Παγκοσμιοποίηση – εκδυτικισμός παραδ. θρησκειών

Η παγκοσμιοποίηση ως εκδυτικισμός των παραδοσιακών θρησκειών 

 

Του π. Νικολάου Λουδοβίκου*


Ἡ παγκοσμιοποίηση εἶναι ἀρρήκτως δεμένη μέ τό παλιό φιλοσοφικό ὄνειρο τοῦ τέλους τῆς ἱστορίας. Πρόκειται γιά ἕνα εὐρωπαϊκό ὄνειρο τό ὁποῖο εἶναι βεβαίως ἀρρήκτως ἐπίσης συνδεδεμένο μέ τίς χριστιανικές καί ρωμαϊκές καταβολές τῆς Δύσης, στήν ἐκκοσμικευμένη τους φυσικά ἐκδοχή. Τό φιλοσοφικό ὄνειρο αὐτό ἔλαβε τήν εὐκρινέστερη θεωρητική μορφή του στή φιλοσοφία τοῦ Χέγκελ. Πρόκειται γιά θεμελιώδη εὐρωπαϊκή οὐτοπία: τό τέλος τῆς ἱστορίας, γιά τόν Χέγκελ, εἶναι ἡ βαθμιαία διαλεκτική ἀνύψωσή της ὡς τήν εὐτυχῆ ἐκείνη κατάσταση τήν ὁποία ὁ φιλόσοφος προ-γνωρίζει ὡς πλήρη αὐτοσυνειδησία τῆς ἐλευθερίας.

Ἄς τό ἐξηγήσουμε καλύτερα. Γιά τόν Χέγκελ ὁ Θεός δέν εἶναι μιά ὀντότητα πέρα ἀπ' τόν κόσμο, ἀλλά ἡ ἰδέα πού πραγματοποιεῖται μέσα στήν (καί ὡς) ἱστορία. Πρόνοια δέν εἶναι κάποιο εἶδος «ἐξωτερικοῦ τέλους», ἕνα ὑπερφυσικό σχέδιο τοποθετημένο ἀπό τόν Θεό στήν φύση, ἀλλά ἕνα «ἐσωτερικό τέλος», ὁ ἔσχατος σκοπός τῆς ἴδιας τῆς ἱστορίας. Καί ἡ ἀθανασία δέν εἶναι κάποια ζωή στόν οὐρανό, ἀλλά ἡ διαρκής μνήμη τοῦ ρόλου μας στήν ἱστορία. Σκοπός τῆς ἱστορίας λοιπόν εἶναι ἡ αὐτο-συνειδησία κάθε ἔθνους, ἤ ἀκριβέστερα, ἡ διαλεκτική μέσω τῆς ὁποία αὐτό φθάνει στήν αὐτο-συνειδησία του αὐτή.

 Ἡ αὐτοσυνειδησία αὐτή, ὡς συλλογικό γεγονός, δέν μπορεῖ παρά νά εἶναι ἡ ἐκπλήρωση τῆς οὐσίας τοῦ ἀνθρώπου, πού, γιά τόν Χέγκελ, εἶναι ἡ ἐλευθερία. Αὐτό σημαίνει πώς σκοπός τοῦ ἀνθρώπου, τέλος του, εἶναι ἡ συνειδητοποίηση τῆς ἐλευθερίας αὐτῆς. Ἐπειδή ὅμως αὐτό εἶναι περισσότερο κάτι πού αὐτός πρέπει νά κατορθώσει παρά κάτι πού τοῦ ἔχει ἤδη δοθεῖ, ἡ πραγματοποίηση αὐτοῦ τοῦ σκοποῦ ἀπαιτεῖ τήν ἀνθρώπινη δραστηριότητα, μ' ἄλλα λόγια μπορεῖ νά κατορθωθεῖ, μᾶς λέγει ὁ Χέγκελ, μόνο μέσα στήν ἱστορία. Καί μάλιστα, μόνο σ' ἕνα συγκεκριμένο ἱστορικό «τέλειο» κράτος. Τό ὑποτιθέμενο αὐτό κράτος εἶναι ἡ ἀπόλυτη πραγμάτωση τοῦ πνεύματος (τοῦ Θεοῦ δηλαδή) μέσα στήν ἱστορία, ὡς μιά θαυμαστή κοινότητα ἴσων καί ἐλεύθερων ἀτομικοτήτων οἱ ὁποῖες ἀναλαμβάνουν ν' ἀποδείξουν ἀληθινή καί πραγματική τήν ἀφηρημένη διϋποκειμενική αὐτοσυνειδησία πού ὑποτίθεται πώς ἀποτελεῖ τήν οὐσία τοῦ Πνεύματος. Μέσα ἀπό πανουργίες καί διαλεκτικές μεταμφιέσεις ὁ Λόγος πραγματώνεται καί τά ἰδεώδη τῆς Γαλλικῆς Ἐπανάστασης τελειώνουν τότε τήν παγκόσμια ἰστορία, σ' ἕναν διαλεκτικῶς ἀναπόφευκτο παράδεισο. Ἡ παγκοσμιοποίηση, στή Δύση, εἶναι βαθειά συνημμένη μέ τό παρεφθαρμένο ὄραμα αὐτοῦ τοῦ παραδείσου.

