Το Συμβάν – Κεφ 4ο, 5ο, 6ο
(προδημοσίευση μυθιστορήματος)
Της Βασιλικής Νευροκοπλή
Κεφ. 4ο
4. Όταν σχολούσα από το σχολείο πετούσα την τσάντα στην κουζίνα κι έτρεχα στο περιβόλι να βοηθήσω τον πατέρα. Ήμουν μοναχογιός και οι δουλειές στο κτήμα πολλές. Κάθε εποχή είχε και τις δικές της. Νοέμβρη και Δεκέμβρη μαζεύαμε τα πορτοκάλια, Γενάρη, Φλεβάρη τα λεμόνια και τα μανταρίνια, τον Μάρτη κλαδεύαμε και τον Απρίλη που ήταν η περίοδος του νοικοκυρέματος, όλα τα πεσμένα κλαδιά τα στοίβαζα σε μεγάλα σακιά για να τα χρησιμοποιήσει η μάνα μου στο φούρνο για το μαγείρεμα και στη ξυλόσομπα να ζεσταθούμε το χειμώνα. Μάζευα και τα πεσμένα φύλλα να έχουν φαγητό τα ζώα και να 'ναι το κτήμα καθαρό.
Η δουλειά μας δεν ήταν μια κοινή αγροτική δουλειά όπως σε άλλα μέρη της χώρας. Για μας ήταν κηπουρική. Άστραφταν από καθαριότητα τα περιβόλια του Κάμπου, σε κάποια ούτε πέτρες δεν θα έβρισκες, τις μάζευαν κι αυτές. Όλα ήταν σα ζωγραφιά, σα βιτρίνα πολυτελούς κατάστηματος, και συναγωνίζονταν οι καλλιεργητές μαζί με τα αφεντικά τους, ποιος θα έχει το πιο όμορφο κτήμα και ποιος θα βγάλει τα ωραιότερα πορτοκάλια, γιατί αυτή είναι η αλήθεια: όσο πιο φροντισμένο το περιβόλι τόσο πιο καλοί οι καρποί του. Σήμερα μάλλον ακούγεται παρανοϊκό, αλλά, τότε τους εργάτες που μάζευαν πολλά πορτοκάλια τους έδιωχναν απ' τη δουλειά γιατί αυτό σήμαινε πως ήταν απρόσεχτοι. Καλός εργάτης ήταν αυτός που μάζευε τα λιγότερα. Έπρεπε προσεχτικά με το τσιμπίδι να τα κόβουν ένα ένα και να μην έχουν νύχια στα χέρια που θα τα πλήγωναν.
Τον Μάη άρχιζε το σκάψιμο του περιβολιού με τα τσατάλια, για ν' ανοίξουμε τα αυλάκια, να προετοιμάσουμε το χώμα για το πότισμα του Ιούνη που βαστούσε όλο το καλοκαίρι. Άμα είχαμε πότισμα και γυρνούσε ο μάγγανος έπρεπε να τον προσέχω με τις ώρες να μην καβαλήσει ο λιμπάς, γιατί η ζημιά θα ήταν μεγάλη. Ο λιμπάς ήταν η καδένα του μάγγανου, σα συρματόσχοινο που κρεμόταν κι ανεβοκατέβαινε μαζί του. Φρόντιζα να γεμίσει η στέρνα, να πάει το νερό στους κεφαλοποτιστάδες, – τους κεντρικούς δρόμους του νερού, μέσα απ' τα κανάλια, από κει στους ποτιστάδες και μετά στ' αυλάκια. Με το αξινογύρι στο χέρι, – το κατάλληλο εργαλείο για το τσάπισμα και το αυλάκιασμα -, καθάριζα τα χώματα για να ποτιστεί κάθε δέντρο και μετά ν' αλλάξει κατεύθυνση το νερό για το επόμενο. Έπρεπε η γη να πίνει πολύ νερό και σε αραιά διαστήματα. «Σα λάδι να τρέχει το νερό», έλεγε ο πατέρας μου. Ώρες πολλές δουλειά που σταματούσε με τη δύση του ήλιου. Κι άλλες τόσες ώρες που δεν έκανες τίποτα άλλο από το να κοιτάς να δουλεύουν όλα με ρέγουλα. Πολλές φορές κόντεψα να κοιμηθώ όρθιος από τη ζέστη. Τέσσερα οχτάωρα βαστούσε ένα πότισμα. Και μέσα στο νερό να ρίχνεις σερμπέτια και κοπριά.
