Το Συμβάν – κεφ. 1ο, 2ο, 3ο

Το Συμβάν – κεφ. 1ο, 2ο, 3ο

(προδημοσίευση μυθιστορήματος)

 

Της Βασιλικής Νευροκοπλή

 

 

Κεφ. 1ο

1. «Να βουτάς στη θάλασσα με τα μάτια ανοιχτά. Μέσα στο διάφανο νερό τα χρώματα έχουν άλλη λάμψη. Ηλεκτρική». Αυτά τα λόγια μου ψιθύρισε στο αφτί ο παππούς όταν άνοιξα πρώτη φορά τα μάτια μου στο ήσυχο απογευματινό φως της τελευταίας μέρας του Ιούλη του 1953.

Γεννήθηκα στον Κάμπο της Χίου από τον Μελιώτη Ευάγγελο Μοσχούρη και την Μικρασιάτισσα Αλεξάνδρα, μοναδική κόρη του Νικήτα Ξενάκη. Μετά την Αγγελική, την Ιουλία και την Καλλιόπη, μοναχογιός. Στο προσκεφάλι μου ένα καλάθι γεμάτο νεράντζια, πορτοκάλια και κίτρα άγουρα ακόμα, για το «καλωσόρισες». Το άρωμά τους θα με επισκεπτόταν πάντα στις πιο τρυφερές στιγμές της ζωής μου.

Όταν όμως θα μου έλειπε – και εδώ και πολλά χρόνια λείπει – τίποτα δεν μπορεί να αντικαταστήσει αυτήν την παράδοξη συζυγία της σωματικής αίσθησης και της ψυχικής ευφροσύνης. Δυο μήνες αργότερα θα με βάφτιζαν Ισίδωρο στον άγιο Ταξιάρχη, στο καστροχώρι των Μεστών. Ένα όνομα τόσο συνηθισμένο στη Χίο και τόσο ασυνήθιστο σε μια άοσμη μεγαλούπολη.

Στον Ταξιάρχη με έταξε η μάνα μου γιατί γεννήθηκα πρόωρα και λίγο έλειψε να με χάσει. Ο πατέρας μου είχε το δικό του τάμα, κάτι που έμαθα αφότου πέθανε: να γεννηθώ αγόρι. Ο άγιος δε χάλασε σε κανέναν απ' τους δύο χατίρι. Από τότε κάθε χρόνο στη γιορτή του πηγαίναμε στην εκκλησία του και μετά ανοίγαμε το σπίτι και γιορτάζαμε τον ερχομό μου στον κόσμο. Τέτοια μέρα όλος ο Κάμπος ερχόταν σπίτι μας να κεραστεί και να ευχηθεί. Έτσι ξεπλήρωνε η μάνα μου το τάμα της. Ο πατέρας μου δεν μαρτύρησε ποτέ το δικό του αντίτιμο στον άγιο.

 Ένας μαντρότοιχος περιφρουρούσε το πατρικό μου, το αρχοντικό του Παπαντωνάκη στο οποίο δούλευε ο πατέρας μου ανεστάτης. Το αφεντικό ζούσε στη Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου. Εκεί ήταν οι δουλειές του, δυο χιλιάδες στρέμματα βαμβάκι και πατάτα, δυο χιλιάδες εργάτες. Στον Κάμπο ερχόταν πολύ σπάνια, κανένα καλοκαίρι να ξεκουραστεί. Ανύπαντρος ήτανε, παιδιά δεν είχε, αγάπησε τη χήρα οικονόμο του και προίκισε τις δυο της κόρες με ό, τι είχε και δεν είχε. Ο μαντρότοιχος του σπιτιού μας, -που για μας ήτανε περισσότερο σπίτι μας από ότι το λογάριαζε δικό του ο Παπαντωνάκης, αφού εκεί ρίζωσε απ' την αρχή η οικογένειά μου-, ήταν σαν όλους των αλλοτινών ενετικών πύργων του δεκάτου τέταρτου αιώνα, φτιαγμένος κι αυτός όπως όλοι, από ακατέργαστους πολύχρωμους πωρόλιθους. Οι εξοχικές κατοικίες των Γενοβέζων τρεις και τέσσερις αιώνες αφότου έφυγαν απ' το νησί, μετασκευάστηκαν στις περίφημες επαύλεις του Κάμπου, αυτές που σήμερα αποτελούν τα καμπούσικα αρχοντικά, ένα Χιωτογενοβέζικο αρχιτεκτονικό μόρφωμα των αρχών της όψιμης Οθωμανικής περιόδου. Ζεστό, απομονωμένο, αυτάρκες. Λαξευμένο από χέρια υπομονετικά που την υψηλή αισθητική την είχαν θαρρείς στα κύτταρά τους.

