Καλωσήρθατε στη μηχανή
Του Γιώργου Λαμπράκου
Μετά τη θέση: καπιταλισμός, και την αντίθεση: σοσιαλισμός,
ιδού η σύνθεση: η κοινωνία του πλαστικού. Μπ. ντε Σαρμποννώ
Δεν χωρά αμφιβολία πως μετά τη διάλυση του Ανατολικού Μπλοκ, ο καπιταλισμός απέδειξε πως είναι καλώς ή κακώς το μοναδικό ρεαλιστικό οικονομικό σύστημα στις πολυπληθείς σύγχρονες κοινωνίες. Την απόλυτη επικράτηση του καπιταλισμού αναγνωρίζουν όλοι, ανεξάρτητα από το αν και πόσο τον υποστηρίζουν ή τον αντιμάχονται, ανεξάρτητα κι από το αν πρόκειται για «δημοκρατικό» ή «καζίνο» ή όποιας άλλης μορφής καπιταλισμό.
Αυτό όμως δεν ίσχυε καθ’ όλη τη διάρκεια του 20ού αιώνα, αφού από τις πρώτες κιόλας δεκαετίες ο κομουνισμός είχε καλλιεργήσει την ελπίδα ότι θα μπορούσε να σταθεί, όχι απλώς ως ένα ισχυρό αντίπαλο δέος, αλλά ως η νέα ιστορική δύναμη που θα κόμιζε την παγκόσμια ισότητα, δικαιοσύνη και αδελφοσύνη τις οποίες ευαγγελιζόταν. Στα μάτια των περισσοτέρων ανθρώπων, είτε απλών είτε ειδικών, τα δύο αυτά συστήματα είχαν ανυπέρβλητες διαφορές και ο ενδεχόμενος πυρηνικός πόλεμος μεταξύ τους θα απόβαινε οριστικός για ένα από τα δύο συστήματα, ενδεχομένως και για όλο τον πλανήτη.
Στα μάτια των περισσοτέρων, μα όχι όλων. Ο Ζακ Ελλύλ (1912-1994), ένας σημαντικός και κάπως παραγνωρισμένος γάλλος στοχαστής, καθηγητής ιστορίας στο Μπορντό και συγγραφέας εξήντα βιβλίων, είχε διαφορετική άποψη. Ενώ έβλεπε τον Ψυχρό Πόλεμο να εντείνεται και προφανώς ανησυχούσε, όπως όλοι, διείδε κάτι που ελάχιστοι το καταλάβαιναν: «το κοινό στοιχείο μεταξύ καπιταλιστικών και σοβιετικών κοινωνιών ήταν το τεχνικό φαινόμενο». Όπως πληροφορούμαστε από τον χρήσιμο πρόλογο του μεταφραστή, ο Ελλύλ κατανοεί ήδη από το 1935 τη βαρύνουσα σημασία της Τεχνικής, ενώ το 1954 διαχωρίζει την Τεχνική από την τεχνολογία, ορίζοντας την Τεχνική ως «ένα τεράστιο σύνολο μέσων, τα οποία επιλέγονται με κριτήριο την αποτελεσματικότητα εντός ενός δεδομένου πεδίου». Η Τεχνική, από τεχνητό «περιβάλλον» του μοντέρνου ανθρώπου, μετατρέπεται μεταπολεμικά στο κατεξοχήν «Σύστημα», το οποίο διαπνέει και μεταλλάσσει όλα τα υποσυστήματα.