Τα πορτοκαλάκια του Ιούνη τα διαλέγαμε προσεκτικά και τα στέλναμε στη Θεσσαλονίκη για να γίνουν γλυκό. Για ένα χαρτζιλίκι το κάναμε. Ήταν σκληρός ο αγώνας και οι καλές εποχές είχαν περάσει. Κάποτε η α΄ κατηγορία πορτοκαλιών πήγαινε στους συνεταιρισμούς κι εκεί αφού πρώτα στέγνωναν και σκουπίζονταν ένα ένα, τα χάρτωναν οι χαρτότριες στο ψιλόχαρτο και μετά τα έπαιρναν οι στοιβαδόρες να τα τοποθετήσουν σε ειδικές κάσες που φτιάχνονταν στην Τεργέστη για να φύγουν τα πολύτιμα φορτία στο εξωτερικό σε τιμές πολύ υψηλές. Είδος πολυτελείας ήταν στις αρχές του αιώνα τα εσπεριδοειδή, όπως το μετάξι και η μαστίχα. Και οι Χιώτες έμποροι ήταν πρώτοι. Τώρα τα πράγματα ήτανε δύσκολα. Αν κάποτε περίμεναν πώς και πώς οι έμποροι της Χώρας να κατέβουν οι Καμπούσοι για να αφήσουν χρήματα, τώρα ο πατέρας μου έκανε κι άλλες δουλειές για να τα βγάλουμε πέρα. Δεν πουλιόταν πια το πορτοκάλι μια δραχμή το τεμάχιο και χίλια πορτοκάλια μεταφραζόταν σε χίλιες δραχμές τη στιγμή που το μεροκάματο του εργάτη ήταν τριάντα. «Πρώτα να κάνεις αποθήκη κι ύστερα σπίτι», έλεγαν τότε. Εδώ κι ένα χρόνο ο πατέρας μου είχε αγοράσει ένα φορτηγό-ψυγείο κι εκτός από τα εσπεριδοειδή, πορτοκάλια, μανταρίνια, λεμόνια, γυρνούσε και πουλούσε κατεψυγμένο κρέας Αργεντινής και ψάρια Ευαγγελιστρίας μαζί με δικά μας κοτόπουλα. Ο Γενάρης του 1968 έφερε πρωτόγνωρες παγωνιές. Σφοδροί άνεμοι, βροχές και χαλάζι έπληξαν τις δενδροκαλλιέργειες. Μεγάλο μέρος της παραγωγής μας καταστράφηκε. Ακόμη και σπίτια έπεσαν.
Πολλές οι δουλειές χειμώνα καλοκαίρι και τα χέρια λίγα. Κι ο υφυπουργός της Κυβέρνησης Σιδεράτος έκανε δηλώσεις στις εφημερίδες, με τις οποίες γελούσαμε: «Η νεολαία πρέπει να προσκολληθεί εις τάς σπουδάς και να μείνει μακράν των κομμάτων». Ποιες σπουδές και ποια κόμματα; Τα αγόρια του Κάμπου συνήθως δεν ήταν καλοί μαθητές στο σχολείο. Εργατικά χέρια ήταν. Και με τα κόμματα καμία ανάμιξη βέβαια. Κι αν εγώ δεν αγαπούσα τόσο πολύ τα γράμματα ώστε τις νύχτες να ξαγρυπνώ κάτω από τη Λουξ ενώ τα μάτια μου έκλειναν από την κούραση, ούτε εγώ θα ήμουν καλός μαθητής. Μα ούτε τον πατέρα μου μπορούσα ν' αφήσω αβοήθητο ούτε τα γράμματα ν' αποχωριστώ που τόσο μ' έκανε ν' αγαπήσω ο παππούς μου. Το χαρτζιλίκι μου όλο πήγαινε στο βιβλιοπωλείο του Χαβιαρά ν' αγοράζω λογοτεχνικά βιβλία με δόσεις.
