O EΛΕΗΜΩΝ ΕΠΑΙΤΗΣ
Του Κώστα Υψηλάντη
Από τις πιο πλούσιες οικογένειες της μεγαλούπολης ήταν η οικογένεια του μεγαλοβιομήχανου Γεωργίου Σαράφη. Δέκα τέσσερα μεγάλα εργοστάσια που παρήγαγαν από απλές οικιακές συσκευές ως κονσέρβες και πλαστικά όλων των ειδών, ήταν στην ιδιοκτησία του. Είχε 2500 εργάτες και υπαλλήλους προσωπικό και 18000 πελάτες σε όλη την χώρα. Οι δουλειές των εργοστασίων του είχαν αρχίσει από τον καιρό του παππού του, αλλά κι αυτός και ο πατέρας του είχαν φανεί αντάξιοι συνεχιστές του έργου του. Από τα χαράματα, ήταν μόνο με ένα καφέ κι ένα τσιγάρο, έκανε την πρωϊνή του περιπολία στα εργοστάσια γιατί ήθελε να βλέπει από κοντά την καλή έναρξη της δουλειάς. Οι διευθυντές, υπάκουοι σε κάθε εργασιακή επιθυμία του, τον είχαν και σαν πρότυπο και «υπόδειγμα καλού οικογενειάρχη» πολύτεκνης οικογένειας. Με την γυναίκα του Ελένη, είχαν αποκτήσει επτά παιδιά, τέσσερεις γιούς και τρεις θυγατέρες. Το έβδομο παιδί τους, το μικρότερο, τώρα τέλειωνε το Λύκειο και ήθελε να σπουδάσει παιδαγωγός, το έλεγαν Χαράλαμπο, όνομα με ουσία, ήταν μια ζωντανή χαρά.
Τα άλλα αδέλφια, τα μεγαλύτερα, είναι κι αυτά χαρούμενα, αλλά για λόγο διαφορετικό από αυτόν που έχει ο Χαράλαμπος την απόκτηση γνώσεων και παιδείας. Τόσο τα αγόρια, όσο και τα κορίτσια δεν ενδιαφέρονται να κουράζονται, όπως λένε, με τα διαβάσματα. Γνωρίζουν καλά την οικονομική κατάσταση των γονέων τους, και παρότι δεν το εκδηλώνουν, βιάζονται να γίνουν κληρονόμοι τους. Έχουν αρχίσει μάλιστα να απαιτούν, οι ανάλογες εισφορές να είναι αντάξιες του υψηλού τους οικονομικού επιπέδου. Οι γονείς, πολυάσχολοι και αδιάφοροι για την παιδεία των παιδιών τους, τους παρέχουν κάθε μέσο που θα ικανοποιήσει την διασκέδασή τους, αρκεί να μην τους έλεγχαν για τις μεθόδους της εργασίας που θέλουν να εφαρμόζουν στο προσωπικό τους.
Οι ακάματοι γιοί και οι σπάταλες θυγατέρες, όλοι εκτός του Χαράλαμπου, ζούν μέσα σε μια νεανική χλιδή, με γιορτές, διασκεδάσεις, καθημερινά έξοδα για τα αυτοκίνητα και τα δώρα, που οι γονείς έβλεπαν σαν φυσιολογικά, ενώ για τον Χαράλαμπο είχαν την γνώμη πως ήταν ένα προβληματικό παιδί. Ο Χαράλαμπος, μέσα από τα βιβλία που διαβάζει με ζήλο, έχει ζήσει ένα πλούσιο κόσμο συναισθημάτων, έχει κάνει φιλίες με απλούς και ειλικρινείς ανθρώπους που έχουν νοιώσει την χαρά στα πιο απλά, στα πιο φτωχικά πράγματα. Ο Χαράλαμπος δεν επεδίωξε ποτέ να εντυπωσιαστεί από το κληρονομικό εφόδιο του πλούτου στο οποίο θα ήταν κι αυτός κληρονόμος. Ούτε θαμπώθηκε από τα ακριβά κοστούμια, τα αυτοκίνητα και τα ταξίδια σε εξωτικά μέρη που έκαναν οι γονείς του και τα αδέλφια του.
Ζώντας μέσα σε αυτό το άπληστο άγχος της ποικίλης ικανοποίησης, τα αδέλφια του δεν άργησαν να δημιουργήσουν παράλογους τσακωμούς μεταξύ τους για πολύ ασήμαντα πράγματα και ένα κλίμα, έντονα ανταγωνιστικό. Μέσα στο ίδιο κλίμα ζούνε και οι μεγαλοαστικές κοινωνίες, όπου η άνοια και η ζηλοφθονία έχουν δημιουργήσει βασίλεια.
