Η τράπεζα ανα-θεμάτων και το εξεταστικοκεντρικό Λύκειο
Του Γιώργου Κ. Καββαδία*
«Οι εξετάσεις μοιάζουν με τους ιστούς της αράχνης.
Συγκρατούν τους κοινωνικά αδύνατους και
αφήνουν τους δυνατούς να περνούν».
«Νέο» Λύκειο, «αναγκαίες μεταρρυθμίσεις» «αναβάθμιση της παιδείας» και άλλα χαρακτηριστικά στερεότυπα της γλώσσας της εξουσίας – μιας γλώσσας «Πινόκιο» που διαστρεβλώνει την πραγματικότητα και εξαπατά- συνθέτουν μια ακόμα «μεταρρύθμιση» στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Αν κανείς κοιτάξει, τα τελευταία τριάντα χρόνια, τις διακηρύξεις των Υπουργών Παιδείας κάθε φορά που μιλούσαν για αλλαγή ή άλλαζαν το σύστημα πρόσβασης στην τριτοβάθμια εκπαίδευση θα εκπλαγεί: Γιατί; Επειδή τα αποτελέσματα των νέων τρόπων πρόσβασης στα ΑΕΙ – ΤΕΙ ήταν εντελώς αντίθετα από τις υποσχέσεις τους, σε τέτοιο βαθμό μάλιστα που να μπορεί κάποιος να υποστηρίξει με στοιχεία ότι όποτε η πολιτεία μιλάει για αλλαγή των πανελλαδικών εξετάσεων πρέπει να περιμένουμε τα αντίθετα ακριβώς από όσα υπόσχεται ότι θα πετύχει. Να το πούμε καθαρά: όλο και πιο έντονα και όλο και πιο έντεχνα, προβάλλονται με διάφορες ταχυδακτυλουργίες, στην ημερήσια διάταξη της εκπαιδευτικής πολιτικής, παραδοσιακές πρακτικές ως πρωτότυπα και μαγικά ελιξίρια για την «ανανέωση» του σχολείου.
Δεν πρόκειται για νέα μέτρα. Οι κατευθύνσεις έχουν χαραχθεί από τις αρχές της δεκαετίας του ’90 στα πλαίσια της ΕΕ. Η πολιτική της κυβέρνησης, όπως υπαγορεύεται από ΕΕ και ΔΝΤ και αποτυπώνεται στις περιβόητες εκθέσεις και πορίσματα του ΟΟΣΑ έχει ως άξονα: μόρφωση για τους λίγους – κατάρτιση για τους πολλούς! Αυτό ήταν το δόγμα της «μεταρρύθμισης» Γ. Αρσένη, το 1999, αυτό υλοποιείται και σήμερα από τη δικομματική συγκυβέρνηση και μάλιστα με χειρότερους όρους υπέρ των εμπόρων της γνώσης.
Η λειτουργία της Τράπεζας Θεμάτων στα πλαίσια της εφαρμογής του νέου εξεταστικού συστήματος στο Λύκειο (ν. 4186 /13) από τον Μάιο – Ιούνιο του 2014, δείχνει ότι αντιλαμβάνονται τους μαθητές και τους εκπαιδευτικούς σαν πειραματόζωα. Ατέλειωτη η αλυσίδα δυσλειτουργιών: Θέματα με υψηλό συντελεστή δυσκολίας για «λίγους και εκλεκτούς», θέματα εκτός ύλης από θεματοθέτες των … τεσσάρων ευρώ, δεκάδες θέματα που αποσύρθηκαν εξαιτίας ασαφειών και μύρια άλλα κακά.