Πώς και πώς περιμέναμε το φθινόπωρο. Μετά του Σταυρού, που ήταν το τελευταίο πότισμα, μ' έπαιρνε ο πατέρας μου και καβάλα στα γαϊδούρια ξεκινούσαμε μεγάλες παρέες για κυνήγι στα Δότια. Αυτή ήταν η ανάσα μας και η ξεκούραση όλου του χρόνου. Μα απ' την ώρα που αγάπησα την Ελισώ έπαψα να πηγαίνω. Δεν ξέρω γιατί και πώς ακριβώς συνδυάστηκε το ένα με το άλλο, αλλά εγώ ορτύκια πια πουλιά δεν μπορούσα να χτυπήσω. Απ' την άλλη είναι ίσως παράξενο, αλλά θαρρείς πως ήδη από τότε που πήρα αυτή την απόφαση ήρθα αντιμέτωπος με τη μοίρα μου. Ίσως αν εξακολουθούσα να κυνηγώ, όλα να ήταν πολύ διαφορετικά σήμερα. Μα δεν μπορούσα. Ήταν σαν κάποιος να μου είχε θέσει το δίλημμα: την Ελισώ ή το κυνήγι. Κι εγώ δίχως στιγμή να το σκεφτώ, απάντησα: την Ελισώ!
Όποτε μπορούσα κατέβαινα τις Κυριακές στη Χώρα κι έπαιρνα το ψαροκάικο του θείου μου, του καπετάν Θοδωρή, να πάω για ψάρεμα. Ήταν ο μικρός αδερφός του πατέρα μου και είχε μείνει ανύπαντρος. Μου είχε μεγάλη αδυναμία. Δεν μου χαλούσε χατίρι. Εξέταζε προσεκτικά τον καιρό σαν έμπειρος παλιός ναυτικός και μου έλεγε: «Πήγαινε και μη φοβάσαι τίποτα» ή « μη το συζητάς, ούτε που να το σκέφτεσαι». Καθαρές κουβέντες.
Αυτή ήταν η πιο δική μου ώρα: η θάλασσα μπροστά μου, η πετονιά στα χέρια μου και η σκέψη μου στην Ελισώ. Όσα ακόμα δεν μπορούσα να της πω τα έλεγα στη θάλασσα. Σηκωνόμουν όρθιος πάνω στη βάρκα και πρόσταζα τον άνεμο να πάρει τα λόγια μου και να της τα ψιθυρίσει στ' αφτί. Να μην ακούσει άλλος κανείς. Έτσι με είχε συμβουλέψει ο παππούς να κάνω για να μην στεναχωριέμαι που δεν μπορώ όλα να της τα πω ή να τα γράψω. Και ο παππούς ήξερε. Στον παππού τα έλεγα όλα. Μόνο σ' αυτόν. Τρεις θυγατέρες είχε η μάνα μου. Ήταν αρκετές για να την βοηθούν στο σπίτι, να της κρατούν παρέα, να λένε τα δικά τους. Εμείς ήμασταν άντρες. Με τον πατέρα μου όλη μέρα στο περιβόλι ή για δουλειές στην αγορά, ήταν άλλο. Κι αν αργούσα να πάω στη θάλασσα γιατί ο καιρός δε βοηθούσε, τότε, τα έλεγα στην πορτοκαλιά μου. Μέσα στο μεγάλο περιβόλι μας είχα μια πορτοκαλιά που ήταν όλη δική μου. Μπορεί όλα τα δέντρα να τα φρόντιζα κι όλα να τα αγαπούσα, αλλά κανένα δεν ήταν σαν την πορτοκαλιά μου. Καμιά φορά σκεφτόμουν πώς αν ποτέ συναντιόταν η θάλασσα με την πορτοκαλιά, οι δυο μαζί θα μπορούσαν να διηγηθούν όλη την ιστορία της παιδικής Καμπούσικης ζωής μου σε κάποιον που νιώθει τη γλώσσα των δέντρων και του νερού.