Φιλοσοφικός στοχασμός πάνω στην Τεχνική
Αυτό είναι το θέμα του βαρυσήμαντου βιβλίου με τίτλο Το τεχνικό σύστημα (Le Système technicien, 1977), στο οποίο ο Ελλύλ αποφάσισε να θεμελιώσει τη θέση του. Με ύφος πολεμικό και καυστικό, με γλώσσα ακριβή και σταράτη, με πρόθεση κατ’ αρχήν περιγραφική αλλά και με κανονιστικές νύξεις, ορίζει ως βασικό γνώρισμα των μεταπολεμικών κοινωνιών, κυρίως της Δύσης και σταδιακά της Ανατολής, την Τεχνική. Θεωρεί πως όλοι οι υπόλοιποι κοινωνιολογικοί προσδιορισμοί, όπως «βιομηχανική κοινωνία» (Αρόν), «μεταβιομηχανική κοινωνία» (Μπελ), «γραφειοκρατική κοινωνία» (Λεφέβρ), «καταναλωτική κοινωνία» (Μποντριγιάρ), «κοινωνία του θεάματος» (Ντεμπόρ), «τεχνοτρονική κοινωνία» (Μπρεζίνσκι), κ.λπ. συλλαμβάνουν μεν κάποιο καίριο στοιχείο της σύγχρονης κοινωνίας, αλλά όχι το πιο ουσιώδες, το πιο διάχυτο, το πιο περιεκτικό. Αυτό είναι το τεχνικό φαινόμενο, μες στο οποίο μεταπολεμικά οι άνθρωποι γεννιούνται και μεγαλώνουν.
Στόχος του Ελλύλ είναι να αναπτύξει, μετά τον τεχνολογικό στοχασμό, και έναν «φιλοσοφικό στοχασμό» πάνω στην Τεχνική, ακολουθώντας, προς μεγάλη μας ικανοποίηση, μάλλον τον Βέμπερ παρά τον Μαρξ. Υποστηρίζει πως η Τεχνική, ενώ ξεκινά από την εκβιομηχάνιση του Δυτικού κόσμου («το τεχνικό φαινόμενο αποτελεί ίδιον του Δυτικού πολιτισμού από τον 18ο αιώνα»), στην πορεία γίνεται κάτι παραπάνω από ένα άθροισμα τεχνικών (το οποίο μελετά, ως επιστήμη, η τεχνολογία): γίνεται Σύστημα. Αν και δεν ταυτίζεται πλήρως με την Κοινωνία (ίσως όχι ακόμα…), το Τεχνικό Σύστημα κατορθώνει μεταπολεμικά να «εκτεχνικεύσει» σχεδόν το σύνολο του ανθρώπινου βίου στις ανεπτυγμένες κοινωνίες, όντας η κυριότερη διαμεσολάβηση μεταξύ ανθρώπου και φυσικού περιβάλλοντος.
Φυσικό περιβάλλον; Υπάρχει ακόμα στη ζωή μας; Μάλλον όχι, ισχυρίζεται ο Ελλύλ, ή τουλάχιστον όχι όπως το φανταζόμαστε. «Στο παρελθόν η Φύση μάς επέβαλλε τον δικό της ρυθμό εξέλιξης, τώρα μας τον επιβάλλει η Τεχνική». Η ανθρώπινη συνείδηση «έχει γίνει πλέον αντανάκλαση του τεχνικού περιβάλλοντος», όχι του φυσικού, το δε τεχνικό περιβάλλον είναι τελείως τεχνητό. «Η Τεχνική δεν διαμεσολαβεί μόνο τη σχέση μεταξύ ανθρώπου και Φύσης, κι έπειτα μεταξύ ανθρώπου και τεχνικού περιβάλλοντος· διαμεσολαβεί και τη σχέση μεταξύ των ίδιων των ανθρώπων». Σε αυτή την τρίτη διαμεσολάβηση δεσπόζει η επικοινωνία, που όσο πιο έντονη γίνεται, τόσο αυξάνει το αίσθημα της ατομικής μοναξιάς.
