Πιστοί στην ποίηση … κληρικοί ορθόδοξοι

  Πιστοί στην ποίηση

 

της Σταυρούλας Παπασπύρου

 

«Το μοναστήρι του νησιού/ επισκέφτηκαν οι τουρίστες.

Με τα σορτσάκια τους δοκίμασαν/ τα πεπαλαιωμένα στασίδια.

Δείχνοντας τις ξεθωριασμένες τοιχογραφίες /πιστοποίησαν την υπεροχή των νυχιών τους./

Εν γένει επεκράτησε άνεση/ και φιλοπερίεργη ζωηρότητα./

Αλλωστε η ποσότητα του αντηλιακού/ εγγυάτο ότι δεν κινδύνευαν/ από τον Ηλιο της Δικαιοσύνης».

(«Daily Excursions», του π. Βασίλειου Θερμού)

Τα μοναστήρια των νησιών, όπως και οι εκκλησίες των πόλεων, θα δεχτούν αυτές τις μέρες πολλούς «τουρίστες», πιθανότατα λιγότερο ζωηρούς. Τη Μεγάλη Βδομάδα, πολλοί από εκείνους που δεν ανήκουν στον κλειστό πυρήνα των θρησκευόμενων χριστιανών, ανοίγουν παραπάνω την ψυχή τους. Κι ίσως αυτοί ν' αποτελούν το ιδανικό κοινό για ιερωμένους που δεν εκφράζουν την αγάπη τους προς το Θεό μόνο με την προσευχή, αλλά και με την ποίησή τους.

Παρά την καχυποψία της χριστιανικής παράδοσης απέναντι στη φαντασία και τον ευμετάβλητο κόσμο του συναισθήματος, κάποιοι – μετρημένοι στα δάχτυλα – κληρικοί, επιχειρούν να στήσουν ένα προσωπικό ποιητικό σύμπαν.

Η κληρονομιά της βυζ αντινής ποίησης βαραίνει βέβαια στους ώμους τους. Όμως, η συναναστροφή μέσα από το λειτούργημά τους με τον Ρωμανό τον Μελωδό, τον Στέφανο τον Αγιοπολίτη ή την Κασσιανή, δεν παύει ν' αποτελεί γερό θεμέλιο για τα γραπτά τους.

* Η επίσημη Εκκλησία μάλλον τους αγνοεί. Όπως λέει ο π. Παναγιώτης Καποδίστριας, «η ενασχόληση με την ποίηση αντιμετωπίζεται είτε ως παραγέμισμα του ελεύθερου χρόνου κάποιων λογίων ρασοφόρων, είτε ως αγαθή, με την κακή όμως έννοια, παρέκκλιση από τα "ισορροπημένα" γνωστά μας. Καμιά φορά, δε, και ως έκφανση διαταραγμένων -τουλάχιστον!- προσωπικοτήτων που αποβλέπουν στο περιθώριο μάλλον, παρά στο επίκεντρο, της κοινωνικής δραστηριότητας»…

 

 

Κληρικός από το '83, ο 40χρονος Παν. Καποδίστριας έχει δημοσιεύσει πέντε ποιητικές συλλογές (ανάμεσά τους, «Δήθεν υαλογραφία», εκδ. «Περίπλους» και «Ενύπνιο μετά τρούλλου», εκδ. «Μπάστας»), έχει αποσπάσει θετικά σχόλια από τον ίδιο τον Ελύτη, κι είναι από τους στυλοβάτες της πνευματικής ζωής της Ζακύνθου, στη Μητρόπολη της οποίας υπηρετεί ως γενικός αρχιερατικός επίσκοπος.

«Στο χαρτί ζωντάνεψα /τη Λευκή Πολιτεία./ Αστόχησε μια μελανιά/ και τη μαύρισα ολάκερη» («Σφάλμα», 1979).

Γράφοντας ποίηση ο Π. Καποδίστριας αναπνέει, αναζωογονείται, οπλίζεται με νέες αντοχές. «Μητέρα των μαχών μου», όπως λέε

ι, «η εσωτερική μου άβυσσος». Ποιητικά του πρότυπα, τόσο οι Κανόνες, που έλκουν την καταγωγή από τον βυζαντινό 8ο αιώνα, όσο και τα ιαπωνικά χάι-κου με την πυκνή τους λιτότητα. Και στο έργο του, «ο λόγος πάντα

αλογόκριτος, τζάμι» ισχυρίζεται, καθώς «ο Θεός ουδέποτε υπήρξε σεμνότυφος ή υποκριτής».

Οι «απ' έξω», βέβαια, απορούν. «Δυσκολεύομαι να καταλάβω τους ποιητές που είναι πιστοί, θρήσκοι», δήλωνε τις προάλλες η ποιήτρια Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ.


