Άρωμα σκουριάς: Παστίλιες για τον καρκίνο

Παστίλιες για τον καρκίνο*

Του Γιάννη Στρούμπα

 

Η ζωή επιφυλάσσει διαρκώς νέες παραστάσεις. Φέρνει τον άνθρωπο αντιμέτωπο με πρωτόγνωρες καταστάσεις, τις οποίες εκείνος καλείται να τις χειριστεί με τρόπο επωφελή για τον ίδιο. Συμβαίνει όμως συχνά να καταντά η ζωή «μια θάλασσα νεκρή». Εκεί μόνο οι μνήμες μοιάζουν ικανές να χαρίσουν ζωτικές ανάσες. Ανάσες ποτισμένες από το παρελθόν στο οποίο αναφέρονται, από το άρωμά του. Η θετική τούτη φόρτιση περιορίζεται, ωστόσο, από το ενδεχόμενο το παρελθόν να ’χει σκουριάσει. Οι δύο λειτουργίες, η θετική και η αρνητική, ορίζουν το εύρος των δυνατοτήτων της μνήμης, η οποία άλλοτε λυτρώνει κι άλλοτε καθηλώνει, μεταβαλλόμενη σε τροχοπέδη στην πορεία προς το μέλλον. Τους παράγοντες που μπλοκάρουν την υγιή εξέλιξη της ζωής πραγματεύεται ο Χάρης Μελιτάς στην ποιητική του συλλογή «Άρωμα σκουριάς», με τον υπότιτλο «Χαϊκού με τίτλο», υπότιτλο προσδιοριστικό του είδους των ποιημάτων.

Ο Μελιτάς στοιχηματίζει στην έκπληξη, που, σαν αλατοπίπερο της ζωής, σπάει τη μονοτονία, την ανία της ρουτίνας. Εισάγει λοιπόν στην ποίησή του δούρειους ίππους, «ξύλινα άλογα», ακριβώς σαν φορείς και κρύπτες της έκπληξης. Δεδομένου, μάλιστα, πως ιστορικά ή, έστω, μυθολογικά οι δούρειοι ίπποι αποτέλεσαν εργαλεία στρατιωτικά και πολιτικά, ο ποιητής θα τους επιστρατεύσει για έναν ποιητικό σχολιασμό των ίδιων τούτων τομέων, δηλαδή της γεωπολιτικής πραγματικότητας. «Αυτά τα φίδια/ που σέρνονται στον χάρτη/ είναι σύνορα», δηλώνεται στο ποίημα «Γεωπολιτική». Ο Μελιτάς παρομοιάζει τα σύνορα των κρατών, όπως αυτά αποτυπώνονται στους χάρτες, με φίδια, όχι μόνο επειδή οι χαράξεις των συνόρων θυμίζουν οπτικά φίδια κουλουριασμένα· κυρίως επειδή οι σχέσεις των όμορων κρατών είναι συνήθως συγκρουσιακές, με διαρκείς υπονομεύσεις μεταξύ των κρατών-φιδιών, που αλληλοδαγκώνονται κι αλληλοδηλητηριάζονται.

Οι διακρατικές σχέσεις, οριζόμενες από την ισχύ που επιβάλλει ο δυνατότερος στον ασθενέστερο, είναι σχέσεις εξουσιαστικές. Την άσκηση πολιτικής, την οποία καθορίζει η επιβαλλόμενη εξουσία, τη συνοδεύει η ιστορική καταγραφή. Πρόκειται για μια ιστορική καταγραφή που δεν εξυπηρετεί καμία αλήθεια, καμία αντικειμενικότητα. «Η Ιστορία/ διαθέτει χορηγό./ Την Εξουσία.» Το εύγλωττο χαϊκού του Μελιτά φέρει τον τίτλο «Business». Ο ποιητής, με πικρή ειρωνεία, δεν αφήνει κανένα περιθώριο ψευδαισθήσεων: όποιος νέμεται την εξουσία, είτε στο εσωτερικό των κρατών είτε σε διεθνές επίπεδο, γράφει και την ιστορία από τη δική του οπτική και σύμφωνα με τα συμφέροντά του.

