος λέγει πως η σιωπή και η κρυφή πνευματική εργασία φέρνουν αγιότητα.
Ο αββάς Μωυσής έλεγε χαρακτηριστικά πως ο άνθρωπος που αγαπά τη σιωπή και αποφεύγει τις πολλές κουβέντες μοιάζει με ώριμο σταφύλι γεμάτο γλυκό χυμό, ενώ ο πολυλογάς μοιάζει με αγουρίδα.
Ο μέγας της διακρίσεως πάτηρ, ο αββάς Ποιμήν, λίαν εύστοχα παρατηρεί: «Υπάρχουν κάποιοι άνθρωποι που με τα χείλη σωπαίνουν και με τον νου τους φλυαρούν, ενώ άλλοι μιλάνε από το πρωί ως το βράδυ κι όμως κρατάνε σιωπή, γιατί τίποτε από αυτά που λένε δεν είναι περιττό και ανώφελο».
Στο εξαίσιο, θαυμάσιο και καταπληκτικό Γεροντικό επίσης αναφέρεται: «Αν αποκτήσεις την αρετή της σιωπής, μην καυχηθείς πως κατόρθωσες κάτι σπουδαίο. Πείσε καλύτερα τον εαυτό σου πως δεν είσαι άξιος ούτε να μιλάς!». […]
Τα λόγια δίχως έργα είναι μάταια, φτωχά κι ελέγχουν τον ομιλητή τους.
Κατά τον όσιο Εφραίμ τον Σύρο, τα λόγια είναι τα φύλλα και τα έργα οι καρποί. Τα έργα εικονίζουν την αρετή και τα λόγια θα πρέπει να είναι η σκιά της εικόνας των έργων.
Οι Γέροντες παρακαλούσαν τους άλλους να εύχονται υπέρ αυτών, μην κατακριθούν λέγοντας κάτι που πριν δεν ποιούσαν.
Κατά τον αββά Ποιμένα, αυτός που διδάσκει και δεν ποιεί αυτά που λέγει, μοιάζει με κρήνη, που τους άλλους ποτίζει και πλένει και τον εαυτό του δεν μπορεί να καθαρίσει. Κι αλλού σοφά και ταπεινά συνεχίζει: «Ζητάμε από τους άλλους την τελειότητα και μεις δεν κάνουμε το παραμικρό, αν η ζωή μας δεν έχει σχέση με τα λόγια μας, και τα λόγια μας δεν ανταποκρίνονται στη ζωή μας, μοιάζουμε με ψωμί δίχως αλάτι».
Οι ασκητικοί πατέρες επιμένουν στον ωφέλιμο φραγμό της γλώσσας.
Ο αββάς Άμμωνας αναφέρει πως η καύση της καρδιάς, η πνευματική θερμότητα σβήνει με τον περισπασμό των μάταιων λόγων. Δεν μπορεί κανείς να έχει κατανυκτική και καθαρή προσευχή το βράδυ αν όλη μέρα έχει κουτσομπολέψει όλη την πόλη. Η ματαιολογία διασπά την προσοχή, χαλαρώνει την εγρήγορση, μειώνει την ανάταση, χωλαίνει την ανάπαυση. Δίδασκε τους άλλους με τη ζωή σου έλεγε ένας Γέροντας κι όχι με τα λόγια σου.
Ο όσιος Εφραίμ ο Σύρος επαναλαμβάνει συχνά πως όποιος θέλει να λέει πολλά, ανοίγει μέτωπα και θα δεχθεί πόλεμο μίσους, όποιος μετρά τα λόγια του θ΄αγαπηθεί σύντομα.
Ο άγιος Νείλος ο Ασκητής γνωρίζει καλά τι λέει: «Η άμετρη πολυλογία θα σε λυπήσει και θα οργίσει τους δαίμονες. Η γλώσσα πολλούς κενόδοξους κατέστρεψε».
Οι ασκητές δεν έκλειναν τη θύρα του κελλιού τους αλλά του στόματος τους- και για να φάνε και για να μιλήσουν. Ο τελώνης της παραβολής δικαιώθηκε για τη σιωπηλή προσευχή του, όπως και η αιμορροούσα.
