Το Συμβάν – Κεφ. 10ο, 11ο, 12ο
(προδημοσίευση μυθιστορήματος)
Της Βασιλικής Νευροκοπλή
Κεφ. 10ο
10. Γενάρης, Φλεβάρης, Μάρτης του ’69. Κάθε μέρα προσδοκία, κάθε μέρα απογοήτευση. Σχολείο και δουλειά. Πορτοκάλια, μανταρίνια και λεμόνια. Θλίψη. Νοσταλγία. Κρύο πολύ. Ο καινούριος χρόνος καινούρια χαρά δεν έφερε. Κανένα μαντάτο. Τελευταίο βράδυ του Μάρτη ήτανε. Πριν πέσω για ύπνο ένιωσα τόσο πόνο στην καρδιά μου που ευχήθηκα ολόψυχα, να πεθάνω. Δεν χωρούσα άλλη πίκρα. Κοιμήθηκα βαθιά.
Εκείνο το βράδυ είδα στον ύπνο μου το πιο όμορφο και το πιο παράξενο όνειρο της ζωής μου: Βρέθηκα σ’ έναν κήπο που όμοιό του δεν απάντησα ποτέ στον Κάμπο. Τα δέντρα είχαν πάνω τους, ταυτόχρονα, λουλούδια και καρπούς. Η ευωδιά τους με μέθυσε θαρρείς και ήμουν ολότελα ξυπνητός. Πλημμύρισα από μια ευτυχία που ανάλογη μέχρι τότε δεν είχα ζήσει. Μια ευτυχία «χρυσή», μόνον έτσι μπορώ να την χαρακτηρίσω. «Είναι υπέροχα εδώ», σκέφτηκα σαν να μην το σκέφτηκα, μιας και το φώναζαν όλες οι αισθήσεις μου, και σαν να απευθυνόμουν σε κάποιον που με άκουγε αλλά δεν τον έβλεπα, ρώτησα: «πού είναι όμως όλοι αυτοί που αγαπάω;». Ήταν ολοφάνερο πως βρισκόμουν μόνος σ’ αυτόν τον μοναδικό κήπο. «Είναι όλοι εδώ κι ας μην τους βλέπεις, μην ανησυχείς», μου απάντησε μια ζεστή, ειρηνική φωνή, που δεν ήρθε απέξω. Την άκουσα ολοκάθαρη μέσα στην καρδιά μου.
Είναι αλήθεια πως δεν είχα κανένα αίσθημα ανησυχίας ούτε μοναξιάς. Ήταν τέτοια η πληρότητα που είχα, που δεν άφηνε χώρο για τέτοια συναισθήματα. Αν ρώτησα πού βρίσκονται όσοι αγαπώ, το έκανα περισσότερο από περιέργεια, ίσως γιατί δεν μπορούσα να πιστέψω πως ήταν δυνατόν να είμαι τόσο ευτυχισμένος χωρίς τους αγαπημένους μου. Δεν ήταν δυνατόν ένα τέτοιο μοναδικό περιβόλι να έχει φτιαχτεί μόνο για μένα. Κι ακόμα, μια τέτοια ευτυχία θα μπορούσα να την χαίρομαι μόνον εγώ;
Ξαφνικά, χωρίς να πάρω είδηση από πού, ξεπρόβαλλε στο πλάι μου η Ελισώ, χαμογελαστή όσο ποτέ άλλοτε. Μου έπιασε απαλά το χέρι κι αρχίσαμε να περπατάμε μέσα σ’ ένα κατάφωτο μονοπάτι. Μιλούσαμε για όλα όσα περάσαμε όλους αυτούς τους μήνες, με κάθε λεπτομέρεια, αλλά κανένα αίσθημα πόνου δεν υπήρχε στα λόγια μας και στις καρδιές μας. Το πρόσπωπό της άστραφτε σαν ήλιος. Ήμασταν περισσότερο ευτυχισμένοι από ποτέ. Κυρίως μιλούσα εγώ, όπως συνέβαινε και στην πραγματικότητα. Τόσο πολύ της μίλησα, τόσο αχόρταγα της τα είπα όλα μονορούφι, τόσο ανοιχτόκαρδα με άκουγε με το κεφάλι σκυμμένο και όλη την ακοή που θα μπορούσε εκείνη την ώρα να έχει ο κόσμος, που όταν ξύπνησα δεν είχα πια κανένα βάρος στην καρδιά μου. Στη διάρκεια της μέρας που ακολούθησε, οι μεθυστικές μυρωδιές των λουλουδιών του κήπου στα ρουθούνια μου, κράτησαν πολλές ώρες, πράγμα αληθινά παράδοξο, αλλά απολύτως αισθητό. Η χρυσή ευτυχία δεν έλεγε να φύγει απ’ την καρδιά μου. Σαν να είχα χάσει όλο μου το σωματικό βάρος μαζί με το ψυχικό. Μόνο την αίσθηση της ανάσας μου είχα, που την ένιωθα λεπτή στο στέρνο μου σα μεταξωτή κλωστή. Δεν περπατούσα. Πετούσα.