* «Μου φαίνεται οξύμωρο. Γιατί να γράφεις, όταν έχεις την εξήγηση του κόσμου; Ποιος είπε, όμως, ότι ο πιστός δεν βασανίζεται από ερωτηματικά»; «Η πίστη» ισχυρίζεται ο π. Βασίλειος Θερμός,είναι μια προσωπική σχέση με το Θεό, όπου έχεις συμφιλιωθεί με την ιδέα ότι δεν θα πάρεις όλες τις απαντήσεις. Μια σχέση με ρίσκο, που δεν εξαντλείται σε διανοητικές διατυπώσεις. Γι' αυτό ακριβώς σηκώνει πολλή ποίηση!».
«

Απόφοιτος της Θεολογικής αλλά και της Ιατρικής Αθηνών, με ειδίκευση στην παιδο-ψυχιατρική, ο 45χρονος Β. Θερμός κατέφυγε στην ποίηση ενήλικος κι αφού είχε ήδη χειροτονηθεί κληρικός. Η συλλογή «Φωνήεντες στεναγμοί» (εκδ. «Αρμός»), ένα είδος ποιητικοποιημένης θεολογίας, ήρθε να προστεθεί σε μια πλειάδα έργων του γύρω από τη θρησκεία, την εκπαίδευση και τις οικογενειακές σχέσεις.

Ομολογημένο μέλημά του είναι να διακρίνει «τη σφραγίδα του Θεού μέσα από τις κοσμικές συμπεριφορές και ν' αναδείξει "την ομορφιά που κρύβεται πίσω από κάθε προσωπείο"». Υπάρχουν άραγε θέματα που δεν τολμά ν' αγγίξει; «Πολύ σπάνια δίστασα. Κι όχι επειδή υπήρχε μια άνωθεν απαγόρευση, αλλά επειδή νοιάζομαι να μην προκαλέσω κάποιους ανθρώπους. Δεν θα ήθελα να τους σοκάρω».

* Ο κοσμικότερος μάλλον των ιερωμένων ποιητών, δεν είναι άλλος από τον αρχιεπίσκοπο Αυστραλίας Στυλιανό.

«Όσο γερνώ το αισθάνομαι βαθύτερα/

πως η γραφή δεν είναι τέχνη/

είναι λειτουργία ερωτική./

Η δίψα της αφής δεν ικανοποιείται/

αν δεν αγκαλιάσω κατάσαρκα/

τη λευκή σελίδα/

γι' αυτό ό,τι δεν γράψω με το χέρι/

μου φαίνεται σχεδόν σαν ψευδεπίγραφο»

διαβάζουμε στην τελευταία -30ή τον αριθμό!- συλλογή του «Ο βαθμός της εκπλήξεως» (εκδ. Καστανιώτη).

 

«Δεν γράφουμε για να εξηγήσουμε τον κόσμο» λέει. «Αυτό θα ήταν πιο πολύ από θρασύ. Θα ήταν βλάσφημο! Ο κόσμος είναι, ώς το τελευταίο μόριο κονιορτού, μυστήριο. Η επιστήμη φιλοδοξεί να τον εξηγήσει. Ο ποιητής προσπαθεί να τον αναδείξει και να τον σεβαστεί. Η ποίηση είναι εξ ορισμού ιερή λειτουργία. Όποιος αρνείται την προτεραιότητα του θείου που μας καλεί υπό μορφήν εμ-πνεύσεως, θα πει ότι δεν υπήρξε ποτέ "ένθεος", δηλαδή "ένθους". Ο ενθουσιασμός, όμως, ακόμη και σε περιστάσεις που το κυρίαρχο αίσθημα είναι η απογοήτευση, δεν λησμονεί ποτέ την "γοήτευση" που προηγήθηκε».

Προσωπικότητα εκρηκτική κι από τους σημαντικότερους ορθόδοξους θεολόγους, ο Στυλιανός Χαρκιανάκης, γράφει με τους ρυθμούς ενός Ρίτσου – ποιητή που, μαζί με τους Σεφέρη, Ελύτη, Λειβαδίτη και Πεντζίκη, αγαπάει πολύ. Το αξίωμά του όχι μόνο δεν τον εμπόδισε να εκφραστεί ελεύθερα. Αντίθετα «στάθηκε πάντοτε το βαθύτερο ερέθισμα και η ευγενέστερη προϋπόθεση για να προσκυνήσω στο θαύμα της ζωής», λέει με ειλικρίνια.

Η θεματική του γκάμα εκτείνεται από τις οικολογικές του ανησυχίες μέχρι τα προβλήματα των μεταναστών. Και οι αναφορές στη μητέρα του, τη γενέτειρά του Κρήτη ή τον απόδημο ελληνισμό, διαδέχονται εκείνες για τους «Δολοφόνους» που «μισούν όσους πιστεύουν στο φως» (το ομώνυμο ποίημα είναι αφιερωμένο στον Π. Μπακογιάννη) ή τις «τεχνητές πλειοψηφίες» που «κατόρθωσαν να οδηγήσουν σε παραίτηση έναν Μιχαήλ Γκορμπατσόφ» (βλ. «Η εποχή των Νάνων»).

 

«Είναι ο καϋμός μου αρσενικός/ 

και θηλυκιά η καρδιά μου/ 

βοήθα, Θεέ μου, να κρατήσω ασάλευτα/

τα λογικά μου»

γράφει στη «Δέηση». Ενώ ανακαλώντας την πατρίδα, σημειώνει: «

Ελλάδα δεν είναι ο Ολυμπος/

μήτε ο Παρθενώνας/

μήτε ακόμη κι η Αγιά Σοφιά./

Είναι ο τρόπος που πίνεις κρασί/

κι ακόμη ακριβέστερα/

 το πώς παραμιλάς στο μεθύσι».

