Στο κατώι του Χρόνου: Κουδούνια και τσοκάνια
Του Νίκου Χρ. Παπακωνσταντόπουλου*
Τα κουδούνια και τα τσοκάνια είναι αναπόσπαστο κομμάτι της παράδοσης και της ζωής του βουνού. Μα είναι αναπόσπαστο κομμάτι και της ζωής όλων όσων προερχόμαστε από ορεινές και κτηνοτροφικές περιοχές, αφού από τα πρώτα μας ακούσματα, σαν αντικρίσαμε τον ήλιο, ήταν και οι μελωδίες τους, γι’ αυτό και ηχούν πάντα στ’ αυτιά μας!
Τα κουδούνια προορίζονται για τα γίδια, τα άλογα, τα μουλάρια και τα γαϊδούρια, ενώ τα τσοκάνια για τα πρόβατα και τα γελάδια, χωρίς αυτό να είναι «νόμος». Είναι το ίδιο γνωστά και τα γιδοτσόκανα, αλλά με κάπως διαφορετικό ήχο από τα προβατοτσόκανα. Οι όροι αυτοί είναι μεγάλες κατηγορίες, που κάθε μία έχει τις υποκατηγορίες της και το κάθε κουδούνι και τσοκάνι τη δική του ιδιαίτερη ονομασία.
Σαν κύριο σκοπό έχουν να δηλώνουν τη θέση των ζώων, όταν αυτά δεν είναι ορατά, ώστε να εντοπίζονται εύκολα από τον ιδιοκτήτη τους. Το έμπειρο αυτί μπορεί να τα προσδιορίσει από τον ήχο του καθενός, χωρίς να τα βλέπει καν, χωρίς να τα έχει ξανακούσει. Ο ρυθμός του χτύπου, άλλωστε, προδίδει και τον διαφορετικό τρόπο βαδίσματος και βοσκής κάθε ζώου.
Ο ήχος εξαρτάται από το σχήμα, το μέγεθος, το μέταλλο και τον τύπο. Αυτά τα χαρακτηριστικά παίζουν ρόλο και στην ονομασία.
Στα γίδια και στα πρόβατα κρεμιούνται, αποκλειστικά σχεδόν, με τη βεζά, ενώ στα μεγάλα ζώα με δερμάτινη λωρίδα ή αλυσίδα. Η βεζά είναι ξύλινο «στεφάνι» και κατασκευαστής της είναι ο ίδιος ο τσοπάνης, εφ’ όσον ξέρει καλά την τέχνη, γιατί διαφορετικά είναι βέβαιο ότι θα προκληθεί τραυματισμός στο λαιμό του ζώου. Τα δύο άκρα της κουμπώνουν μεταξύ τους με κομμάτι κέρατου, που παίρνει τη μορφή «μανικετόκουμπου», το λεγόμενο παπίρι, από τα χέρια του τσοπάνη κι αυτό.
Τα μεγάλα κουδούνια και τσοκάνια τα φοράνε μόνο στα μονόχια (ευνουχισμένα) τραγιά και κριάρια, όταν αυτά εύσωμα. Έχουν διάφορες ονομασίες, όπως: κυπριά, μπουζούκες, ζακυθινά και μπίπες. Πραγματικά, είναι ν’ αναρωτιέται κανείς πώς μπορούν και κινούνται τα ζώα με τόσο βάρος και όγκο στο λαιμό τους, αφού σε ορισμένες περιπτώσεις μοιάζουν με μικρές καμπάνες! Υπάρχει εδώ και η άποψη πως, επειδή είναι ζωηρά και επιθετικά, τα μεγάλα κουδούνια έχουν κι αυτό το σκοπό. Ίσως να είναι και ο λόγος που σε ορισμένες περιοχές της πατρίδας μας τα ονομάζουν «σκλαβέρια». Τα βράδια, όμως, που μαζεύονται στο μαντρί, συνηθίζεται να τους τα βγάζουν, για να μπορούν να ξεκουραστούν και να κοιμηθούν με άνεση.
Πολύ συνηθισμένα είναι και τα διπλοκούδουνα, ενώ τα τριπλοκούδουνα είναι λιγότερο γνωστά και τα συναντάμε μόνο σε μεγάλα κυπριά. Αυτά (τα διπλοκούδουνα), αντί για βαρίδι (ή γλωσσίδι) έχουν ένα δεύτερο κουδούνι, το μεσάρι, που μόνο του δεν βγάζει ήχο, γιατί το ίδιο δεν έχει βαρίδι. Το μεσάρι ονομάζεται και τσακλοκούδουνο, χαρακτηρισμός ο οποίος απευθύνεται μεταφορικά και σε άνθρωπο με χαμηλή νοημοσύνη ή που δεν στηρίζεται στη δική του δυναμική.
