Η κρίση της παιδείας – Το οδοιπορικό του σπουδαστή
Μια Συνέντευξη του Παναγιώτη Μπούρδαλα
στον αείμνηστο Παναγιώτη Νέλλα
Στο περιοδικό ΣΥΝΑΞΗ, τ. 8, ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ1983, σελ. 93-98. Αναδημοσιεύτηκε φέτος στο περιοδικό «Πειραϊκή Εκκλησία», φύλλο 196, Σεπτέμβριος 2008, σελίδες 22-24, στο αφιέρωμα για την παιδεία, ως … επίκαιρη!
ΕΡΩΤΗΣΗ Παν. Νέλλα [1]: Παναγιώτη, έχεις τελειώσει το φυσικό τμήμα στο Πανεπιστήμιο της Πάτρας και ετοιμάζεσαι να διδάξεις στη Μέση εκπαίδευση. Μέσα από την πείρα και τις προοπτικές σου, πως βλέπεις την Παιδεία σήμερα;
ΑΠΑΝΤΗΣΗ Παν. Μπούρδαλα: Όλος σχεδόν ο ελληνικός λαός σήμερα, θεωρεί ότι ο μηχανισμός που ονομάζεται παιδεία περνάει κρίση. Έχω όμως την αίσθηση ότι η κρίση είναι βαθύτερη απ’ όσο νομίζουμε. Δεν είναι δηλαδή απλά αυτό που βλέπουμε, τα συμπτώματα. Εκείνο που έχει μεγαλύτερη σημασία είναι το πλησίασμα της βαθύτερης κρίσης, της ασθένειας και της αιτίας της ασθένειας.
ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Τα συμπτώματα εμφανίζονται καθαρά όταν ο μαθητής τελειώσει το Λύκειο. Γιατί τότε αρχίζει η απελπισία του. Αν δεν περάσει στο Πανεπιστήμιο ή έστω σε άλλη ανώτερη σχολή, έχει πρόβλημα εργασίας. Αν περάσει, τότε ήδη ο πρώτος χρόνος σπουδών του είναι ο χρόνος απομυθοποίησης της αίγλης του Πανεπιστήμιου.
Η λέξη λέει πολλά. Εκφράζει το γεγονός ότι οι γνώσεις είναι αποθηκευμένες σε βιβλία, καλύτερα ή χειρότερα, και σε καθηγητικούς εγκεφάλους, πυκνότερα ή αραιότερα αδιάφορο, προσφέρεται μονοσήμαντα στους φοιτητές, που σαν άγραφες «μαγνητοταινίες» καλούνται να γεμίσουν τη μνήμη τους. Κέντρο της διαδικασίας ο μηχανισμός των εξετάσεων, για τη νέα αποθήκευση του γνωστικού υλικού.
Εδώ έχουμε πληροφόρηση αντί για γνώση και εκπαίδευση αντί για παιδεία. Φοιτητές και καθηγητές βρίσκονται σε μετρημένη απόσταση, οι γνώσεις και η ζωή τους δεν συμπλέκονται. Δεν υπάρχει συλλειτουργία στο μυστήριο της γνώσης, αλλά λατρεία της πληροφόρησης.
Έτσι η κριτική γνώση ελαττώνεται, το ακροζύγιασμα του φοιτητή δεν κατορθώνεται, η ισορροπία στην όλη προσωπική και κοινωνική του ζωή κλονίζεται. Οι γνώσεις που δίνονται στο φοιτητή βρίσκονται σύντομα μετέωρες σε σχέση με την όλη γνωστική πραγματικότητα και με τις εσωτερικές του γνωστικές ανησυχίες.
ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Οι αιτίες νομίζω ότι είναι ακόμα βαθύτερες. Ας σταθούμε λίγο περισσότερο στα συμπτώματα. Αυτά που αναφέραμε είναι πρωτογενή, συμπτώματα πολιτικής υφής (με την ευρεία έννοια του όρου) και γεννούν με τη σειρά τους άλλα, εκείνα που πέφτουν πιο πολύ στην αντίληψη του εξωπανεπιστημιακού χώρου.