Arwma-skourias_CharMeletas

Υπό τις συγκεκριμένες προϋποθέσεις, δεν έχουν καμία σημασία ούτε τα λόγια που χρησιμοποιούν οι εκάστοτε εξουσιαστές για να ποδηγετήσουν τους υπηκόους τους, ούτε τα λόγια που μεταχειρίζονται τα ανδρείκελά τους, όπως οι στρατευμένοι ιστορικοί ή δημοσιογράφοι, για να χειραγωγήσουν τις ανυποψίαστες ή, έστω, τις άβουλες μάζες. Εξίσου υπεύθυνες για την κατάντια τους, οι ανθρώπινες αυτές μάζες στηρίζονται σε σαθρές βάσεις, υποκείμενες ανά πάσα στιγμή σε κατάρρευση. «Ξύλινα λόγια./ Ξύλινα ανδρείκελα./ Ξύλινα πόδια.» Η αξία των παραπάνω έγκειται σε μία και μοναδική χρήση: να καθίστανται καυσόξυλα, τόσο για να παράγουν ζεστασιά σε κρύα περιβάλλοντα, όσο και για να απαλλάσσουν, αναλισκόμενα, την πλάση από την παρουσία τους. Η ύπαρξή τους, εξάλλου, δεν εξυπηρετεί τίποτε πέρα απ’ το να αλώνουν την ανθρωπιά, για να υπενθυμιστούν εδώ και οι εισαγωγικοί της συλλογής δούρειοι ίπποι, ιδίως εφόσον καταντούν τους ανθρώπους άβουλα κι εξαρτημένα τετράποδα, όπως δηλώνει ο τίτλος «Τετράποδο» του κάτωθι χαϊκού: «Δεν κάνω βήμα/ χωρίς τα δεκανίκια/ που μου χάρισαν.»

Τέτοια «τετράποδα» είναι εξαιρετικά δύσκολο να αναλάβουν πρωτοβουλίες και να ευαισθητοποιηθούν κοινωνικά. Αν καλλιεργούσε κανείς την ψευδαίσθηση ότι θα μπορούσε να αναθέσει σ’ αυτά την ελάχιστη αντίδραση, θα διαψευδόταν τραγικά. Πόσο μάλλον την επανάσταση: «Η ανάσταση/ ξέχασε δυο γράμματα./ Εκ προθέσεως.», θέτει τον προς επίλυση «γρίφο» στο ομότιτλό του χαϊκού ο Μελιτάς. Η πρόθεση, ως γραμματικό μέρος του λόγου, που έμεινε ξεχασμένη, είναι η «επί». Η επανάσταση, συνεπώς, δεν εκδηλώνεται. Το δυστύχημα είναι πως η απώθησή της συντελείται «εκ προθέσεως», όχι γραμματικής αυτή τη φορά, αλλά νοηματικής: η επανάπαυση κρίνεται προτιμητέα από τον αγώνα απολύτως συνειδητά. Η ιδιώτευση νικά για μία ακόμη φορά. Έτσι η ανάσταση επίσης δεν επισυμβαίνει.

Στο περιβάλλον των μοναχικών, εγωιστικών διαδρομών, το ενδιαφέρον για τον συνάνθρωπο, ο αλτρουισμός και η αλληλεγγύη εμφανίζονται μόνο σαν σχήματα λόγου σε υποτιθέμενες κοινωνικές εκστρατείες. Το σχετικό διαφημιστικό μήνυμα για την ενίσχυση των θυμάτων της οικονομικής κρίσης μέσω της αγοράς συγκεκριμένου προϊόντος, με σχετική μάλιστα επωνυμία, δηλαδή τις «παστίλιες για τον πόνο του άλλου», στην ποιητική προσέγγιση του Μελιτά μετατρέπεται σε τίτλο ποιήματος. Ο ποιητής οραματίζεται λοιπόν μια κοινωνία στην οποία οι ευκατάστατοι αστοί συνδράμουν τους αστέγους, παραχωρώντας τους τα σπίτια τους και βγαίνοντας εκείνοι στον δρόμο για λογαριασμό των πληττόμενων συμπολιτών τους. «Αστοί στους δρόμους./ Άστεγοι στα σπίτια τους.» Ίσως να υπονοείται, σε μια δεύτερη ανάγνωση, η κοινωνική ανατροπή που θα πετύχαινε την αντιστροφή των ρόλων και την αποκατάσταση των ισορροπιών, μέσα από μια ιδιότυπη απόδοση δικαιοσύνης, που επιφυλάσσει στους θύτες της προϋπάρχουσας κοινωνικής πραγματικότητας τον ίδιο ρόλο που νωρίτερα διαδραμάτιζαν τα θύματά τους. Όλες όμως οι συγκεκριμένες προοπτικές δεν είναι τίποτε περισσότερο από απατηλά όνειρα. Ο καταληκτικός στίχος του χαϊκού οδηγεί σε ανώμαλη προσγείωση: «Αστειεύομαι.» Το αδιέξοδο που περιγράφεται στηρίζεται στην επίγνωση πως σε ανθρώπους βολεμένους δεν απομένει χώρος για καμία αλληλεγγύη. Ο συναισθηματικός καρκίνος δεν γιατρεύεται με απλές «παστίλιες». Το τραγικά ειρωνικό «Αστειεύομαι» του Μελιτά βροντά σαν βαριά ταφόπλακα που θάβει κάθε όνειρο.