Βίαιη έξωση των κοινωνικά αδυνάτων
Με το νέο σύστημα το 50% των θεμάτων των προαγωγικών και απολυτηρίων εξετάσεων προέρχεται από την Τ. Θ. και οι βαθμοί κάθε τάξης θα υπολογίζονται στα μόρια για την εισαγωγή στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση. Οι μαθητές, δηλαδή, δίνουν πανελλαδικές εξετάσεις σε πάνω από 39 μαθήματα 4 φορές, αφού ο βαθμός πρόσβασης για τα ΑΕΙ-ΤΕΙ θα διαμορφώνεται από το βαθμό προαγωγής της Α’ λυκείου, από το βαθμό προαγωγής της Β’ λυκείου, από το βαθμό απόλυσης της Γ’ λυκείου και μετά από το βαθμό στις πανελλαδικές σε 4 μαθήματα μετά τη Γ’ λυκείου!. Έτσι δρομολογούν την πρόωρη έξοδο ενός τμήματος του μαθητικού πληθυσμού από την «κούρσα» του Λυκείου. Με αριστοτεχνικό τρόπο δημιουργούνται οι όροι που επιβάλλουν «αυτεπαγγέλτως» υψηλά ποσοστά απόρριψης και αποκλεισμού μαθητών. Τα όνειρα πρέπει να κουρεύονται από νωρίς και να μη θεριεύουν.
Αυτό το εξεταστικοκεντρικό σύστημα στο όνομα της δήθεν αντικειμενικής και αξιοκρατικής αξιολόγησης των μαθητών εκφράζει την πολιτική βούληση για βίαιη έξωση μεγάλου τμήματος μαθητών, κυρίως των λαϊκών τάξεων και στρωμάτων και των απομακρυσμένων περιοχών από το γενικό λύκειο και τη μετακίνησή τους στα ιδιωτικά κέντρα κατάρτισης, αφού πρώτα οι περισσότεροι από αυτούς θα έχουν γίνει πελάτες των φροντιστηρίων. Παραφράζοντας τον ποιητή ισχύει ότι «όταν ακούω τράπεζα θεμάτων και εθνικό οργανισμό εξετάσεων, ανθρώπινο κρέας μου μυρίζει». Για να εισαχθεί πλέον ένας μαθητής στα ΑΕΙ της χώρας θα πρέπει πρώτα να επιβιώσει εντός του σχολείου αυτού, περνώντας μέσα από διαδοχικές συμπληγάδες εξετάσεων και σκληρού ανταγωνισμού. Το μήνυμα είναι καθαρό: Παιδιά από φτωχές οικογένειες, που σήμερα μετρώνται σε εκατοντάδες χιλιάδες, δεν μπορεί να τρέφουν όνειρα για σπουδές στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Η Τράπεζα θ(υ)μάτων είχε ως αποτέλεσμα την παραπομπή του 20% των μαθητών της Α΄ Λυκείου για το Σεπτέμβριο. Η «σφαγή» των εφήβων, αφορά πλέον τον έναν στους τέσσερις μαθητές των Γενικών Λυκείων κατά μέσο όρο πανελλαδικά, ενώ σε πολλούς υποβαθμισμένους δήμους του Λεκανοπεδίου και του νομού Θεσσαλονίκης, καθώς και σε αρκετούς νομούς χτυπημένους από την ανεργία και τον τουρισμό, η «στρατιά» των μετεξεταστέων περιλαμβάνει τον έναν στους τρεις μαθητές. Οι αλλαγές και οι τροπολογίες του Υπουργείου Παιδείας περίπου οριακά μείωσαν το παραπάνω ποσοστό.
Σχολείο – φροντιστήριο
Η εκπαιδευτική διαδικασία κόβεται και ράβεται κακήν κακώς στην εξεταστικοκεντρική, πνευματοκτόνα και ψυχοφθόρα λογική του «νέου λυκείου». Στην πραγματικότητα το «νέο» λύκειο οικοδομείται με τα παλιά υλικά. Μετατρέπεται σε καθολικό εξεταστικό κέντρο και ο ήδη υποβαθμισμένος μορφωτικός του ρόλος απαξιώνεται πλήρως. Τα παιδιά μετατρέπονται σε κυνηγούς αποσπασματικών γνώσεων και βαθμών, σε «άλογα κούρσας» με επιπτώσεις για το μυαλό και την ψυχή τους. Ακόμη περισσότερα φροντιστήρια, ακόμη περισσότερα έξοδα για τη λαϊκή οικογένεια, που ήδη αιμορραγεί οικονομικά.