Φυσικά ὁ Χέγκελ θά εἶχε λόγους νά φοβᾶται, ἀκόμη κι αὐτός, τήν παγκοσμιοποίηση αὐτή. Διότι, παρά τίς ἀντιφάσεις του, ὁ φιλόσοφος τοῦ «Παγκοσμίου Πνεύματος» γνώριζε πώς, αἴφνης, δέν καταλαβαίνουμε γιά τούς ἀρχαίους Ἕλληνες «περισσότερα ἀπ' ὅσα σκέφτεται ἕνας σκύλος» – ἡ βαθειά διαφορά μεταξύ τῶν πολιτισμῶν καθιστᾶ δύσκολη ἕως ἀφελῆ τήν προσπάθεια νά προσδιορισθεῖ ἡ πορεία τους πρός τήν «αὐτοσυνειδησία». Πόσο μᾶλλον ἡ κοινή τους πορεία πρός αὐτήν. Ἀλλά, τότε, τί εἶναι ἡ παγκοσμιοποίηση; Πῶς εἶναι δυνατόν νά πραγματωθεῖ τό Παγκόσμιο Πνεῦμα, μέσα μάλιστα στήν πλήρη ἐπίγνωση ὅλων πώς ἐδῶ καί τώρα πραγματώνεται;

Δέν εἶναι ἄραγε πολύ σοφότερο νά θεωροῦμε μαζί μέ τόν Jacques Le Goff πώς, στήν πραγματικότητα, αὐτοῦ τοῦ εἴδους ἡ παγκοσμιοποίηση εἶναι, περισσότερο ἀπό κάθε τί ἄλλο, ἕνας κδυτικισμός, μιά ἀναγωγή ὅλου τοῦ ὑπόλοιπου κόσμου σ' ἕνα κλασσικό δυτικό ὄραμα ἱστορικῆς τελειοποίησης, δεμένο μάλιστα πιό στενότατα μέ τό δόγμα, σήμερα, τοῦ ἐκσυγχρονισμοῦ;

Στήν πράξη αὐτά ὅλα σημαίνουν πώς, στό βαθμό πού ἕνας οἱοσδήποτε λαός τοῦ πλανήτη μας σήμερα ἐπιθυμεῖ νά συμμετάσχει στό δυτικό ἐκσυγχρονιστικό ὄραμα τῆς αὐτοσυνείδητης καί αὐτοεκπληρωνόμενης ἱστορίας εἰσέρχεται ἀναπόφευκτα στήν τροχιά τῆς παγκοσμιοποίησης. Ὄχι μάλιστα τῆς οἰκονομικῆς παγκοσμιοποίησης ἁπλῶς, ἀλλά καί τῆς πολιτιστικῆς, εἰς τρόπον ὥστε ὄχι μόνον ἡ οἰκονομία, ἀλλά καί ἡ συγκεκριμένη ἀνθρώπινη κοινωνία νά μεταβάλλει τούς παραδοσιακούς της στόχους προσκτώμενη τούς καινούργιους στόχους τῆς ὑποχρεωτικῆς ἐνδοϊστορικῆς αὐτοπραγμάτωσης.

