Το Συμβάν – Κεφ. 7ο, 8ο, 9ο
(προδημοσίευση μυθιστορήματος)
Της Βασιλικής Νευροκοπλή
Κεφ. 7ο
7. Συχνά αναρωτιόμουν: Τι μου συμβαίνει; Γιατί ενώ ήθελα τόσο πολύ να δω ολόγυμνο αυτό το κορμί που λάτρευα, ενώ καιγόμουν από επιθυμία να το γεμίσω φιλιά, να το κάνω δικό μου και να του δοθώ ολοκληρωτικά, γιατί δεν το έκανα; Γιατί με το πρώτο φιλί μ’ έπιανε τέτοιο χτυποκάρδι που παρέλυε το σώμα μου; Ήμουν δειλός; Είχα τόσο βαθιά ριζωμένο μέσα μου το φόβο της αμαρτίας όπως την διδασκόμασταν στο σπίτι, στο σχολείο και στην εκκλησία;
Με τρόμαζε το άγνωστο; Φοβόμουν μην της κάνω κακό; Μήπως αν θα καιγόμουν απ’ τον κεραυνό της; Ή μήπως η απέχθειά μου για τη βία είχε κάποια σχέση με την προσπάθειά μου να συγκρατήσω την σωματική ορμή μου; Τι φοβόμουν; Τι ήμουν; Δεν ήξερα. Δεν μπορούσα να βρω ικανοποιητική απάντηση σ’ αυτά τα ερωτήματα που κατέτρωγαν τις νύχτες το μυαλό μου. Αυτό που ήξερα ήταν πως όλη αυτή η αδυναμία μου ή το φράγμα που συγκρατούσε μέσα μου το χείμαρρο του πόθου μου, ύστερα ξεχείλιζε στο χαρτί. Όλο το πάθος μου γινόταν λέξεις. Θαρρείς και τελικά αυτό που φοβόμουν ήταν πως αν της δοθώ θα χάσω τις λέξεις μου. Μα όχι, ήταν αδύνατον να αγαπώ τις λέξεις μου περισσότερο απ’ την Ελισώ.
Τον Ιούλη του ’68 και πιθανόν την ημέρα των γενεθλίων μου, έγραψα το πρώτο μου ποίημα. Μόλις είχαμε επιστρέψει από τη θάλασσα και είχα αφήσει την Ελισώ στο σπίτι της. Τόσο δεν χωρούσαν στην καρδιά μου όλα αυτά που ένιωθα, που κάθισα κι έγραψα ένα ποίημα για την θάλασσα των ματιών της. Την αστραφτερή μαύρη θάλασσα των δυο ματιών της. Μετά το πέρασμα τόσων χρόνων, ένας Θεός μόνο ξέρει τι απέγινε αυτό το ποίημα που η μνήμη μου τώρα δε με βοηθά καθόλου να θυμηθώ.
Μόλις τέλειωσα το ποίημα, έτρεξα και το έδωσα στον παππού μου. Το διάβασε κι ύστερα σηκώθηκε από την κουνιστή του πολυθρόνα. Μ’ έσφιξε δυνατά μέσα στην πλατιά αγκαλιά του, με φίλησε στο μέτωπο και σαν να είδα τα μάτια του να γυαλίζουνε λίγο.
– Δε θα γίνω αστροφυσικός παππού, θα γίνω ποιητής, του είπα όλος καμάρι, αλλά και με λίγη συστολή. Ίσως να κοκκίνισα κιόλας, όπως την πρώτη φορά που φίλησα την Ελισώ στο στόμα.
– Να γίνεις ό, τι τραβά η ψυχή σου γιε μου, απάντησε. Ποιητής θέλεις, ποιητής να γίνεις, αστροφυσικός θέλεις αστροφυσικός να γίνεις, καπετάνιος θέλεις, καπετάνιος να γίνεις. Μα ό, τι γίνεις να το αγαπάς και ό, τι αγαπάς να γίνεις. Κι αν τύχει ποτέ να γίνεις κάτι που δεν το διάλεξες εσύ, αλλά, μια μοίρα αντί για σένα, κι αυτό να το αγαπήσεις. Αλλιώς δε γίνεται. Αλλιώς θα σε φάει το μαράζι κι εμάς αυτό δε μας ταιριάζει. Άφησέ το για τους άλλους αυτό. Εμείς έχουμε άλλη φτιαξιά: γεννηθήκαμε λεύτεροι.