Μικρότερα όλων είναι τα σκυλοκούδουνα, που δεν διαφέρουν και πολύ μεταξύ τους στα χαρακτηριστικά τους. Κάποιοι μερακλήδες τα βάζουν πολλά μαζί και στα άλογα, σαν αρμαθιά στην ίδια ειδικά κατασκευασμένη δερμάτινη λωρίδα. Είναι οι λεγόμενες χανάκες με τις ζήλιες (χανάκα η δερμάτινη λωρίδα και ζήλιες τα σκυλοκούδουνα), που θα έλεγε κανείς «ισοκρατούν» στο μεγάλο κουδούνι του ζώου στο βάδισμα! Είναι πολύ δύσκολο να περιγραφεί το πόσο τέλεια συνδυάζονται οι ήχοι όλων των κουδουνιών μαζί με τον ήπιο καλπασμό, το ρυθμικό θόρυβο των πετάλων, τη χάρη της κίνησης του αλόγου και το καμάρι του καβαλάρη!
O ήχος τους δεν είναι γνώριμος μόνο στους νοικοκυραίους τους, αλλά και στα ίδια τα ζώα μεταξύ τους. Το έμπειρο αυτί μπορεί να διακρίνει από το χτύπο των κουδουνιών αν το κοπάδι βόσκει, αν μετακινείται, αν τρέχει, που σημαίνει πως μπορεί ν’ αντιμετωπίζει κίνδυνο (π.χ. λύκοι, ζωοκλέφτες) κλπ.
Το καλό και προσεγμένο κουδούνι δείχνει την αρχοντιά και το μεράκι του τσοπάνη. Γι’ αυτό και η κλοπή του αποτελεί προσβολή, που μπορεί να βάλει σε μεγάλη διχόνοια πολλές οικογένειες! Είναι γεγονός, επίσης, πως η ζωοκλοπή έχει πολύ μικρότερη βαρύτητα από την κλοπή ενός μεγάλου κουδουνιού. Γι’ αυτό και κάποιες φορές γίνεται για λόγους αντεκδίκησης! Οι κλέφτες κουδουνιών, άλλωστε, δεν μπορούν να τα χρησιμοποιήσουν αν δεν τα παραποιήσουν, γιατί ο ιδιοκτήτης τους θα τα γνωρίσει.
Αρκετές είναι και σήμερα οι επιχειρήσεις που ασχολούνται με την κατασκευή τους και την προώθησή τους στον καταναλωτή. Η τέχνη τους στον ήχο είναι αξιοθαύμαστη, μα περισσότερο αξιοθαύμαστο είναι το «μουσικό αυτί» του τσοπάνη, που κάνει τους κατάλληλους συνδυασμούς κατά την αγορά τους, ώστε να ακούγεται μια πραγματική συναυλία!
Δεν θα μπορούσε να μείνει μακριά από το κομμάτι αυτό της ζωής και της παράδοσης και η λαϊκή σοφία. Αρκετές παροιμίες και παροιμιώδεις εκφράσεις με θέμα το κουδούνι είναι λίγο-πολύ γνωστές σε όλους μας:
– Του κρεμάσανε κουδούνια.
– Κουδουνίζουνε τ’ αυτιά μου.
– Κουδούνισε το κεφάλι μου (ή το μυαλό μου).
– Έπεσε το βαρίδι, σώπασε το τσοκάνι.
– Του μείναν’ τα τσοκάνια.
-Τον μερακλή τσοπάνη τον ακούς από τα τσοκάνια και τον βλέπεις απ’ τα (γ)κεσέμια.
– Κανείς δεν ακούει τα δικά του κουδούνια.
– Στη ζημιάρα προβατίνα κρεμάνε το τσοκάνι.
– Από τα τσοκάνια βρίσκεις το κοπάδι.
Αναφερόμενοι στο συγκεκριμένο θέμα, ας θυμηθούμε και το γνώριμο και νοσταλγικό ήχο του κουδουνιού του σχολείου! Τα ηλεκτρικά που σήμερα ειδοποιούν τους μαθητές ότι το μάθημα αρχίζει ή τελειώνει, σε πολλούς ήταν άγνωστα.
