Σπουδή ανθοκομίας_Υπόκλιση στον πειρασμό

Σπουδή ανθοκομίας*

Του Γιάννη Στρούμπα

Κορίτσια στην πρώτη τους νιότη. Μορφές εξαγνισμένες, αγιοποιημένες, σφριγηλές αποτελούν το αντικείμενο του πόθου για τον λογοτεχνικό ήρωα στη συλλογή διηγημάτων «Υπόκλιση στον πειρασμό» του Ιγνάτη Χουβαρδά. Στα οκτώ διηγήματα που συνθέτουν τον τόμο, ο Χουβαρδάς πραγματεύεται την ερωτική εκδήλωση, ακολούθως την ερωτική διάψευση, και μάλιστα εκείνη ακριβώς την πτυχή του έρωτα που ενώ απορρέει από τη διαφαινόμενη νεανική αθωότητα των κοριτσιών στο κάδρο της συλλογής, εντέλει προσπερνιέται και καταρρέει με το πέρασμα του χρόνου και την ανώμαλη προσγείωση που επιφυλάσσουν στις ονειρικές αναζητήσεις η πεζή καθημερινότητα και οι υποχρεώσεις της.

Ένας εξομολογητικός αφηγητής συνθέτει, στη συλλογή του Χουβαρδά, ένα ιδιότυπο ημερολόγιο κοριτσιών στην όψιμη εφηβεία τους, περίπου στην πρώτη τους νεότητα. Νηφάλιος, χαμηλών τόνων, απολογιστικός ο ήρωας, πραγματεύεται την πικρή μελαγχολία του ανεκπλήρωτου έρωτα και συνάμα της νιότης και της αθωότητας, που παρέρχονται ανεπιστρεπτί. Πρόκειται για ακριβώς αντίστοιχο εγχείρημα με εκείνο του Κύριλλου στο διήγημα «Το αλλόκοτο ημερολόγιο του Κύριλλου και οι φίλοι του». Ο Κύριλλος, φίλος του αφηγητή, τηρεί ημερολόγιο με τις εντυπώσεις του από δροσερά κορίτσια. Τα στοιχεία των κοριτσιών που εντυπωσιάζουν τον Κύριλλο συμπίπτουν με τα κοριτσίστικα χαρακτηριστικά που σαγηνεύουν και τον ίδιο τον αφηγητή, αλλά κι ακολουθούν γενικότερα τον Χουβαρδά σε όλες του τις λογοτεχνικές εξορμήσεις.

Το φετίχ του γυμνού ποδιού, ιδεατής επωδού στο έργο του Χουβαρδά, εμφανίζεται καί στη συλλογή αυτή. Ενόσω η εκλεκτή κοπέλα δοκιμάζει σε κατάστημα υποδημάτων αθλητικά παπούτσια, ο Κύριλλος «αποστηθίζει» «τα καλλίγραμμα μακριά δάχτυλα των ποδιών της, την άβαφη στιλπνάδα των νυχιών». Η κλασική εμμονή του Χουβαρδά επιβεβαιώνεται στο διήγημα «Ρίχνοντας μια μποτίλια στον ωκεανό», όπου η ποθητή μορφή προκαλεί την εξομολόγηση του αφηγητή: «φορούσε σανδάλια, σαν να είχε καταλάβει την εμμονή μου, την επιθυμία μου να τη δω με γυμνά πόδια, τόσο όμορφα, αρμονικά, ολόλευκα, με άβαφα νύχια».

Ignatis-Choubardas_ypoklisi-ston-peirasmo

Σε άλλες σελίδες του ημερολογίου του, ο Κύριλλος, προσωπείο του κεντρικού αφηγητή στο λογοτεχνικό έργο του Χουβαρδά, μεταχειρίζεται το ζωικό και το φυτικό βασίλειο για να αποδώσει τις ονειρικές μορφές των κοριτσιών του. Στο διήγημα «Ένα χέλι που γλιστρά και φεύγει» το ποθητό κορίτσι παραλληλίζεται με το χέλι, ένα πλάσμα του ζωικού βασιλείου, για να υποδηλωθούν η ευκαμψία του, η ευελιξία του αλλά και η διαφυγή του από τα «δίχτυα» του ήρωα. Άλλα εντυπωσιακά κορίτσια, πάλι, εμφανίζονται στο ημερολόγιο του Κύριλλου με προσωνύμια ζώων, ακριβώς για να παραπέμψουν στα χαρίσματα αυτών: το απόμακρο και αυτάρεσκο «παγώνι», η ενθουσιώδης κι εκρηκτική «γαζέλα», η ψηλή και σωματώδης «αλόγα».