Ὅλα τά παραδοσιακά καί πολιτιστικά σχήματα τείνουν νά ἐπαναπροσδιορισθοῦν, μέ βάση τίς νέες ἀπαιτήσεις αὐτές˙ ἔτσι ἡ ἀνάγκη τοῦ ἐκσυγχρονισμοῦ φαίνεται νά διέρχεται ἀναπόφευκτα ἀπό τήν παγκοσμιοποίηση ὡς «ἐκδυτικισμό» ἀκριβῶς τῶν παραδοσιακῶν μορφῶν ζωῆς καί σκέψης. Φυσικά οἱ θρησκεῖες, ὡς θεμελιώδεις τέτοιες μορφές, βρίσκονται ἀμέσως στήν τροχιά ἑνός τέτοιου «ἐκδυτικισμοῦ», βρίσκονται δέσμιες δηλαδή στήν ἀνάγκη νά ἀποδείξουν πώς μποροῦν νά «συνεισφέρουν» στόν νέο αὐτό τύπο ἀνθρώπου καί κράτους πού ἀπαιτεῖ ὁ παγκοσμιοποιημένος αὐτός ἐκσυγχρονιστικός ἐκδυτικισμός.

Αὐτό σημβαίνει τόσο μέ θρησκεῖες ὅπως τό Ἰσλάμ ἤ ὁ Βουδισμός, ὅσο καί μέ ἱστορικά μή δυτικές χριστιανικές ὁμολογίες, ὅπως ἡ Ὀρθοδοξία. Ὅλες αὐτές οἱ θρησκεῖες ἀναγκάζονται νά ἀπαντήσουν ἤ νά θεραπεύσουν συγκεκριμένα προβλήματα τῶν δυτικῶν χριστιανικῶν ὁμολογιῶν καί κοινωνιῶν, δημιουργούμενα στήν δική τους ἱστορική πορεία πρός τούς «παγκόσμιους» στόχους πού θέτει σήμερα ὁ δυτικός κόσμος. Ἄς δοκιμάσουμε νά τό ἐξηγήσουμε αὐτό καλύτερα, ξεκινώντας ἀπό τό παράδειγμα τοῦ Ἰσλάμ. Τό ὁποῖο ὀφείλει, ἄν εἶναι νά ἐπιβιώσουν οἱ λαοί πού τό ἀσπάζονται, νά ἐκσυγχρονιστεῖ (υἱοθετώντας ἕνα σημαντικό μέρος τῶν τεχνικῶν καί τῶν ἱστορικῶν τάσεων τῆς Δύσης) καί ὁ ἐκσυγχρονισμός αὐτός, πού ἤδη ἔχει ἀρχίσει, ὀνομάζεται στήν περίπτωση αὐτή ἀπό τόν J. Le Goff, «συγκρουσιακός» -ὑπό τήν ἔννοια πώς ἀφορᾶ στήν ἄρχουσα κυρίως τάξη καί προχωρεῖ συγκρουόμενος μέ τήν ἰσλαμική παράδοση. Ἡ δύναμη πού προωθεῖ τόν συγκρουσιακό αὐτό ἐκσυγχρονισμό εἶναι, ὅπως ἔλεγε ὁ F. Braudel, ὁ ἐθνικισμός ἤ καλύτερα ἡ «ἐθνικιστική περηφάνεια» τῶν λαῶν αὐτῶν, πού ὁδηγεῖ ἐν τέλει, παρά τίς ἰσχυρές ἀντιστάσεις τῆς παραδόσεως, στό ἄνοιγμα, ἀργά ἀλλά σταθερά, πρός τόν «ἐκδυτικισμό». Σέ πνευματικό ἄλλωστε ἐπίπεδο, ἡ εἴσοδος τοῦ Ἰσλάμ ὡς θρησκείας πλέον στή Δύση δέν εἶναι ἐπίσης ἄσχετη μέ τόν ἐκδυτικισμό του. Μέ δεδομένη τήν μακρά παράδοση ἰδεαλισμοῦ καί νεοπλατωνισμοῦ πού φιλοξενεῖ στά σπλάγχνα του ὁ δυτικός χριστιανισμός, καίριο σημεῖο ἕλξης τοῦ Ἰσλάμ γιά τούς Εὐρωπαίους καί Ἀμερικανούς προσηλύτους του ὑπῆρξε ἀκριβῶς ἡ μή σαφής διάκριση ἐδῶ, μεταξύ ἐγκοσμίου καί πνευματικοῦ στοιχείου, καθώς καί ἡ βιβλικῆς προέλευσης «ὑλική» ἐσχατολογία του. Στά πλαίσια τῆς ὁποίας, ἡ καταξίωση τοῦ ὑλικοῦ-σωματικοῦ στοιχείου ἀναδίδει, γιά τόν κουρασμένο ἀπό ἠθικιστικές καί ἰδεαλιστικές ὑπερθέσεις εὐρωπαῖο, τήν ἐλπίδα μιᾶς καταξίωσης τῆς ψυχοσωματικῆς του ὁλότητας καί ταυτόχρονα τῆς βασανισμένης ἀπό τήν ἀπόλυτη ἐκκοσμίκευση ἐγκόσμιας καθημερινότητάς του. Εἶναι φυσικά σαφές πώς ὅλα αὐτά συνιστοῦν μιάν ἀφαίρεση σέ σχέση μέ τήν θεωρητική πληρότητα τοῦ Ἰσλάμ.