Πρώτη φορά αναρωτήθηκα τι συμβαίνει με τα όνειρα. Αν ταξιδεύουν κι αν έχουν την ικανότητα να απευθύνονται σε κάποιον άλλον την ώρα που τα βλέπεις. Ωστόσο, τέτοιο όνειρο ποτέ δεν είχα ξαναδεί και ούτε ποτέ θα ξανάβλεπα. Δεν ήταν διόλου φανταστική αυτή η συνάντηση, καθόλου πλασματικός αυτός ο κήπος, καρπός της φαντασίας μου ή προβολή των επιθυμών μου, και είμαι απολύτως βέβαιος γι’ αυτό. Είχαμε πράγματι βρεθεί οι δυο μας εκεί. Και δεν της μιλούσα μόνον εγώ. Την άκουγα να μου λέει πόσο δύσκολος ήταν και γι’ αυτήν ο χειμώνας. Πόσο μελαγχολικός και μονότονος. Πως ο πατέρας της έλειπε συχνά τα βράδια, κάτι που δεν το συνήθιζε. Πως είχε αλλάξει συμπεριφορά και είχε γίνει σκεφτικός και αμίλητος σαν κάτι σοβαρό να τον απασχολούσε. Μου είπε και για τον Γιώργη που είχε γίνει φοβερά απαιτητικός και δύστροπος. Νευρίαζε διαρκώς και όλα τού έφταιγαν. Της φερόταν βίαια και όποτε έβρισκε αφορμή της έλεγε να με ξεχάσει. «Δεν ήμουν γι’ αυτήν», έλεγε. Είναι αλήθεια πως ο Γιώργης ποτέ δε με συμπάθησε κι απ’ την αρχή έψαχνε αφορμή να μου το δείξει με τον χειρότερο τρόπο. Είχε φτάσει να μου πει πως του έκλεψα την αδερφή. Μα όλα αυτά, καθώς περπατούσαμε μέσα στον εξαίσιο αυτόν κήπο, ειπώνονταν με την γαλήνη που θα αφηγούταν ένα παραμύθι ένας καλός παραμυθάς. Η ευτυχία μας παρέμενε ασάλευτη. Αδιατάρακτη μέσα σ’ αυτό το σλλόκοτο και ευσεβές όνειρο.
Είναι τόσο όμορφα παράξενα όλα αυτά. Πώς γίνεται να ζεις τόσο έντονα ένα όνειρο και να ξυπνάς ευτυχισμένος σαν να είχες περάσει όντως όλη τη νύχτα με την αγαπημένη σου στον πιο ωραίο κήπο του κόσμου, θαρρείς και δεν υπήρξε καμιά διαχωριστική γραμμή από τον κόσμο του ονείρου στον πραγματικό; Να λες όλες τις θλίψεις κι όλα τα βάσανά σου στον άλλον όπως κι εκείνος σ’ εσένα κι αυτό που μένει να είναι μόνο μια μεγάλη χαρά και μόνο χαρά; Μήπως τελικά ήταν αρκετό, ακόμα και μέσα στο όνειρο, το γεγονός πως όλα τα μοιράστηκα κι απ’ τη στιγμή που τα μοιράστηκα έγιναν καπνός οι λύπες και διασκορπίστηκαν σαν να μην υπήρξαν ποτέ; Κι όμως, αυτό το όνειρο ήταν κάτι πολύ περισσότερο από ένα κανονικό όνειρο. Έμοιαζε δώρο απ’ τον ουρανό. Ίσως, ένα μεγάλο δώρο στον μεγάλο πόνο της μεγάλης αγάπης μας.