Το φυτικό βασίλειο εμπνέει τον Χουβαρδά πολύ περισσότερο. Ο ήρωας του διηγήματος «Ρίχνοντας μια μποτίλια στον ωκεανό» παρουσιάζεται σαν ένας ιδιόμορφος «ανθοκόμος»: «Όπως οι κηπουροί μπολιάζουν τα δέντρα τους, εγώ εμφύτευα τις περιφέρειες τής καθημερινότητας στις ζεστές της μπότες, στον τρόπο που βάδιζε, που σέρβιρε καφέ, που χαμογελούσε», δηλώνει για το ελκυστικό κορίτσι. Η περιποίηση του «ανθοκόμου» επέρχεται φυσιολογικά, εφόσον τα κορίτσια φέρουν χαρακτηριστικά ανθέων. Τα βλέμματά τους ανοίγουν «σαν γαρδένια». Τα χαμόγελά τους επιβάλλουν την άνοιξη και την υπονοούμενη συνοδευτική άνθηση. Μάλιστα, το γλυκύτερο χαμόγελο χαρακτηρίζεται «ανθισμένο». Το καφέ χρώμα της μπλούζας τους ταιριάζει με τις «φλαμουριές» του δρόμου. Το αγιόκλημα στον περίβολο μιας εκκλησιάς προσφέρει τ’ όνομά του στο «κορίτσι-αγιόκλημα». Η αύρα τους επενεργεί δροσιστικά στον ήρωα σαν «δροσερή μέντα», ενώ η μεθυστική τους ζάλη προκαλεί συναισθήματα εκδηλωνόμενα σε ανθρώπους ποτισμένους «από την πιο παραισθησιογόνα ουσία».

Ο ήρωας αντιδρά κι ο ίδιος σαν ένα λουλούδι. «Μαράθηκα» δηλώνει, όταν μαθαίνει πως η εκλεκτή του φοιτήτρια τελειώνει τις σπουδές της κι αποχωρεί από την πόλη. Η διατύπωση αποδίδει την ευαισθησία του ήρωα, μια ευαισθησία που δεν του επιτρέπει ούτε να φερθεί αδιάκριτα, ούτε να φοβίσει ή και να πανικοβάλει την κοπέλα με την επιμονή του. Η λεπτότητα του αφηγητή, παρόμοια μ’ εκείνη ενός μίσχου, δίνει διαρκώς το «παρών». Κι αν ο ήρωας παρουσιάζεται λεπτεπίλεπτος όπως τα βλαστάρια της χλωρίδας, η φύση, με της σειρά της, συμμετέχει επίσης στις ψυχικές διεργασίες που συντελούνται στον εσωτερικό του κόσμο: «Η θάλασσα, Αγγελική, σε κάθε βήμα με αποπλανούσε, μοιράζοντας υποσχέσεις για θαύματα που κρύβονται. Τα δέντρα συμφωνούσαν. Τα λουλούδια κρύβονταν αλλά άκουγα την αύρα τους.»

Ο αφηγητής αφουγκράζεται την αύρα των λουλουδιών, την «ακούει», ίσως με τη σολωμική έννοια τού «νιώθω», λες και είναι ένας αλαφροΐσκιωτος που ξεπηδά μέσα από το ρεύμα του ρομαντισμού. Πρόκειται για μία πειστική διάσταση στο έργο του Χουβαρδά, καθώς υποστηρίζεται τόσο από τη διεκδίκηση της αγνής μορφής, όσο κι από τη λυρική έκφραση την απολύτως ταιριαστή με τη συγκεκριμένη διεκδίκηση. Πράγματι, η ιδεατή μορφή του Χουβαρδά είναι το αγνό, εξιδανικευμένο «κορίτσι μιας άλλης εποχής», το «πλάσμα του παραμυθιού». Ο εξαγνισμός εκτείνεται ως την αγιοποίηση, «ένα προσκύνημα στο ζωντανό εικόνισμα της Παναγίας με την κοτσίδα», σε «μια άγια μορφή μεγαλωμένη μέσα στην τραχύτητα των χωραφιών του χωριού της». Άλλωστε, ο ήρωας των διηγημάτων, απέναντι στις «γήινες, πρακτικές, ηδονικές, ανήθικες, σάρκινες» γυναίκες της σύγχρονης εποχής αντιπαραθέτει τις «αέρινες, ρομαντικές, θείες, συναισθηματικές, ευαίσθητες», που συμφωνούν με την ιδιοσυγκρασία του, προσωπογραφώντας το κάδρο του με τη γλυκιά μορφή της ευγενικής μελαγχολίας, του απόλυτου χαμόγελου, των τρυφερότατων κινήσεων, της απουσίας σκοπιμότητας. Το «σεξ της μιας νύχτας» απορρίπτεται και τα εύθραυστα κορίτσια της πρώτης τους νεότητας αντιμετωπίζονται με την πρέπουσα αβρότητα.

