Το εθνικόν και το αληθές
(Αυγή)
Του Γιάννη Κιμπουρόπουλου
Ποια είναι η ποσόστωση πατριωτισμού και διεθνισμού που αναλογεί σε έναν αριστερό; Δηλαδή, εντάξει, οι προλετάριοι δεν έχουν πατρίδα. Αλλά πού τέμνεται η ταξική τους συνείδηση με την εθνική τους; Η αφορμή των ερωτημάτων είναι προφανής: η συζήτηση που φούντωσε για το βιβλίο «Τι είναι η πατρίδα μας;» των κ. Δραγώνα και Φραγκουδάκη και ο παράδοξος, οριζόντιος διαχωρισμός πολιτικών κομμάτων και ακαδημαϊκής κοινότητας σε υπερασπιστές τους και σφοδρούς επικριτές τους. Η συζήτηση και η τροπή της αναδεικνύει, μεταξύ άλλων, τη μάλλον επιδερμική (και τελικά διχοτομημένη) σχέση της αριστεράς με τις έννοιες έθνος και εθνικό.
Ακολουθώντας το μότο του Σολωμού πως «Έθνος πρέπει να μάθει να θεωρεί εθνικό ό,τι είναι αληθινό», μπορούμε να επισημάνουμε τα εξής:
1) Είναι αληθές και αυτονόητο ότι η αριστερά δεν μπορεί να επιτρέψει να προπηλακίζονται η επιστημονική έρευνα και η ακαδημαϊκή ελευθερία. Οφείλει να τις υπερασπίζεται από σκοταδιστικές επιθέσεις.
2) Είναι αληθές (σε βαθμό κοινοτοπίας) ότι η γέννηση των σύγχρονων εθνών είναι ένα φαινόμενο ιστορικό, συνδεδεμένο με το κοινωνικό πλαίσιο κάθε εποχής. Και μιλώντας ιδιαίτερα για τα ευρωπαϊκά έθνη είναι αδύνατο να ξεχωρίσει κανείς τη διαμόρφωσή τους από τις εθνικές αγορές και τα εθνικά κράτη που αναδύθηκαν δια πυρός, σιδήρου και επαναστάσεων τους τρεις τελευταίους αιώνες. Εξ ου και κανείς δεν μιλά σήμερα για έθνη Ρωμαίων, Γότθων, Τευτόνων, Σαξόνων ή Φράγκων, που για μια χιλιετία κατασπάραζαν το κουφάρι της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας.
3) Είναι ακόμη αληθές ότι, πέρα από την εθνική αγορά και το εθνικό κράτος, τα εθνικά νομίσματα, τα εθνικά μέτρα και σταθμά, την εθνική έννομη τάξη, κάθε σύγχρονη εθνική ταυτότητα στηρίχθηκε στην κατασκευή μιας εθνικής μυθολογίας στην οποία διασταυρώνονται και συνυπάρχουν πραγματικά και φαντασιακά δεδομένα. Και είναι επίσης αληθές ότι στην κατασκευή του εθνικού μύθου, στον οποίο χωνεύονται όλες οι αντιθέσεις μιας «εθνικής» κοινωνίας, συνέβαλαν τα εθνοκεντρικά εκπαιδευτικά συστήματα, προσκολλημένα για δεκαετίες στην αλαζονεία, την καχυποψία, ακόμη και την εχθρότητα, για τους «άλλους».
4) Είναι, όμως, επίσης αληθές ότι η διαμόρφωση της εθνικής συνείδησης, πριν γίνει συμπαγής εθνική ταυτότητα, είναι μια διεργασία πολύ πιο σύνθετη και μακρόχρονη και υπερβαίνει το πλαίσιο μιας από καθέδρας εκπορευόμενης ιδεολογικής κατασκευής. Ότι σε κάθε ατομική εθνική συνείδηση επιβιώνει συλλογική μνήμη αιώνων, αποτυπωμένη στη γλώσσα, τη θρησκεία, τις παραδόσεις, τη διαδοχή των πολιτισμών, έστω κι αν ο ένας οικοδομείται στα ερείπια του άλλου.
5) Είναι επίσης αληθές ότι στις εθνικές συνειδήσεις επιβιώνουν στοιχεία και μνήμες που ξεφεύγουν από τον έλεγχο και τα θεμελιώδη ιδεολογήματα των κυρίαρχων τάξεων. Επιβιώνει και μια ματιά στην ιστορία από τη σκοπιά των υποτελών. Τι σημαίνουν, για παράδειγμα, το «προδομένο ʼ21», η «προδομένη εθνική αντίσταση», η ταξικών διαστάσεων σύγκρουση για το γλωσσικό στην Ελλάδα; Και τι σημαίνει, αντίστροφα, η συλλογική σιωπή των Γερμανών για τη «μαύρη τρύπα» της ιστορίας τους; Είναι, δηλαδή, αληθές ότι η εθνική μνήμη ποτέ δεν είναι ενιαία και είναι αδύνατο να αποκρύψει κανείς ότι σε κάθε έθνος υπάρχουν δύο (τουλάχιστον) έθνη, δύο ιστορίες. Ότι σε κάθε μεγάλο «εθνικό πόλεμο» υπάρχει κι ένας μικρός ή μεγάλος εμφύλιος που η αποτίμησή του γίνεται πάντα από τη σκοπιά των νικητών.