 Σα φρούρια οι δίμετροι τοίχοι έκλειναν μέσα τους έναν κόσμο ολόκληρο: το διώροφο σπίτι από την ίδια πέτρα των μαντρότοιχων, όχι όμως ακατέργαστη αλλά λαξευμένη, την εσωτερική αυλή με τη δεξαμενή, το μαγγανοπήγαδο και τα παράσπιτα των καλλιεργητών. Έκλειναν μέσα τους εμένα και τα πρώτα μου βήματα στη βοτσαλωτή αυλή αριστοτεχνικά φτιαγμένη από βότσαλα μαύρα και λευκά μέσα σε κονίαμα από άμμο, ασβέστη και πορσελάνη, ζωγραφίζοντας ανάγλυφα πουλιά, ήλιους, κυπαρίσσια, γεωμετρικά σχήματα. Αυτά όλα τα παρατήρησα πολύ αργότερα. Όταν για λίγο τα έχασα κι όταν για λίγο περισσότερο τα ξαναβρήκα. Αυτό που αποτελεί ίσως την πιο παλιά μου μνήμη, χαραγμένη μέσα μου με τρόπο ανεξίτηλο, είναι η στιλπνή υφή των βοτσάλων στα γόνατά μου καθώς αρκούδιζα σερνάμενος πάνω τους και τα ατέλειωτα παιχνίδια των δακτύλων μου στα βαθουλώματα των αρμών τους καθώς διέγραφα ξανά και ξανά ακούραστα και επίμονα το σχήμα της κάθε πέτρας. Σ' αυτή την αυλή έμαθα από πολύ νωρίς τι θα πει μαύρο και τι άσπρο, πόσο αντίθετα είναι και πόσο ταιριαστά, πόσο το καθένα από μόνο του μισό και πόσο τα δυο μαζί ζευγάρι αχώριστο στη ζωή και στην τέχνη.

 Στο πέτρινο κουκούλι τους τ' αρχοντικά του Κάμπου έκλειναν τις χαρές και τις λύπες μας. Έκλειναν και το περιβόλι με τα εσπεριδοειδή, κι αν φτιάχτηκαν τόσο ψηλοί οι μεγαλοπρεπείς μαντρότοιχοι δεν ήταν μόνο για να προστατέψουν την ιδιωτική ζωή των κατοίκων τους -που κάποτε ανέβαζαν το ύψος των τοίχων για να τονίσουν την υψηλή κοινωνική τους θέση-, αλλά κυρίως για να προστατέψουν από τους παγετούς, τους ανέμους και τη σκόνη των δρόμων τα δέντρα του περιβολιού: λεμονιές, πορτοκαλιές, μανταρινιές, νεραντζιές, κουμ κουάτ και κίτρα. Δέντρα που άνθιζαν κάθε άνοιξη αρώματα, κάρπιζαν τα φρούτα του φθινοπώρου, τα χειμωνιάτικα γλυκά του κουταλιού. Όλα τα παράθυρα, οι πόρτες, οι βεράντες όλες, το περιβόλι κοιτούσαν. Όλο το περιβόλι, τον ουρανό.

 Παιχνίδια με τις τρεις αδερφές μου οι πέτρες και τα χώματα. Το νερό. Τα δέντρα και οι μυρωδιές τους. Αυτοσχέδια παιχνίδια με τα υλικά από τα οποία πλάστηκε ο κόσμος και τα όνειρά του. Ο άνθρωπος: άντρας-γυναίκα.

 Τα μάτια τους στον ουρανό των περίκλειστων αρχοντικών του Κάμπου δυο παιδιά κάθε τόσο τα σήκωναν. Ο μαντρότοιχος που χώριζε τα σπίτια τους δεν εμπόδιζε τα βλέμματά τους να συναντιούνται εκεί ψηλά ελεύθερα πουλιά. Στ' αστέρια της νύχτας σεργιάνιζαν. Στο φως της μέρας φτεροκοπούσαν, όπως τα περισσότερα πουλιά της Χίου: τα αποδημητικά. Το ένα το έλεγαν Ισίδωρο, το άλλο Ελισώ.

