Ενάντια στο νεφέλωμα του ελληνοχριστιανικού ιδεολογήματος*
Του Αθανάσιου Ι. Καλαμάτα **
Είναι πολλοί σήμερα οι «χριστιανομαθημένοι θεολογούντες», που στην προσπάθειά τους να στηρίξουν τις όποιες θεολογικές απόψεις τους, επικαλούνται συχνά – πυκνά την πατερική παράδοση. Βέβαια, αυτό που ξαφνιάζει όσους ακούνε και διαβάζουν τις απόψεις αυτών των «θεολογούντων», είναι το γεγονός ότι η αναφορά τους στην παράδοση των Πατέρων της Εκκλησίας, καταντά μια νεκρολογία, λες και είναι απλά ένα λείψανο του παρελθόντος, απ' το οποίο οφείλουμε πάντα να πιανόμαστε.
Στην προκειμένη περίπτωση εκείνο που θα ήθελα να τονίσω, για να ταράξω ολίγον τα λιμνάζοντα και θολά νερά στα οποία κολυμπούν, είναι ότι η σπουδή της ελληνορθόδοξης γενικότερα παράδοσης είναι μια συνέχεια, που ως λαός την κουβαλάμε στην πλάτη μας, δίχως πολλές φορές καν να το υποψιαζόμαστε. Συνέχεια, που ο αξέχαστος Ζήσιμος Λορεντζάτος στις Ρωμιές του μας φέρνει πρόσωπο με πρόσωπο, νοηματοδοτώντας την με τα εξής ξεκάθαρα και σταράτα λόγια: «στα γράμματα (αλλά και σε άλλες εκδηλώσεις κάθε πολιτισμού ανθρωπινού) δεν υπάρχει διαχωριστική γραμμή ανάμεσα σε πεθαμένους και ζωντανούς: και αυτό είναι παράδοση. Έχομε πεθαμένους που κατευθύνουν τη ζωή μας, τη ζωή του σήμερα ή κάθε νιόκοπης γενιάς, όπως έχομε ζωντανούς που όσο περισσότερο φωνάζουν, τόσο περισσότερο βλέπομε πως είναι πρωθύστερα πεθαμένοι: και αυτό είναι παράδοση – να ζουν μονάχα οι ζωντανοί (και ας έχουν, καμιά φορά, μερικοί από αυτούς πεθάνει χρόνους πρωτύτερα).
Και κάθε νιόκοπη πάλι γενιά, κατευθύνει εκείνη τη ζωή της παράδοσης: και αυτό είναι παράδοση. Από την άποψη αυτή, εκείνο που λέμε ή ονομάζουμε πρωτοποριακό δεν υπάρχει. Είναι μια άπλερη φαντασία μας. Μονάχα η παράδοση υπάρχει πλέρια. Γιατί η παράδοση είναι η ζωή, και μάλιστα η ανώτερη φάση της ζωής που δεν ξεχωρίζει πεθαμένους από ζωντανούς: και αυτό είναι παράδοση. Κάθε φορά που έχομε αληθινή ζωή έχομε παράδοση. Έχομε προσθήκη, περπάτημα, πλουτισμό της παράδοσης. Οι έσχατοι γίνονται πρώτοι, οι πρώτοι έσχατοι. Όσοι αποτελούν την παράδοση μπορεί να πει κανένας πως έχουν όλοι την ίδια πάντα χρονολογία, τη σημερινή. Η παράδοση δεν είναι τα περασμένα ή τα μελλούμενα, αν και είναι περισσότερο τα μελλούμενα παρά τα περασμένα, αφού η παράδοση ζει στο αιώνιο τώρα: και αυτό είναι παράδοση. Μια δύναμη που συμβαδίζει με τη ζωή και που η ζωή (στην ανώτερη φάση της) συμβαδίζει μαζί της: ζωή και παράδοση ταυτόσημες», [Οι Ρωμιές, εκδ. Δόμος, Αθήνα 1990, σσ. 30-31].