Κατέβηκα στην κουζίνα κι έκοψα μια μεγάλη στρογγυλή φέτα ψωμί. Πήρα μαρμελάδα πορτοκάλι, φτιαγμένη από τα χέρια της μάνας μου και τις πορτοκαλιές μας, έβαλα και βούτυρο κι έφαγα με πολλή όρεξη. Είδα τη μάνα μου να σταυροκοπιέται και την άκουσα να λέει αναστενάζοντας βαθιά: «Δόξα σοι ο Θεός! Θέλεις κι ένα ποτήρι γάλα»; «Και βέβαια θέλω», απάντησα ενθουσιασμένος. Τότε συνειδητοποίησα πως τον τελευταίο καιρό δεν έπαιρνα καθόλου πρωινό. Έφευγα κατευθείαν για το σχολείο κι άφηνα πικραμένη και απορημένη τη μάνα μου να με κοιτά. Μόλις απόφαγα σηκώθηκα, της έδωσα ένα δυνατό φιλί στο μάγουλο όπως έκανα χρόνια τώρα, πριν απ’ αυτόν τον χειμώνα, κι έφυγα τρέχοντας για το σχολείο.
Είχα πάρει δύναμη. Είχε επιστρέψει μέσα μου η χαρά και η ελπίδα. Το χαμόγελο και η όρεξη, όχι μόνο για φαγητό, αλλά για όλες τις στιγμές της ζωής που όταν δεν τις ζεις γίνεσαι ένα με τους πεθαμένους και γεμίζεις μέσα σου μαύρες τρύπες σαν αυτές του σύμπαντος που μπορούν να ρουφήξουν όλο το φως που είναι κοντά τους, ενώ κανονικά εσύ είσαι ένας γαλαξίας γεμάτος άστρα, δορυφόρους και πλανήτες, και το ξέρεις. Γεμάτος άπειρο φως σαν αυτό της πρώτης δημιουργίας του κόσμου. Από το τίποτα έσκασε άπειρο φως. Κι έτσι, «εγένετο φως!». Τι δουλειά είχα εγώ με τις μαύρες τρύπες;
Καθώς περπατούσα στο δρόμο για το σχολείο για πρώτη φορά σκέφτηκα τον ήχο της μάνας μου. Η μάνα μου, όπως κάθε μάνα, έχει κι αυτήν τον δικό της ήχο. Κάθε πρωί με ξυπνούν τα βήματά της πάνω κάτω στην κουζίνα. Οι κατσαρόλες και τα ταψιά της που μπαινοβγαίνουν στο φούρνο. Η σκούπα της, οι εξώπορτες που ανοιγοκλείνει, το σύρσιμο από τις καρέκλες που μετακινεί για να συγυρίσει το σπίτι. Παλιότερα εκνευριζόμουν που με ξυπνούσε με όλον αυτόν το σαματά. Τώρα όμως μου αρέσει πολύ. Αυτός είναι ο ήχος της προστασίας μου. Ο φύλακας – ήχος που δεν επιτρέπει την είσοδο της απόλυτης μοναξιάς στη ζωή μου. Το προστατευτικό μου δίχτυ που βρίσκεται πάντα εκεί, ακόμα κι όταν η επίθεση της θλίψης είναι τόσο άγρια που με παραπλανά. Με εξαπατά, και νομίζω πως ήρθε το τέλος του κόσμου κι έμεινα τελευταίος κάτοικος του πλανήτη. Είναι η υπόσχεση πως η ζωή δεν τελειώνει. Πως η μήτρα που με γέννησε είναι ακόμη ανοιχτή για μένα κι ας μην την αποζητώ μιας και σιγά σιγά γίνομαι άντρας. Είναι ο δρόμος που ανεπαίσθητα με ανδρώνει, οδηγώντας με στην άλλη μήτρα που αγαπώ.
Η Ελισώ δίχως μάνα δεν έχει την πολυτέλεια να δυσανασχετεί μ’ αυτό που εγώ τόσα χρόνια δυσανασχετώ, σκεφτόμουν. Ούτε όμως και να χαρεί αυτό που εγώ χαίρομαι. Είναι τόσο σπουδαίο να έχεις μια μάνα να σε φροντίζει ακούραστα. Να ξέρεις πως είναι πάντα εκεί. Πως όπου και να πάει θα γυρίσει. Πως όση κούραση κι αν έχει θα σε καληνυχτίσει. Πως όσο κι αν την λύπησες, τη θύμωσες, την πλήγωσες, θα τα ξεχάσει όλα και θα σ’ αγκαλιάσει ξανά. Θα σου χαμογελάσει πάλι. Πως ό, τι και να σου πει, ό, τι και να σου κάνει, δε θα είναι γιατί θέλει το κακό σου, αλλά γιατί καμιά φορά η κούραση την προσπερνά, το μυαλό δε χωράει άλλες έννοιες και τα νεύρα κάποτε υποκύπτουν στα βάσανα. Πως είτε μιλά είτε σιωπά, σε έχει στην καρδιά της και τίποτα δεν μπορεί να σε βγάλει από κει. Μια μάνα που σε ξυπνά εν τέλει αιφνιδιαστικά ή και άγαρπα κάθε πρωί μ’ έναν τόσο αξιολάτρευτο θόρυβο όπως το κύμα της θάλασσας το κορμί σου.