– Τι θα πει αυτό παππού; Τι θα πει γεννηθήκαμε λεύτεροι;
– Θα πει πως, είτε επιλέξαμε μόνοι μας τα δεσμά μας είτε μας επέλεξαν αυτά, εμείς αποφασίσαμε να τα σηκώσουμε παλικαρίσια…
Κάθισε πάλι στην κουνιστή του πολυθρόνα κι ενώ εγώ αναρωτιόμουν τι σχέση έχουν τα δεσμά με την ελευθερία, εκείνος γύρισε το κεφάλι στο ανοιχτό βορινό παράθυρο που έφερνε δροσερό το νυχτερινό βοριαδάκι και κοιτάζοντας πέρα μακριά έναν ελαιώνα, συμπλήρωσε τις σκέψεις του παίρνοντας μια βαθιά ρουφηξιά καπνού απ’ την αγαπημένη του φιλντισένια πίπα:
-Ποιος ξέρει… ίσως να μη γίνεσαι ποιητής… ίσως να γεννιέσαι… τι επιλέγουμε άραγε και τι μας επιλέγει… αχ, γιε μου, δεν ξέρω… γράφε όμως, συνέχισε να γράφεις όσο το θέλεις κι όσο το μπορείς κι εγώ θα είμαι περήφανος για σένα ό, τι και να κάνεις…
Πάντα την αλήθεια μού έλεγε ο παππούς. Γι’ αυτό τον αγαπούσα ξεχωριστά. Ποτέ δεν έλεγε αυτά που θα περίμενες ν’ ακούσεις. Ποτέ μισόλογα ή υπονοούμενα, λόγια που χαϊδεύουν τ’ αφτιά, ψεύτικα λόγια. Μπορεί να μην έλεγε πολλά, πολλές φορές και τίποτα. Σιωπούσε όπως η Ελισώ. Μα όταν μιλούσε έλεγε πάντα ορθά κοφτά την αλήθεια. Κι όταν σιωπουσε με ανάγκαζε να σκεφτώ μόνος μου αυτά που έπρεπε, χωρις να μου δίνει έτοιμη τροφή τα δικά του συμπεράσματα. Κι έτσι με πήγαινε ένα βήμα πιο πέρα: στο μυστήριο, στο θαυμαστό, στην απορία. Αυτό το αίνιγμα που λίγο λίγο σε βοηθά να νιώσεις πως, όσο προχωράς στην ουσία τόσο παραιτείσαι από τις εύκολες απαντήσεις και πηγαίνεις σε βαθύτερα ερωτήματα, που αν δεν σε γεμίζουν ικανοποίηση, -κάτι για το οποίο διψά όλος ο κόσμος-, πάντως, σε πλημμυρίζουν θαύματα που λάμπουν στον βυθό της καρδιάς και του μυαλού σου με τρόπο παράδοξο: ηλεκτρικό…
Ευτυχώς για μένα, ακόμα δεν γνώριζα το τίμημα των θαυμάτων…
Κεφ. 8ο
8. Ο χειμώνας του ’68 ήρθε βαρύς. Βαρύς από μοναξιά. Μέρα με τη μέρα μού έλειπε όλο και περισσότερο η Ελισώ. Ούτε ένα Σαββατοκύριακο δεν ήρθαν στον Κάμπο ολάκερο χειμώνα. Μέσα στη θλίψη μου ένιωθα να ξεθωριάζουν τα χρώματα του κόσμου. Η λάμψη τους έσβηνε. Όλα γίνονταν όνειρο μελαγχολικό σε ύπνο και ξύπνιο. Όνειρο αδηφάγο που κατέτρωγε τη σάρκα της καθημερινότητας. Της κάθε μου στιγμής. «Χάντρες κομπολογιού οι μέρες μου, σε χέρια κουρασμένου γέρου», έγραψα ένα απόγευμα του Νοέμβρη στο σημειωματάριό μου. Δεν ήξερα τι να κάνω. Παρέες δεν είχα πια, γιατί κανέναν δεν ήθελα. Μόνος στο σχολείο, μόνος στους δρόμους και στα θελήματα, μόνος στο κτήμα, μόνος στο σπίτι κι ας υπήρχε κόσμος γύρω μου παντού. Πρώτη φορά στη ζωή μου δεν μπορούσα τίποτα να χαρώ. Με τίποτα να γελάσω. Να ξεχαστώ. Να ευχαριστηθώ μια στάλα. Οι συμβουλές του παππού, πώς να χαίρομαι κάθε στιγμή σαν να είναι η πρώτη και η τελευταία, εξανεμίστηκαν σαν να μην τις είχα ακούσει ποτέ. Σαν να μην ήμουν ο ίδιος άνθρωπος που τις είχε πιστά ακολουθήσει από τα πρώτα του βήματα.