Οι γραφειοκράτες του υπουργείου αναμασούν τα περί «ποιοτικής διδασκαλίας», «κριτικής ικανότητας και αναστοχασμού των μαθητών», αλλά οι μάχιμοι εκπαιδευτικοί που αναπνέουμε καθημερινά κιμωλία και αφουγκραζόμαστε την αγωνία των μαθητών μας, γνωρίζουμε ότι η μετατροπή του λυκείου σε απέραντο εξεταστικό ναρκοπέδιο εντείνει τη στείρα απομνημόνευση, μετατρέπει τους μαθητές μας σε «άλογα κούρσας» με αποτέλεσμα την προσφυγή στα φροντιστήρια για προμήθεια συνταγών επιτυχίας.
Παράλληλα η φροντιστηριακή εκγύμναση κερδίζει έδαφος ως «σώμα και πνεύμα» στο σχολείο εκτρέποντας το εκπαιδευτικό έργο σε τεχνικές απομνημόνευσης πληροφοριών και όχι αναλυτική επεξεργασία της ύλης και δημιουργικής αφομοίωσης από τους μαθητές. Είναι προφανείς οι συνέπειες όμως και για τον εκπαιδευτικό που μπορεί να οδηγηθεί γρήγορα στην απώλεια του παιδαγωγικού του ρόλου, του δασκάλου εμψυχωτή, καθώς θα σπρώχνεται να μετεξελιχθεί σε μικρόψυχο ελεγκτή, έναν συμβολαιογράφο επιδόσεων, εξεταστή, επιτηρητή, διορθωτή, έναν κακοπληρωμένο τεχνικό χωρίς διάθεση και χαμόγελο. Ειδικότερα ως «καλό» Λύκειο αναγορεύεται αυτό που μιμείται το φροντιστήριο. Αυτό δηλαδή που καλουπώνει και παραδίδει αποσπασματικές γνώσεις χρήσιμες για τις εξετάσεις.
Το «νέο λύκειο» μπορεί να χειραγωγεί εκπαιδευτικούς και μαθητές, να απαξιώνει τους μάχιμους εκπαιδευτικούς και τον παιδαγωγικό τους ρόλο, να βάζει την εκπαιδευτική διαδικασία στα εκπαιδευτικά φέρετρα της αυτοαξιολόγησης – αξιολόγησης μετατρέποντας το σχολείο σε «νησί των νεκρών», να διευκολύνει την κατηγοριοποίηση τους με αγοραία κριτήρια και το κλείσιμό τους, αλλά σε καμιά περίπτωση δε βελτιώνει το δημόσιο σχολείο. Είναι φανερό ότι το σχολικό δίκτυο θα συρρικνωθεί δραστικά ανοίγοντας τις λεωφόρους της από – μόρφωσης, της μαθητικής διαρροής και των απολύσεων χιλιάδων εκπαιδευτικών.
Στα σκλαβοπάζαρα της κατάρτισης
Η κυρίαρχη πολιτική αποδομώντας το δημόσιο σχολείο προκρίνει ένα σχολείο επιλεκτικό και υποταγμένο στους νόμους της αγοράς, ώστε να διαμορφώνει ανθρώπους, χωρίς γενική μόρφωση, πειθήνιους απασχολήσιμους – υποτακτικούς πολίτες. Για τους εξόριστους του λυκείου δημιουργούνται με το νόμο 4186, οι ΣΕΚ (Σχολές Επαγγελματικής Κατάρτισης). Πρόκειται για μεταγυμνασιακά ΙΕΚ. Τα περισσότερα απ’ αυτά θα είναι ιδιωτικά, αφού οι σχολάρχες των ΙΕΚ θα μπορούν να τα ιδρύουν σχεδόν αυτοδίκαια. Και στις Δημόσιες ΣΕΚ θα υπάρχουν δίδακτρα. Έτσι κι αλλιώς οι ΣΕΚ θ’ ανήκουν στην «μη τυπική εκπαίδευση», δηλαδή στον Οργανισμό Δια Βίου Μάθησης που απλώς εποπτεύεται από το Υπουργείο Παιδείας. Στις ΣΕΚ λοιπόν θα υπάρχει πρόωρη κατάρτιση και μαθητεία (ουσιαστικά απλήρωτη εργασία σε επιχειρήσεις). Οι δεκαπεντάχρονοι μαθητές πρέπει να πάρουν στενή ειδίκευση και κατάρτιση και κυρίως να δουλεύουν χωρίς πολλές απαιτήσεις. Χρειάζεται να εξοικειωθούν με τη μελλοντική «εργασία» των 400 ευρώ, για την οποία δε χρειάζονται ούτε ολοκληρωμένες προσωπικότητες ούτε αμφισβητήσεις του συστήματος εκμετάλλευσης.