Κι ακόμα, σκέφτηκα τη μυρωδιά της. Μια μυρωδιά ζυμωμένη από κουλουράκια, τσουρέκια, γλυκά του κουταλιού, μαρμελάδες βερίκοκου, φράουλας, πορτοκαλιού. Από ντομάτες, κρεμμύδια, χοιρινό, πατάτες τηγανιτές. Μπουγάδες, απορρυπαντικά, σαπούνια, χώματα. Μια μυρωδιά που περικλείει όλα τα αρώματα του κόσμου, από την ρίγανη μέχρι την αμπαρόριζα, τον δυόσμο και τον βασιλικό. Όλη τη φύση και όλη την φροντίδα για την φύση και τους ανθρώπους που αγαπάει. Όλον τον ακούραστο αγώνα της για τους άλλους. Να μη τους λείψει τίποτα. Να τα οικονομήσει όλα. Να χαρεί μαζί τους τη χαρά, να θεραπεύσει τον πόνο τους.
Τι θα έκανα αν μια μέρα έχανα την μάνα μου; Δεν ήθελα ούτε να το σκεφτώ. Όλοι μας σ’ αυτήν στηριζόμασταν. Απ’ αυτήν παίρναμε δύναμη και κουράγιο κι ας μην το συνειδητοποιούσαμε. Εμείς τη λησμονούσαμε. Αυτή, εμάς, ποτέ. Δεν ξέρω γιατί όλα αυτά τα σκέφτηκα πρώτη φορά το πρωινό εκείνο μετά από το όνειρο που δεν ήταν όνειρο.
Με το που έφτασα στο σχολείο κατάλαβα πως κάτι διαφορετικό συνέβαινε. Υπήρχε ένας διάχυτος ενθουσιασμός. Το νέο πήγαινε από στόμα σε στόμα: θα ερχόταν επιτέλους και σ’ εμάς το ρεύμα. Τέρμα οι γκαζόλαμπες. Τα σπίρτα. Ο καπνός. Η μυρωδιά του πετρελαίου που φόρτιζε την ατμόσφαιρα του σπιτιού τα βράδια σα στεναχώρια αποπνικτική. Και δεν θα πήγαινε μόνο στα σπίτια. Σιγά σιγά θα φωτίζονταν και οι δρόμοι. Έτσι θα μπορούσα κι εγώ να πηγαίνω κρυφά καμιά νύχτα μέχρι τη Χώρα να βλέπω την Ελισώ, -έλεγα με το νου μου.
Μα δεν ήταν μόνον αυτό. Δε θα αργούσε να έρθει και η τηλεόραση, έλεγαν. Αυτό το μαγικό κουτί που σε ταξιδεύει σε όλα τα μέρη της χώρας και, ποιος ξέρει, ίσως κάποτε και σε όλα τα μέρη του κόσμου, χωρίς να κουνηθείς από τη θέση σου. Όλα αυτά ακούγονταν σα μαγικά στ’ αφτιά μας. Οι καθηγητές μπαίνοντας στην τάξη γι’ αυτά μιλούσαν και η χαρά όλων μας άγγιζε το παραλήρημα.
Ήμουν στην ε΄ γυμνασίου. Είχα αποφασίσει πως εκτός από ποιητής, τελικά, θα γινόμουν και αστροφυσικός. Δεν υπήρχε σχολή τέτοια στην Ελλάδα. Τα είχα όμως όλα πολύ προσεκτικά σχεδιάσει. Θα γινόμουν πρώτα φυσικός, θα σπούδαζα στην Αθήνα και μετά θα έφευγα στην Αγγλία, ίσως και στην Αμερική. Ήμουν πολύ καλός μαθητής, θα κατάφερνα δίχως άλλο να πάρω μια υποτροφία για να μην επιβαρύνω τον πατέρα μου, ακριβώς όπως είχαν κάνει και οι δυο μεγάλες αδερφές μου που σπούδαζαν δασκάλες στην Ακαδημία της Μυτιλήνης.