Η Καμπούσικη ζωή ήταν μια ζωή απλή και ήσυχη. Όλα κυλούσαν αργά σαν το νερό που πότιζε το καλοκαίρι τα περιβόλια. Σα λάδι κυλούσαν. Όλα είχαν τη θέση τους, την αξία τους, τη σημασία τους. Σπάνιζαν οι θόρυβοι από αυτοκίνητα όπως του πατέρα μου κι ακόμα θυμάμαι πως όταν περνούσε ένα κάρο βγαίναμε τα παιδιά στο δρόμο και τρέχαμε ξοπίσω του να χαιρετίσουμε τον καροτσέρη, που το οδηγούσε όρθιος φορώντας ένα μαντήλι δεμένο στο κεφάλι. Στα μάτια μας ήταν θεός.
Η Ελισώ ζούσε στη Χώρα. Εκείνη πήγαινε στο Θηλέων, εγώ στην Εμπορική Σχολή. Ο πατέρας της ήταν ένας απ' τους τρεις φαρμακοποιούς της Χίου κι αυτό ήταν που εξηγούσε τον αλλιώτικο αέρα της κόρης του, τόσο διαφορετικό απ' των άλλων κοριτσιών, καθώς και τις ελευθερίες που απολάμβανε που για τις περισσότερες Χιώτικες οικογένειες τότε ήταν αδιανόητες. Ο γιος του, ο Γιώργης, δεν πρόλαβε να γνωρίσει τη μάνα του. Πέθανε πάνω στη γέννα. Από τότε τα παιδιά τα ανέλαβε η οικονόμος ή «νταντά» όπως τη φώναζαν τα δυο αδέρφια, η κυρα-Φωτούλα. Αυτή ορμήνευε σα μάνα την Ελισώ, αυτή κρατούσε σφραγισμένα τα μυστικά της, αυτή τη δικαιολογούσε όταν έλειπε την ώρα που ο φαρμακοποιός επέστρεφε σπίτι και γύρευε τη θυγατέρα του. Ονειρευόταν να δώσει στην κόρη του άντρα επιστήμονα. Να ζήσει άνετη και πλούσια ζωή. Ποτέ δεν σκέφτηκε ενός ψαρά το γιο, ούτε περιβολάρη.
Το σπίτι τους ήτανε στην Απλωταριά: τον δρόμο που πήρε το όνομά του επειδή εκεί άπλωναν οι έμποροι και οι βιοτέχνες πήλινα σκεύη και μεταξωτά υφάσματα για να στεγνώσουν και στη συνέχεια να τα πουλήσουν. Έτσι έγινε ένας δρόμος καθαρά εμπορικός γεμάτος από καταστήματα υφασμάτων, νεωτερισμών κλπ.
Εκεί περνούσε η Ελισώ τον χειμώνα χαζεύοντας συνήθως απ' το παράθυρό της το δρόμο, την κίνηση των εμπορικών και τους διαβάτες. Εκεί κλώθονταν η ζωή της, όχι γιατί δεν θα μπορούσε να βγει έξω και να κάνει ό, τι θέλει, μα γιατί ο θάνατος της μητέρας της την είχε αλλάξει μεγαλώνοντάς την απότομα. Οι παρέες με τις συνομήλικες δεν της άρεσαν πια, προτιμούσε να μένει στο σπίτι, να διαβάζει, να κεντά, να πλέκει πλεξούδες τα μακριά μαλλιά της και να κοιτά τη ζωή κάτω απ' το παράθυρό της να περνά. Έτσι κυλούσαν οι μέρες και οι νύχτες της οι σιωπηλές μέχρι ν' αγαπηθούμε. Έτσι κυλούσαν και αφότου αγαπηθήκαμε με τη διαφορά πως κάτω στο δρόμο εκτός από τους διαβάτες έβλεπε τους δυο μας να περπατάμε αγκαλιασμένοι κι αυτό ήταν αρκετό για να την κάνει να χαμογελά.
