Το «κλειδί» του έρωτα
Tου Χρήστου Γιανναρά
Με τον θάνατο ο άνθρωπος βγαίνει από τον χρόνο. «Ουκέτι δύναται ενεργείν διά των μορίων του σώματος, ου λαλείν, ου μιμνήσκεσθαι, ου διακρίνειν, ουκ επιθυμείν, ου λογίζεσθαι, ου θυμούσθαι, ου καθοράν» (Αναστάσιος Σιναΐτης). Ο εγκέφαλος, το όργανο επίγνωσης της πραγματικότητας, άρα και συνείδησης του χρόνου («το πιο πολύπλοκο υλικό αντικείμενο στο γνωστό σύμπαν… κάτι που δεν μοιάζει με τίποτε άλλο στο σύμπαν»: Gerald Edelman) είναι μάλλον το πρώτο που αποσυντίθεται με τον θάνατο.
Αν υπάρχει ανάσταση νεκρών, όπως προσδοκούν οι έμπειροι του εκκλησιαστικού γεγονότος, θα πρέπει να μοιάζει σαν αφύπνιση δίχως επίγνωση της διάρκειας του ύπνου. Οι άνθρωποι που πέθαναν πριν από χιλιάδες χρόνια και οι άνθρωποι που θα έχουν πεθάνει λίγα λεπτά πριν από την κοινή ανάσταση, θα ανοίξουν τα μάτια σαν να μην έχει παρεμβληθεί ούτε στιγμή χρόνου από τότε που τα σφράγισε ο θάνατος.
Για το «νόημα» της ύπαρξης και των υπαρκτών, της ζωής και του θανάτου, συγκροτούνται μόνο ερμηνευτικές προτάσεις φιλοσοφικές. Τις αναγνωρίζουμε ως φιλοσοφικές όταν είναι συντεταγμένες με συνέπεια και πιστότητα σε λογική μέθοδο, χωρίς απριορισμούς, χωρίς αυθαίρετες αξιωματικές παραδοχές, χωρίς προσφυγές σε σκοτεινούς μυστικισμούς. Τέτοιες προτάσεις ερμηνείας της αιτίας και του σκοπού των υπαρκτών γνώρισε πολλές η Ιστορία της Φιλοσοφίας. Κατά κανόνα με λογικά κενά και συγγνωστά αυτονόητα. Οι δύο ερμηνευτικά συνεπέστερες προτάσεις, από την αρχαιότητα ως σήμερα, μοιάζει να είναι αυτή της ελληνικής εκκλησιαστικής παράδοσης, που παρονομάζεται βυζαντινή και η μηδενιστική οντολογία του Martin Heidegger.
Γνωρίζεται ο Θεός μέσα από την κλήση σε σχέση που απευθύνει στον άνθρωπο με το κάλλος και τη σοφία του δημιουργικού του έργου, του κόσμου. Γνωρίζεται ο Θεός όπως γνωρίζεται ο μουσουργός μέσα από τη μουσική του, ο ζωγράφος μέσα από τη ζωγραφιά του, ο ποιητής μέσα από το ποίημά του. Όχι ως αφηρημένη νοητική σύλληψη, αλλά ως εμπειρία σχέσης, αμεσότητα μέθεξης στο δημιούργημα.
Ο αναστημένος Χριστός είναι υλική ύπαρξη, έχει στην πλευρά και στις παλάμες απτά τα σημάδια του σταυρικού του θανάτου, τρώει «ιχθύος οπτού μέρος και από μελισσίου κηρίου». Αλλά πραγματώνει την κτιστή ύπαρξη ελεύθερη από τους περιορισμούς της κτιστότητας: Εισέρχεται στο υπερώον «των θυρών κεκλεισμένων» και ταυτόχρονα οδεύει με τον Λουκά και τον Κλεώπα προς την Εμμαούς.
Στην εκκλησιαστική οπτική ο αναστημένος Χριστός είναι η πραγμάτωση και φανέρωση του «νοήματος» (αιτίας και σκοπού) της υλικής δημιουργίας του Θεού. Για τη λογική που ταυτίζει την πληρότητα της ύπαρξης με την ελευθερία της αγάπης, το κάλλος και η σοφία του κόσμου -λόγος αποκαλυπτικός της θείας προσωπικής ετερότητας- είναι αδιανόητο να αφανιστεί κάποτε, να μηδενιστεί ή να συνεχίζεται άσκοπη η ύπαρξή του ατελεύτητα. Ελπίδα και προσδοκία της Εκκλησίας είναι ότι «πάντες αλλαγησόμεθα»: ο υλικός κόσμος όλος και ο άνθρωπος. Η ύλη, τα κτιστά, θα συμπεριληφθούν στο αναστημένο σώμα του Χριστού, θα υπάρξουν με τον τρόπο του ακτίστου, τρόπο ελευθερίας από κάθε υπαρκτικό περιορισμό.
Με τη λογική αυτής της προσδοκίας, ο θάνατος των πάλαι και των εγγύς, όπως και ο δικός μας, των «περιλειπομένων» ο θάνατος, είναι σίγουρα έξοδος από τον χρόνο, όχι όμως και έξοδος από την ύπαρξη, όχι αναστολή της κλήσης που δεχθήκαμε για μετάβαση «εκ του μη όντος εις το είναι». Η κλήση που ιδρύει τον άνθρωπο ως υποστατική δυνατότητα σχέσης (θετικής ή αρνητικής) με τον Θεό, δεν μπορεί να εκπίπτει, δεν μπορεί να αναστέλλεται με την απόσβεση των ενεργειών της κτιστής φύσης μας. Αν η σχέση (και όχι η φύση) ιδρύει την υπόσταση και αν τον Mozart τον γνωρίζω ως υποστατική ετερότητα μέσα από τη μουσική του (και όχι από την οντική του ατομικότητα), ίσως κάτι να αλλάζει στην πικρότατη γεύση του θανάτου.
ΠΗΓΗ: Έντυπα «Η Καθημερτινή», Πάσχα 2009 (18/4/09), http://news.kathimerini.gr/4dcgi/_w_a … lumns_2_18/04/2009_311631