 

Κεφ. 2ο

 

2. «Κάθε εποχή θέλει τον τρόπο της», έλεγε ο παππούς Νικήτας, πρόσφυγας από την Ερυθραία. «Έχει τα δικά της μυστικά. Το δικό της χτυποκάρδι. Το άρωμά της. Το δέρμα της. Για να την αγγίξεις, να τη νιώσεις, να την καταλάβεις, σκύβεις στο χώμα της όπως πάνω στις ράγες του τρένου, να ακούσεις αν έρχεται. Σε πόση ώρα καταφθάνει. Με τι ταχύτητα και από ποια κατεύθυνση. Η μόνη διαφορά είναι πως όταν πλησιάσει το τρένο πρέπει γρήγορα να απομακρυνθείς μη σε πατήσει. Στον ερχομό της εποχής όμως συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο. Αν αποτραβηχτείς δεν θα τη ζήσεις. Και όλος ο θάνατος είναι εκεί: στην απόσυρση. Αν πατήσεις με τα δυο σου πόδια πάνω στις ράγες των ημερών της θα μπεις στο σώμα της κι εκείνη στο δικό σου. Κι έτσι, εποχή την εποχή, θα γίνεσαι ο άνθρωπος που μια μέρα θα τα χωρέσει όλα άφοβα. Μέχρι τον φόβο. Θα τα αγαπήσει όλα, μέχρι το θάνατο. Θα νανουρίσει τα μυστικά της ζωής χωρίς εφιαλτικές ερωτήσεις που ταράζουν τον ύπνο τους. Και θα 'ρθει κάποτε μια ώρα που τόσο θα γλυκαθούν τα μυστικά, που θα σου αποκαλυφτούν μέσα δίχως να το προσμένεις. Μέχρι το πιο βαρύ μυστικό. Το πιο ανεξήγητο. Αυτό που λίγοι μπόρεσαν να σηκώσουν…»

Παράξενος ο παππούς. Παράξενα και τα λόγια του. Γεννήθηκε το 1888. Μια χρονιά σημαδιακή για την ιστορία του κόσμου, όχι από πολέμους, διαμάχες, ίντριγκες, ξεριζωμούς και γεγονότα που δεν φτιάχνουν Ιστορία παρά τους εφιάλτες της, αλλά από τέχνη και ποίηση. Τον Μάρτη θα γεννηθεί ο ρώσος χορευτής Βάσλοβ Νιζίνσκι, τον Ιούνιο ο πορτογάλος συγγραφέας Φερνάντο Πεσόα και τον Σεπτέμβρη ο ποιητής Τόμας Στερν Έλιοτ.

Ξημερώματα της τελευταίας μέρας αυτού του χρόνου, στις 30 του Δεκέμβρη, θα έρθει στη ζωή ο παππούς μου. Θαρρείς και η δική του γέννηση έκλεισε τη μεγάλη παρένθεση αυτού του ξεχωριστού χρόνου. Δεν έγινε βέβαια χορευτής, συγγραφέας ή ποιητής. Άλλο ήταν το γραφτό του. Είχε όμως πάνω του, θαρρείς ίδια μ' αυτούς, τη σφραγίδα του αόρατου βαθιά χαραγμένη. Αυτήν που σε κάνει να μην περπατάς με βεβαιότητα και αυταρέσκεια στο έδαφος, αλλά σε μεταμορφώνει σε σχοινοβάτη της ζωής: αμφιταλαντευόμενος διαρκώς προχωράς πάνω στα αισθήματα, στις σκέψεις, στη λογική του κόσμου. Πάνω στα όνειρα που υπερβαίνουν τους νόμους της βαρύτητας και σε οδηγούν σε μονοπάτια δυσκολοδιάβατα για τους πολλούς, κάνοντάς σε οδηγό τους.