Ο αναπόφευκτος δρόμος είναι… αδιέξοδο
Η Τεχνική έχει γίνει λοιπόν ο «καθοριστικός παράγοντας» της ζωής μας στις Δυτικές κοινωνίες. Ό,τι πρόβλημα προκύψει, εφόσον ζούμε σε μια τεχνική κοινωνία, απαιτεί τεχνική λύση. Ποιος παίρνει, για παράδειγμα, τις πολιτικές και οικονομικές αποφάσεις; Όχι ο πολιτικός, λέει ο Ελλύλ: τα τεχνικά ζητήματα είναι πλέον τόσο περίπλοκα και εξειδικευμένα, ώστε μόνο οι τεχνικοί επαΐοντες μπορούν να προσφέρουν στον πολιτικό λύσεις, τις οποίες αυτός, ως αχυράνθρωπος, απλώς θα προσπαθήσει να τις εφαρμόσει. Ούτε όμως και ο «λαός», αφού και πάλι λόγω έλλειψης τεχνικής κατάρτισης, «ο λαός ακολουθεί την πραγματικότητα με καθυστέρηση μισού αιώνα και δεν καταλαβαίνει το παραμικρό από τα πραγματικά προβλήματα που τίθενται!». Μεταξύ των διανοουμένων, δε, η κατάσταση είναι ενδεχομένως χειρότερη, ισχυρίζεται ο Ελλύλ, αφού οι περισσότεροι αποφεύγουν ή αδυνατούν να κατανοήσουν ρεαλιστικά τις παραμέτρους της σύγχρονης ζωής και περιορίζονται σε ευχολόγια. Κανείς δεν φαίνεται ικανός να ανακόψει το Τεχνικό Σύστημα, και προφανώς όχι το ίδιο το κράτος, που είναι κατεξοχήν τεχνικό. Είμαστε σε αδιέξοδο, ομολογεί ο συγγραφέας.
Μήπως η λύση βρίσκεται στις (τεχνικά) υπανάπτυκτες χώρες, που μπορεί να αναζητήσουν ένα διαφορετικό οικονομικό μοντέλο, από το οποίο θα επηρεαστούμε πιθανότατα κι εμείς οι Δυτικοί; Μα αυτές, όπως ορθά υποστηρίζει ο Ελλύλ, έχουν συνειδητοποιήσει πως μόνο το τεχνικό μοντέλο μπορεί να τους δώσει τη δυνατότητα να μειώσουν τον έλεγχο, την εξουσία, την κυριαρχία που τους ασκούν επί αιώνες τα πιο ανεπτυγμένα κράτη. Συνεπώς, κι αυτά επιδιώκουν όσο τίποτε άλλο την τεχνική μεγέθυνση. Όπως σημειώνει εύγλωττα: «Το εύρος του Τεχνικού Συστήματος είναι τέτοιο που δεν υπάρχει πλέον ελπίδα επιστροφής. Κάθε απόπειρα αποτεχνίκευσης θα ήταν σαν να πυρπολούσαν οι πρωτόγονοι που ζούσαν στα δάση το φυσικό περιβάλλον τους». Και για να μη μείνουν ασάφειες, υπογραμμίζει: «Όταν λέω ότι μοναδικός δρόμος είναι η εκτεχνίκευση, δεν εννοώ ότι αυτός είναι ο ηθικά, ιδεολογικά και ανθρώπινα επιθυμητός ή ο καλός δρόμος. Είναι απλώς ο αναπόφευκτος δρόμος, εφόσον αυτοί οι λαοί θέλουν να επιβιώσουν».
Από την “Τεχνική” στο “Σύστημα”
Ο Ελλύλ διαπιστώνει ορθά ότι η εφεύρεση του υπολογιστή αποτέλεσε την ειδοποιό διαφορά για τον ακόμα μεγαλύτερο εξορθολογισμό του τεχνικού περιβάλλοντος: «ο υπολογιστής επιτρέπει στο Τεχνικό Σύστημα να συγκροτηθεί οριστικά ως σύστημα». Σε αυτή τη βάση θα εκτυλιχθεί, όπως κατανοεί ο Ελλύλ, η μεγαλύτερη σύγκρουση της μετανεωτερικότητας: η σύγκρουση ανάμεσα στην ορθολογικότητα του κόσμου του οποίου οι σχέσεις διαμεσολαβούνται και ελέγχονται ηλεκτρονικά, και στην ανορθολογικότητα του ανθρώπου, με τις εγγενώς αντιφατικές ορμές και επιθυμίες του.
