ΘΑ ΞΑΝΑΠΟΥΜΕ ΟΧΙ;
Του Απόστολου Παπαδημητρίου
Ο ελληνισμός διέρχεται την τρίτη μεγάλη παρακμή στη μακραίωνη ιστορική του πορεία. Κατά τις δύο προηγούμενες κατέστη εύκολη λεία εισβολέων, Ρωμαίων και Τούρκων. Αποφεύγοντας να εγκύψουμε στα αίτια της παρακμής και να διδαχθούμε από τα σφάλματα των προγόνων μας συνήθως υπερτονίζουμε την προσφορά των πολιτιστικών αγαθών μας στους κατακτητές. Σήμερα δεν διατρέχουμε κίνδυνο κατάκτησης της ίδιας μορφής με τις άλλες του παρελθόντος, είμαστε όμως, δυστυχώς, εν αγνοία μας κατακτημένοι. Έχουμε υποταχθεί σε τρόπο βίου αλλοτριωτικό, τα πρότυπα του οποίου είναι η παντελής λήθη της παράδοσης και των πολιτιστικών αξιών μας, η παραίτηση από κάθε είδους δημιουργία, ο άκρατος καταναλωτισμός και ο δουλοπρεπής μιμητισμός. Υποταγμένοι στο πλασματικό αυτό είδος βίου, άβουλοι και μοιραίοι, προβαίνουμε σε απόπειρα εορτασμού των λαμπρών επετείων του παρελθόντος οκνοί και ράθυμοι υπό την επήρεια κάποιων τύψεων για την αναξιότητά μας έναντι εκείνων που έγραψαν τα έπη ή με διάθεση να τους μειώσουμε, ώστε να σμικρύνουμε το χάσμα που μας ξεχωρίζει απ’ αυτούς!
Βέβαια δεν μας λείπουν τα παχιά λόγια κατά τον εορτασμό των επετείων, καθώς η «ξύλινη» γλώσσα των πολιτικών έχει ιδιαίτερη πέραση τέτοιες ημέρες. Πολύς ο λόγος κατ’ αυτές για την εθνική ενότητα και ομοψυχία από τους εκποιητές του έθνους στις αγορές του διεθνισμού και η εκ του ασφαλούς καταδίκη του ολοκληρωτισμού, τον οποίο δεν παύουν να εκτρέφουν όσοι φυγάδευσαν ιδανικά και οράματα και οδήγησαν σε ακραία πείνα την ψυχή του λαού, ο οποίος άγεται και φέρεται από τους δημαγωγούς, ώσπου να κορυφωθεί η αγανάκτησή του και να ζητήσει λύτρωση σε επίδοξους σωτήρες, που υπόσχονται την ανάσταση της πατρίδας!
Είπαμε ΟΧΙ το 1940 στον επίβουλο εισβολέα. Φλυαρία ακατάσχετη μας καταλαμβάνει σχετικά με το ποιος το είπε, ο Μεταξάς ή ο λαός. Και χάνεται η ουσία του ΟΧΙ κάτω από τον σωρό γελοίων απόψεων ένθεν και ένθεν. Η ουσία είναι ότι μπορεί το δικτατορικό τότε καθεστώς της χώρας μας να είχε στοιχεία έκδηλα της συγγένειας με τα άλλα του ολοκληρωτισμού, όμως η πατρίδα μας ήταν γερά δεμένη στο άρμα της Βρετανίας, η οποία είχε τότε τον τελευταίο λόγο για κάθε τι το συμβαίνον στη χώρα μας. Αυτή την υποταγή, η οποία μας οδήγησε λίγο αργότερα στον εμφύλιο σπαραγμό και ως σήμερα μας οδηγεί σε πλήθος εθνικών ταπεινώσεων, αποφεύγουμε να σχολιάσουμε έστω και κατ’ ελάχιστο. Πώς να σταθούν οι σήμερα κρατούντες μπροστά στους νεκρούς, που βροντοφώναξαν το ΟΧΙ, αφού γνώρισμά τους είναι το ΝΑΙ σε όλες τις εντολές των πατρώνων τους. Γι’ αυτό και είναι ανυπόφορες γι’ αυτούς οι επέτειοι! Τελικά ποιός είπε το ΟΧΙ; Ασφαλώς ο δοτός από τους Άγγλους πρωθυπουργός Μεταξάς. Το κύριο όμως είναι το ποιος έγραψε το έπος. Και πέρα από κάθε αμφισβήτηση απάντηση στο ερώτημα είναι: Ο λαός μας! Ένας λαός ψυχωμένος, ενωμένος και με πίστη ότι είναι υπόθεση ιερή το «αμύνεσθαι περί πάτρης». Από πού άντλησε τις δυνάμεις ο λαός να αντισταθεί με τόσο σθένος στον εισβολέα; Το ερώτημα συνήθως αποφεύγεται να τεθεί, καθώς η απάντηση αποκαλύπτει τη γυμνότητά μας!