Η Καλλιόπη με περνούσε ένα χρόνο. Είχε σταματήσει το σχολείο. Δεν αγαπούσε τα γράμματα. Το όνειρό της ήταν να γίνει μοδίστρα και θα γινόταν τέλεια μοδίστρα, τόσο που της άρεσε να σχεδιάζει ρούχα, να διαβάζει περιοδικά μόδας και να ράβει φορέματα και φούστες ξεπατικώνοντας πατρόν. Εμένα, όμως, με μεθούσε ο ουρανός, κι ας προσπαθούσαν οι γονείς μου να με στρέψουν στην Ακαδημία να γίνω δάσκαλος. Ούτε που να τ’ ακούσω. Τον ουρανό ήθελα να καταλάβω. Μπορούσα να τον καταπιώ; Θα τον κατάπινα ευχαρίστως. Οι πλανήτες, το ηλιακό σύστημα, όλη αυτή η αδιασάλευτη ισορροπία εκεί ψηλά, οι αντίθετες δυνάμεις, η δημιουργία του κόσμου, οι γαλαξίες, τα αμέτρητα άστρα και το άπειρο με ξετρέλαιναν. Πολλοί συμμαθητές μου με κορόιδευαν. Δε μ’ ένοιαζε όμως. Εξάλλου και για την αγάπη μου στην Ελισώ με κορόιδευαν. Το είχα συνηθίσει και δεν με άγγιζε πια.
«Μην ακούς τα λόγια του κόσμου, γιε μου», έλεγε ο παππούς. «Ο κόσμος είναι πάντα κόσμος. Αλλά εμείς δεν είμαστε κόσμος, είμαστε παιδιά και μακάρι μέχρι τέλους, παιδιά να μείνουμε». Αυτά έλεγε και μ’ έκανε να νιώθω πως κατά κάποιον τρόπο, ήμασταν συνομήλικοι και οπωσδήποτε, πολύ διαφορετικοί απ’ τους άλλους.
Συχνά σκεφτόμουν, -και είναι αλήθεια πως το σκέφτομαι μέχρι σήμερα που όλα είναι τόσο διαφορετικά από τότε-, πως ήμουν το πιο πλούσιο, το πιο τυχερό, το πιο ξεχωριστό παιδί του κόσμου, μ’ έναν παππού σαν τον παππού μου. Δεν υπήρχε, -και είμαι βέβαιος μέχρι σήμερα πως δεν θα υπάρξει ποτέ-, παππούς σαν τον δικό μου σε όλον τον πλανήτη.
Επέστρεψα τρέχοντας στο σπίτι κι έτρεξα να του πω τα νέα.
«Ο κόσμος αλλάζει γιε μου… αλλάζει γρήγορα… θα δούμε πράγματα… που δεν τα βάζει ο νους μας… θα δεις… μπορεί να φτάσουμε και στο φεγγάρι… πέρσι δεν τα καταφέραμε.. κάηκαν τρεις άνθρωποι… πάνε τα παιδιά… όμως μια μέρα θα γίνει… είμαι σίγουρος… φαντάζεσαι… να φτάσουμε στο φεγγάρι… ένα σπίτι… στο φεγγάρι… ένας κόσμος στο φεγγάρι… αλλιώτικος…»
Κουνούσα καταφατικά το κεφάλι. Χαμογελούσαν και τ’ αφτιά μου και του χάιδευα το αδύναμο χέρι. Ήμουν τόσο χαρούμενος, τόσο ενθουσιασμένος που δεν το άντεχα. Νόμιζα πως θα σκάσουν οι φλέβες μου απ’ την πολλή χαρά. Θα πεταχτεί το αίμα μου σιντριβάνια που θα εκραγούν σε κάθε μέλος του κορμιού μου: χέρια, πόδια, κοιλιά, πλάτη, και το πιο μεγάλο, το πιο εντυπωσιακό στο στέρνο μου από την καρδιά μου.
Αν ήταν εδώ και η Ελισώ δεν θα ήθελα τίποτα άλλο. Την είχα δει όμως στον ύπνο μου και το όνειρο που δεν ήταν όνειρο, ήταν ακόμα ζωντανό…
Κεφ. 11ο
11. Η πόρτα άνοιξε απότομα και μπήκε λαχανιασμένη και ολοφάνερα ταραγμένη, η Καλλιόπη.