Αυτό δεν σημαίνει βέβαια πως δεν υπάρχουν θετικά: η σύγχρονη ιατρική, π.χ., είναι μία από τις μεγάλες θετικές συνιστώσες της Τεχνικής. Ωστόσο, ακόμα και στον χώρο της ιατρικής, η Τεχνική εμπλέκεται καθοριστικά, αφού η σύγχρονη ιατρική προϋποθέτει υπερσύγχρονα χημικά σκευάσματα, βιολογικά εργαστήρια και μηχανήματα, τα οποία προϋποθέτουν τεχνικούς που τα χειρίζονται, γιατρούς που τα κατανοούν, μηχανικούς που τα βελτιώνουν κ.λπ. Η Τεχνική έχει γίνει λοιπόν Σύστημα: μια δυναμική διαδικασία, που επηρεάζει και τροποποιεί όλα τα επιμέρους στοιχεία, που έχει την αναπόδραστη τάση να μεγεθύνεται αυτόνομα και να αφομοιώνει σχεδόν κάθε απόπειρα εναντίωσης σε αυτό.
Ακόμα και δεδηλωμένοι εχθροί του συστήματος, όπως π.χ. οι χίπις, όπως τονίζει εύστοχα ο Ελλύλ, δεν αποτέλεσαν αντίπαλο δέος στο Σύστημα: ο ελεύθερος έρωτας έγινε δυνατός τη δεκαετία του 1960 κυρίως επειδή εφευρέθηκε και διαδόθηκε το αντισυλληπτικό χάπι, δηλαδή ένα τεχνικό παρασκεύασμα. Εδώ θα προσθέταμε φυσικά τη δήθεν «αντισυμβατική» ροκ μουσική, που χωρίς ηλεκτρικά όργανα, μηχανήματα και τεχνικούς πάσης φύσεως, θα ήταν αδύνατον να αγγίξει τόσο πλατιές μάζες. Τέτοιες διαπιστώσεις δεν έχουν στόχο να μειώσουν τη μία ή την άλλη δραστηριότητα (τι καλύτερο άλλωστε από το sex και το rock&roll;), αλλά να αναδείξουν πόσο πολύ αδυνατούν οι άνθρωποι να ανακόψουν το Τεχνικό Σύστημα, ακόμα κι όταν κομπάζουν ότι εξεγείρονται εναντίον του. Ούτε φυσικά η ουτοπία σώζει, αφού «είτε πρόκειται για κάποια τρελή ονειροφαντασία, είτε είναι εφικτή χάρη στην πρόοδο της Τεχνικής».
Μοναδικός σκοπός: η αποτελεσματικότητα
Όπως είναι φανερό, ο Ελλύλ καταρρίπτει τη μία αυταπάτη μετά την άλλη. Κλασική αυταπάτη: η επιστήμη είναι «ουδέτερη». Λάθος, απαντά ο Ελλύλ: «δεν υπάρχει πλέον ούτε ουδέτερη ούτε καθαρή επιστήμη. Όλες οι επιστήμες διαπλέκονται με τις συνέπειες της Τεχνικής», με μοναδικό στόχο, όχι τη θεωρητική γνώση, αλλά την πρακτική εφαρμογή. Η Τεχνική ενσωματώνει την επιστήμη, την πολιτική και την οικονομία, και τις αναδιαμορφώνει ανάλογα με τον τρόπο που η ίδια εξελίσσεται. Βέβαια, όπως τονίζει σαρκαστικά ο Ελλύλ, οι επιστήμονες παριστάνουν πως είναι ελεύθεροι να επινοήσουν ό,τι θέλουν, οι πολιτικοί καμώνονται πως διευθύνουν τις τύχες του κόσμου και οι οικονομολόγοι (αριστεροί και δεξιοί) πως οι οικονομικές αποφάσεις είναι το παν. Ωστόσο, κάτω ή πάνω από όλα αυτά (και οι δύο μεταφορές είναι ορθές) υπάρχει η Τεχνική. Τέλος, οι φιλόσοφοι, «που βρίσκονται στην πρώτη γραμμή της ματαιοδοξίας» (ο Ελλύλ είναι ιδιαίτερα καυστικός απέναντι στον Χάμπερμας), νομίζουν ότι ο στοχασμός τους αρκεί για να επιβάλλουν ό,τι νόημα και αξία θέλουν στην Τεχνική.