Ο παππούς Νικήτας ήταν ένας αλλιώτικος άνθρωπος. Πιο άνθρωπος απ' τους ανθρώπους. Πιο σύγχρονος απ' τους συγχρόνους του. Πιο μελλοντικός απ' τους επερχόμενους. Μ' ένα βλέμμα που έβλεπε πέρα απ' το παρόν, κάτω από την επιφάνεια των συμβάντων, πίσω απ' τα πάθη. Ήξερε να χαμογελά μ' αυτό το χαμόγελο που δικαιολογεί τις αδυναμίες, συγχωρεί τα ασυγχώρητα, αγκαλιάζει το ίδιο ανεπιφύλαχτα τα πιο ετερόκλητα και αντιφατικά πρόσωπα της ζωής. Είχε, με άλλα λόγια, τη στόφα του ελεύθερου ανθρώπου: στόφα των ποιητών. Ας μην έγραψε ποτέ του ένα ποίημα. Ποίημα είχε κάνει τη ζωή του και τη ζωή όσων αγάπησε και τον αγάπησαν.

Με τους πρώτους διωγμούς, απ' τη χερσόνησο της Ερυθραίας ήρθε στη Χίο. Με την απόβαση των ελληνικών στρατευμάτων στη Σμύρνη το 1919 η οικογένειά του, όπως και πολλές άλλες, αποφασίζει να γυρίσει πίσω και να ξαναρχίσει εκεί τη ζωή της μιας και τα δικά τους μέρη είχαν καταστραφεί ολοσχερώς. Ποτέ δεν διανοήθηκαν πως η μοίρα τούς είχε ήδη ορίσει να περάσουν όλη τους τη ζωή στη Χίο. Ο νους τους, η καρδιά τους, το βλέμμα τους πάντα στραμμένα στην πατρίδα. Δεν πέρασαν καλά καλά δυο χρόνια. Το '22 επέστρεψαν στη Χίο για να στεριώσουν μια για πάντα εδώ -όσο μπορούν να στεριώσουν σ' ένα τόπο άνθρωποι ξένοι. Όπως και σε άλλα μέρη της Ελλάδας, έτσι και στο νησί, δεν ήταν καλοδεχούμενοι. Παρέμειναν μέχρι το τέλος της ζωής τους οι «πρόσφυγες» κι ας ήταν αυτοί που ανάστησαν τον τόπο, που έμαθαν στους ντόπιους να καλλιεργούν τα χωράφια, να καζανίζουν το ούζο, να φτιάχνουν το λουκούμι και τα γλυκά του κουταλιού.

Αυτή τη φορά τον Νικήτα συνόδευε η γιαγιά μου. Είχε ήδη παντρευτεί την Μαρικούλα, Σμυρνιά από πλούσια οικογένεια. Μόνο το νυφικό της πρόλαβε να πάρει φεύγοντας. Μια κόρη κατάφεραν να αποκτήσουν κι αυτήν με χίλια βάσανα, τη μάνα μου την Αλεξάνδρα που παντρεύτηκε με το νυφικό της μάνας της τον πατέρα μου. Άνθρωποι του γλεντιού και της χαράς οι παππούδες. Νοικοκύρηδες άνθρωποι.

Ο παππούς έζησε τους πολέμους όλους. Δυο φορές τον διωγμό. Την προσφυγιά άλλες δύο. Την μετοικεσία για το υπόλοιπο της ζωής του. Ίσως γι' αυτό δυο χρόνια μετά την εγκατάστασή τους στη Χίο έκλεισε το ραφτάδικο που είχε ανοίξει στη Χώρα κι έφυγε στα καράβια. Προτιμούσε να γυρνά όλον τον κόσμο από το να μένει σε μια πατρίδα που δεν ήταν πατρίδα του. Ίσως και να λαχταρούσε να κάνει πατρίδα του όλον τον κόσμο, μιας και πολύ νωρίς κατάλαβε πως η πατρίδα έχει και μιαν άλλη διάσταση απ' αυτήν που οι γύρω του ένιωθαν. Μια διάσταση που δεν υποτάσσεται σε κατακτητές. Δεν αλώνεται από εξωτερικούς εχθρούς παρά μόνον από τον μέσα μας άνθρωπο: αυτόν που κάποτε αποδεικνύεται ανάξιός της, λησμονώντας. «Αν καταφέρεις να σηκώσεις τα μυστικά των εποχών αδιαμαρτύρητα, τότε, μια μέρα ακαθόριστη, θα σε οδηγήσουν σαν ίχνη αλαφροπάτητου πουλιού εκεί που λίγοι κατάφεραν να φτάσουν: στον κόσμο της σοφίας. Κατοικεί στην καρδιά της ζωής. Εκεί η φωτιά και το νερό. Εκεί η ειρήνη. Η πληρότητα», έλεγε.

