Δίψα και πίκρα!… και ο ξυπόλυτος δάσκαλος
(+) Του Γιώργου Υφαντή*
Μικρασία. Αύγουστος 1922. Βαδίζοντας προς το Σαλιχλί, μέρα και νύχτα, χωρίς κουραμάνα αλλά προπάντων χωρίς νερό, που ήταν ο μεγάλος κίνδυνος, βρήκαμε, κατά τα μεσάνυχτα, μια λούτσα και μέσα σ’ αυτή βουβάλια. Βουτάμε τα παγούρια στις γούβες της λούτσας και πήραμε λίγο νερό. Δεν πίνονταν, γιατί βρωμούσε. Έβαλα γάζα και ρούφηξα λίγο και κρατούσα ανοιχτό το στόμα να φεύγει η βρώμα και να μην ξεράσω, αν και το στομάχι ήταν αδειανό.
Κατά το κολατσιό, φτάσαμε 5-6 χιλιόμετρα έξω απ’ το χωριό και ξεφορτώσαμε λίγο πάνω απ’ τη σιδηροδρομική γραμμή. Ένας στρατιώτης θα πήγαινε κάπου για νερό. Του ’δωσα το παγούρι μου κι ακούμπησα σ’ ένα σακί. Αποκοιμήθηκα αμέσως.
Σε κάποια στιγμή ένας μεταγωγικός άρπαξε το σακί και το κεφάλι μου χτύπησε πάνω στις πέτρες. Ξύπνησα. Ακούω οβίδες. Παρατηρώ ότι έσκαγαν συνέχεια 50 μέτρα κάτω απ’ τη σιδηροδρομική γραμμή. Όλη η πλαγιά σε μήκος χιλιομέτρων κινούνταν απ’ την άτακτη οπισθοχώρηση του στρατού. Όποιος περάσει τον άλλο. Πανικός. Απελπισία. Πίσω έρχονταν το τούρκικο ιππικό. Πήραν και δυο κανόνια δικά μας, όπως μας είπαν. Ευτυχώς, που στο Σαλιχλί ένας λόχος ιππικού πέρασε προς τα εκεί και τους γύρισε πίσω και πήρε και τα κανόνια.
Προχωρώντας βρήκαμε ένα λαγκαδάκι με βρώμικο νερό. Δεν είχα παγούρι. Γιατί αυτόν, στον οποίο το είχα δώσει, για να μου φέρει νερό, δεν τον ξαναείδα. Ήπια αλλά τι να πιω! Βρωμούσε τόσο, που, παρόλη τη δίψα μου, δεν μπορούσα να το κατεβάσω.
Την άλλη μέρα βρήκαμε ένα πηγάδι, που κατέβαινε κανείς κάτω με σκαλιά. Κατέβηκα κι εγώ και ποιος ξέρει πόσες άλλες χιλιάδες. Είχε νερό ελάχιστο ανάμεσα στις πέτρες.
Κατόρθωσα από δράμι-δράμι να βρέξω το στόμα μου. Κάπου πιο κάτω βρήκαμε άλλο πηγάδι, που είχε νερό. Εκεί με τα κύπελλα, κρεμασμένα με ζωστήρα, αντλήσαμε και ήπιαμε.
Στο κάτω μέρος είχε αμπέλι. Πήρα κοτρίδια για να σβήνω τη δίψα. Βαδίζοντας στο λιοπύρι με άλλους γνωστούς, απ’ τους οποίους κι ένας Δημήτρης Κυρίτσης απ’ τη Ναυπακτία, βρήκαμε σ’ ένα μέρος σωλήνες σκεπασμένους, που δράζανε λίγο νερό, ανακατεμένο με χώμα κόκκινο. Πήρα με το πλουχέρι λίγο και το ’βαλα στο στόμα πηχτό, όπως ήταν. Σε λίγα λεπτά ξεράθηκε κι έβγαζα τώρα από το στόμα στεγνό χώμα. Κανείς δεν είχε νερό, μα εγώ κινδύνευα.
Όπως βαδίζαμε βρήκαμε μια γίδα, που βάδιζε κι αυτή κοντά στους στρατιώτες. Άρμεξα λίγο γάλα στο κύπελλο και το ήπια. Και τότε την έπαθα χειρότερα. Έσκασα από τη δίψα τόσο, που έπεσα κάτω. Τους είπα να φύγουν κι εγώ θα περιμένω τους Τούρκους. Δε μπορούσα πλέον να βαδίσω.