6) Είναι αληθές ότι εκτός από τον διεθνισμό της αριστεράς, υπάρχει ο διεθνισμός της «Συντηρητικής Διεθνούς», ο κοσμοπολιτισμός του κεφαλαίου, που βρίσκει συχνά στις εθνικές ιδιαιτερότητες τα εμπόδια που άλλοτε συναντούσε στα σύνορα των αγορών. Τα σύνορα έχουν καταρρεύσει, αλλά αυτό που λείπει από την «αυτοκρατορία των αγορών» είναι ένας πολίτης χωρίς σύνορα, χωρίς ταξική, ιδεολογική, εθνική ή φυλετική ταυτότητα. Ένας καταναλωτής – παραγωγός, που, αν είναι δυνατόν, έχει μια γλώσσα, μια θρησκεία, ένα στυλ, ένα πολιτισμικό DNA συμβατό με τα brand names των προϊόντων που κατακλύζουν το σπίτι του. Εξ ου και οι οικονομικές ολοκληρώσεις της εποχής μας, με κορυφαία την ευρωπαϊκή, αναζητούν εναγωνίως να αντικαταστήσουν τις δεκάδες εθνικές ταυτότητες με μια ευρωπαϊκή. Ή μια ευρωατλαντική.
Το παράδοξο είναι ότι η προσπάθειά τους έχει μάλλον τα αντίστροφα αποτελέσματα. Η καπιταλιστική παγκοσμιοποίηση και η γεωπολιτική του χάους που επαναχαράσσει τα σύνορα του πλανήτη όχι μόνο ενισχύει εθνισμούς και εθνικισμούς, αλλά προκαλεί και ένα νέο κύμα εθνογενέσεων στα Βαλκάνια, στην Ανατολική Ευρώπη, στην Ασία, στην Αφρική. Αυτή η αναζωπύρωση του εθνισμού δεν είναι φυσικά μονοσήμαντη. Ο ριζοσπαστισμός της μπορεί να τροφοδοτήσει σκοταδισμό, ρατσισμό, πολεμικούς τυχοδιωκτισμούς, φασίζοντα καθεστώτα.
Ή, αντίστροφα, να λειτουργήσει ως απελευθερωτική δύναμη για τον κόσμο της εργασίας και τις καταπιεζόμενες τάξεις. Έχουμε αναλογιστεί, για παράδειγμα, τι είδους «εθνικά ανακλαστικά» ερεθίζει η αλητεία ανηλεών επιθέσεων στην «εθνική οικονομία» της Ελλάδας; Αλλά και πόσο βαθύ, ταξικό περιεχόμενο μπορούν να αποκτήσουν αυτά τα ανακλαστικά όταν ανακαλύψουν εντός του «απειλούμενου έθνους» δεν υπάρχει καμιά ενότητα συμφερόντων; Ή όταν έλθουν σε ρήξη με κεντρικές επιλογές της οικονομικής και πολιτικής ελίτ την τελευταία τριακονταετία, όπως ο ευρωπαϊσμός και η «ορθοδοξία» της ΟΝΕ;
Επομένως, όλοι οι εθνικισμοί και οι αντι-εθνικισμοί δεν είναι ίδιοι. Ούτε το συντηρητικό περιεχόμενο των πρώτων είναι δεδομένο ούτε η προοδευτικότητα των δεύτερων αυταπόδεικτη. Και επομένως, ο διεθνισμός της αριστεράς περιέχει αναγκαστικά και μια ποσόστωση «εθνισμού» που έχει ένα ριζοσπαστικό, απελευθερωτικό περιεχόμενο, στο βαθμό που αποκαλύπτει τη βασική αντίθεση της εποχής μας: την αντίθεση ανάμεσα στο κεφάλαιο και την εργασία, περίτεχνα καμουφλαρισμένη κάτω από δεκάδες άλλες αντιθέσεις. Το θέμα είναι ποιος έχει τα κότσια να σκίσει το καμουφλάζ.
ΠΗΓΗ: Η ΑΥΓΗ 24/01/2010, http://www.avgi.gr/ArticleActionshow.action?articleID=519432
Υ. Γ: Ευχαριστώ το φίλο Γ. Μ. για την προσφορά της αλίευσης…