Το σπίτι που ζούνε οι δυό γονείς και τα επτά παιδιά, που δεν έχουν ακόμα παντρευτεί, μοιάζει με θωρακισμένο παλάτι. Δεσπόζει η μεγάλη σαλονοτραπεζαρία που μπορεί να χωρέσει μέχρι και 300 καλεσμένους. Μέσα σε αυτήν, τόσο οι γονείς, όσο και τα παιδιά, διοργανώνουν τακτικά, χοροεσπερίδες και πάρτυ, προσπαθώντας να επιδείξουν την μεγαλομανία τους. Ο Χαράλαμπος, συνήθως πηγαίνει σε μια γωνιά διαβάσματος, που έχει φτιάξει, δίπλα στην μεγάλη αποθήκη, στο υπόγειο του σπιτιού. Εκεί περνά τις ώρες του, ανακαλύπτοντας τους Αρχαίους Κλασσικούς συγγραφείς, τον Πλάτωνα και τον Σωκράτη, τον Ευριπίδη, τον Θουκυδίδη και τον Σοφοκλή. Μελετά τα Κλασσικά Αριστουργήματα, Σαίξπηρ, Ντοστογιέφσκι, Ουγκώ, αλλά και ΄Ελληνες, Παπαδιαμάντη, Παλαμά, Κόντογλου…
Οι μέρες διαδέχονται η μία την άλλη και το φωτισμένο παλάτι του μεγαλοβιομήχανου κύριου Γεωργίου Σαράφη, γεμίζει, σχεδόν καθημερινά με τους καλεσμένους της μεγαλοαστικής κοινωνίας. Κυριαρχεί το υποκριτικό χαμόγελο και η αυτάρεσκη λαγνεία ντυμένη στην αργόσχολη περηφάνια της. Και σήμερα, το γλέντι θα είναι πιο εντυπωσιακό. Βεγγαλικά και πυροτεχνήματα από τα μπαλκόνια και την σκεπή. Γίνονται τα εγκαίνια του νέου εργοστασίου και μετά θα γίνει και η ανάλογη χοροεσπερίδα στο σπίτι. Παρόντες όλοι οι γνωστοί βιομήχανοι, το ζεύγος Σαράφη και τα έξη από τα επτά παιδιά. Ο «απροσάρμοστος» Χαράλαμπος δεν λάμπει δια της απουσίας του. Όλοι ξέρουν πως διαβάζει στο δωματιάκι του, στο υπόγειο. Οι χοροί έχουν για τα καλά αρχίσει και καλά κρατούν τα κοπλιμέντα, τα γέλια, τα πρόστυχα πειράγματα. Και τα πυροτεχνήματα έχουν μεγάλη επιτυχία. Ο ουρανός γεμίζει χρώματα και σχήματα.
Τώρα, φθάνει η ώρα για την αναχώρηση των καλεσμένων. Σε λίγο, οι καλεσμένοι θα αφήσουν το ζεύγος και τα παιδιά μόνους στην τραπεζαρία. Παντού χυμένα ποτά και πεταμένα αποτσίγαρα. Σε λίγο θα έρθουν οι υπηρέτες για την καθαριότητα.
Ο κύριος Σαράφης καπνίζει το πούρο του και χαμογελά μισομεθυσμένος. Το καινούργιο εργοστάσιο θα φτιάχνει και πυροτεχνήματα, σκέπτεται και κρατά ένα άσκαστο στα χέρια του. Μια λαθεμένη κίνηση και το πυροτέχνημα αναφλέγεται. Η φωτιά βρίσκει τα χυμένα ποτά, τις γεμάτες μπουκάλες, το ξύλινο πάτωμα. Οι πυροσβεστήρες δεν έχουν αναγομωθεί και δεν λειτουργεί κανένας. Η επενδυμένη με ξύλο σκάλα που οδηγεί στο ισόγειο παίρνει φωτιά. Πολλή φωτιά και καπνός. Γονείς και παιδιά στα μπαλκόνια για βοήθεια. Οι γείτονες κοιτούν και δεν αντιδρούν. Κρυφή χαρά τους η καταστροφή του πλούσιου γείτονά τους. Κανείς δεν σκέπτεται να πηδήσει από τα δέκα μέτρα. Επιστροφή στο σαλόνι και πόλεμος με πανιά και τις κουρτίνες. Μάταιος κόπος. Χειρότερο κακό. Πιάνουν φωτιά κι αυτές και μετά η φωτιά μεταδίδεται στα ρούχα.