Στο μεγαλύτερο μέρος του βιβλίου ο Ελλύλ αναλύει κατανοητά, με ιδιάζουσα εξηγητική ισχύ και σε ύφος που θυμίζει περισσότερο τον αγγλοσαξονικό τρόπο γραφής (π.χ. του Μάμφορντ) παρά τον γαλλικό (π.χ. του Μποντριγιάρ, τον οποίον κατά τα άλλα εκθειάζει), τα χαρακτηριστικά του τεχνικού φαινομένου: αυτονομία, ενότητα, καθολικότητα, ολοποίηση. Η Τεχνική, ως Σύστημα, προοδεύει εξ ορισμού: χαρακτηριστικά της τεχνικής προόδου είναι η αυτομεγέθυνση, ο αυτοματισμός, η αιτιοκρατική και όχι τελεολογική διαδικασία, η επιτάχυνση. Όλα τα παραπάνω τα διαποτίζει πλήρως η αποτελεσματικότητα. Ο Ελλύλ συνοψίζει την ανάλυσή του γράφοντας ότι η τεχνική δικτατορία θα είναι η χειρότερη από όσες έχουν υπάρξει στο παρελθόν, λόγω του απολύτως ολοκληρωτικού χαρακτήρα της. Ας αναλογιστούμε την πρόσφατη αποκάλυψη εγγράφων της αμερικανικής Εθνικής Υπηρεσίας Ασφαλείας για την (αναμενόμενη, ας μην μας εκπλήσσει) κρυφή διασύνδεση των κρατικών υπηρεσιών με τους κολοσσούς των ψηφιακών μέσων δικτύωσης και επικοινωνίας με στόχο τη λήψη των ιδιωτικών, απόρρητων στοιχείων των χρηστών.
Από τον Μαρξ στον Χριστό
Ανέκαθεν παρουσίαζε ιδιαίτερο ενδιαφέρον η διανοητική μεταστροφή κάποιων θεωρητικών, που φαίνεται πως όσο πιο πολύ λάτρεψαν τον Μαρξ στα νιάτα τους, τόσο πιο συντριπτική κριτική τού ασκούν στα γεράματά τους. Από τα δύο μάλλον πιο αγαπημένα πρόσωπα της πρώιμης ενήλικης ζωής του, τον Μαρξ και τον Χριστό, ο Ελλύλ αποφάσισε να μείνει πιστός στον δεύτερο και όχι στον πρώτο. Σύμφωνα με τον Ελλύλ, το τεχνικό σύστημα συμπαρασύρει τις τάξεις, αφού «ο καθένας μας συμμετέχει σε όλα τα επίπεδα του Τεχνικού Συστήματος», χωρίς αυτό φυσικά να σημαίνει ότι έχουμε γίνει όλοι οικονομικά και κοινωνικά ίσοι. Θεωρεί ορθά πως η μαρξιστική μέθοδος ανάλυσης της κοινωνίας είναι ένας «τυφλοσούρτης» με προαποφασισμένες θεωρίες για το οτιδήποτε. Η απαίτηση για απόλυτη ισότητα, «που συναντάμε στον Μαρξ, για παράδειγμα, δεν είναι παρά το ιδεολογικό προϊόν της απεριόριστης εφαρμογής της Τεχνικής». Η δε βιομηχανική παραγωγή, που για τους μαρξιστές είναι η βάση, δεν είναι πλέον τόσο επιτακτική όσο ήταν τον 19ο αιώνα: στην τεχνική κοινωνία, «επιτακτική είναι η εκπομπή, η κυκλοφορία, η πρόσληψη και η ερμηνεία των πολυποίκιλων πληροφοριών. Αυτό ακριβώς το γεγονός οδηγεί στην ολοκλήρωση του Τεχνικού Συστήματος».