Είναι φυσικό, συμπτώματα αλυσιδωτά να συμβαίνουν στο φοιτητικό σώμα. Οι φοιτητές, μέσα από «συμπληγάδες πέτρες» και με το άγχος της «επιτυχίας» μόνιμο σύντροφό τους, δεν αργούν να διαπιστώσουν τα συμπτώματα της φθοράς, στο ναό της λατρείας της πληροφόρησης.
Και στις δυο εκδοχές έχουμε διαβαθμίσεις και παλινδρομήσεις. Έτσι βλέπουμε τους μελετηρούς φοιτητές, τους αδιάφορους, αυτούς που αντιδρούν ή αυτούς με τις ευρύτερες ενασχολήσεις. Πράγματα που συμπλέκονται συχνά στο πρόσωπο του ίδιου φοιτητή.
Η πολιτικοποίηση και η ευρύτερη συμμετοχή σε διαδικασίες του φοιτητικού κινήματος εκφράζει μια άλλη πιο ενεργητική αντίδραση. Η λατρεία της πληροφόρησης και η λατρεία της ένταξης του φοιτητή στους μηχανισμούς του συστήματος είναι κάτι που δεν εκφράζει την πιο ζωντανή μερίδα των πολιτικοποιημένων φοιτητών.
Μέσα απ’ αυτές τις διεργασίες οι φοιτητές αντιμετωπίζουν το αμείλικτο δίλλημα: Θάρθουν σε ρήξη με τη σκληρή χρονική διαδικασία που αποζητά ο τεχνοκρατικός ρυθμός του πανεπιστήμιου, για να χαρούν την προσωπική τους πορεία, ή θα συμμορφωθούν με την πανεπιστημιακή διαδικασία με τίμημα τον προσωπικό εκφυλισμό;
ΕΡΩΤΗΣΗ: Θα μπορούσες να σταθείς κάπως περισσότερο στο φαινόμενο της πολιτικοποίησης στην Εκπαίδευση;
Ιστορικά, τη δεκαετία που μας πέρασε, κατά την οποία συμμετείχα προσωπικά στο φοιτητικό κίνημα, η πολιτικοποίηση πήρε διαφορετικές μορφές. Στην εποχή της γεννιάς του Πολυτεχνείου περισσότερο, παρά σήμερα, χαρακτηριστικό της ήταν η έμφαση στην προσωπική αντίληψη της συμμετοχής. Υπήρχε μια αντίληψη των φοιτητών που συναντιόταν μ’ ,αυτή των συναδέλφων.
Κατάντησαν, αλλοίμονο, το φοιτητικό κίνημα σε στείρα κομματικοποίηση, σε απεμπόληση της αυτονομίας του, σε γραφειοκρατικοποίηση των οργάνων του, κλπ. Αυτή η καινούρια κατάσταση οδηγεί τους φοιτητές σε μια «άλλη αντίδραση ή σε αδιαφορία για τα κοινά.
ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Μεγάλωσα σε χωριό. Εκεί η γνώση δεν προερχόταν μόνο από το σχολείο, γιατί απλά ήταν ένα στοιχείο της κοινωνίας. Το αντίκρισμα το καθημερινό του προσώπου του άλλου, σε μυεί στο είναι του συνανθρώπου. Η επαφή με την φύση και την αγροτική παραγωγή, με την αργή και κυκλική εναλλαγή των εποχών, γίνεται δεύτερο σχολείο, οδηγεί στην σφαιρική αλληλοπεριχώρηση των γνωστικών εμπειριών.