Περνούσα κάθε μέρα από το σπίτι της. Κάθε μέρα κοιτούσα τα κλειστά του παράθυρα. Κάθε μέρα άφηνα κι από ένα λουλούδι, ένα φρούτο, μια πετρούλα, ένα χάδι στην αψιδωτή του πόρτα ή ένα μουσκεμένο φιλί στη γέρικη ελιά που έστεκε εκεί αγέρωχη, ασυγκίνητη μπρος στον καημό μου. Μάταια περίμενα να φανεί. Η μυρωδιά της με τύλιγε. Η σκιά της γινόταν ένα με τη δική μου. Η Ελισώ πουθενά. Ασυνήθιστο γεγονός. Τι συνέβαινε;
Μέσα σε όλα αυτά, ο παππούς έπεσε άρρωστος στο κρεβάτι. Πονούσε η καρδιά μου να βλέπω αυτόν τον λεβεντάνθρωπο ανήμπορο. Να δυσκολεύεται να μιλήσει, να φάει και να πιει. Να καπνίσει την αγαπημένη του πίπα που τώρα έγερνε παρατημένη στο κομοδίνο του, όπως εγώ τις νύχτες στο στρώμα μου. Τώρα καθόμουν δίπλα του και του διάβαζα εγώ τα βιβλία που αγαπούσε. Αυτά που κάποτε μου διάβαζε εκείνος. Η όρασή του είχε εξασθενήσει. Μόνος του δεν τα κατάφερνε. Πολλές φορές, ενώ του διάβαζα, τον έπαιρνε ο ύπνος. Άλλοτε, ένιωθα πως ακόμα και μες στον ύπνο του μ’ ακούει. Δεν σταματούσα μέχρι να σιγουρευτώ πως κοιμήθηκε για τα καλά. Κι ύστερα, καθόμουν στο δικό του τραπεζάκι κι έγραφα, έγραφα… Έγραφα με τις ώρες κι ας φώναζε η μάνα μου να πάω για ύπνο. Ήξερε καλά την αδυναμία που είχαμε ο ένας στον άλλον και δεν επέμενε πολύ.
Το γράψιμο ήταν η μόνη μου παρηγοριά. Ζούσα μέσα στις λέξεις αυτό που μου στερούσε η ζωή. Μέσα στις λέξεις μεγάλωνα. Γίνονταν μάνα και πατέρας μου. Γίνονταν η αγαπημένη. Ο ανήμπορος παππούς μου. Μέσα σε λίγο διάστημα και σχεδόν ανεπαίσθητα, το σπίτι μου από πέτρινο έγινε χάρτινο: ένα σημειωματάριο που γέμιζε λέξεις που λάτρευα, λέξεις που ποθούσα, λέξεις που με πονούσαν και με παρηγορούσαν, όσο τούς ήταν δυνατό. Ό,τι πιο υπαρκτό είχα στη ζωή μου εκείνο το διάστημα ήταν οι λέξεις. Συχνά δεν πήγαινα να κοιμηθώ στο κρεβάτι μου. Ξάπλωνα πλάι στον παππού και εκεί ονειρευόμουν. Σαν μωρό που το εγκατέλειψαν κούρνιαζα στην άκρη του κρεβατιού του και προσπαθούσα να ησυχάσω έναν φόβο που μέρα με τη μέρα γινόταν όλο και πιο έντονος. Γινόταν τρόμος: μήπως πεθάνει κι απομείνω έρημος. Η Ελισω μακριά μου κι ο παππούς να πεθαίνει. Κι όμως, ήξερα πως δεν ήταν μόνον αυτός ο φόβος. Υπήρχε κάτι ακόμα που ο νους μου αδυνατούσε να συλλάβει. Δεν ήξερα τι ήταν, μα ένιωθα να πλησιάζει σαν μαύρο σύννεφο απειλητικό. Απ’ αυτά που σπάνια βλέπεις στον ουρανό του νησιού, αλλά όταν έρχονται δεν φέρνουν βροχή, μα χαλάζι, που καταστρέφει τη σοδειά ολόκληρου χρόνου, όπως αυτό του περασμένου χειμώνα.
