Τι «πιστοποιεί» τους «πιστοποιητές»;

Τι «πιστοποιεί» τους «πιστοποιητές»;

Του Παναγιώτη Νούτσου*

Βρέθηκα στις αρχές του καλοκαιριού σε Πανεπιστήμιο χώρας-μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Είχαν έλθει από την πρωτεύουσα τέσσερα μέλη της Υπηρεσίας «Πιστοποίησης της ποιότητας στην Ανώτατη Εκπαίδευση», δύο καθηγητές της Τεχνολογικής Εκπαίδευσης (αρμόδιοι κυρίως για την «επιχειρησιακή έρευνα» και την «αριθμητική ανάλυση») και δύο Πανεπιστημίων (ειδικευμένοι πρωτίστως στη «θαλάσσια υδραυλική» και τη «βιοοργανική χημεία»). Σε οργανωμένη ανοιχτή συνάντηση εξιστορούσαν με τη συνέργεια υπολογιστή πώς η χώρα τους κατόρθωσε να συγκροτήσει «θύλακες αριστείας», με όχημα την «αξιολόγηση» και στη συνέχεια την «πιστοποίηση» των προγραμμάτων σπουδών. Όταν, προς το τέλος της εκδήλωσης, μου έδωσαν το λόγο προσπάθησα να διευκρινίσω τι πράγματι υπήρξε και ιδίως τι αναμένεται να συμβεί στον ακαδημαϊκό τους ορίζοντα.

Άφησα τελευταία την ερώτηση αν η συχνή και εντελώς γραμμική υπόταξη των πανεπιστημιακών σπουδών στην «αγορά εργασίας», με την επιμέτρηση των βαθμών «αντιστοίχισης» «αποκτώμενων προσόντων» και «ζήτησης», σε μια διεργασία «πιστοποίησης» ακαδημαϊκών «προϊόντων», ανταποκρίνεται στην εθνική νομοθεσία των «πιστοποιητών» για την τριτοβάθμια εκπαίδευση. Παρά τις πρόσφατες μεταβολές που αυτή υπέστη, εξακολουθεί να εκτιμάται ως στόχος της η συμβολή στη «διαμόρφωση υπεύθυνων πολιτών, ικανών να ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις όλων των πεδίων των ανθρώπινων δραστηριοτήτων με επιστημονική, επαγγελματική και πολιτιστική επάρκεια και υπευθυνότητα και με σεβασμό στις αξίες της δικαιοσύνης, της ελευθερίας, της δημοκρατίας και της κοινωνικής αλληλεγγύης»…

Τι γνωρίζουν οι «πιστοποιητές», αν κρίνω από τη σύνθεση της «Αρχής», για την «αγορά εργασίας»; Ή, ακόμη, γενικότερα, πώς ψαύουν και πώς «μετρούν» τις «ανάγκες της κοινωνίας»; Επιπλέον, έχουν ασχοληθεί με ό,τι αφειδώς παρελαύνει στα κείμενά τους ως «κοινωνία της γνώσης»; Οι ερωτήσεις αυτές αφορούν ειδικότερα αυτόν που κατά προτεραιότητα, στην ηγεσία της «Αρχής», αναλαμβάνει τα της Φιλοσοφικής Σχολής και γενικότερα τα των κοινωνικών/ανθρωπιστικών επιστημών, ιδίως αν είναι καθηγητής τεχνολογικών ιδρυμάτων ή έστω κάποιος Παιδαγωγικού Τμήματος Δημοτικής Εκπαίδευσης. Ίσως, οι υποτονικές αντιδράσεις στελεχών των ΤΕΙ σ’ αυτήν την «πιστοποίηση» των «μαθησιακών αποτελεσμάτων» των σπουδαστών/ τριών να οφείλεται στο γεγονός ότι δεν έχουν αυτοτελές πρόγραμμα μεταπτυχιακών σπουδών. Οι κάτοχοι διδακτορικού διπλώματος φιλοσοφίας πάντως θα γνώριζαν ότι σε κάθε ταξινομία υπονοείται ένας ιδιαίτερος τρόπος σύλληψης των ταξινομούμενων αντικειμένων, για παράδειγμα του «γνωστικού πεδίου». Και παρά τη μνεία του Αριστοτέλη, από την «ομάδα Bloom», θα έστρεφαν τον ερευνητικό τους φακό και προς τη «συμπεριφορά» των «μπιχεβιοριστών» (φιλοσόφων, ψυχολόγων και παιδαγωγών) που σιωπηρά αντιμετωπίζεται και με τους όρους του G. Ryle (1949), δηλαδή στην «περιγραφή» της «μέσω της κοινής γλώσσας». Έτσι θα διέκριναν τις συνεπαγωγές του «καθαρού περιγραφικού σχήματος» ή του «σχετικά συνοπτικού προτύπου» που απλώς αποβλέπει να ερευνηθεί η «συμπεριφορά», η οποία αναμένεται από τους διδασκόμενους: πώς «ενεργούν, σκέφτονται ή αισθάνονται». Και ακριβώς ως τέτοια, δηλαδή ως «ταξινόμηση της προβλεπόμενης συμπεριφοράς», δεν είναι «εντελώς ουδέτερη». Για παράδειγμα, ο «πρότυπος» πτυχιούχος είναι προφανώς «αόριστος όρος» που δεν μπορεί να «αποδοθεί με προβλεπόμενους όρους συμπεριφοράς». Γι’ αυτό και η προκύπτουσα από κάθε ταξινόμηση γνώση είναι «πάντα μερική και σχετική μάλλον παρά περιεκτική και καθορισμένη» («rather than inclusive and fixed»).

