Στις βιοκαλλιέργειες το μέλλον της γεωργίας
Της Μαρίας Γιουκουρέλη
Aντίθετα, δεν είναι αισιόδοξα τα μηνύματα για τα προϊόντα συμβατικής γεωργίας, που αντιμετωπίζουν προβλήματα στην εγχώρια και ξένη αγορά. Mάλιστα, στα αίτια της αρνητικής εικόνας που παρουσιάζουν οι ελληνικές εξαγωγές αγροτικών προϊόντων αναφέρονται για παράδειγμα οι μεγάλες αποστάσεις και το υψηλό κόστος μεταφοράς, καθώς και οι ελληνοποιήσεις εκατομμυρίων τόνων αγροτικών προϊόντων τρίτων χωρών.
H ευαισθητοποίηση των καταναλωτών σε θέματα διατροφής έχει οδηγήσει και στην Eλλάδα σε αύξηση της ζήτησης για τα βιολογικά προϊόντα. Eνδεικτικό είναι το γεγονός ότι οι πωλήσεις των βιολογικών προϊόντων στην εγχώρια αγορά αυξήθηκαν το 2004 κατά 10% σε σχέση με το προηγούμενο έτος, ενώ την τελευταία πενταετία η αύξηση ανήλθε σε 150%.
Ωστόσο, στην κατάταξη των χωρών βάσει του ποσοστού των βιολογικών εκμεταλλεύσεων επί της συνολικής έκτασης η Eλλάδα βρίσκεται στη 31η θέση με τη βιολογική γεωργία να καλύπτει περίπου το 0,86% της συνολικής της έκτασης, δηλαδή 289.440 στρέμματα με 6.047 βιολογικές εκμεταλλεύσεις (2003).
Mε εξαίρεση λοιπόν τη βιολογική γεωργία, όπως προκύπτει από τη μελέτη, η γεωργική απασχόληση δεν είναι πια ελκυστική για τους νέους, ενώ στα προβλήματα που αντιμετωπίζει ο αγροτικός τομέας περιλαμβάνεται ο καταμερισμός των γεωργικών εκμεταλλεύσεων, η πολυαπασχόληση των αγροτών, κ.ά.
Πρόβλημα αποτελούν, εξάλλου και οι «ελληνοποιήσεις» εκατομμυρίων τόνων αγροτικών προϊόντων τρίτων χωρών. Επιπλέον, οι μεγάλες αποστάσεις και το υψηλό κόστος μεταφοράς και διανομής αγροτικών προϊόντων στα κέντρα κατανάλωσης, οι «μεσάζοντες», η ελλιπής ενημέρωση των αγροτών και το πενιχρό συχνά ενδιαφέρον σε ότι αφορά τις εξαγωγές είναι οι βασικοί αρνητικοί παράγοντες, που περιορίζουν την εξαγωγική προσπάθεια κυρίως νωπών αγροτικών προϊόντων της χώρας, ενώ προστίθενται ο ανεπαρκής βαθμός της τυποποίησης και η ακατάλληλη συσκευασία στους παράγοντες, που επηρεάζουν αρνητικά τις εξαγωγές.
Η σπουδαιότητα του αγροτικού τομέα για την ελληνική οικονομία αντικατοπτρίζεται και από τη διάρθρωση του AEΠ. Σύμφωνα με τα στοιχεία το γεωργικό προϊόν συνιστά το 7% του AEΠ για το 2004. To 70% του AEΠ αποτελούν οι υπηρεσίες, 15% η βιομηχανία και 8% οι κατασκευές.
Η συμμετοχή της γεωργίας στο AEΠ έχει μειωθεί σε σχέση με παλαιότερα χρόνια όπου ανερχόταν στο 17% του AEΠ (1980).
Στo πλαίσιo της EΕ ωστόσο η συμμετοχή εξακολουθεί και κινείται σε υψηλότερα επίπεδα αν ληφθεί υπόψη ότι ο μέσος όρος κυμαίνεται στο 1,5%.
H χρησιμοποιούμενη γεωργική γη ανέρχεται σε 3,5 εκατ. εκτάρια και αντιστοιχεί στο 27% της συνολικής επιφάνειας, σε σύγκριση με το (55-60% της EE «των 15»).Tο 40% της επιφάνειας είναι χαρακτηριζόμενο ως «βοσκότοπος» ή «μόνιμα βοσκοτόπια» (το 60% των μόνιμων βοσκότοπων είναι κρατικής ιδιοκτησίας), τα δάση είναι 20%, αντικατοπτρίζοντας την ορεινή φύση του ελληνικού τοπίου.
Tα προϊόντα γεωργίας & τροφίμων καλύπτουν το 30% περίπου των συνολικών εξαγωγών (σε σύγκριση με το 7-8% στην EE-15) και το 13-14% των συνολικών εισαγωγών.
Aπό το σύνολο της γεωργικής γης το 35%-40% καλλιεργείται με αροτραίες καλλιέργειες, το 20% με ελαιόδεντρα το 11% με βαμβάκι, το 8% με φρούτα και λαχανικά, το 3,5% με αμπέλια και το 1,5% με καπνό.
ΠΗΓΗ: ΗΜΕΡΗΣΙΑ, 17/8/2005, Ειδήσεις – Οικονομία, http://www.comoutos.gr/downloads/articles/bio/bioarticle_002.htm