Ένα βράδυ, βαριανασαίνοντας, μου είπε:
– Γιε μου… άκουσέ με γιε μου… δεν ξέρω για πόσο ακόμα θα μπορώ… να εκφράζεις αυτά που νιώθεις σ’ αυτούς που αγαπάς… όλους να τους αγαπάς… κι αυτούς που σου έκαναν… ή θα σου κάνουν, κακό… ό, τι έχεις να το βγάζεις στο φως… για να σε γνωρίσουν… μόνο αν σε γνωρίσουν θα σε αγαπήσουν… ό, τι κρατήσεις μέσα σου… δε θα το μάθει κανείς… δε θα το αγαπήσει… κανένα μέρος του σώματός σου… μην το κρατήσεις κρυμμένο… αυτό που σου φαίνεται άσχημο… ή πολύτιμο…
Εδώ έκανε μια μεγάλη παύση. Πήρε δυο τρεις βαθιές ανάσες και συνέχισε.
– Κάποτε γιε μου… τον άγγιξα… τον κεραυνό… πού να ξέρω… δεν το μετάνιωσα… άνοιξε το συρτάρι… είναι ένα πακέτο… γράμματα… φύλαξέ τα… όταν νιώσεις… έτοιμος… να τα διαβάσεις… θα καταλάβεις… βγάλε από την αλυσίδα το κλειδί… είναι δικά σου… δεν έχω άλλο… να σου αφήσω… αυτή είναι η περιουσία μου όλη… για σένα… τα γράμματα και η φιλντισένια πίπα…
Έσκυψα πάνω του με προσοχή, υπακούοντας στην παράκλησή του, δίχως να καταλαβαίνω τι κάνω και γιατί. Άνοιξα προσεκτικά την αλυσίδα στο λαιμό του με τον σταυρό, τη βέρα και το μικρό κλειδί του συρταριού του. Πήρα το κλειδί και ξεκλείδωσα το συρτάρι. Τυλιγμένα σ’ ένα παλιοκαιρίσιο κιτρινισμένο χαρτί, σφιχτά δεμένα μ’ ένα σπάγκο, μια στοίβα γράμματα. Τα πήρα, κλείδωσα το συρτάρι και πέρασα το κλειδί ξανά στην αλυσίδα για να την κουμπώσω στον λαιμό του. Τα κοίταζα ώρα πολλή σα μαγεμένος, κοκαλωμένος ολότελα. «Ποια γυναίκα ήταν ο δικός του κεραυνός; Τι γράμματα ήταν αυτά που μου εμπιστευόταν και μου τα παρέδιδε σαν ιερό κειμήλιο τέτοια ώρα; Γιατί σ’ εμένα;» Πήγα στο δωμάτιό μου και τα κλείδωσα στο ντουλάπι μου. Δεν ένιωθα έτοιμος να τα διαβάσω εκείνη τη στιγμή. Ήμουν πολύ ταραγμένος.