 

Για τον ίδιο, δεν υπάρχουν θέματα-ταμπού: «Μόνο σχήματα και προσχήματα που είναι ξένα προς το κλίμα της "κατανύξεως"».

Ακόμα και την οδική κυκλοφορία προσφ έρεται να υμνήσει βλέποντάς την σαν «την πιο συγκινητική εκδήλωση απέραντης εμπιστοσύνης για συνεργασία με αγνώστους, και με όλα τα δεδομένα απρόβλεπτα κι αστάθμητα. Μέχρι και να μη γυρίσεις στο σπίτι ζωντανός!». Το μόνο εμπόδιο που αναγνωρίζει ο κ. Στυλιανός στην ποίηση ενός κληρικού, είναι το λεξιλόγιο. Εμπόδιο, αλλά ταυτόχρονα και προνόμιο. Γιατί «με την ιερωσύνη του ως θώρακα, ο κληρικός δύσκολα παρασύρεται σε χυδαιολογίες και ματαιολογίες ώστε να θεωρηθεί μοντέρνος και τολμηρός».

Η ποίηση, ωστόσο, ανθεί και  στο Αγιον Ορος. Απόδειξη, τα «Αθωνικά ποιήματα» του Μωυσή του Αγιορείτη (εκδ. Αρμός), ο οποίος υπερασπίζεται τα «Χιλιόχρονα στασίδια» και παρακαλεί:

 «Αφήστε μας να κλάψουμε για τον τόπο/ και μη μας ταράζετε της μοναξιάς τη χάρη/ μη μας πολιορκείτε μ' ερωτήσεις/ πηγαίνετε στους ποδοσφαιριστές και στους μεγάλους/ αφήστε αλώβητη την αθωνική ησυχία / που χίλια χρόνια αγρυπνεί στα ίδια στασίδια/ και βρίσκει φως μέσ' στα σκοτάδια/ που διώχνει νέφη, ραγισματιές, πληγές κι ερωτήσεις». Στο πιο «απάνθρωπο» και ταυτόχρονα πιο φιλόξενο μέρος του κόσμου, κατέφυγε κι ο περουβιανής καταγωγής Συμεών, ένας εστέτ που καλλιέργησε συνειδητά την πειθαρχία, πεπεισμένος ότι κι η τέχνη γεννιέται μέσα από τους περιορισμούς. Ήδη οι εκδόσεις Αγρα περιμένουν μια ακόμη ποιητική του συλλογή μετά το «Συμεών μνήμα» και το «Με ιμάτιον μέλαν».

 

* Ο Νικόδημος, πάντως, («Το χρώμα των αιώνων», «Επειδή εγώ», εκδ. Λιβάνη) έπειτα από 19 χρόνια «καλλιέργειας μιας ερωτικής σχέσης με το Θεό», το 1990 επέστρεψε στα εγκόσμια.

«Πάρε θέματα από την Καινή Διαθήκη», τον συμβούλευαν οι άλλοι μοναχοί, αμήχανοι μπροστά σε τέτοιες εκμυστηρεύσεις: «Εσύ πρώτη το μήλο δάγκωσες/ για να εξουσιάζεις/ της πεσμένης μου φύσης/ την έρημη πλεύση./ Σειρήνα,/ έταξες το καράβι μου/ άρμεξες όλο τον κάματο του μυαλού μου,/ όσο πάλευα με το φίδι μέσα μου».

«Εμένα με κέρδισε η τέχνη», λέει, «επειδή γράφοντας ή ζωγραφίζοντας αισθάνομαι πιο ελεύθερος απ' ό,τι μέσα στο θρησκευτικό δόγμα. Αυτό ενδιαφέρει τους θεολόγους, όχι τον σημερινό άνθρωπο». Και σε τελείως διαφορετικό μήκος κύματος από τους παραπάνω ομοτέχνους του, παραδέχεται: «Υπάρχει πάντα η ανάγκη να παραμείνεις πιστός, αλλά αυτή η πίστη, μέσα σ' ένα σκηνικό που αλλάζει με ιλιγγιώδεις ρυθμούς, διασπάται πια σε χιλιάδες κομμάτια. Η θρησκεία χρειάζεται και λίγο νερό στο κρασί της… Κι η Εκκλησία θα έπρεπε ν' ανοιχτεί ακόμα περισσότερο, ώστε να επιτρέψει σ' εκείνους που αδιαφορούν γι' αυτήν να την κρίνουν. Εκεί θα δοκιμαστεί η αντοχή της. Το μήνυμά της πρέπει να εκπέμπεται προς τα έξω, όχι να κάνει κύκλους μέσα στον ίδιο χώρο».

 

ΠΗΓΗ: Ελευθεροτυπία, 7 – 28/04/2002, http://archive.enet.gr/online/online_p1_text.jsp?c=113&id=1541316

Απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.