Οι βολεμένοι αστοί, βέβαια, τηρούν μάλλον μια στάση αναμενόμενη. Το περίεργο είναι πως οι πληττόμενοι δεν αντιδρούν, εντέλει, μήτε εκείνοι. «Άτιμα φρούτα/ τα σταφύλια της οργής./ Δεν ωριμάζουν.» Η οργή δεν ωριμάζει ποτέ και, φυσικά, ούτε ξεσπά. Η τραγική κατάσταση διαιωνίζεται, ενώ, ακόμη κι από όσους τη συνειδητοποιούν, αντιμετωπίζεται μόνο σε ασκήσεις επί χάρτου. Ο ποιητής, ασκούμενος κι εκείνος ακριβώς σε επίπεδο αποκλειστικά θεωρητικό συνθέτοντας ποιήματα επί χάρτου, δεν συνεισφέρει απολύτως τίποτα στην επίλυση του προβλήματος. Γι’ αυτό κι ο Μελιτάς, με εμφανή παιγνιώδη διάθεση, μα σαφώς και αυτοϋπονομευτική, προσδιορίζει στον τίτλο του ποιήματός του τη γενικότερη θεωρητική θέση περί αντίδρασης σαν «αμπελοφιλοσοφία», συσχετίζοντας τις ανούσιες φιλοσοφικές προσεγγίσεις με τη σήψη των «σταφυλιών της οργής».

Το ξεθύμασμα της οργής και η άμβλυνση κάθε διάθεσης για αντίσταση επικυρώνουν την τραγική πραγματικότητα πως η μόνη «πάλη των τάξεων» αποκτά υπόσταση αποκλειστικά σαν θεατρική παράσταση, σαν «θεάματα», σύμφωνα με τον τίτλο του σχετικού χαϊκού: «Θέατρο “Κρόνος”:/ Η πάλη των τάξεων./ Συνεχίζεται.» Η ταξική πάλη, λοιπόν, συνιστά σκέτο θέατρο, δεν αφορά την πραγματικότητα. Μα ακόμη κι αν αναχθεί στην αρχαία ελληνική μυθολογία, κατά την υπόδειξη του ονόματος «Κρόνος», το οποίο επιλέγει ο Μελιτάς για την ποιητική του θεατρική σκηνή, το μήνυμα δεν καθίσταται περισσότερο ελπιδοφόρο, εφόσον αποδεικνύεται ότι η εκδηλωθείσα πάλη αφορά τους διεκδικητές της εξουσίας. Ο Κρόνος χάνει τον θρόνο του από τον Δία, όχι από κάποιον ταξικά υποδεέστερό του. Οι κοινοί θνητοί, συνεπώς, προορίζονται διαχρονικά για να υποτάσσονται στις άρχουσες τάξεις.