Στη συνέχεια, η Μέση Εκπαίδευση ήταν ένας χώρος όπου τοποθετούσα τις προσωπικές μου γνωστικές ανησυχίες, παρά ένα μέσο για είσοδο στο Πανεπιστήμιο. Παρ’ όλα τα προβλήματα επιβίωσης, που αντιμετωπίζουμε στα σχεδόν εγκαταλλειμένα χωριά, η σαγήνη της επαγγελματικής αποκατάστασης «ελέω γνώσης» δεν κατάφερε να καθυποτάξει ολοκληρωτικά τα παιδιά. Η προσωπική αναζήτηση ισορροπούσε μαχητικά με την επιθυμία εισόδου στο Πανεπιστήμιο, και οι παιδικές μου εμπειρίες ακροζυγιάζονταν με τις όσες πληροφορίες έπαιρνα από τις αποθηκευμένες γνώσεις.
Διαπίστωσα, ότι η γνώση της φυσικής επιστήμης είναι πολύ συμπυκνωμένη. Τόσο από το ένα έτος στο άλλο, όσο και από το ένα μάθημα στο άλλο καλείσαι να περάσεις σε διαφορετικά επίπεδα, όχι μόνο της φυσικής, αλλά και της γενικότερης αντίληψης της φιλοσοφίας και ζωής.
Οι κοινωνικοπολιτικές μελέτες με βοήθησαν να συνδέσω τη μηχανιστική και θετικιστική κλασική φυσική με τον ορθολογισμό και τεχνοκρατισμό του δυτικού πολιτισμού, ενώ την σύγχρονη φυσική με την αναζήτηση του λεγόμενου πλουραλισμού. Πολύ δε περισσότερο η μελέτη και κατά το δυνατόν βίωση της ορθόδοξης θεολογίας και κοσμολογίας με βοήθησε να καταλάβω τη σύγχρονη φυσική, και αντίστροφα. Στη θεολογία περνούσα από την σχολαστική και ηθικιστική αντίληψη στην πατερική και αποφατική ορθόδοξη θεολογία, παράλληλα με το πέρασμα από την κλασσική φυσική στη σύγχρονη.
Η απόλυτη γνώση του καθηγητή, η απόλυτη γνώση των βιβλίων, η απόλυτη γνώση της ιστορικής φυσικής προσφερόταν ως παιδεία. Νομίζω το ίδιο γίνεται σ’ όλες τις σχολές. Λόγου χάρη στη θεολογική διδάσκεται η αποφατική θεολογία με σχολαστική μέθοδο, η επιστημονική διάστασή της αυτονομείται συνήθως και υπερισχύει της εκκλησιολογικής και μυστικής.
ΕΡΩΤΗΣΗ: Πως σκέφτεσαι να δουλέψεις ως καθηγητής στη Μέση εκπαίδευση;
Ας μη γελιόμαστε. Τα πράγματα είναι πολύ δύσκολα, το σχολείο είναι ένα εξάρτημα του κράτους. Φαίνεται ότι το κράτος θέλει όλο και περισσότερο να ελέγχει τους μηχανισμούς που το αναπαράγουν, όπως η σχολική εκπαίδευση. Πώς, λοιπόν, ο καθηγητής θα καταφέρει να κερδίσει τη μάχη με ένα, ορθολογικά έστω τέλειο (;), αναλυτικό πρόγραμμα, το οποίο θεωρεί τον καθηγητή σαν εκτελεστή του προγράμματος και «ιεροεξεταστή» της αφομοίωσης του προγράμματος;
Θέλω να επιχειρήσω μια προσπάθεια, όπου το μάθημα της φυσικής να γίνεται χώρος ελευθερίας. Αλλά η παιδεία είναι αποτέλεσμα ποικίλων παραγόντων. Η όλη διάπλαση των μαθητών, η γενικότερη οικογενειακή και κοινωνική πρακτική καθορίζουν συχνά τις προϋποθέσεις (π.χ. ο τραγικός υπερτονισμός της επαγγελματικής αποκατάστασης «ελέω» γνώσης) για τη διδασκαλία μέσα σ’ ένα προκαθορισμένο μηχανισμό, όπως η Μέση Εκπαίδευση.
