Μετανάστης
Του Γιάννη Ποταμιάννου*
Έρμαιο στον άνεμο κι όλοι μακριά του
Τον λοιδορούν οι μέρες, περνούν
σαν τα βαγόνια
σφυρίζει σ’ ορθρινό τοπίο
του χρόνου η ατμομηχανή
Κλέφτες
διαγουμίζουν τις λίγες αποσκευές του
Θησαυρισμένες μνήμες
μ’ έρωτες κι ολόγιομα φεγγάρια
Μετανάστης
Στον σταθμό ένα μαντήλι αποχαιρετισμού
μια φτερούγα αγάπης κι ένας λυγμός
μαχαίρι
να σχίζει το σεντόνι της σιωπής στα δύο
Αλυσοδεμένος ο λογισμός
στους χτύπους της καρδιάς του
Αφού στην καρδιά
το ξυπνητήρι της νοσταλγίας
δεν ξεγελά ποτέ ό,τι αγαπήσαμε
Έρμαιο στην καθημερινή παραλογία
δεν βρίσκει στήριγμα κι ας ψάχνει
το πρόσωπό του χάθηκε
κάποιο βράδυ στον καθρέφτη
Κι από τότε κάποιος άλλος τον ακολουθεί
ένα πρόσωπο αυλακωμένο
απ’ το υνί της καθημερινής συναλλαγής
Έρμαιο κι όλοι μακριά του
μετράει έναν έναν στους αναστεναγμούς
μιας ατμομηχανής ασθμαίνουσας
αναμνήσεις ονείρων μιας άλλης ζωής
που περίμενε και δεν ήρθε
Αλλά αυτός μετανάστης
σ’ έρημους σταθμούς
ακόμα ψάχνει τον παλιό του εαυτό
με τα φλογισμένα μάτια
και την υψωμένη γροθιά
Αυτόν που αντιστέκονταν στους ανέμους
της πολύβουης θάλασσας
με το δασύτριχο στήθος φουσκωμένο
γαλήνη
και το πουκάμισο ανοιχτό
να χαιρετάει τους ανέμους
23 Οκτωβρίου 2013, Γιάννης Ποταμιάνος