Η ακύρωση κάθε ελπίδας επιβεβαιώνεται από την αδυναμία ακόμη και του υπέρτατου όντος, του ίδιου του Θεού, να μεταβάλει την κατάσταση. Στο ποίημα «Δευτέρα Παρουσία» ο πικρός σαρκασμός του Μελιτά ξεχειλίζει: «Λάβετε θέσεις/ ν’ απολαύσουμε ξανά/ τη σταύρωσή Του.» Η σταύρωση του Θεανθρώπου είναι, για τον ποιητή, η αναμενόμενη εξέλιξη ακόμη και στην επερχόμενη Δευτέρα Παρουσία Του, συνεπώς τίποτα δεν πρόκειται να μεταβληθεί, μήτε στα ήθη των ανθρώπων μήτε στην πολιτικοοικονομική τους οργάνωση. Κι ίσως, μάλιστα, να μην επιθυμούν καν οι άνθρωποι την αλλαγή, όπως υποδηλώνει το ρήμα «απολαμβάνω», που τους τοποθετεί ενάντιους στη διασάλευση της καθεστηκυίας τάξης. Ως γνωστόν, μία γνώριμη σκλαβιά είναι προτιμότερη από ένα αβέβαιο μέλλον. Γι’ αυτό και, προς την υπεράσπισή της, ο άνθρωπος, με τη συντηρητική του φύση, είναι δεκτικός σε κάθε ψέμα, σε κάθε «success story» που θα του πλασάρουν, προκειμένου να εξωραΐζεται η σκλαβιά του και να διαιωνίζεται με σιγουριά η βεβαιότητά του, κι ας είναι δυσβάστακτη: «Η ανεργία/ δεν με άγγιξε ποτέ./ Χρυσώνω χάπια.» Του αρκεί, φυσικά, να μη διακινδυνεύει επιλέγοντας το άγνωστο, έστω κι αν αυτό, ίσως, θα ’ταν πιθανό να περικλείει μια πιο αίσια προοπτική.

Έτσι, ο άνθρωπος συνεχίζει να «τρώει» «κουτόχορτο» εκουσίως· οτιδήποτε ελκυστικό ανοίγει την πύλη της κολάσεως· και κάθε πιθανή αλλαγή παραπέμπεται στις καλένδες. «Ωραία μήλα/ διέγνωσε ο όφις./ Σκέτη κόλαση.» Το κακό επικρατεί, η πονηριά επιβάλλεται, ο θελκτικός καρπός χρησιμοποιείται σαν μέσο εξαπάτησης στον δρόμο προς τη φθορά και την παρακμή. Τίποτε καλό δεν φαίνεται να βρίσκει τη δύναμη προς τη βελτιωτική αλλαγή. Ακόμη και το παίγνιο, ως ποιητικός τρόπος του Μελιτά, παραμένει, μέσα στο γενικότερο κοινωνικό πλαίσιο, κούφιο. Κι αν επιχειρήσει κανείς να αντιστρέψει την παγιωμένη σειρά από το «α» στο «ω», θα δει απλώς το «ω» να προηγείται του «α»: «ωα»·  η αλλαγή σαφώς επουσιώδης και το σχόλιο δικαιολογημένο: «Σιγά τα ωά.»

Υπάρχουν λοιπόν τρόποι ή λέξεις να αλλάξουν τον κόσμο; Κατά τον Μελιτά, μόνο στα επιτραπέζια παιχνίδια, μόνο στο «Scrabble»: «Βρήκα τη λέξη/ που θ’ άλλαζε τον κόσμο./ Πού να τη βάλω;» Η εύρεση της κατάλληλης λέξης ή πρότασης ή πολιτικής δεν βρίσκει πουθενά πεδίο εφαρμογής, δεν χωρά πουθενά στον κόσμο αυτό. Το όνειρο συνθλίβεται και το μέλλον αποδεικνύεται αδιέξοδο: «Πωλείται μέλλον/ εντός αδιεξόδου. Επιπλωμένο.» Η τοποθέτηση του ποιητή είναι ολοφάνερα απαισιόδοξη. Τα καλοδουλεμένα χαϊκού του Μελιτά, καίρια, ευθύβολα, εύστοχα, δηκτικά, πλούσια σε εικόνες, σε αλληγορίες και στη μεταφορική χρήση του λόγου, ευφυή και παιγνιώδη, καταδεικνύουν τις ώριμες ικανότητες του ποιητή. Αρνούνται όμως στον αναγνώστη τον εφησυχασμό και την όποια άλλη παρηγοριά πέραν εκείνης της λογοτεχνικής απόλαυσης, αφού σαφέστατα διακινούν εντός της ωριμότητάς τους την πικρή επίγνωση της διαιώνισης από τους ισχυρούς της εξουσίας τους, σε βάρος των υπόλοιπων μελών του κοινωνικού συνόλου. Άλλωστε, ο καλπάζων καρκίνος του εφησυχασμού, της απάθειας και της δειλίας θα ’ταν αδύνατο να αναστραφεί με απλές ασπιρίνες-παστίλιες για τον πόνο ημών των ιδίων.

Χάρης Μελιτάς, «Άρωμα σκουριάς», εκδ. Μανδραγόρας, Αθήνα 2014, σελ. 64.


* α΄ δημοσίευση: εφημ. «Αντιφωνητής», αρ. φύλλου 402, 1/11/2014.

Απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.