Η «Αρχή Πιστοποίησης» με τη διαπιστωμένη επιμονή της δεν θίγει τη συνταγματικά κατοχυρωμένη «αυτονομία» των Πανεπιστημίων; Ό,τι και η τελευταία νομοθεσία δεν μπόρεσε να αγνοήσει πως πρόκειται για «νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου πλήρως αυτοδιοικούμενα», στα οποία «κατοχυ-ρώνεται η ακαδημαϊκή ελευθερία στην έρευνα και τη διδασκαλία». Μήπως όμως με φόβητρο την «πιστοποίηση» περιορίζεται η πανεπιστημιακή διδασκαλία σε έναν έξωθεν ρυθμιζόμενο «διδακτισμό», ακραία φορμαλιστικό (η «ομάδα Bloom» προειδοποιούσε, ας το επαναλάβω, ότι αυτό που εισηγήθηκε ήταν «καθαρά περιγραφικό σχήμα») που θέτει σε δεύτερη μοίρα το ερευνητικό υπόβαθρο του διδακτικού έργου; Συναφώς, μήπως αναμένεται να αναδυθεί ένα νέο είδος «παραπαιδείας» ή μια ακόμη παρασιτική μονάδα σύνταξης «Δελτίων» ή «μοντέλων», συμβασιούχων ή υποψηφίων διδακτόρων που μεριμνούν για την «εφαρμογή»; Θα γνωρίζουν τι πράττουν τα Πανεπιστήμια της Οξφόρδης, της Σορβόννης και της Χαϊδελβέργης στο πεδίο των κοινωνικών/ανθρωπιστικών επιστημών;

Κάλυψη νώτων διάτρητη; Διακηρύσσεται από τους «ελεγκτές» ότι η «πιστοποίηση» που ξεκίνησε και πρέπει σύντομα να περατωθεί μπορεί να εκτυλιχθεί ερήμην των υποχρεώσεων του κράτους προς τη δημόσια τριτοβάθμια εκπαίδευση. Δηλαδή, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η σημαντική μείωση των οικονομικών της (υπερβαίνει το 62%), η ψαλίδα να μεγαλώνει ανάμεσα στους συνταξιούχους και τους νεοδιόριστους, η αύξηση του αριθμού των εισακτέων κάποτε να μην αντιστοιχεί στις δυνατότητες ενός Τμήματος κλπ. Επομένως, αν δεν προτάσσονται οι συγκεκριμένες ανάγκες των Τομέων, δηλαδή των πρωτογενών φορέων της ερευνητικής και διδακτικής παρουσίας των Πανεπιστημίων, το μόνο που απομένει είναι να χρησιμοποιηθεί η όποια «πιστοποίηση» από το υπουργείο Παιδείας ως «μη έγκριση», δηλαδή για τη διακοπή της λειτουργίας σειράς ακαδημαϊκών μονάδων.

Ανακεφαλαιώνοντας, μήπως η πρόβλεψη ότι έως το 2020 θα αναδειχθούν οι «θύλακες της αριστείας», μέσω της «πιστοποίησης» (που κατά την κείμενη νομοθεσία συνιστά «διαδικασία εξωτερικής αξιολόγησης») όπως ήδη την έχουμε οριοθετήσει, είναι ορθή; Δηλαδή, μήπως θα απομείνουν μόνο κάποιες νησίδες που θα αποφύγουν τις συνέπειες μιας τέτοιας υποβάθμισης των πανεπιστημιακών σπουδών; Γιατί, πράγματι, μετά από ένα τέτοιο πρόγραμμα ευρωπαϊκής χρηματοδότησης και εγχώριας ιδεολογικής επιδότησης, θα επιβεβαιωθεί ο Μαξ Βέμπερ (1919) για την «αμερικανοποίηση» των πανεπιστημίων της γηραιάς ηπείρου, με τη γενικευμένη καθιέρωση της «ηθικής της αποτελεσματικότητας» των ενεργειών που θα εξαλείψει την «ηθική της αντικειμενικότητας». Όσοι θα συνεχίσουν το «καθοδηγητικό» τους έργο στη νομιμοποίηση της μέτρησης της «απόδοσης» ας μην επαναλάβουν, σε αυτοτελή διαφάνεια προβολής των δραστηριοτήτων τους, ότι μια τέτοια απογύμνωση της «πιστοποίησης» συνιστά προϊόν «πολιτικής προπαγάνδας». Όσο για την «παράκλησή» τους ένα τέτοιο κείμενο «αποδόμησης» να δοθεί πρώτα σ’ αυτούς και μετά να δημοσιευθεί, ποιον θα ωφελούσε: τα «δεδομένα» της κριτικής ή τους «ελεγκτές» τους;

* Ο Παναγιώτης Νούτσος διδάσκει κοινωνική και πολιτική φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων.

ΠΗΓΗ: 21-9-2014, avgi.gr. Το είδα:Δευ, 09/22/2014,http://www.aragma.gr/arthro/%CF%84%CE%B9-%C2%AB%CF%80%CE%B9%CF%83%CF%84%CE%BF%CF%80%CE%BF%CE%B9%CE%B5%CE%AF%C2%BB-%CF%84%CE%BF%CF%85%CF%82-%C2%AB%CF%80%CE%B9%CF%83%CF%84%CE%BF%CF%80%CE%BF%CE%B9%CE%B7%CF%84%CE%AD%CF%82%C2%BB-%CF%84%CE%BF%CF%85-%CF%80%CE%B1%CE%BD%CE%B1%CE%B3%CE%B9%CF%8E%CF%84%CE%B7-%CE%BD%CE%BF%CF%8D%CF%84%CF%83%CE%BF%CF%85

Απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.