– Η Ελισώ πάει στο Λονδίνο, ο πατέρας της ξαναπαντρεύεται, θα την στείλει εσώκλειστη εκεί σε κάποιο σχολείο, μόνο τον Γιώργη θα κρατήσει κοντά του…
Το αίμα μου πάγωσε. Τα σιντριβάνια μου στέρεψαν ακαριαία. Η χρυσή ευτυχία του ονείρου μου πέτρωσε. Την κοιτούσα σαν να μην πίστευα πως μπροστά μου βρισκόταν η αδελφή μου. Πως μίλησε. Πως βγήκαν αυτές οι λέξεις απ’ το στόμα της. Ο παππούς μού έσφιξε το χέρι με όση δύναμη του είχε απομείνει. Ένιωσα τον κόσμο να γυρίζει ανάποδα.
-Καλλιόπη… άνοιξε το παράθυρο… να μπει λίγος… καθαρός αέρας…, είπε ο παππούς αναστενάζοντας βαθιά.
Άνοιξε γρήγορα το βορινό παράθυρο η αδερφή μου δίχως να πάρει τα μάτια της από πάνω μου.
– Ποιος σου τα είπε; τη ρώτησε ο παππούς.
– Η ίδια. Μόλις πέρασα από το σπίτι της. Ήρθαν να μαζέψουν τα χρειαζούμενα. Είδα ανοιχτή την πόρτα της και μπήκα. Μόλις με είδε κατέβηκε τρέχοντας τη σκάλα, με αγκάλιασε και άρχισε να κλαίει. Μου είπε να έρθω γρήγορα να τα πω στον Ισίδωρο. Δεν θα μείνουν πολύ. Σε λίγες ώρες θα έχουν μαζέψει και θα φύγουν. Ισίδωρε, σε περιμένει…
Ήταν η ώρα να μάθω πως τις μεγάλες χαρές τις διαδέχονται μεγάλες λύπες. Καμιά φορά μάλιστα οι μεγάλες χαρές έρχονται ακριβώς για να προετοιμάσουν το έδαφος της μεγάλης λύπης. Για να αντέξουμε. Να μη διαλυθούμε. Σαν προστατευτικό δίχτυ έρχονται οι χαρές και ίσως μαζί τους και τα ωραία όνειρα που δεν είναι ακριβώς όνειρα. Να μας προφυλάξουν όσο μπορούν απ’ τη μεγάλη πτώση που θα ακολουθήσει.
Δροσερός αέρας με φύσηξε στο πρόσωπο. Γύρισα και κοίταξα το χωράφι με τις ελιές. Στο βάθος είδα το Λονδίνο: Πολύβουοι δρόμοι, αυτοκίνητα, κόρνες χτυπούσαν δαιμονισμένα. Είδα την Ελισώ με μια βαλίτσα στο χέρι να περνά την μεγάλη βαριά σιδερένια καγκελόπορτα ενός τεράστιου σχολείου φτιαγμένο από κόκκινα τούβλα, με την μπλε ποδιά της. Ο αέρας μύριζε κάρβουνο υγρό. Σκοτεινιασμένος ουρανός και ψιλόβροχο. Τα μαλλιά της πιασμένα αλογοουρά και μια άσπρη κορδέλα στο κεφάλι. Άσπρο και το γιακαδάκι της. Προχωρούσε με αργά δειλά βήματα μέχρι που μπήκε μέσα στο σχολείο και την έχασα απ’ τα μάτια μου. Πριν μπει, γύρισε και με κοίταξε με τα μεγάλα εκφραστικά μαύρα της μάτια, πιο μαύρα από ποτέ. Προσπάθησε να μου χαμογελάσει. Δεν τα κατάφερε…
– Πήγαινε να τη βρεις…, είπε ο παππούς με αποφασιστικότητα, βγάζοντάς με από την πικρή μου φαντασίωσή.
Σαν να ξύπνησα απότομα, πετάχτηκα όρθιος κι έτρεξα στο διάδρομο. Κατέβηκα τη σκάλα σαν τρελός. Όταν έφτασα μπροστά στην πόρτα της κοντοστάθηκα μουδιασμένος σαν ένα αόρατο χέρι να με σταμάτησε απότομα. Δεν ήμουν καλοδεχούμενος σ’ αυτό το σπίτι και το ήξερα. Δεν έπρεπε να περάσω το κατώφλι. Λαχανιασμένος ακόμα, σφύριξα όπως παλιά και περίμενα κρυμμένος πίσω από τον χοντρό κορμό της γέρικης ελιάς. Το βλέμμα μου κατρακύλησε στο χώμα, εκεί μπροστά, στην αυλόπορτα. Έσκυψα κι έκανα στην άκρη τα κλαδιά που εγώ είχα βάλει πριν τις γιορτές για να κρύψω τα δώρα μου. Έσκαψα γρήγορα και πήρα στα χέρια μου το ξύλινο κουτί. Ακόμα έγραφε «Καλά Χριστούγεννα». Βούρκωσα.