Το άλλο πρωί κι ενώ ετοιμαζόμουν για το σχολείο φώναξα την Καλλιόπη. Ήταν η μόνη που εμπιστευόμουν στο σπίτι και όταν χρειαζόταν στηριζόμουν σ’ αυτήν. Δεν καταλαβαινόμασταν πολύ πολύ, αλλά έχοντας μείνει οι δυο μας, μιας και η Αγγελική με την Ιουλία σπούδαζαν στη Μυτιλήνη, συνωμοτούσαμε συχνά προκειμένου να καταφέρουμε όσα βάζαμε στο νου μας. Αν δεν είχα μέσα μου εκείνον τον παράξενο φόβο δεν θα της εκμυστηρευόμουν ποτέ ένα τέτοιο μυστικό, όμως τον είχα, και γι’ αυτό αποφάσισα να της μιλήσω.
-Αν μου τύχει κάτι Καλλιόπη, οτιδήποτε κακό, το κλειδί από το ντουλάπι μου είναι στο ράφι μου κάτω από τα ποιήματα του Βαλαωρίτη. Άνοιξέ το και φέρε μου ό, τι έχω μέσα χωρίς να του ρίξεις ούτε ένα βλέμμα. Αν τύχει κάτι ακόμα χειρότερο… αν τυχόν, λέμε τώρα… αν τυχόν πεθάνω, τότε ό, τι έχει μέσα να το κάψεις, ακούς;
Με κοίταξε σαστισμένη. Ύστερα μου ‘βαλε τις φωνές.
– Είσαι με τα καλά σου; Τι είναι αυτά που λες; Ήσουν που ήσουν παράξενος από γεννησιμιού σου, τελευταία μου φαίνεται πως τα έχεις χάσει ολότελα. Σταμάτα να λες χαζομάρες και πάμε γιατί κι εσύ θ’ αργήσεις στο σχολείο κι εγώ στο μάθημά μου.
Την άρπαξα σφιχτά απ’ τα μπράτσα. Νομίζω πως την πόνεσα και λίγο.
– Δε μπορώ να σου εξηγήσω Καλλιόπη. Μην κάνεις τίποτα τώρα, δεν χρειάζεται. Θέλω μόνο να ξέρω: αν χρειαστεί, και μακάρι να μην χρειαστεί, θα κάνεις ό, τι σου ζήτησα; Πες μου αλήθεια, θα το κάνεις;
– Εντάξει, θα κάνω ό, τι θες, στο υπόσχομαι, απάντησε και γύρισε γρήγορα αλλού το κεφάλι. Πάμε τώρα.
Η Καλλιόπη έφυγε για την μοδίστρα στην οποία πήγαινε κάθε πρωί για να μάθει ραπτική κι εγώ πήρα το λεωφορείο για το σχολείο μου. Στο δρόμο είδα κάτι απίστευτο. Κάτι που ποτέ δεν είχα φανταστεί πως μπορούσε να συμβεί. Δεκάδες άνθρωποι στα στενά δρομάκια του Κάμπου έβαφαν τους μαντρότοιχους των περιβολιών με ασβέστη. Σοκαρίστηκα. Αυτές οι πέτρες που κάθε μια τους είχε πάνω της ένα σωρό χρώματα της γης των Θυμιανών και μια ιστορία αρκετών αιώνων, τώρα βάφονταν άσπρες. Έχαναν την γοητεία τους, τη ζωντάνια τους. Όλη τη ζεστασιά τους. Ποιοι κατέστρεφαν την περιουσία του τόπου μας και γιατί; Στο σχολείο μάθαμε την αιτία της συμφοράς: θα επισκεπτόταν τη Χίο ο Παττακός. Άλλοι έλεγαν πως ο ασβέστης ήταν καθαρά για λόγους απολύμανσης και υγιεινής και άλλοι ότι επειδή τα άλλα νησιά του Αιγαίου που είχε επισκεφτεί ήταν βαμμένα άσπρα έπρεπε κι εμείς να συμμορφωθούμε.