ΕΡΩΤΗΣΗ: Πώς θα αντιμετωπίσεις το πρόβλημα προετοιμασίας για τις πανελλαδικές;
Έτσι ο μαθητής περνάει σε ένα άλλο επίπεδο σχέσης με τη φυσική, όπου γίνεται πια ένας αγώνας ανάμεσα στη γνώση και στον εαυτό του, και πετυχαίνεται ταυτόχρονα και ο πραχτικός στόχος. Γιατί, ασφαλώς, η γνώση είναι ανώτερη από την εκπαίδευση. Όταν φτάσεις να ανακινήσεις μια αγάπη μέσα στο μαθητή για τη φυσική, αυτή η αγάπη θα μπορέσει να τον βοηθήσει να λύσει τις ασκήσεις.
ΕΡΩΤΗΣΗ: Ένα τελευταίο σημείο που πρέπει να διευκρινίσουμε είναι τα αίτια της κρίσης της παιδείας. Τα όσα είπες ως εδώ αφήνουν βέβαια να διαφανεί η γνώμη σου. Μήπως όμως θα μπορούσες να κάνεις μερικές πιο συγκεκριμένες διατυπώσεις;
α). Το ρόλο της μονάδας παραγωγής ειδικευμένου προσωπικού για την ένταξή του στα κύρια γρανάζια της κρατικής παραγωγικής και ανα-παραγωγικής μηχανής.
Ειδικά στην Ελλάδα, ως χώρα της Ορθόδοξης Ανατολής, υπάρχει και ένας τρίτος ρόλος, τον οποίο «ασυνείδητα» (;) παίζει η εκπαίδευση: Να αλλοιώνει το φρόνημα της καθολικής θεώρησης της ζωής και της κριτικής στάσης που έχουν λίγο-πολύ οι νεοέλληνες απέναντι στους «στημένους» κρατικούς μηχανισμούς.
Στη Δύση ήταν διαλεκτικά και ιστορικά αναγκαίο οι ζωντανές κοινωνικές δυνάμεις να έλθουν σε ρήξη με την τυρρανική ψευτοθεοκρατική κοινωνία, που συμπορευόταν ταυτόχρονα και αρμονικά με τη λατρεία της συσσώρευσης του κεφαλαίου και μεγέθυνε την κοινωνική αδικία. Με το διαφωτισμό πρώτα, το μαρξισμό αργότερα και τις αναρχίζουσες ή οικολογικές αντιλήψεις σήμερα, συγκροτείται η ρήξη.
Αν αυτό όμως μπορεί να είναι πρόοδος μπροστά στο σκοταδισμό του Μεσαίωνα της Δύσης, στην Ορθόδοξη Ανατολή είναι έκπτωση. Γιατί στην Ανατολή το καθόλου και τα συντρίμμια πάλευαν ισοδύναμα. Ο κάθε λαός είχε δυο επιλογές: ή με τα συντρίμμια ή με το καθόλου. Φαίνεται πως ιστορικά και η Ανατολή έχασε τη δυνατότητα επιλογής και κατρακυλούσε στο δικό της σκοταδισμό, στη δική της πνευματική και κοινωνική φτώχεια.
Λαός και Κράτος αναγκάστηκαν να επιβιώσουν συγκολλημένα χωρίς κοινή τήξη και πήξη. Η παιδεία έγινε γρήγορα εκπαίδευση, η γνώση πληροφόρηση. Η Ορθόδοξη θεολογία, ανθρωπολογία, κοινωνιολογία και κοσμολογία, που ήταν κύρια στοιχεία της παιδείας υποχώρησαν στη βία της «Θεο»-λογίας της πληροφόρησης. Έτσι, μια άλλη μορφή «Θεο»-κρατίας και λατρείας κυριαρχεί σήμερα στην εκπαίδευση.
Μια πορεία προς το καθόλου του ανθρώπου, ένα άνοιγμα στη βιολογική μας μάνα, τη φύση, και πιθανά η ανέλπιστη ανακάλυψη της πνευματικής μας μάνας, «κρυμμένης» μέσα στο ιστορικό σώμα της Ορθοδοξίας, ίσως σημάνει στη χώρα μας την αρχή για μια πορεία ξεπεράσματος και της γενικότερης κρίσης και της κρίσης της παιδείας.