Σε παλαιότερο άρθρο μου, δημοσιευμένο στην εφ. ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ, (αρ. φ. 766, Πέμπτη 24 Ιανουαρίου 2008), είχα υποστηρίξει ότι η γιορτή των Τριών Ιεραρχών που κάθε χρόνο με «λαμπρότητα» γιορτάζει η εκπαιδευτική κοινότητα – κυρίως η πρωτοβάθμια και η δευτεροβάθμια εκπαίδευση – αναπαράγει συνήθως τα στερεότυπα περί ελληνοχριστιανικών ιδεών, όπως αυτά αυτούσια μας έχουν κληροδοτηθεί από τα μέσα του 19ου αιώνα, ή στη χειρότερη περίπτωση τον εντελώς ξένο προς το ήθος της πατερικής παράδοσης ξύλινο θεολογικό λόγο, ότι δηλαδή οι Τρεις Ιεράρχες δίδαξαν μια μακαριότητα του υπερπέραν. «Εορτή των γραμμάτων» όπως έχει χαρακτηριστεί, εδώ και δεκαετίες με τον τρόπο που γιορτάζεται, δυστυχώς δείχνει να μην έχει καταφέρει ακόμη να αναψηλαφήσει αυτό που καίρια η μακρόσυρτη παράδοση της Εκκλησίας με τη βιβλική και πατερική σκέψη προτάσσει: το ξεπέρασμα που θέλει την εκκλησιαστική ζωή να μην είναι στατική και παγιωμένη σε μια θρησκευτικότητα πολλές φορές υποκριτική, θρησκευτικότητα που συνήθως αναπαράγεται με τους πανηγυρικούς λόγους που κάθε χρόνο την 30η Ιανουαρίου ακούγονται σε σχολεία. Απ' αυτούς, είναι φανερό αυτό, και θλιβερό συνάμα, απουσιάζει παντελώς το ελληνορθόδοξο αισθητήριο. Λέγονται κι ακούγονται σχεδόν τα ίδια πράγματα. Η λανθάνουσα αυτή λειτουργία, είναι τόσο έκδηλη, όχι μόνο στους πανηγυρικούς λόγους, αλλά και σ' ολόκληρο το πρόγραμμα του εορτασμού.
Στην προκειμένη περίπτωση δεν είναι λίγες οι φορές, που θα μπορούσε κανείς να αναρωτηθεί: μα καλά τόσο δύσκολο είναι οι συμμετέχοντες να γευτούν το εξής απλό, αλλά άκρως σημαντικό γεγονός, ότι δηλαδή η πατερική κληρονομιά, την οποία τόσο πολύ ουκ ολίγοι «χριστιανομαθημένοι θεολογούντες» εκθειάζουν και για την οποία τόσο κόπτονται, δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια ζωντανή μαρτυρία και ανάπτυξη των αρχεγόνων ριζών, οι οποίες μέσα στο περιρρέον πνευματικό και πολιτισμικό κλίμα όπου γεννήθηκαν, μπορούν να μπολιάσουν και το σημερινό κοσμοείδωλο της οικουμένης;
Προς επίρρωσιν των παραπάνω απόψεών μου θα επικαλεστώ το βιβλίο της Έφης Γαζή, Λέκτορα του Τμήματος Ιστορίας, Αρχαιολογίας και Κοινωνικής Ανθρωπολογίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, με τίτλο: Ο δεύτερος βίος των Τριών Ιεραρχών. Μια γενεαλογία του «ελληνοχριστιανικού πολιτισμού», που εκδόθηκε το 2004 απ' τις εκδόσεις Νεφέλη. Άκρως πρωτότυπος και συνάμα προς κάθε κατεύθυνση ελεγκτικός ο τίτλος του βιβλίου, νομίζω ότι προσδιορίζει στο έπακρο αυτό που παραπάνω υποστηρίζω: η παλίρροια του ελληνοχριστιανικού ιδεολογήματος φαίνεται ότι καλά κρατεί. Και το χειρότερο, τα συνθήματά της, δυστυχώς, εμφανίζονται ακόμη και σήμερα, ως εγκύστωμα ενός εθνικού παρελθόντος με δεκανίκια προς κάθε κατεύθυνση, πολιτική, ιδεολογική, κοινωνική, θεολογική, ιστορική, μολονότι οι θεολογικές μας σπουδές έχουν κάμει τολμηρά βήματα προς τα εμπρός και παρότι αυτές, κατά διαστήματα στο πρόσωπο ελαχίστων βέβαια κληρικών και θεολόγων φωτίζονται από την ανθοφορία κριτηρίων «ορθόδοξης εκκλησιαστικής γνησιότητας».