Νιώσαμε ξαφνικά βρώμικοι και επιρρεπείς στις ασθένειες. Νιώσαμε απολίτιστοι, που τόσα χρόνια ζούσαμε χωρίς ασβέστη. Πράγματι, ο Παττακός ήρθε στα μέσα του Νοέμβρη. Η εφημερίδα ‘Χιακός λαός’ έγραφε με μεγάλους παχείς τίτλους στο πρωτοσέλιδο: «Ο ιεραπόστολος αγάπης και ομόνοιας των Ελλήνων κ.Στυλιανός Παττακός εγένετο ενθουσιωδώς δεκτός από τον λαόν της Χίου.» «Δε θα ανεχθώμεν εμπόδιια εις την πρόοδον», ήταν η δήλωσή του. Άρα, ο ασβέστης ήταν πρόοδος, συμπεράναμε εμείς με το φτωχό μυαλό μας, μισοαστεία, μισοσοβαρά.
Όταν πέρασε απ’ τον Κάμπο η οικογένειά μου έμεινε κλεισμένη στο σπίτι. Ο πατέρας μου είχε εξοργιστεί που μας άσπρισαν τον μαντρότοιχο. Ένιωθε υπεύθυνος στο αφεντικό του, τον Παπαντωνάκη. Ήταν σίγουρος πως καθόλου δεν θα του άρεσε αυτό που θα έβλεπε το επόμενο καλοκαίρι, αν τυχόν ερχόταν. Ο Παττακός βέβαια έφυγε γρήγορα και το μόνο που έμεινε να μας θυμίζει την έλευσή του ήταν οι ασπρισμένες Θυμιανούτσικες πέτρες, μέχρι που ο καιρός τις ξέβαψε κι αυτές και ήρθαν πάλι στα συγκαλά τους. Κι αυτές κι ελόγου μας.
Κεφ. 9ο
9. Ήρθανε Χριστούγεννα. Η Ελισώ δεν ήρθε. Η Καλλιόπη μού χάρισε εφτά αυτοσχέδια κουκλάκια που έφτιαξε από ύφασμα. Μου τα παρουσίασε ένα ένα: την Ελισώ, εμένα και τα πέντε παιδιά μας, τρία κορίτσια και δυο αγόρια. Αυτή ήταν η αγαπημένη της ασχολία: να κόβει και να ράβει υφάσματα για να φτιάχνει κούκλες, να τις βάζει μάτια, μύτες, στόματα, μαλλιά, με ό, τι έβρισκε, καρφίτσες, πινέζες, κουκούτσια, και μετά να τις βάφει με τα χρώματά της. Όσο προχωρούσε στα μαθήματα ραπτικής έφτιαχνε, βέβαια, σιγά σιγά και ρούχα, αλλά ποτέ δεν εγκατέλειψε το παιχνίδι με τα χειροποίητα κουκλάκια. Τα πήρα όλα και τα έβαλα μέσα σ’ ένα ξύλινο καράβι που είχα φτιάξει. Αυτή ήταν μια από τις δικές μου ασχολίες. Μου είχε μάθει ο παππούς να σκαλίζω τα ξύλα για να φτιάχνω καράβια, κάτι που έμελλε αργότερα να μου φανεί πολύ παραπάνω χρήσιμο απ’ όσο τότε μπορούσα να υποπτευθώ. Με κόκκινη μπογιά έγραψα καλλιγραφικά το όνομα της Ελισώς στην πρύμνη και ύστερα το έβαλα μέσα σ’ ένα ξύλινο κουτί που πάνω του, με την ίδια κόκκινη μπογιιά, έγραψα: «Καλά Χριστούγεννα».
Πήγα για άλλη μια φορά στο κλειστό σπίτι της. Έσκαψα το χώμα μπροστά στην αυλόπορτα κι έβαλα μέσα το δώρο μου. Το σκέπασα με φύλλα και κλαδιά. Ξαφνικά μ’ έπιασε ένα σύγκρυο. Δεν ήθελα βέβαια να δει κανείς αυτό που αφήνω και γι’ αυτό το καταχώνιασα μέσα στη γη, αλλά μόλις τελείωσα το καμουφλάζ, ένα πρωτόγνωρο άγριο αίσθημα με κυρίεψε: αισθάνθηκα πως θάβω την αγάπη μου. Προσπάθησα να μην το σκέφτομαι. Γύρισα στο σπίτι ταραγμένος. Ανέβηκα τρέχοντας τις σκάλες και πήγα κατευθείαν στον παππού.