Ο λαός μας είχε τότε ακόμη βαθειά πίστη στο Θεό και επίκεντρο του βίου του αποτελούσε η Εκκλησία. Ακόμη και εκείνοι, που είχαν δηλώσει υποταγή στο πνεύμα της Δύσης, πριν ο εχθρός προσβάλει τα σύνορά μας, και είχαν επηρεαστεί από την υλιστική φιλοσοφία, είχαν τρυφερές αναμνήσεις από την παιδική τους ηλικία μιας γιαγιάς, που άναβε το καντηλάκι και σταυροκοπιούνταν ατέλειωτα μπροστά στα εικονίσματα. Κι αυτή είχε επαρκή τη σοβαρότητα, που εκδηλωνόταν ως στάση βίου, ώστε να μην πιάνουν τα επιχειρήματα των «φωτισμένων» περί της πατροπαράδοτης δεισιδαιμονίας των αγραμμάτων. Αυτές οι γιαγιές και οι μανάδες ξεπροβόδισαν τα βλαστάρια τους με πόνο ψυχής προσφέροντάς τους για φυλακτό ένα σταυρουδάκι ή ένα εικονισματάκι. Ποιος θα μπορούσε να αρνηθεί την προσφορά τους; Γιατί άραγε όλες εκείνες οι μάνες δεν κλαψούριζαν απεγνωσμένα, αφού αντιλαμβάνονταν ότι ενδεχομένως να μην ξανάβλεπαν τα αγαπημένα τους πρόσωπα; Γιατί οι νέες δεν ζήλευαν την πατρίδα, που άρπαζε από την αγκαλιά τους τον αγαπημένο τους; Γιατί τότε τα ιδανικά αποτελούσαν το άρωμα του βίου κι’ αυτά εξύμνησε και η τραγουδίστρια της νίκης! Σήμερα λέμε ΝΑΙ σε όλα, γιατί δεν έχουμε τη διάθεση να χάσουμε την χοιροτροφή, που μας προσφέρουν ως αντάλλαγμα της υποταγής μας! Έχουμε απομακρυνθεί από την πίστη στον Θεό και τη φιλοπατρία, για να απολαύσουμε τα αγαθά της ειρήνης, όπως ισχυριζόμαστε. Μόνο που η απόλαυση της χοιροτροφής οδηγεί σε κορεσμό και βυθιζόμαστε στο υπαρξιακό κενό, το οποίο καταβάλλουμε απέλπιδες προσπάθειες να πληρώσουμε με πλήθος υποκαταστάτων των ιδανικών, τα οποία υποκατάστατα απλώς εντείνουν τα αδιέξοδα! Να το ομολογήσουμε; Δεν μας αφήνει η έπαρση και η αλαζονεία μας. Γι’ αυτό επιμένουμε να αυτοδικαιωνόμαστε ισχυριζόμενοι ότι ακολουθούμε ορθή πορεία.
Πώς να προβάλουμε το έπος του 40; Πώς να πιστέψουμε το θαύμα, που καταθέτουν οι πολεμιστές, που είχαν έντονη την αίσθηση της παρουσίας της Παναγίας στο πλάι τους. Είναι προτιμότερο για μας, τους βιώνοντες χωρίς ελπίδα (άρα και ελεύθερους κατά Καζαντζάκη) να τους χαρακτηρίσουμε αλαφροΐσκιωτους και ονειροπαρμένους. Πώς να δεχθούμε ότι στέκονταν όρθιοι στο ξεροβόρι σε βουνοκορφές με τον υδράργυρο να ταπεινώνεται στους τριάντα βαθμούς υπό το μηδέν; Πώς να δεχθούμε ότι κάποιοι πέθαναν στην προσπάθειά τους να περισώσουν τη σημαία της μονάδας, αυτήν που εμείς σήμερα απολαμβάνουμε, όταν αποσπάται από τα Ίμια ή καίεται σε διαδηλώσεις;
Έχουμε πολλούς λόγους να ταπεινώνουμε κατ’ έτος με τον ψευτοεορτασμό των επετείων τους πρωταγωνιστές του έπους. Δυστυχώς δεν αντιλαμβανόμαστε ότι επιτείνουμε τη δική μας ταπείνωση, καθώς αποκαλύπτουμε τη μικρότητά μας. Αν η στάση μας αυτή συνεχιστεί για γενιές, τότε η άτεγκτη ιστορία δεν θα μας διατηρήσει στο προσκήνιο με το να την δωροδοκήσουμε με δάφνες προγονικές. Ο εχθρός που μας κατέλαβε δεν είναι σαν τους άλλους. Είναι ύπουλος και εκμαυλιστικός. Λέει πως δεν ζητά τίποτε από μας και ήδη μας τα πήρε όλα. Διορθώνουμε: Του τα δώσαμε όλα και μάλιστα τον υποδεχθήκαμε ως ελευθερωτή από το χρέος που μας κληρονόμησαν οι πρόγονοί μας: Να μαχόμαστε υπέρ πίστεως και πατρίδος. Εκείνο το χρέος ήταν επαχθές και απεχθές. Προτιμούμε το οικονομικό χρέος, που, όπως μας λένε, είναι βιώσιμο ακόμη και αν εμείς σβήσουμε!
«ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗΣ», 27-10-2014