Αξίζει νομίζω κάποτε να τολμήσουμε να αντισταθούμε στο αυτονόητο: η ιστορική πορεία της Ορθοδοξίας, όπως αυτή σήμερα διαγράφεται, δυστυχώς δεν έχει λυτρωθεί ακόμη από τις συμπληγάδες του «αλλοτριωτικού εκδυτικισμού» και της «αφασικής θρησκειοποίησής της», κατά το δόκιμο χαρακτηρισμό ενός άκρως σημαντικού διανοουμένου της εποχής μας, του Χρήστου Γιανναρά.
Όσοι μελετήσουν το βιβλίο της Έφης Γαζή, πέραν του ότι θα παρακολουθήσουν μια άκρως ενδιαφέρουσα ερμηνεία για το πώς καθιερώθηκε το σχήμα των γνωστών Τριών Ιεραρχών, θα έχουν το ακριβό προνόμιο, μέσα από το στιβαρό αφηγηματικό λόγο της ιστορικού συγγραφέως, με όσα αυτός, χάρη στις ενδιαφέρουσες επιστημολογικές μεθόδους της Ιστορίας ερωτήματα θέτει, να αναψηλαφήσουν το εξής γεγονός:
γιατί η μετακίνηση της χριστιανικής τριανδρίας από το εκκλησιαστικό στο εθνικό και εκπαιδευτικό πλαίσιο κατά τους δύο τελευταίους αιώνες, ανέδειξε ένα από τα ισχυρότερα και πλέον διάσημα σύμβολα του ελληνοχριστιανικού πολιτισμού. Σύμβολα που ουκ ολίγοι παρ' ημίν θεολόγοι, κληρικοί και άλλοι γραφικοί «θεολογούντες», σθεναρά προτάσσουν, μεταλλάσσοντας τη ζώα εν Αγίω Πνεύματι παράδοση της Εκκλησίας, σε «μάθημα πατριδολογίας», όπως έλεγε ο αείμνηστος Μητροπολίτης Σερβίων και Κοζάνης Διονύσιος (Ψαριανός).
Τη βαθύτατη τούτη, εκκλησιολογική θα ‘λεγα, παρέκκλιση καυτηριάζει σ' ένα άρθρο του και ο Παντελής Καλαϊτζίδης, γνωστός συνάδελφος θεολόγος, από το πρωτοποριακό έργο που κάνει στη Θεολογική Ακαδημία της Ιεράς Μητροπόλεως Δημητριάδος. Γράφει σ' ένα άρθρο του: «Δεν υπάρχει δεσποτική η θεομητορική εορτή, εορτή αγίου ή μάρτυρα που να μη σχετίζεται με τον ένα ή τον άλλο τρόπο με κάποιο σημαντικό εθνικό γεγονός ή με κάποιον εθνικοπατριωτικό συμβολισμό». Στον μακρύ κατάλογο των εορτών αυτών, που «μοιάζει ατελείωτος», «η Εκκλησία όχι μόνο δεν κάνει τίποτα για να ανακόψει αυτήν την τάση (πολλές από τις "διπλές γιορτές" καθιερώθηκαν πρόσφατα), αλλά μοιάζει να ευνοεί αυτήν την εξέλιξη πιστεύοντας ίσως πως έτσι βρίσκεται στο επίκεντρο της δημόσιας ζωής και πως ασκεί αποτελεσματικότερη ποιμαντική», [βλ. «Ο πειρασμός του Ιούδα… Από την Ιστορία της Θείας Οικονομίας στην Ιστορία της Εθνικής Παλιγγενεσίας», Σύναξη τχ.79 (Ιούλιος Σεπτέμβριος 2001) 61-62].