Κεφ. 5ο:
5. Με τον καιρό αρχίσαμε να ξεμακραίνουμε απ' τους ασφυκτικούς μαντρότοιχους και τις σκιές τους. Τις συμπεριφορές των ντόπιων. Τις χειρονομίες τους. Όλα τους τα ενδιαφέροντα. Τους αφήναμε πίσω, τους ξεχνούσαμε. Εμείς ξεχνούσαμε. Οι άλλοι, οι πολλοί, δεν συγχωρούν όποιον τους λησμονεί. Οι πολλοί τους θέλουν όλους δικούς τους. Μαζί τους. Όμοιους. Ένα μ' αυτούς. Και δεν ξεχνούν, δεν συγχωρούν, δεν επιτρέπουν την αποχώρηση από την ομάδα ούτε τη διαφοροποίηση.
Τα σκόρπια λευκά σύννεφα άρχισαν να μαυρίζουν, πλησίασαν το ένα το άλλο και στο τέλος ενώθηκαν. Ξέσπασε η μπόρα. Αυτή που σαν όχλος οργανώνουν οι πολλοί, οι ισχυροί, οι ενωμένοι.
Έγιναν εχθρικοί οι παλιοί μου φίλοι. Αυτοί που χτυπούσαν για πλάκα τα πουλιά με τις σφενδόνες, έβαζαν παγίδες στα μικρά ζώα, έπαιζαν πετροπόλεμο, κυνηγούσαν με τα φλόμπερ. Κάποτε ήμουν κι εγώ ανάμεσά τους. Εδώ κι δύο χρόνια όμως που αγάπησα την Ελισώ αποτραβήχτηκα. Δεν μπορούσα να πάω με τον πατέρα μου στα Δότια για κυνήγι, που ήταν οι μόνες ώρες του χρόνου που ήμασταν τόσο κοντά ο ένας στον άλλον, θα πήγαινα με τους συνομήλικους με τους οποίους δεν ένιωθα πλέον να με συνδέει τίποτα; Ακόμα και τις μέρες που ήμουν χωρίς την Ελισώ, -και δεν ήταν λίγες αυτές-, μαζί τους δεν πήγαινα. Στο σχολείο μου σκάρωναν φάρσες. Στο δρόμο με τρόμαζαν. Άλλοτε σιγοψιθύριζαν κι άλλοτε κάγχαζαν όταν περνούσα απ' τις συντροφιές τους στα διαλείμματα. Προσπαθούσαν διαρκώς να με γελοιοποιούν.Τα λόγια τους άρχισαν να πέφτουν πάνω μου βέλη φαρμακερά. Και ήξεραν καλό σημάδι. Δεν άργησαν να φτάσουν στις οικογένειές μας.
Όταν βρισκόμασταν με την Ελισώ και της έλεγα όλα όσα μας καταλόγιζαν, δεν μου απαντούσε. Σαν να μην άκουγε. Σαν να μην την άγγιζε τίποτα απ' τα φαρμακερά λόγια, τις ειρωνείες, τα κακόβουλα σχόλια. Εξάλλου τα νέα είχαν φτάσει και στο σχολείο της, όπως και στον αδερφό της και στους φίλους του που φοιτούσαν στο Αρρένων. Ο Γιώργης έψαχνε αφορμή να μιλήσει εναντίον μου. Έβαζε λόγια στον πατέρα της κι εκείνος άρχισε να της μιλά με αυστηρότητα που μέχρι τότε δεν είχε φανερώσει.
Εκείνη, με κανέναν δεν ερχόταν σε αντιπαράθεση. Ποτέ δεν υπεράσπιζε τον εαυτό της. Έτσι κι αλλιώς η Ελισώ σπάνια μιλούσε. Σχεδόν όλα με τα μάτια τα έλεγε. Εκείνα τα μεγάλα μαύρα μάτια ίδια με τα μαύρα βότσαλα του Εμπορειού που μόνο μια έκρηξη ηφαιστείου μπορεί να τα φτιάξει τόσο μαύρα. Και η Ελισώ είχε ζήσει την έκρηξη του θανάτου της μητέρας της στα έξι της χρόνια. Είδε τη λάβα του θανάτου στην αρχή να κατακαίει κι ύστερα να πετρώνει το σπίτι. Να κάθεται καταχνιά πάνω στα έπιπλα, στα κουφώματα, στο νεροχύτη, στα κρεβάτια, στο πρόσωπο του πατέρα της. Της αδερφής του, της θείας Φρόσως που δεν την άντεξε για πολύ. Έμεινε στην αρχή μαζί τους να βοηθήσει στα πρακτικά και μόλις η Ελισώ πάτησε τα δώδεκα, έφυγε στον Βροντάδο που ήταν το σπίτι της. Είπε πως η ανιψιά της μεγάλωσε πια και πως η κυρα-Φωτούλα μπορούσε μια χαρά να τους φροντίζει. Κι ακόμα είπε πως είχε να κοιτάξει τη ζωή της, που κόντευε τα τριάντα κι ήταν ακόμα ανύπαντρη. Αυτά είπε κι έφυγε.