Συνάμα, σε μια εκτεχνικευμένη κοινωνία, οι ιδεολογίες δεν μπορούν να λύσουν τεχνικά ζητήματα: όπως ορθά γράφει, «οι πολιτικές ή οικονομικές επαναστάσεις δεν έχουν ουσιαστικά καμία επίδραση στο Τεχνικό Σύστημα». Τέλος, επιστήμη και Τεχνική είναι «ολόιδιες στον σοσιαλιστικό κόσμο (ακόμη και στην Κίνα!). Έχουν τις ίδιες συνέπειες και δομές» (πού να έβλεπε και τη σημερινή Κίνα…). Επομένως, αν η Τεχνική φύγει από τα «κακά» χέρια των καπιταλιστών και πάει στα «καλά» χέρια των κομουνιστών (είτε τότε, που ακόμα μαινόταν ο Ψυχρός Πόλεμος, είτε τώρα), δεν πρόκειται να αλλάξει κάτι για την ίδια την Τεχνική. Οι όποιες διαφοροποιήσεις εντός των δύο συστημάτων (π.χ. οι σημαντικές διαφορές ως προς τις ατομικές ελευθερίες) δεν αλλάζουν τη γενική εικόνα ως προς την Τεχνική.
Συντριπτική είναι και η κριτική του Ελλύλ απέναντι σε κάθε ανθρωποκεντρική θεωρία που πασχίζει να πείσει ότι «ο άνθρωπος είναι στο επίκεντρο των πραγμάτων», «αυτός επιλέγει τι θα κάνει», «όλες οι δυνατότητες είναι ανοιχτές μπροστά του», «αρκεί να πάρει την κατάσταση στα χέρια του» κ.λπ. Όσο χρήσιμες κι αν είναι παρόμοιες αυταπάτες για την καθημερινή μας ζωή, σε βάθος χρόνου δεν προσφέρουν μια βαθύτερη κατανόηση της θέσης μας στον κόσμο, καθώς υπερφουσκώνουν ένα Εγώ που δεν θα αργήσει να σκάσει. Σήμερα δεν θέτει πια ο άνθρωπος τα προβλήματα στον εαυτό του, αλλά η Τεχνική τα θέτει στον «εκτεχνικευμένο» άνθρωπο που γεννιέται εντός της. Ο σύγχρονος άνθρωπος ασφαλώς διατηρεί την (περιορισμένη) δυνατότητα να παίρνει πρωτοβουλίες, αλλά πάντα εντός του Τεχνικού Συστήματος. Ο Ελλύλ έχει κατανοήσει ότι ο βασικότερος σύγχρονος μύθος είναι ο μύθος της τεχνοεπιστήμης την οποία, θέλουμε δεν θέλουμε, την υπηρετούμε. Ακόμα και ο πλέον τεχνοφοβικός χρησιμοποιεί κατ’ ανάγκην τις ηλεκτρικές συσκευές του σπιτιού, τα μηχανικά μέσα μεταφοράς, τις ψηφιακές υπηρεσίες κ.λπ.
Υπάρχει δυνατότητα αντίδρασης;
Σηκώνει άραγε αντίρρηση το Τεχνικό Σύστημα; Η πιο συνηθισμένη, λέει ο Ελλύλ, είναι η ρομαντική αντίδραση στην Τεχνική, που συνδυάζει την ηθική καταγγελία με την ψυχική άρνηση των ανεπιθύμητων πτυχών της. Για τον Ελλύλ, μια ριζική αμφισβήτηση προϋποθέτει οπωσδήποτε την ορθή κατανόηση, και οι παραπάνω αντιδράσεις εκλαμβάνονται μάλλον ως θυμικές παρά λογικές. Ο επιτακτικός τόνος του Ελλύλ δεν μπορεί να κρύψει την απόγνωσή του για την εξέλιξη της τεχνικής κοινωνίας, και δεν τον αδικούμε. Ευτυχώς δεν αναφωνεί (τουλάχιστον στο βιβλίο αυτό) κάποια φράση σαν το περιβόητο «Μόνο ένας Θεός μπορεί να μας σώσει» του Χάιντεγκερ, που επίσης είχε ασχοληθεί με το ζήτημα της τεχνικής. Καλώς ή κακώς, κανένας Θεός δεν πρόκειται να σώσει κανέναν από τίποτα.