Δεν θα ήταν υπερβολή να υποστηριχθεί ότι παρόμοιο είναι και το σκηνικό της γιορτής των Τριών Ιεραρχών. Όμως το «δράμα» της όπως αυτή συνεχώς γιορτάζεται, με τη συνήθη αναπαραγωγή θεολογικών και ιστορικών στερεοτύπων, γυρεύει εναγώνια κάθαρση και λύση.
Ωστόσο, μέσα στον κυκεώνα των βερμπαλιστικών κηρυγμάτων και πανηγυρικών λόγων, είναι ευτύχημα που μια νέα γενιά θεολόγων, ιστορικών, κληρικών, μοναχών, διανοητών, καταφέρνει και κομίζει ένα θεολογικό λόγο που βιώνει την υπαρξιακή αγωνία του μετανεωτερικού ανθρώπου και αναζητά απάντηση στα καίρια ερωτήματα ζωής, πέραν βέβαια από τα αυτονόητα του παρελθόντος.
Ο περσυνός πανηγυρικός λόγος που εκφωνήθηκε από το Σχολικό Σύμβουλο Θεολόγων της Περιφέρειας Βορείου Αιγαίου, Ανδρέα Αργυρόπουλο, φρονώ ότι επαληθεύει την άποψη που θέλει την Εκκλησία και τη Θεολογία της να παραμένει πιστή στο «πνεύμα της οικουμενικότητας». Η έκδοση του πανηγυρικού σ' ένα καλαίσθητο βιβλιαράκι με τίτλο: Το επαναστατικό μήνυμα των Τριών Ιεραρχών, στη σειρά: Έξοδος στην κοινωνία και τη ζωή, νομίζω ότι έρχεται να συμπληρώσει ένα κενό. Κενό που δεν είναι άλλο, από το επίκαιρο και επαναστατικό μήνυμα που κομίζει η διδασκαλία των τριών κορυφαίων διδασκάλων και αγίων της Εκκλησίας μας, ότι με βάση τη χριστιανική αυθεντικότητα, μπορεί ο σημερινός κόσμος να γεμίσει ελπίδα και να απελευθερωθεί από τα δεσμά μιας επιφανειακής πνευματικότητας, ενός ακίνδυνου χριστιανισμού και μιας χλιαρής πίστης. Διαρθρωμένο σε τέσσερες ενότητες το βιβλίο παρουσιάζει άρτια την αυθεντική χριστιανική πίστη, το ανοικτό πνεύμα, την κοινωνική ριζοσπαστικότατα και την επιστημονική συγκρότηση που είχαν οι Τρεις Ιεράρχες.
Ταυτόχρονα στο βιβλίο γίνεται λόγος για τις θέσεις των τριών Πατέρων της Εκκλησίας έναντι των κοινωνικών προβλημάτων, κυρίως της κοινωνικής αδικίας. Από τον συγγραφέα τονίζεται ιδιαίτερα το γεγονός ότι έχει πια περάσει η εποχή της επικριτικής απόρριψης της κοινωνικής πραγματικότητας. Στα πολλαπλά κοινωνικά προβλήματα του σημερινού κόσμου, όπως είναι η φτώχεια, η πείνα, η κοινωνική ανισότητα, η εκμετάλλευση, (και τόσα άλλα), ο σύγχρονος κόσμος έχει ανάγκη από «θετικές προτάσεις και πρωτοβουλίες, των οποίων η χρηστικότητα μπορεί και πρέπει να δοκιμάζεται στην πράξη».