– Ξέρεις να μου πεις ένα παραμύθι, τον ρώτησα.
– Το παραμύθι το ζεις γιε μου…
– Δεν θέλω αυτό που ζω. Ένα άλλο ξέρεις να μου πεις;
– Μια φορά κι έναν καιρό… ήταν… ο Ισίδωρος και η Ελισώ… ο Ισίδωρος αγαπούσε πολύ την Ελισώ… αλλά και η Ελισώ… αγαπούσε πολύ τον Ισίδωρο…
– Όχι παππού, είπα και με πήραν τα κλάματα. Άφησέ τους αυτούς… Πες μου άλλο…
Άπλωσε το χέρι και με χάιδεψε. Αχ, το χάδι του παππού δεν έμοιαζε με κανένα χάδι στον κόσμο ολόκληρο. Ήταν τόσο ελαφρύ. Σαν να άγγιζε και να μην άγγιζε. Αυτά τα χέρια δεν ήταν από σάρκα με αίμα και νερό. Ήταν φτιαγμένα από πούπουλα. Πούπουλα ζεστά, γεμάτα θαλπωρή και τρυφερότητα. Γλυκάθηκε το είναι μου.
– Τα καλά τα παραμύθια τα ήξερε η Μαρικούλα… τι να σου πω τώρα εγώ… θα σου πω μόνο πως… το πιο ωραίο παραμύθι… είναι η ζωή, γιε μου… η κάθε στιγμή μας… με όλη της την ομορφιά… τον πόνο… την αγριάδα… τη γλύκα της… τους ήλιους και τις αστραπές της… τα μισά φεγγάρια της… μην αρνείσαι τη στιγμή… ό, τι έχεις… είναι η στιγμή… είτε κλαίει… είτε γελά… κράτησέ την… σα μωρό… τάισέ την… γάλα της καρδιάς σου… νανούρισέ την… χάιδεψέ τη… που θα ζήσει τόσο λίγο… για να δώσει τη θέση της σε άλλη… κι έτσι θα μάθεις να ζεις… να πεθαίνεις… μέσα από τις στιγμές… δεν έχει τελειωμό… μέχρι την στερνή στιγμή … που θα μας οδηγήσει… στην αιώνια στιγμή… την πιο μεγάλη… την πιο ωραία…
– Δε θέλω να πεθάνεις παππού, του είπα και τον έσφιξα δυνατά, περνώντας τα χέρια μου στο λαιμό του.
– Δεν πρόκειται να πεθάνω… χειμώνα καιρό, γιε μου… θ’ ανθίσουν τα περιβόλια… θα γεμίσουν πάλι τα χωράφια… τουλίπες κόκκινες… άγριες ορχιδέες… κι αφού μοσχοβολήσει όλο το νησί… θα έρθει κι η σειρά μου… ν’ ανθίσω…
– Δεν θέλω ούτε τότε, ούτε τώρα, ούτε ποτέ…
– Μη νοιάζεσαι γι’ αυτό… είναι ώρα για ύπνο… κοιμήσου γιε μου… ονειρέψου τα πιο ωραία… όνειρα… τελειώνει ο χειμώνας… θα έρθει και η Ελισώ… κι εσύ της λείπεις… καλό ξημέρωμα… βάλε μόνο… λίγο καπνό… στην πίπα… άναψε κι ένα σπίρτο… σήμερα… θέλω να καπνίσω…
Έβαλα καπνό στην πίπα του, την έβαλα με προσοχή στο στεγνό του στόμα, άναψα κι ένα σπίρτο. Τράβηξε μια κουρασμένη ρουφηξιά.
– Αααχ… η ζωή είναι ωραία… είπε χαμογελώντας. Πήγαινε τώρα…
ΠΗΓΗ 1: Κεφ. 7ο, Saturday, December 26, 2009,
http://animusanimus.blogspot.com/2009/12/7.html
ΠΗΓΗ 2: Κεφ. 8ο, Sunday, December 27, 2009,
http://animusanimus.blogspot.com/2009/12/8.html
ΠΗΓΗ 3: Κεφ. 9ο, Tuesday, December 29, 2009,