Παρεμφερή μποροῦν νά θεωρηθοῦν τά συμβαίνοντα μέ τόν Βουδισμό. Στήν ἐκδοχή τῆς διείσδυσής του στή Δύση εἶναι ὅπως παρατηρεῖ ὁ P. Bruckner, στήν κυριολεξία ἀγνώριστος, ἔχει καταφανῶς «ἐκδυτικισθεῖ». Δέν δίνει βαρύτητα στά δόγματά του, ἔρχεται ὅμως νά ἐγκατασταθεῖ στό κενό ἀκριβῶς πού δημιουργεῖ ἡ διάσταση μεταξύ θεωρίας καί πράξης στή Δύση. Δέν ἀντιμάχεται τόν χριστιανισμό ἀλλά μιμεῖται θεμελιώδη καί ξεχασμένα, ἔνεκα τῶν λόγων πού περιγράψαμε πιό πάνω, χαρακτηριστικά του: διδάσκει λοιπόν τόν μετριασμό τῶν παθῶν, τήν ἐφημερότητα τοῦ βίου, τήν ἀνάγκη γιά ἀσκητική ἁπλότητα καί λιτότητα, τήν φρόνηση καί τόν σεβασμό ἐνώπιον τῆς δημιουργίας. «Μιμεῖται» αὐτές τίς διδασκαλίες, διότι ἡ χριστιανική θεολογία ἔχει προσδώσει ἄλλο περιεχόμενο καί διαφορετικό ὁρίζοντα σ' αὐτές, ἐντελῶς διάφορα ἀπ' ὅ,τι ἡ ὀντολογική ἐφημερότητα τοῦ κόσμου καί τοῦ προσώπου στόν Βουδισμό ὑπαγορεύει. Ὅλα αὐτά ἐνῶ, ὅπως εἶναι γνωστό, ὅλες οἱ παραδοσιακές βουδιστικές ἤ ἰνδουϊστικές χῶρες προσβλέπουν ταυτόχρονα μέ λαχτάρα στόν δικό τους ἐκδυτικισμό, χωρίς ὅμως ἀκόμη νά ἔχει διενεργηθεῖ ὁ βαθύς διάλογος μεταξύ τῶν διαφορετικῶν παραδόσεων πού θά καθιστοῦσε κάτι τέτοιο λιγότερο συγκρουσιακό ἤ βίαιο.

ς λθουμε τώρα, δι' λίγων, στήν ρθοδοξία. Καί ἐδῶ ἡ σαφέστατη τάση τῆς ἐθνικῆς ἤ κάποτε ἐθνικιστικῆς ὑπερηφάνειας τῶν λαῶν ὑπαγορεύει τόν ἐκδυτικισμό, ἐνῶ ἡ παράδοση ἀνθίσταται. Δύο φαινόμενα, δυτικοῦ μάλιστα τύπου, ἀναφαίνονται ταυτόχρονα. Ἀπό τήν μιά ὁ φονταμενταλισμός, ὡς ἀγχώδης καί ἐν πολλοῖς ἄκριτη εἰδωλοποίηση τοῦ γράμματος τῆς παράδοσης, μέ παράλληλη ἀδιαφορία ἤ ἀδυναμία διαλόγου μέ τήν νεωτερικότητα˙ ἀπό τήν ἄλλη, ἕνας ἐπιθετικός, συγκρουσιακός, διαφωτιστικοῦ τύπου ἐκσυγχρονισμός πού στήν πραγματικότητα ἀπεμπολεῖ καί ἀπορρίπτει τήν παράδοση ἤ τήν χρησιμοποιεῖ μέ μίαν αὐθαίρετη ἐπιλεκτικότητα. Ἡ σύγκρουση τῶν δύο τάσεων αὐτῶν εἶναι βαθειά καί παραμένει ἀνοικτή καί ἀπρόβλεπτη.