Οι μυρωδιές από τα ανθισμένα δέντρα ήρθαν στα ρουθούνια μου σχεδόν το ίδιο επιθετικά μ’ αυτές του χθεσινοβραδινού μου ονείρου. Ήταν κιόλας πρώτη του Απρίλη. Πότε μπήκε η άνοιξη και δεν το πήρα είδηση; Τις ένιωσα να εισχωρούν στο σώμα μου από όλους τους πόρους. Και τότε, πόνεσα ακόμα πιο πολύ. Έκανα λίγα βήματα προς τα πίσω παραπατώντας και κούρνιασα πίσω από έναν μισογκρεμισμένο μαντρότοιχο σ’ ένα χάλασμα. Λύθηκαν τα πόδια μου, γονάτισα και ξέσπασα σε λυγμούς.
«Τι τιμωρία ήταν αυτή», σκεφτόμουν, «Τι κακό είχα κάνει, ποιος Θεός με καταράστηκε, πού είναι η δικαιοσύνη Του; Γιατί τόσο μίσος για μιαν αγάπη;»
– Ισίδωρε…, άκουσα την τραγουδιστή φωνή της να με καλεί.
Σκούπισα τα δάκρυά μου βιαστικά με τα μανίκια της μπλούζας μου. Ντράπηκα φοβερά που ίσως με είχε ακούσει να κλαίω.
Φορούσε ένα κατακόκκινο φόρεμα μέχρι το γόνατο με τιράντες κι από μέσα ένα άσπρο μπλουζάκι. Είχε ψηλώσει. Οι ώμοι της στρογγύλεψαν. Το στήθος της είχε φουσκώσει. Το χαμόγελό της είχε όση καλοσύνη χωρούν δυο χείλη. Ήταν σα μικρή Παναγιά. Μου άρπαξε αποφασιστικά το χέρι.
– Δεν έχουμε χρόνο. Πάμε γρήγορα.
Αρχίσαμε να τρέχουμε σαν κυνηγημένοι. Παίρνοντας την πρώτη στροφή του δρόμου ακούσαμε πίσω μας την εξαγριωμένη φωνή του Γιώργη να μας βρίζει. Όσο απομακρυνόμασταν η φωνή του έσβηνε, μαζί με όλον τον πόνο της καρδιάς μου που στο τρεχαλητό μας ξεθύμαινε κι ελευθερωνόταν ιδρώτας ποτάμι από όλο μου το σώμα σαν ένα κλάμα που ήταν αδύνατον να συγκρατήσω.
Σταματήσαμε μόνο σαν φτάσαμε στο λιβάδι μας. Στο δικό μας λιβάδι. Το λιβάδι με τις κόκκινες τουλίπες.
Κεφ. 12ο
12. Εκεί αγκαλιαστήκαμε σφιχτά δίχως να πούμε λέξη. Δεν ξέρω πόσο κράτησε αυτή η αγκαλιά. Ξέρω πως έχω ακόμα τη γεύση της κι όταν την θυμηθώ μια απέραντη γλύκα πλημμυρίζει απ’ άκρη σ’ άκρη όλο μου το σώμα. Φιλιόμασταν σαν τρελοί, στο πρόσωπο, στο λαιμό, στους ώμους, στο στήθος, ώσπου βγήκε κι από τους δυο μας ένας βαθύς αναστεναγμός. Πάνω που αποφάσισα πως ήρθε επιτέλους η ώρα να της τα δώσω όλα, με σταμάτησε απότομα και μ’ έβαλε να κάτσω καταγής. Καθίσαμε στο γρασίδι έχοντας μπροστά μας την απέραντα ανθισμένη κόκκινη θάλασσα των λουλουδιών που γινόταν ένα με το φόρεμά της, ένα με το αίμα μας, το ακριβό πάθος της καρδιάς μας.
– Δεν θα είναι εύκολο, ξεκίνησε να μιλά πρώτη με φωνή απαλή, αλλά δεν θα κρατήσει πολύ. Ένας χρόνος είναι κι αν καταφέρεις εσύ να πάρεις κατευθείαν μια υποτροφία και να έρθεις εκεί για να σπουδάσεις αστροφυσική, θα έχω κι εγώ κάπου περάσει και θα είμαστε πάλι μαζί.