Η εκφραστική προσέγγιση τούτων των μορφών δεν θα μπορούσε παρά να είναι λυρική. Ο πόθος, η ένταση, η δυνατή έλξη αποτυπώνονται από τον Χουβαρδά σε λυρικές περιγραφές. «Η πόλη είχε γίνει ένα βλέμμα αγκυροβολημένο στην πλατεία που περιμένει ανάμεσα στη ροή του κόσμου να ξεχωρίσει τη μορφή σου, η πόλη έγινες εσύ, μια διαρκής προσπάθεια να φτιάχνω βεντάλιες από επεισόδια ανάμεσα σε σένα και σε μένα.» Εδώ οι περιβάλλοντες χώροι αποκτούν πνοή, συμμετέχουν στην ερωτική αναζήτηση του ήρωα, μοιράζονται μαζί του το ερωτικό του σκηνικό, το ψιθυρίζουν αποπνέοντας κι οι ίδιοι μυστήριο: «Οι δρόμοι ανέπνεαν, τα στενά μουρμούριζαν, τα κλειστά μαγαζιά γουργούριζαν τα μυστικά τους.» Η πόλη δεν είναι ο μόνος χώρος που ζωντανεύει. Μυστήρια ζωντανεύουν και στο δασάκι των μοναχικών περιπλανήσεων, μπροστά στη λίμνη, όπου ο ήρωας, μελαγχολικός από την αποχώρηση της Αγγελικής από την πόλη με τη λήξη των σπουδών της, τη διαισθάνεται ξάφνου εμπρός του, σαν να τρυπά εκείνη με μια καρφίτσα τα δάχτυλα των χεριών τους και να επιχειρεί κατόπιν την ένωσή τους, σε μια επιβεβαίωση πως μέσα τους κυλά το ίδιο αίμα. Ωστόσο, η μορφή αυτή δεν επιβεβαιώνεται διόλου η ίδια ως αληθινή. Το ερώτημα αν η Αγγελική εμφανίζεται πραγματικά ή αν η μορφή της στη λίμνη συνιστά έναν ρομαντικό υπερφυσικό τόπο ή, απλώς, μια φαντασίωση του ήρωα στην οποία προβάλλονται οι ενδόμυχες επιθυμίες του, παραμένει ανοιχτό.

Η φαντασίωση, εικονική πραγμάτωση της βαθύτερης επιθυμίας, αξιοποιείται από τον Χουβαρδά και στην περίπτωση του ονείρου. Το όνειρο τρέφει την ελπίδα, διαμορφώνοντας θετικά συναισθήματα και καλή ψυχολογία. Η απορρέουσα αισιοδοξία από την προοπτική της εκπλήρωσης των πόθων είναι εκείνη που αξίζει περισσότερο, ίσως, κι από την ίδια την έκβαση των προσδοκιών, αφού στην τελευταία περιλαμβάνεται και το ενδεχόμενο της αρνητικής εξέλιξης. Αντίθετα, η προσμονή είναι πολλά υποσχόμενη: «Ε, ναι. Το καλοκαίρι αρχίζει. Βοά. Μυρίζει. Αστράφτει. Υπόσχεται. Μεθάει. Συνεπαίρνει. Το καλοκαίρι είναι εδώ.» Ακόμη όμως κι αν η «δυνητικότητα του ονείρου» απολήξει στη διάψευσή του, υπό προϋποθέσεις συμβάλλει σε μια μορφή ψυχικής ανάτασης. Έτσι, στο διήγημα «Η περίπτωση της γειτονοπούλας» μπορεί ο ήρωας να μην οδηγείται τελικά σε ερωτική επαφή με τη «γειτονοπούλα», όμως και μόνο το γεγονός πως πετυχαίνει να «αλώσει» το διαμέρισμά της και να γίνει αποδέκτης της γυμνής της μορφής από τη σκόπιμα αφημένη χαραμάδα στην πόρτα του λουτρού, του δημιουργεί ψυχική ευφορία, η οποία μάλιστα ενισχύεται από το «στεφάνωμά» του με την απορρέουσα αξιοπρέπεια από τη συγκράτησή του, εφόσον κατορθώνει να μη θεωρηθεί επιθετικός, προσβλητικός, εξαναγκαστικός, εκβιαστικός, «πεινασμένος».