Ζητήματα όπως η παιδεία και η αγωγή των νέων ανθρώπων, με γνώμονα τις θέσεις των Τριών Ιεραρχών γι' αυτά, θίγονται από το συγγραφέα με ιδιαίτερα καυστικό τρόπο. Γράφει συγκεκριμένα: «τα βασικά στοιχεία της αληθινής παιδείας για τους Τρεις Ιεράρχες είναι η αγάπη, ελευθερία και ο σεβασμός του ανθρώπινου προσώπου. Και οι τρεις τονίζουν πως η σχέση παιδαγωγού – μαθητή είναι σχέση ελευθερίας και δημιουργίας. Ο διάλογος είναι το καλύτερο μέσο για να επιτευχθεί ο σκοπός της αγωγής».
Το βιβλίο κλείνει μια παλαιότερη δημοσίευση του συγγραφέα με τίτλο: Οι Τρεις Ιεράρχες για τον πόλεμο και την ειρήνη. Είναι ενδεικτικά τα όσα υποστηρίζει: «οι Τρεις Ιεράρχες δεν κάνουν "ειρηνολογία", δεν ζητούν από τους πιστούς απλά να επιδιώξουν μια ειρήνευση εξωτερική, τυπική, ο στόχος τους δεν είναι η "ειρηνική συνύπαρξη" χωρίς περιεχόμενο. Η ειρήνη αν μείνει στα λόγια λέει ο Μ. Βασίλειος, καταντάει κοροϊδία».
Θα ήταν λειψή η παρουσίαση του βιβλίου δίχως αναφορά στο προλογικό κείμενο, πράγματι κοφτερό στη γλώσσα και το ύφος, που έχει γράψει ο Θανάσης Παπαθανασίου, Δρ. Θεολογίας και Αρχισυντάκτης του γνωστού και μαχητικού περιοδικού Σύναξη. Μια παρατήρηση μόνο στα ερωτήματα που θέτει ο συγγραφέας: «Τι νόημα έχει μια θεολογία που δεν γίνεται πράξη; Μα, και τι νόημα έχει μια θεολογία που κραδαίνεται σαν όπλο κατά των απίστων και δεν ζυμώνει αυτούς που τη διατυπώνουν;».
Νομίζω ότι είναι πια καιρός η γόνιμη αναμέτρησή μας με τη θεολογία των Πατέρων της Εκκλησίας, να εδραστεί επάνω στο πεδίο αποφυγής της παγίδας, όπου καίριες αλήθειες της ορθόδοξης θεολογίας, της θεολογίας των Τριών Ιεραρχών όπως αποκάλυψη, θεοφάνειες, τρόπος ζωής και πολιτισμός ταυτίζονται με την ατομιστική και εγωκεντρική υπόθεση της θρησκείας. Όχι τίποτε άλλο, όποιος θέλει να επιβάλλει το ιδανικό αυτό της θρησκείας, να το πει καθαρά και ξάστερα, σίγουρα κανείς δεν μπορεί να έχει αντίρρηση. Όμως θα ήταν απαράδεκτη σύγχυση και παραμόρφωση να θεωρηθεί, ότι αυτή η ιδεολογία εκφράστηκε στην παράδοση και ότι αυτόν τον στόχο έχει η επιστημονική έρευνα και η οργάνωση οποιασδήποτε αγωγής και παιδείας, αλλά και η προοπτική της θεολογίας. Με μια τέτοια θεολογία ένα είναι σίγουρο. Όπως πολύ σωστά επισημαίνει ο Θανάσης Παπαθανασίου είναι «θεολογία άπραγη και διακοσμητική, που κάνει τον άνθρωπο μαχαιροβγάλτη».
* ΑΝΔΡΕΑΣ Χ. ΑΡΓΥΡΟΠΟΥΛΟΣ
Το επαναστατικό μήνυμα των Τριών Ιεραρχών
ΣΕΙΡΑ: Έξοδος στην κοινωνία και τη ζωή
ΑΘΗΝΑ 2009
** O ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ Ι. ΚΑΛΑΜΑΤΑΣ είναι Θεολόγος Καθηγητής