Από την άλλη, ο Ελλύλ θεωρεί ότι με μια «συνειδητή, διαυγή και ουσιαστική» κατανόηση, υπάρχει η μικρή πιθανότητα να μπορέσουμε να χαλιναγωγούμε περιστασιακά την τεχνική πρόοδο. Συνάμα, θεωρεί ότι οι αυξανόμενες περιπλοκές του Τεχνικού Συστήματος ενδέχεται να το οδηγήσουν, όχι στη διακοπή του, αλλά ενδεχομένως σε μια πιο χαοτική κατάσταση. «Μέσα στο κοινωνικό σώμα υπάρχει πάντοτε ένα μέρος που είναι απρόβλεπτο, αντιφατικό και μη αναγώγιμο»: ίσως η αξιοποίηση αυτού του μέρους να μπορεί να μας προσφέρει τη μόνη πραγματική ελευθερία, μια ελευθερία που όμως θα πληρωθεί με υψηλό τίμημα.
Κριτικές μονομέρειες
Άραγε έχει πέσει σε όλα μέσα ο Ελλύλ; Προφανώς όχι. Θεωρούμε μονόπλευρη την κριτική του στον Νόιμαν και σε άλλους θεμελιωτές της πληροφορικής, τους οποίους κατηγορεί ότι αντιλαμβάνονται τον κόσμο από την έποψη της σχέσης ανθρώπου-μηχανής, και όχι στο πλαίσιο του Τεχνικού Συστήματος. Ο ανθρωπισμός του Ελλύλ, παρότι ο ίδιος κατανοεί τη μέγιστη επανάσταση που επέφερε ο υπολογιστής, δεν του επιτρέπει συχνά να συνυπολογίζει την εκθετική ανάπτυξη της πληροφορικής τεχνολογίας, βάσει π.χ. του νόμου του Μουρ (επ’ αυτού, βλ. το βιβλίο του Ray Kurzweil, The Singularity is Near), παρότι ο ίδιος ο Ελλύλ ισχυρίζεται πως έχει «αποδείξει τη γεωμετρική επιτάχυνση της τεχνικής προόδου». Όταν γράφει π.χ. ότι «ο υπολογιστής που παίζει σκάκι παραμένει στη σφαίρα της φαντασίας», δεν μπορεί να διανοηθεί ότι ακριβώς 20 χρόνια μετά την έκδοση του βιβλίου του, ο υπολογιστής όχι απλώς έπαιξε σκάκι, αλλά κέρδισε τον μεγαλύτερο σκακιστή του κόσμου.
Συνάμα, σαρκάζει γνωστούς μελλοντολόγους εκείνης της εποχής, όπως ο Άλβιν Τόφλερ, θεωρώντας «εξαιρετικά απίθανο» έναν κόσμο με «ρομπότ, βιονικά μέλη, τεχνητά σώματα κ.ο.κ.». Θεωρούμε πως αυτός ο κόσμος βρίσκεται ήδη μπροστά μας και σταδιακά γίνεται αχαλίνωτη πραγματικότητα. Μια σύντομη περιήγηση στις στήλες των εφημερίδων με τις τεχνολογικές ειδήσεις αρκεί για να πειστεί και ο πλέον άπιστος – στήλες που αναφέρουν μάλιστα μόνο όσες παρεμφερείς ειδήσεις επιτρέπεται να δημοσιοποιηθούν και όχι όσα έχουν ήδη επιτευχθεί κρυφά σε διάφορα εργαστήρια ανά τον κόσμο.
Ομοίως, η κριτική του σε φουτουριστικές ταινίες και βιβλία (Κιούμπρικ, Γκοντάρ, Μπράντμπερι), με το σκεπτικό ότι δείχνουν διαστρεβλωτικά τον αυριανό κόσμο, είναι κάπως επιπόλαιη, καθώς η τέχνη διείδε πολλά από τα σημερινά φαινόμενα πολλές δεκαετίες προτού εμφανιστούν. Ωραίο θα ήταν αν ο Ελλύλ αξιοποιούσε ένα σύγχρονό του παράδειγμα από τον χώρο της λογοτεχνίας, το Ουράνιο τόξο της βαρύτητας (1973) του Τόμας Πίντσον, στο οποίο ξεδιπλώνεται μυθοπλαστικά όλη η ανάλυση του γάλλου στοχαστή, π.χ. η κεντρική ιδέα ότι οι χαρακτήρες του βιβλίου, επιστήμονες, πολιτικοί, στρατιωτικοί κ.α., είναι μάλλον αντικείμενα που περιστρέφονται σαν δορυφόροι, που λειτουργούν σαν μαριονέτες, που συμπεριφέρονται σαν αυτόματα, στο Τεχνικό Σύστημα που συγκροτείται αμέσως μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο.