Ο Κυρίτσης όμως επέμενε και τραβώντας με πήρε, λέγοντάς μου πως σ’ ένα μέρος , που βλέπαμε δέντρα, είναι νερό. Φτάσαμε κι εκεί, αλλά τίποτες. Ώσπου το σούρουπο βρήκαμε μια βρύση. Εκατοντάδες προσπαθούσαν να πάρουν νερό στη βρύση και το νερό χύνονταν. Εγώ γονάτισα στα χαλίκια κάτω και παρότι ήταν θολό, ήπια με την ψυχή μου.
Εκεί δίπλα ήταν ένα οίκημα ανοιχτό με τσουβάλια σταφίδα. Γέμισα το σακίδιο. Κατέβηκα από κάτω μέσα σε ένα αμπέλι και μάζεψα κοτρίδια για τη δίψα και γύρισα πίσω να πάρουμε το δρόμο, που ’ταν ψηλότερα, απ’ το αμπέλι.
Μέσα στο οίκημα καθόταν ένας Τούρκος πάνω σε κάτι παλιόρουχα κι ένας στρατιώτης τον φοβέριζε, ενώ αυτός σήκωνε τα χέρια και τον παρακαλούσε. Ο στρατιώτης του ρίχνει μια στα στήθια-πράγμα, που ήταν βέβαια ανανδρία- κι εγώ στη στιγμή έστριψα, για να μη ιδώ τα χάλια του.
Εκεί π’ ανεβήκαμε να πάρουμε το δρόμο, βλέπω δυο στρατιώτες να κάθονται ακουμπισμένοι στα όχτια αμίλητοι. Πλησιάζω και βλέπω πως τα μάτια τους ήταν γεμάτα χώμα. Είχαν πεθάνει από κούραση και ηλίαση.
Βαδίζοντας σουρούπωσε πολύ καλά και βρήκαμε ένα νερόμυλο. Γύρω στ’ αυλάκι ήταν ροϊδιές. Μετά το αυλάκι ήταν δρόμος. Κι άρχιζε έπειτα βουνό με ερείπια βυζαντινής εποχής. Εκεί, στον τοίχο του αυλακιού, είδα ένα φαντάρο να σκεπάζει με τη μαντύα έναν άλλο φαντάρο και να του λέει κλαίγοντας απαρηγόρητα:
-«Τώρα τι να πω εγώ αδερφούλη μου στη μάνα μας, που θα με ρωτάει για σένα»!!!
Έκλαιγε γοερά. Έφυγε μπροστά από μας, αφήνοντας, βέβαια, άταφο τον αδερφό του. Συγκινηθήκαμε όλοι μας και κλάψαμε…
Πόσα άλλα παιδιά έμειναν πεθαμένα κι άφαθτα στη Μικρασία! Και μεταξύ αυτών κι ο Αντώνης της Πετράκαινας. Είχε λαβωθεί σε μια μάχη. Κι ενώ τον μετέφερναν μαζί με άλλους λαβωμένους στο χειρουργείο, τους έπιασαν οι τσέτες και τους έσφαξαν όλους.
Η Πετράκαινα είχε καημό για τον Αντώνη της. Πέντε, δέκα, εκατό ανθρώπους αντάμωνε την ημέρα, έστω και τους ίδιους, θα τους ρωτούσε από πού έρχονται κι αν άκουσαν τίποτες για τον Αντώνη της.
Όταν απολύθηκα από στρατιώτης, πήγα στο χωριό (Σταυροχώρι Ευρυτανίας) και, σαν ήμασταν συγγενείς, πήγα να τους δω. Καλύτερα να μην πήγαινα. Αν και δεν της είπα πως ήμουνα στη Μ. Ασία, αλλά πως ρχόμουνα απ’ τ’ Αγρίνιο, άρχισε με μια παραπονιάρικη τρεμουλιαστή φωνή να μου λέει:
-«Γιώργο μ’, μήπους άκσις τίπουτις απ’ αυτού πό’ρχισι για τουν Αντώνη μ’»;
Άρχισε τα κλάματα. Έκλαιγα κι εγώ.
Και δεν ήταν η μόνη φορά, που με ρώτησε για τον Αντώνη της….
* (Απ’ την αυτοβιογραφία – «ο ξυπόλυτος δάσκαλος» – του δάσκαλου Γιώργου Υφαντή, 1902 – 1969): http://xipolitosdaskalos.wordpress.com/%ce%bc-%ce%bf%cf%80%ce%b9%cf%83%ce%b8%ce%bf%cf%87%cf%8e%cf%81%ce%b7%cf%83%ce%b7/
Για την αντιγραφή: 29-9-2014,
Παπα-Ηλίας,
http://papailiasyfantis.wordpress.com