Με το άρθρο μας αυτό εγκαινιάζουμε έναν νέο κύκλο δημοσιευμάτων στο ΚΑΛΑΒΡΥΤΑ NEWS, με κείμενο και φωτογραφικό υλικό από παραδοσιακά εργαλεία και αντικείμενα των τριών κύριων ασχολιών στον τόπο μας: του τσοπάνη, του γεωργού και της νοικοκυράς. Η ιδέα είναι του αδελφικού φίλου Νίκου Κυριαζή, δημιουργού και διαχειριστή της αγαπημένης ηλεκτρονικής εφημερίδας. Σαν αφορμή στάθηκε μια νοσταλγική φωτογραφία του, επίσης, αδελφικού φίλου Αλέξη Λεχουρίτη. Σαν τίτλο των άρθρων δανειστήκαμε τη λεζάντα της φωτογραφίας αυτής: «στο κατώι του χρόνου»!
Ευχαριστούμε θερμά τον εκλεκτό φίλο και συγχωριανό (Λειβάρτζι) Ανδρέα Κακαβά, το μεράκι του οποίου έχει δημιουργήσει ένα πραγματικό μουσείο με πολλά είδη του τσοπάνη. Η τέχνη στο ξύλο είναι από τα χέρια του, ενώ ο ίδιος επιμελείται και τις επισκευές πολλών εκατοντάδων χαλασμένων κουδουνιών και τσοκανιών!
Η συνεργασία μαζί του μάς γύρισε στα πρώτα μας «μουσικά» ακούσματα και σε πολλά βιώματα των παιδικών χρόνων! Τον ευχαριστούμε, ακόμα, που εκτός από μας, είχε ελεύθερη πρόσβαση και ο φωτογραφικός φακός στην αξιοθαύμαστη συλλογή του, απ’ όπου και όλες, σχεδόν, οι φωτογραφίες. Είναι απαραίτητο να τονισθεί ότι το μεράκι του Ανδρέα, μόνο σε βιβλίο πολλών σελίδων μπορεί να καταγραφεί, με μεγάλη προσπάθεια και αφιέρωση χρόνου. …Ίσως αποτελέσει ένα μελλοντικό μας συγγραφικό μας εγχείρημα.
Προσωπικές ευχαριστίες εκφράζω και στο Νίκο Κυριαζή που μου εμπιστεύθηκε την ανάπτυξη του θέματος στο ΚΑΛΑΒΡΥΤΑ NEWS.
* Ο Νίκος Παπακωνσταντόπουλος γεννήθηκε στο Λειβάρτζι του Δήμου Καλαβρύτων. Πέραν του λειτουργήματός του (Διπλωματούχος Νοσηλευτής) δραστηριοποιείται και στο λογοτεχνικό χώρο, με εκδόσεις βιβλίων και δημοσιεύσεις άρθρων στον έντυπο και ηλεκτρονικό Τύπο. Είναι παντρεμένος με την Ελένη Γάλλιου από το Γοργόμυλο Πρέβεζας και έχουν δύο παιδιά.
ΠΗΓΗ: Σάββατο, 27 Σεπτεμβρίου 2014, http://www.kalavrytanews.com/2014/09/blog-post_52.html
Σκυλοκούδουνα |
Αρνοτσόκανο |
Κατσικοτσόκανο |
Κατσικοκούδουνο |
Γιδοκούδουνο |
Γιδοτσόκανο |
Γιδοτσόκανο με βεζά
τύπου «ζέβλα»
(ζέβλα: εξάρτημα
του παραδοσιακού
αρότρου)
|
Λιανοκούδουνα και χοντροκούδουνα (ανάλογα με το μέγεθος-ήχο) |
Μικρό ζακυθινό με βεζά «γιδοστέφανο» (δένει επάνω) |
Ζακυθινά |
Γιδοτσόκανα «σφήνες» |
Μεσαία κυπριά (διπλοκούδουνα) με σχέδιο |
Κυπρί (διπλοκούδουνο) με σχέδιο (στο κουδούνι και στη βεζά) |
Μεγάλο κυπρί (διπλοκούδουνο) με σχέδιο και τέσσερα παπίρια |
Το πολύ μεγάλο κυπρί δυσκολεύει το ζώο |
Μικρές και μεγαλύτερες «γουργούρες» (προβατοτσόκανα) |
Αριστερά: «μπουζούκα».
Δεξιά «μπίπα»
(από το
«μπιπ-μπιπ» του
ήχου του)
|
Γαϊδουροκούδουνο |
Μουλαροκούδουνο |
Γελαδοτσόκανο |
Φωτο από το πραγματικό
μουσείο του
Ανδρέα Κακαβά!
|
Φωτο από το πραγματικό μουσείο του Ανδρέα Κακαβά! |
Φωτο από το πραγματικό μουσείο του Ανδρέα Κακαβά! |