Ασφυξία και θάνατος… Το παλάτι καίγεται σαν λαμπάδα. Ο Χαράλαμπος τρέχει να ανέβει από την σκάλα. Μάταιη προσπάθεια. Η θερμοκρασία πάνω από 300 βαθμούς. Κανείς δεν μπορεί να επιζήσει. Κραυγές θανάτου. Η Πυροσβεστική φτάνει την ώρα της κατάρρευσης της ξύλινης στέγης. Ο Χαράλαμπος κλαίει και δεν τολμά να πιστέψει την πραγματικότητα. Σε δέκα λεπτά έσβησαν όνειρα και σχέδια, παρελθόν και μέλλον. Το θέαμα φρικτό. Οκτώ απανθρακωμένα πτώματα. Και αυτός να ζεί και να κοιτάζει δίχως να μπορεί να πιστέψει αυτό που βλέπει. Οι περίεργοι γείτονες πλησιάζουν. Αρκούνται στα γνωστά συλλυπητήρια. Το όμορφο πέτρινο και ξύλινο παλάτι παραδίδει την θέση του σε μαυρισμένες πέτρες και στάχτες.
Η κηδεία με τα οκτώ φέρετρα ήταν στα πρωτοσέλιδα όλων των εφημερίδων. Η φωτογραφία του Χαράλαμπου με μεγάλους τίτλους. «Ο ΜΟΝΑΔΙΚΟΣ ΚΛΗΡΟΝΟΜΟΣ ΤΗΣ ΑΜΥΘΗΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ».
Ναι..! Ο Χαράλαμπος είναι ο μοναδικός κληρονόμος. Αλλά, αυτός, μόνο αυτό, δεν σκέπτεται. Ποτέ δεν ζήτησε τα πλούτη και τώρα που τα έχει δεν έχει αυτούς που του χάρισαν την ζωή και αυτούς με τους οποίους έζησε τα παιδικά του χρόνια.
Πώς θα ζήσει μόνος; Πώς θα ζήσει χωρίς γονείς και αδελφούς;
Πέντε μέρες τέλειας απομόνωσης. Μάταια τον ψάχνουν οι διευθυντές των δεκαπέντε τώρα εργοστασίων με τους πολλούς εργάτες και τους πολλούς πελάτες. Ο Χαράλαμπος διαβάζει τον Εκκλησιαστή της Παλαιάς Διαθήκης. «Ματαιότης ματαιοτήτων, τα πάντα ματαιότης». Και αφήνει την προσευχή του να χαϊδέψει τα πρόσωπα των πολυαγαπημένων του συγγενών. Αιωνία τους η μνήμη.
Ο Χαράλαμπος έχει διαβάσει τον βίο μεγάλων ευεργετών. Πιστεύει ότι ο πλούτος είναι μια χρυσή άσκαστη χειροβομβίδα στα χέρια των κρατούντων. Είναι η βασική αιτία του φθόνου και του πολέμου. Και δεν σκέπτεται να την κρατήσει για καιρό, ούτε να την δώσει σε άλλον. Σκέπτεται να την απασφαλίσει και να μοιράσει τα χρυσά της θραύμαστα σε όσους τα χρειάζονται για να ζήσουν.΄Ετσι, την άλλη βδομάδα, πουλά τις μετοχές όλων των εργοστασίων και φτιάχνει μια φιλανθρωπική εταιρεία με μεγάλο κεφάλαιο. Σε λίγο θα κτίσει πτωχοκομείο, γηροκομείο, ορφανοτροφείο, ίδρυμα αναπήρων και τυφλών, σχολεία για προβληματικά παιδιά και νοσοκομείο για απόρους, κοιτώνες αστέγων και αποφυλακισθέντων, μαιευτήρια ανήλικων μητέρων και σπίτια διαμονής.
Μετά θα φύγει από την πόλη, δεν μπορεί να περνά από το ερειπωμένο σπίτι και να ζωντανεύουν οι αναμνήσεις. Ο Χαράλαμπος θα ζήσει για τρείς μήνες κοντά σε σοφούς δασκάλους μέσα σε ερημωμένα κελιά. Ο Χαράλαμπος θα ζητήσει να βρεί αυτό που ψάχνει γύρω του και μέσα του. Και δεν θα σταματήσει την έρευνα, ώσπου να το βρεί.