Σχολείο για όλους
Το τι πρέπει να γίνει δεν μπορούμε να το δούμε απομονωμένα από το τι παιδεία και τι κοινωνία θέλουμε. Στα πλαίσια αυτά πρέπει να σταθούμε κριτικά απέναντι στο περιεχόμενο, τις μορφές και τις κατευθύνσεις των αναλυτικών προγραμμάτων και βιβλίων και στις σχολικές πρακτικές (τι, πώς και γιατί μαθαίνουν οι μαθητές) που εντυπώνουν στους μαθητές μας από την πιο τρυφερή ηλικία, αντιλήψεις, πεποιθήσεις και στάσεις για τη φύση και την κοινωνία απαραίτητες για την «παραγωγή» παθητικών, συντηρητικών προσωπικοτήτων .
Να σταθούμε κριτικά απέναντι στην τεμαχισμένη, αποσπασματική και τυποποιημένη γνώση. Τα νέα βιβλία πέρα από την ιδεολογική μονομέρεια, την αντιεπιστημονικότητα, και το μυθολογικό – θεολογικό τρόπο προσέγγισης της πραγματικότητας, θρυμματίζουν τις γνώσεις με αποτέλεσμα να χάνεται η σχέση αιτίας και αποτελέσματος καθώς και κάθε νόημα σε τέτοιο βαθμό που οδηγούν σε βιασμό της πνευματικής συγκρότησης
Να μιλήσουμε για τις χιλιάδες μαθητών για τους οποίους η συζήτηση για το σύστημα πρόσβασης στην Ανώτατη εκπαίδευση είναι έξω από το οπτικό τους πεδίο καθώς δεν ολοκληρώνουν ούτε καν την υποχρεωτική – εδώ και αρκετές δεκαετίες – 9χρονη εκπαίδευση. Από τη πλευρά του κόσμου της εργασίας χρειάζεται να οργανωθεί ένα ευρύ μορφωτικό κίνημα παιδείας με μια εκπαιδευτική διακήρυξη για τα δικαιώματα και τις μορφωτικές ανάγκες της νέας γενιάς προβάλλοντας το στρατηγικό αίτημα «μόρφωση και δουλειά για όλους» . Σήμερα περισσότερο από ποτέ άλλοτε έχουμε ανάγκη από ένα σχολείο που να αγκαλιάζει όλα τα παιδιά χωρίς αποκλεισμούς και διακρίσεις, όπου πρωταρχική σημασία έχει ο πνευματικός εξοπλισμός των μαθητών, η καλλιέργεια «ελεύθερων και δημοκρατικών πολιτών», έτσι ώστε να μπορούν να αντιμετωπίσουν κριτικά την κοινωνία με την ενεργή συμμετοχή τους και παρέμβαση σ ΄όλα τα επίπεδα της κοινωνικής δραστηριότητας.
* O Γιώργος Κ. Καββαδίας είναι φιλόλογος, αρθρογράφος στο «ΕΘΝΟΣ», μέλος της Σ.Ε. του περιοδικού «Αντιτετράδια της Εκπαίδευσης».