Η Ελισώ δεν παραπονέθηκε για τίποτα. Μια λέξη ποτέ δεν είπε για όλη αυτή την αντάρα. Εξάλλου δεν είχε και λίγες μέριμνες. Είχε το σχολείο, τον πατέρα της που ζητούσε για παρηγοριά την συντροφιά της, να βοηθάει όπως μπορούσε τη νταντά της και να παίζει με τον Γιώργη που μέρα με τη μέρα αναλάμβανε τον ρόλο του προστάτη της, ιδίως τον καιρό που έλειπε ο πατέρας τους στην Αθήνα για δουλειές. Δεν γνώρισε το χάδι της μάνας του. Το στήθος της δεν το γεύτηκε. Δεν νανουρίστηκε στην αγκαλιά της. Γινόταν άντρας προτού γίνει αγόρι. Κι αυτό, όπως και να 'χει, ήτανε πράγμα αφύσικο.
Κεφ. 6ο:
6. Άνθρωποι ήσυχοι ήτανε οι γονείς μας που ήξεραν να κοιτάζουν τη δουλειά τους. Και οι δικοί μου, και ο πατέρας της Ελισώς, κι ας τον είχε σκληρύνει ο θάνατος της γυναίκας του. Μα άνθρωποι που στο πάρε δώσε με τους άλλους πείθονταν εύκολα ή κι αν δεν πείθονταν δεν ήθελαν να έρχονται σε ρήξη. Ο νους τους δεν τους βοηθούσε να υπερασπίσουν τα παιδιά τους ούτε την αγάπη τους σε μια τέτοια ηλικία. Και μάλιστα, τόσο διαφορετικά παιδιά που δεν ήταν σαν όλα τα παιδιά του κόσμου. Κι ακόμα χειρότερα: Η μία κόρη Χιώτη φαρμακοποιού κι ο άλλος κάποιου πρόσφυγα επιστάτη γιος.
Κόσμος ολόκληρος ήταν ο Κάμπος. Και μέσα σ' αυτόν ήταν τόσο εύκολο να ονομάσεις «παράξενο», ύστερα «αλλόκοτο» και στο τέλος «κακό», αυτό που δεν καταλαβαίνεις. Που ξεφεύγει απ' τον κανόνα ενός κόσμου ολόκληρου. Διαφορετικός ήταν ο κόσμος της Χώρας, ίσως πιο ανοιχτός, με πιο φιλελεύθερες απόψεις, αλλά όχι ικανές να υπερασπίσουν ό, τι ξεχώριζε. Γιατί όλα τα κάναμε και σε όλα βοηθούσαμε, όμως το βλέμμα μας ήταν απόμακρο. Αυτό μας καταλόγιζαν. Η σκέψη μας αλλού. «Πετάτε στα σύννεφα», μας έλεγαν. Το νιώθαμε. Δεν έλεγαν ψέματα, ούτε υπερβολές. Τα λόγια μας λίγα και κάποτε ακατανόητα. Ο ένας ζούσε για τον άλλον κι αυτό δεν κρύβεται. «Τι δουλειά έχεις εσύ με την πριγκιπέσσα», έλεγαν σ' εμένα. «Από πού κι ως πού εσύ με τον πρόσφυγα», έλεγαν σ' εκείνη, και πολλά άλλα παρόμοια που στ' αφτιά μας ακούγονταν άλλοτε αστεία, άλλοτε πικρά, μα πάντα οπωσδήποτε παράλογα.