Βιβλίο ριζοσπαστικό και διαφωτιστικό
Σε κάθε περίπτωση, το Τεχνικό σύστημα είναι γραμμένο με διαύγεια σκέψης και επιχειρημάτων, χωρίς λεκτικές ακροβασίες και διανοουμενίστικες φιοριτούρες. Είναι ένα βιβλίο ριζοσπαστικό, που διαφωτίζει αθέατες όψεις του σύγχρονου κόσμου, και απαραίτητο στις μέρες μας, όπου αναβιώνει η (δήθεν) σύγκρουση των ιδεολογιών της Αριστεράς και της Δεξιάς, χωρίς να γίνεται κατανοητό ότι το διακύβευμα της μελλοντικής μας ζωής είναι πολύ ευρύτερο – ωσάν η εκάστοτε νίκη της οποιασδήποτε κομματικής παράταξης δεν θα έρθει ούτως ή άλλως να διατρανώσει το ίδιο ακριβώς πράγμα, δηλαδή πόσο απαραίτητη είναι για τη ζωή μας η (προφανώς τεχνική) «ανάπτυξη». Αξίζουν συγχαρητήρια στις εκδόσεις «Αλήστου Μνήμης» και στον μεταφραστή για την ύπαρξη αυτού του σπουδαίου βιβλίου (και, παρεμπιπτόντως, στις εκδόσεις «Νησίδες», που έχουν γνωστοποιήσει τον Ελλύλ στο ελληνικό κοινό, μεταφράζοντας τέσσερα βιβλία του τα τελευταία έξι χρόνια).
Ο Ελλύλ πασχίζει λοιπόν να αποδείξει ότι η φράση «κανείς δεν μπορεί να τα βάλει με το σύστημα» δεν είναι απλό σχήμα λόγου. Τι άλλο δείχνει η διάχυτη αποπολιτικοποίηση των σύγχρονων ανθρώπων, αυτή η «σκιά των σιωπηλών μαζών» όπως έγραφε ο Μποντριγιάρ στο ομώνυμο βιβλίο του το 1978, αν όχι τη μύχια συνειδητοποίησή τους ότι το Τεχνικό Σύστημα είναι ανίκητο; Αν οι αναλύσεις του Ελλύλ είναι ρεαλιστικές και εύστοχες, όπως πιστεύουμε, τότε τι μένει να κάνουμε; Ο Ελλύλ δεν θέλει να παίξει εδώ τον ρόλο του πνευματικού αγκιτάτορα. Αν η βαθιά κατανόηση έχει κάποιο νόημα, ανεξάρτητα από το τι θα την κάνει ο καθένας έμπρακτα στον ατομικό και συλλογικό του βίο, τότε το βιβλίο του Ελλύλ έχει πετύχει διάνα σε σχέση με το πώς λειτουργούν οι κοινωνίες μας. Τα υπόλοιπα αφορούν τη (λίγο-πολύ τεχνική) μοίρα μας. Πάντως, πολλοί άνθρωποι, θες από ηρωισμό, θες από πείσμα, θες από ανία, έβαζαν ανέκαθεν τρικλοποδιές στο «σύστημα», ακόμα κι όταν δεν το καταλάβαιναν, ακόμα κι όταν δεν υπήρχε καμιά ελπίδα. Συχνά, ιδίως τότε.
* Γιώργος Λαμπράκος |http://lamprakos.wordpress.com/
Δείτε: Το τεχνικό σύστημα, Ζακ Ελλύλ, http://www.anixneuseis.gr/wp-content/uploads/2013/06/texniko-sistima-exof2.png, Μτφρ. Γιάννης Δ. Ιωαννίδης, Εκδόσεις Αλήστου Μνήμης 2013, Σελ. 455.
Το είδα: 19/6/13, http://www.anixneuseis.gr/?p=69272