– Ελισώ, δεν μπορώ να ζήσω χωρίς εσένα. Στιγμή δεν μπορώ, της είπα και πάλι μπούκωσα. Πάλι ντράπηκα που δεν ήμουν τόσο άντρας όσο όφειλα.
– Κι εγώ δεν μπορώ χωρίς εσένα. Σκέψου κι εμένα. Εσύ έχεις και τον παππού σου. Εγώ έχω μόνον εσένα. Έφυγε κι η νταντά μου, την έδιωξε ο μπαμπάς…
– Πεθαίνει ο παππούς Ελισώ….
Σήκωσα τα μάτια και κοίταξα το κόκκινο λιβάδι προσπαθώντας να συγκρατήσω γι’ αλλη μια φορά τα δάκρυά μου. Θυμήθηκα τα λόγια του. Πως θα φύγει αυτήν την άνοιξη θυμήθηκα, όταν θ’ ανθίσουν οι τουλίπες και οι άγριες ορχιδέες. Όταν μοσχοβολήσει όλη η Χίος. Το είχα λησμονήσει μέσα στον πόνο μου. Σηκώθηκα απότομα. Μια άγρια δύναμη με κυρίεψε. Και πήρα την απόφαση σαν να έβγαζα από το θηκάρι της απελπισμένης μου ψυχής το κρυμμένο σπαθί μου, έτοιμος να υπερασπίσω με κάθε τρόπο την αγάπη μας:
– Θα αντέξουμε και θα παλέψουμε. Κανείς δεν μπορεί να κλέψει την αγάπη μας. Κανείς δεν μπορεί να την σκοτώσει ό, τι και να κάνει. Σ’ αγαπώ και θα σ’ αγαπώ για πάντα. Στ’ ορκίζομαι. Αυτό ήταν για σένα, της είπα στο τέλος, και της έδωσα το ξύλινο κουτί.
– Κι εγώ θα σ’ αγαπώ για πάντα και θα σε περιμένω. Θα σου γράφω γράμματα, είπε μ’ εκείνη τη φωνή που είχε μια βεβαιότητα αναμφισβήτητη στους τονισμούς της σαν μελωδία που από καιρό είχε μάθει απέξω κι ανακατωτά.
Σηκώθηκε και πήρε το κουτί στα χέρια. «Καλά Χριστούγεννα» διάβασε δυνατά και χαμογέλασε. Πάνω που έσκυψε να με φιλήσει ακούστηκε η φωνή του Γιώργη. Δε μιλούσε. Μούγκριζε σα θηρίο ανήμερο:
– Πήγαινε αμέσως σπίτι. Σε γυρεύει ο μπαμπάς. Τσακίσου…
Την είδα να φεύγει τρέχοντας και να χάνεται στα σοκάκια. Ο Γιώργης δεν ήτανε μόνος. Άλλοι πέντε φίλοι του, με τους οποίους εγώ είχα κόψει κάθε σχέση, ήταν μαζί του.
– Πάμε για πέρδικες, είπε, έλα…
– Δεν έρχομαι Γιώργη. Δεν έχω όπλο και δεν μ’ αρέσει πια να σκοτώνω πουλιά.
– Θα έρθεις θέλεις δε θέλεις, είπε προστακτικά. Να δούμε αν εκτός από κορίτσια μπορείς να κυνηγάςς και τίποτα άλλο, συμπλήρωσε μ’ ένα μοχθηρό ύφος και γέλασαν όλοι δυνατά.
– Δεν θα έρθω. Πάω σπίτι μου.
Κίνησα να φύγω. Τον είδα να σηκώνει το φλόμπερ ίσια καταπάνω μου. Σταμάτησα και τον κοίταξα στα μάτια. Ένας απ’ την παρέα πήγε να του κατεβάσει το χέρι. Αυτός αντιστάθηκε. Οι άλλοι είχαν μείνει παγωμένοι στη θέση τους, όπως κι εγώ. Πάνω στην προσπάθεια να ελευθερώσει το χέρι του, το όπλο εκπυρσοκρότησε.
ΠΗΓΗ 1: Κεφ. 10ο, Tuesday, December 29, 2009, http://animusanimus.blogspot.com/2009/12/10.html
ΠΗΓΗ 2: Κεφ. 11ο, Saturday, January 2, 2010, http://animusanimus.blogspot.com/2010/01/11.html
ΠΗΓΗ 3: Κεφ. 12ο, Sunday, January 3, 2010, http://animusanimus.blogspot.com/2010/01/12.html,