Οι τρείς μήνες κοντά σε δάσκαλους, έγιναν τρία χρόνια. Ο Χαράλαμπος βλέπει έναν σκοπό και μια αποστολή. Βγαίνει από το κελί και γυρνά στην κοινωνία. Φοράει φτωχά ρούχα και έχει γενειάδα και μουστάκι. Φορά μπερέ και κρατά μπαστούνι. Τίποτα δεν θυμίζει τον παλιό Χαράλαμπο. Πηγαίνει στις λαϊκές αγορές και ζητά τρόφιμα. ΄Οσα δεν χρειάζονται και πάνε για πέταμα. Μαζεύει πεταμένες συσκευές και τις πουλά σαν αντίκες. Είναι ο πλανόδιος συλλέκτης. Τα λεφτά που παίρνει τα δίνει στα ιδρύματα. Κανείς από τους υπεύθυνους δεν τον αναγνωρίζει. Μιλά στους γέρους και τους δίνει κουράγιο. Μιλά στους άρρωστους και τους δίνει ελπίδα. Μιλά στα ορφανά και κλαίει μαζί τους. Μιλά στους αποφυλακισθέντες και τους μιλά για την φυλακή που κρατά την ψυχή δεμένη. Την λένε πλούτο και τους μιλά γι αυτούς που αυτοκτονούν, επειδή έπεσε η αξία των μετοχών τους.
Ο Χαράλαμπος αποφασίζει να επισκεφτεί το χωριό που έζησε. Θέλει να κάνει τρισάγιο στον ξεχασμένο τάφο. Αλλά να μην τον δούν. Με τον φιλικό του ιερομόναχο κάνει το τρισάγιο. Μετά γυρίζει στην πλατεία και ζητιανεύει για τα φτωχά της Αφρικής. Τους δείχνει και μια πραγματική άδεια εράνου που πήρε. Οι γείτονες του παλατιού κουνούν το κεφάλι τους. Τα παιδιά τον ακολουθούν από πίσω με γέλια.
Η Παιδεία της μεγαλούπολης θυμίζει τα παιδικά του χρόνια. Και οι γείτονες τίποτε δεν διδάχτηκαν από την φωτιά του πλούσιου γείτονά τους. Ακόμα σκέπτονται τον «χαζό γιό» που χάρισε όλη την περιουσία και δεν μπορούν να το φανταστούν. Εκεί βρίσκεται ο θησαυρός τους, εκεί και η ψυχή τους. Φυλακισμένη στο χρυσό κλουβί που ποτέ τους δεν απέκτησαν. Θέλουν να είναι χρυσό, κι ας είναι και κλουβί.
Διώχνουν τον ενοχλητικό Χαράλαμπο, χωρίς να ρωτήσουν το όνομά του. Ο Χαράλαμπος δεν βγάζει τον μπερέ του, ούτε ξυρίζει την γενειάδα του. Θα ζήσει με αυτή την μορφή για άλλα σαράντα χρόνια. Θα ασπρίσουν τα γένια του και θα πέσουν τα μισά μαλλιά του. Μα τα χέρια του θα συνεχίζουν να μαζεύουν τα πεταμένα και να τα πουλούν, τα λεφτά θα συνεχίσουν να ταΐζουν φτωχά παιδιά, θα συνεχίζουν να αγοράζουν φάρμακα για τους απόρους, για όσους δεν έχουν στον ήλιο, μοίρα.
Στην τσέπη του έχει μια ταυτότητα πολιτική και ένα γράμμα των γονιών του, όταν είχε πάει μικρός κατασκήνωση. Το φυλάει σαν κειμήλιο.
«Παιδί μου, να προσέχεις εκεί που είσαι και να ακούς τους πιο έμπειρους για ότι σου λένε».
Κλίνει τα μάτια και αναπαύεται αιωνίως. Είχε κάνει την προσευχή του.Ο Χαράλαμπος περνά στην αιωνιότητα. Εκεί θα βρεί τα πολυαγαπημένα του πρόσωπα.
Θα ετοιμάσουν ένα μεγάλο τραπέζι και θα έρθουν πολλοί να κάτσουν δίπλα τους, από όλες τις γωνιές του κόσμου, από τα πιο κοντινά και τα πιο μακρινά.
Και θα είναι το χαμόγελο του, πιο ζεστό από ποτέ, και η αγάπη του πιο ανθρώπινη από πρίν…
Η κηδεία έγινε με έξοδα από τους πατέρες των κελιών. Στο προσκλητήριο κηδειόχαρτο, γράφτηκε τον όνομα «ΣΑΡΑΦΗΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ» και αντί για «τεθλιμμένοι συγγενείς», γράφτηκε «ΟΙ ΠΟΛΥΑΓΑΠΗΜΕΝΟΙ ΤΟΥ ΓΕΙΤΟΝΕΣ ΚΑΙ ΣΥΜΠΟΛΙΤΕΣ». ΄Οσοι μπόρεσαν να τον γνωρίσουν, ήρθαν να ψάλλουν, μαζί με τους Πατέρες, το «Μακαρία η οδός, ήν πορεύεις σήμερον»… Και να ρίξουν μια χούφτα χώμα δίπλα από τον έβδομο αδελφό, που συναντά τους δικούς του, μετά από τόσα χρόνια…..
σπουδαίο