Τί θά μπορούσαμε νά ποῦμε γιά τό μέλλον; Σ'ὅλες τίς παραπάνω περιπτώσεις αὐτό πού ὑπάρχει κοινό εἶναι ἡ βαθειά τάση τῶν παραδοσιακῶν πολιτισμῶν πρός τό Δυτικό «τέλος τῆς Ἱστορίας», τήν διαλεκτικῶς ἐκπληρωμένη ἱστορικότητα, τήν παγκοσμιοποιημένη παραδείσια δυνατότητα συλλογικῆς αὐτοπραγμάτωσης τοῦ ἀνθρώπου, καί τοῦτο παρά τίς συσσωρευμένες καί καταστροφικές ἀντιφάσεις τοῦ δυτικοῦ καπιταλισμοῦ. Κύριος μοχλός τῶν ὁποίων ὑπῆρξε, ὅπως παρατηροῦσε ὁ Daniel Bell, ἡ ἔλλειψη «ὁρίων παράβασης», ἡ καταστροφή κάθε «ἱεροῦ» ἤ παραδοσιακοῦ (ὅπως π.χ. ἡ προτεσταντική ἠθική) μεγέθους ἀπό τήν κτητικότητα καί τήν αὐθαιρεσία μιᾶς ξέφρενης ἀνάπτυξης. Ἡ ὁποία, πάλι μέ ἑγελειανό τρόπο, φαίνεται νά ἔχει ἀποβεῖ ὀντολογικό στοιχεῖο τῆς δυτικῆς νεωτερικότητας, δίνοντας στήν νεώτερη δυτική ἀντίληψη περί ἱστορίας μιά τάση ἐκ-στατικῆς, ὑπέρ-βουλητικῆς καί κυριαρχικῆς ὑπερβατικότητας. Ἡ πραγματική ὅμως ἱστορικότητα εἶναι νηφάλιος διάλογος μεταξύ πραγματικῶν λαῶν ἤ προσώπων καί ὄχι παγκοσμιοποιημένος πολιτιστικός συγκρητισμός. Οἱ παραδόσεις καί οἱ θρησκεῖες, εὐρισκόμενες σήμερα στήν προοπτική τοῦ ἴδιου πλέον παγκόσμιου ἐκδυτικισμοῦ, θά πρέπει νά συνειδητοποιήσουν τήν μεγάλη ἀλλαγή ἱστορικῆς προοπτικῆς καί νά ἐργασθοῦν διαλεγόμενες μ' αὐτήν.

Δέν εἶναι ὅλες οἱ θρησκεῖες ὅμοιες οὔτε ὅλες ἔχουν ἴδιο μέρος ἀλήθειας, ὅπως στά πλαίσια αὐτοῦ ἀκριβῶς τοῦ συγκρητισμοῦ συχνά λέγεται. Ἡ ἐκδυτικιστική παγκοσμιοποίηση μπορεῖ νά γίνει ἔναυσμα γιά ἕναν οὐσιαστικό διάλογο πού θά ἀναδείξει τό μέγα βάθος τῶν πνευματικῶν αἰτημάτων πού γέννησαν πολιτισμούς καί θρησκεῖες, παιδαγωγώντας ταυτόχρονα τήν βιασύνη της. Συνάμα θά δημιουργήσει ὀρίζοντες γιά ἐσωτερική αὐτοκριτική τῶν θρησκειῶν καί, πιθανῶς, γιά τήν μελλοντική ἀνάδειξη ὄχι μιᾶς παγκόσμιας θρησκείας, ἀλλά τῆς αὐθεντικῆς αὐτοαποκαλύψεως τοῦ Θεοῦ, πού γιά μᾶς βέβαια τούς χριστιανούς ἔχει ἤδη συντελεσθεῖ καί εἶναι ὁ Χριστός. Τό Χριστολογικό ὅμως μυστήριο ἐνεργεῖται ἀρρήτως καί  πολλαχῶς σ' ὅλη τήν ἔκταση τῆς ἀνθρώπινης Ἱστορίας…

 

* Ο π. Νικόλαος Λουδοβίκος είναι Καθηγητής Δογματικῆς καί Φιλοσοφίας  στήν  Ἀνωτάτη Ἐκκλ.  Ἀκαδημία Θεσ/νίκης καί στό Ὀρθόδοξο Ἰνστιτοῦτo τoῦ  Cambridge.

 

ΠΗΓΗ: http://www.imado.gr/monastery/index.php?option=com_content&task=view&id=118&Itemid=180

Απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.