Τα συγκεκριμένα, ωστόσο, συναισθήματα, παρά την εμφάνισή τους στη συλλογή, δεν είναι τα κυρίαρχα. Στις περισσότερες περιπτώσεις η ερωτική προσέγγιση αποτυγχάνει, οδηγώντας τον ήρωα σε ψυχικό αδιέξοδο, σε βαριά μελαγχολία, σε τάσεις αυτοκαταστροφικές και στην επιβολή αυτοτιμωρίας: «Απλά ήμουν ένας ψυχικά άρρωστος που με κυβερνούσε η κατάθλιψή μου, που μ’ έσπρωχνε στη σωτηρία από τον δρόμο που οδηγεί στον γκρεμό.» Ο αρρωστημένος ψυχισμός του ήρωα ζητά απεγνωσμένα ίαση. Η ματαίωση, το ανεκπλήρωτο, η κατάπτωση, η καταρράκωση του πρωταγωνιστή αφηγητή τον καθιστούν συμπαθή στον αναγνώστη, ο οποίος τάσσεται στο πλευρό του ήρωα συμπάσχοντας μαζί του.

Οι ιστορίες του Χουβαρδά, εκτυλισσόμενες πότε σε αστικό και πότε στο φυσικό περιβάλλον της ελληνικής επαρχίας και υπαίθρου, παρουσιάζουν τα πρωταγωνιστικά τους πρόσωπα και τις περιπέτειές τους με τρόπο κινηματογραφικό, άλλοτε εστιάζοντας στις εκφράσεις των μορφών, όπως αυτές σχηματοποιούνται στα πρόσωπά τους ανάλογα με τις σκέψεις τους, κι άλλοτε δημιουργώντας ρυθμούς φρενήρεις, όπως στη σκηνή όπου ο ήρωας, ακολουθώντας κατά πόδας το κορίτσι των ονείρων του, αναγκάζεται διαρκώς να επιταχύνει για να το προλάβει, εκλιπαρώντας το να σταματήσει για να συνομιλήσουν, κι ενώ το κορίτσι έχει περιέλθει επίσης σε εξαιρετικά δύσκολη θέση, καθώς αδυνατεί να του ξεφύγει και να απαλλαγεί από την ενοχλητική, πιεστική παρουσία του.

Ακροβατώντας μεταξύ της αποδοχής και της απόρριψης, μεταξύ της δικαίωσης και της διάψευσης, ο κεντρικός ήρωας του Χουβαρδά επιχειρεί διαρκώς να ισορροπήσει ανάμεσα στην ψυχική κατάρρευση, το «σιχαμερά βασανιστικό», το «αποκρουστικό» παράπονο, το θλιβερό παρελθόν που μοιάζει «πλάνη» και «χοντροκομμένο αστείο» από τη μια, και την «αρυτίδωτη» διάθεση για ζωή από την άλλη, που συνοδεύεται από την αίσθηση του σημαντικού, του αξιομνημόνευτου προσώπου, που το θυμούνται κι επανέρχονται σ’ αυτό, καθώς κι από την υποφώσκουσα ελπίδα για το μέλλον, παρά τις ρητά επιβεβαιωμένες διαψεύσεις. Είτε με τα θετικά είτε με τα αρνητικά συναισθήματά του, πάντως, το «κυνήγι της θηλυκότητας», και δη της «ανθισμένης», δεν διακόπτεται εντέλει, επιβεβαιώνοντας πως, παρά τις αντιξοότητές του, υπόκειται στον πειρασμό και υποκλίνεται μπροστά του.

Ιγνάτης Χουβαρδάς, «Υπόκλιση στον πειρασμό», εκδ. Οδός Πανός, Αθήνα 2014, σελ. 128.

* α΄ δημοσίευση: εφημ. «Αντιφωνητής», αρ. φύλλου 401, 16/10/2014.

Απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.