Μόνον ο παππούς Νικήτας καταλάβαινε. Αυτός όμως ήταν από άλλον κόσμο. Άνθρωπος γραμματιζούμενος ήτανε, είχε τελειώσει την Ευαγγελική Σχολή της Σμύρνης, μα δεν ήταν αυτό που τον είχε καθορίσει. Ήταν η ζωή του όλη. Μια ζωή γεμάτη περιπέτειες, πολέμους και μετά στα ποντοπόρα πλοία, είδε πολλά. Ταξίδεψε. Γνώρισε κόσμους μεγαλύτερους από τον κόσμο του Κάμπου και τον κόσμο της Χώρας. Κάποιοι ήταν και ομορφότεροι. Ανθρώπους κάθε λογής, καταγωγής, κάθε φυλής, συναναστράφηκε. Μίλησε με φτωχούς και πλούσιους. Σοφούς ανθρώπους, έξυπνους εμπόρους, ανίκανους και αλαζόνες, απατεώνες, λωποδύτες και ανάλγητους. Όταν γέρασε πια και δεν τον κρατούσαν και πολύ τα πόδια του, όσο κι αν το 'λεγε η καρδιά του, τ' άφησε όλα τούτα πίσω του. Και στο λιμάνι της Μασσαλίας μια γυναίκα μαζί με ένα κομμάτι της καρδιάς του. Τι είχε αυτή η γυναίκα που δεν το είχε η Μαρικούλα του;
Αυτό δεν το μαρτύρησε ποτέ. Ακόμα κι εγώ το έμαθα, αφότου εκείνος έφυγε απ' τη ζωή και η δική μου άλλαξε όπως αλλάζει η μέρα με τη νύχτα.
Ίσως γι' αυτό έκανε τα πάντα για να προμηθεύεται βιβλία. Να διαβάζει τα βράδια ανενόχλητος ξανά και ξανά τα ίδια μυθιστορήματα και τους μεγάλους ποιητές. Φαίνεται πως εκεί την συναντούσε. Ήταν θαρρείς η πρωταγωνίστρια των ιπποτικών μυθιστορημάτων, η μούσα των ποιητών, το ανέφικτο που γεννιέται απ' το ποτάμι του λόγου προσωποποιημένο γι' αυτόν σε μιαν ανάμνηση. Μια γυναίκα απ' αυτές που πολλοί θα ήθελαν δίπλα τους μα μόνο οι ποιητές κατάφεραν να αιχμαλωτίσουν. Τις περισσότερες φορές κι αυτοί ακόμα, μόνο μέσα στην παγίδα των γραφτών τους: το αντικείμενο του μεγάλου πόθου που μένοντας ανεκπλήρωτος συχνά ελκύει την μεγάλη τέχνη. Σαν αυτήν του Έλιοτ και του Πεσόα. Των δύο συνομήλικών του μεγάλων ποιητών.