Λίγα κανείς να λέει και πολλά να κατανοεί, λέγει πάλι ο άγιος Νείλος ο Ασκητής. Μ’ ένα ποτήρι νερό, μ’ ένα δίλεπτο, μ’ ένα «Κύριε ελέησον» μπορεί να σωθεί ο άνθρωπος.
Δεν χρειάζεται να λέει κανείς συνεχώς πολλά. Έχει να διδάξει πολλά η αγιασμένη σιωπή των μοναχών στον φλύαρο κόσμο. Ο κόσμος δεν κατανοεί τον μοναχισμό. Θεωρεί ότι δεν προσφέρει τίποτε. Δεν πειράζει. Οι μοναχοί μόνο να προσεύχονται. Αυτό φθάνει. Ο κόσμος θα σωθεί κατά το μέγα έλεος του Θεού.
Ο όσιος Ιωάννης ο Σιναΐτης, ο συγγραφέας της περίφημης Κλίμακος, αποφθεγματικά αναφέρεται στην πολυλογία: «Πρέπει να δούμε την αιτία απ’ όπου μπαίνει και βγαίνει το αμάρτημα της πολυλογίας. Η πολυλογία είναι θρόνος της ματαιοδοξίας. καθισμένη πάνω της η κενοδοξία προβάλλει και διαφημίζει τον εαυτό της. Η πολυλογία είναι σημάδι αγνωσίας, είσοδος στην κατάκριση, οδηγός στην ανοησία, πρόξενος του ψεύδους, διάλυση της πνευματικής ευφορίας τηςπροσευχής. Είναι αυτή που προσκαλεί και δημιουργεί την αδιαφορία για τις αμαρτίες, που εξαφανίζει την προφύλαξη του νου κατά των παθών, ψυχραίνει την πνευματική θερμότητα και σκοτίζει την προσευχή».
Αντίθετα ο μεγάλος όσιος Πατήρ επαινεί την σιωπή λέγοντας: «Η σιωπή που ασκείται μ΄επίγνωση και διάκριση είναι μητέρα της προσευχής, ανάκληση από την αιχμαλωσία των παθών, επιστάτης των λογισμών, σκοπός που παρατηρεί τους εχθρούς, δέσμευση του πνευματικού πένθους για τις αμαρτίες μας, φίλη των καρδιακών δακρύων, που είναι καρποί της προσευχής, καλλιεργητής της μνήμης του θανάτου, εχθρός του αδιάκριτου θάρρους, σύζυγος της ησυχίας, αντίπαλος της τάσης να κάνεις τον δύσκολο, μυστική πνευματική πρόοδος, κρυφή πνευματική ανάβαση».
Η σιωπή λέγει ο Όσιος είναι σύζυγος της ησυχίας. Καλλιεργείται και ανθεί στην ησυχία.
Στον 21 ο αιώνα του συνεχούς θορύβου, των πολλών μεριμνών, ταραχών και κινδύνων πολεμείται συστηματικά η ησυχία. Τα λεγόμενα μέσα ενημερώσεως περισσότερο ταράζουν παρά γαληνεύουν τον σύγχρονο άνθρωπο. Επέρχεται μια πνευματική σύγχυση, ένας συνεχής διασκορπισμός του νου, ώστε οι δυνάμεις της ψυχής να παραλύουν.
Ο Χριστός, το αιώνιο πρότυπο όλων μας, συχνά αποσυρόταν στην ησυχία της ερήμου, δείχνοντας τον δρόμο της ασκήσεως, της περισκέψεως, της περισυλλογής, της σιωπής, της μόνωσης κι όχι της απομόνωσης. Αυτό τον δρόμο αγάπησαν ιδιαίτερα οι ασκητές, αμέριμνοι, απερίσπαστοι, σιωπηλοί, με ακόρεστο τον πόθο της συναντήσεως τους με τον Θεό. […]
ΠΗΓΗ: Μοναχού Μωυσέως Αγιορείτου, «Η Εύλαλη Σιωπή», εκδ. Εν πλω, σ.23-31. Το είδα: Δευτέρα, 14 Οκτωβρίου 2013, http://sophia-siglitiki.blogspot.gr/2013/10/blog-post_1999.html