«Υπάρχουν γυναίκες που δε πιάνονται», μου είπε ένα βράδυ, λίγο πριν αρρωστήσει. «Δεν είναι όλες οι γυναίκες ίδιες κι ας λένε αυτοί που τάχα γνώρισαν πολλές. Καμιά δεν γνώρισαν στ' αλήθεια και καμιά δεν κατάλαβαν. Είναι κάτι γυναίκες αλλιώτικες. Περνούν από μπροστά σου ίδια αστραπή. Αν απλώσεις το χέρι ή θα καείς ολόκληρος ή θα γλιτώσεις με κανένα έγκαυμα βαθιά στην καρδιά σου, απ' το οποίο δε θα γιατρευτείς ποτέ. Αυτές, καλύτερα να τις αφήνεις να περνούν. Να μην απλώνεις το χέρι. Γιατί αν καείς από δαύτες η μόνη σου παρηγοριά θα είναι κάποτε να λες πως, μπορεί να κάηκα, αλλά, τουλάχιστον άγγιξα τον κεραυνό…». Όσο τον άκουγα τόσο βεβαιωνόμουν πως ο δικός μου κεραυνός ήταν η Ελισώ. Ένα κορίτσι τόσο διαφορετικό από όλα τα άλλα. Ένα κορίτσι που όταν το έβλεπες να περπατά άστραφτε στο πέρασμά του ο κόσμος. Γιατί όμως θα έπρεπε να την αφήσω; Γιατί να μην απλώσω το χέρι μου να την κάνω δική μου; Δε θα μπορούσα άραγε μέσα από την αγάπη μου να μεταμορφώσω τον κεραυνό σε φλόγα ήπια και ζεστή που μόνο ζεσταίνει; Αναρωτιόμουν μέσα μου και μόνος μου απαντούσα πως, είτε είναι κεραυνός είτε οχι, εγώ δεν μπορώ παρά να την αγαπώ τρελά και να ζω μόνο γι' αυτήν νύχτα και μέρα. Ο παππούς, σαν να άκουσε τις μύχιες σκέψεις μου, κατέληξε: «Μα πάλι, τι είναι ο άνθρωπος και τι το μερτικό του… Μπορείς να πεις σε κάποιον: μην το κάνεις αυτό; Όχι, δεν το μπορείς. Αν είσαι πλασμένος ν' αγγίξεις κεραυνό θα τον αγγίξεις, πάει τέλειωσε. Κότσια να 'χεις μετά να ζήσεις καμένος, μισός, σακατεμένος…». Ήμουν, λοιπόν, κι εγώ πλασμένος ν' αγγίξω τον κεραυνό. Θα τον άγγιζα και μετά ας καιγόμοουν ολόκληρος. Ήμουν αποφασισμένος για όλα.
Έτσι η ζωή του παππού γινόταν υποφερτή μέσα στον πανέμορφο και ασφυκτικό Κάμπο, αφότου έφυγε απ' τα καράβια. Έτσι μπορούσε να κρατά κλεισμένο στο σεντούκι της καρδιάς του το βαρύ μυστικό θησαυρό του. Διαβάζοντας βιβλία που κανείς δε διάβαζε τότε σε όλο το νησί. Νόμιζα στην αρχή πως διάβαζε να παρηγορηθεί για τον θάνατο της γιαγιάς μου. Δεν ήξερα τον άλλον του βαθύ καημό. Γιατί ακόμα και τον καημό της αγάπης διπλό τον είχε αυτός ο άνθρωπος.
Σαν ήμουνα μικρό παιδί ακόμα, μ' έπαιρνε αγκαλιά τις νύχτες, καλά καλά σχολειό δεν πήγαινα, και μου διάβαζε τα βιβλία που κρατούσαν άσβηστη τη φλόγα της αγάπης του. Νωπό το έγκαυμα του έρωτα που τον σημάδεψε ανεξίτηλα. Του έρωτα που άφησε πίσω για πάντα, σαν την χερσόνησο της Ερυθραίας, σ' ένα άλλο λιμάνι πολύ πιο μακρινό, στο οποίο, όπως και στην πατρίδα του, ποτέ δεν θα επέστρεφε.
Δεν κατάλαβα για πότε ο σπόρος της ποίησης με μεταμόρφωσε σ' ένα πλάσμα διαφορετικό για το οποίο θα καμάρωναν μόνον δυο άνθρωποι: Ο παππούς μου και η Ελισώ. Ίσως, τώρα που το σκέφτομαι ξανά, να μην ήταν αιτία για την αποχή μου από το κυνήγι ο έρωτάς μου, αλλά η ποίηση που με διαπότισε ως το μεδούλι της ψυχής μου. Γιατί η ποίηση είναι ίσως το μόνο πράγμα στον κόσμο που στέκεται στον αντίποδα της βίας, ως απόλυτος έρωτας των πάντων.
ΠΗΓΗ: Κεφ. 4ο: Sunday, December 20, 2009, http://animusanimus.blogspot.com/2009/12/4.html
Κεφ. 5ο: Tuesday, December 22, 2009, http://animusanimus.blogspot.com/2009/12/5.html
Κεφ. 6ο: Wednesday, December 23, 2009, http://animusanimus.blogspot.com/2009/12/6_23.html