Ξέρω γιατί διάλεξε την Μαρικούλα. Ήταν από τα μέρη του. Αυτός λεβέντης άνθρωπος κι εκείνη γυναίκα με τα όλα της. Καρδιά μπαξές, μυαλό καθαρό, προκομένη σε όλα. Στο τραγούδι δεν την έφτανε κανείς. Όταν τραγουδούσε έκανε τους ανθρώπους να κλαίνε. Τόσο κεντούσε την καρδιά τους η λυγιστή φωνή της. Και όταν γελούσε το γέλιο της σκορπούσε παντού τη χαρά. Αν κάτι δεν ήταν στη θέση του ή της ανακάτευαν τα ταψιά στην κουζίνα την έπιαναν τα μπουρίνια και φώναζε ξεσηκώνοντας όλη τη γειτονιά. Μπορούσε να βάλει σε τάξη ολόκληρο σύνταγμα. Ήξερε να συγχωρεί. Να λησμονεί τις πίκρες. Αγόγγυστα να σηκώνει τα βάρη τα δικά της και των άλλων. Την απουσία του Νικήτα που ταξίδευε μήνες ολόκληρους με τα ατμόπλοια από τα μεσογειακά λιμάνια μέχρι τις Ινδίες, τις Αυστραλίες και τις Αμερικές.

Ήμουνα δέκα χρονών όταν η γιαγιά αποχαιρέτησε τις χαρές και τις λύπες αυτού του κόσμου. Όταν κράτησε τελευταία φορά το χέρι του παππού που δεν μπόρεσε να την γλιτώσει απ' το δρεπάνι του χάρου όπως απ' τις φλόγες της Σμύρνης. Χαμογελαστή έφυγε:

«Εσύ θα προλάβεις να γυρίσεις πίσω… άναψε ένα κερί σ' αυτούς που αφήσαμε… σ' αγάπησα… ήσουν καλός… μη λυπάσαι…είτε έτσι είτε αλλιώς, θα ξανανταμώσουμε……». Τα τελευταία λόγια στον άντρα της.

Ποτέ δε θα ξεχάσω τα παραμύθια της. Μας μάζευε ένα γύρο τα βράδια στην αυλή, ενώ κάτω απ' τον μεγάλο πεύκο μαζεύονταν οι μεγάλοι για τις βεγγέρες τους, να πιούνε, να φάνε, να κουβεντιάσουνε και να διασκεδάσουν. Η γιαγιά μάς κάθιζε στην πεζούλα του μάγγανου κι άρχιζε παραμύθια που κάποτε κρατούσαν και δυο ολάκερες ώρες. Δεν έλεγε απλώς λέξεις καλοβαλμένες στη σειρά. Δε διηγιόταν ξερά μια ιστορία παλιά που φανταζόταν ή που και η ίδια είχε ίσως ακούσει από τη γιαγιά της. Ό, τι έλεγε το ζούσε στο πετσί της όσο κι ένας καλός ηθοποιός στη σκηνή. Ό, τι παλιό ήξερε το έκανε καινούριο προσθέτοντας λόγια δικά της, αυτοσχεδιάζοντας σα συγγραφέας. Κρεμόμασταν απ' τα χείλη της σε κάθε λέξη, σε κάθε ανάσα της. Στις παύσεις της δεν αναπνέαμε. Ήξερε να γλυκαίνει τα όνειρά μας όπως κανείς. Ναι, αυτό ήξερε και το ήξερε καλά.

Εμένα δεν ξέρω γιατί με διάλεξε ο παππούς. Ήμουν ακόμα τόσο μικρός. Σαν παραμύθι μου διηγιόταν τη ζωή του αφότου η γιαγιά δεν μπορούσε πια από κει που ήταν να μου πει τα δικά της παραμύθια.

Σίγουρα είχε τους λόγους του όπως κι εγώ τους δικούς μου όταν διάλεξα την Ελισώ.

 

Κεφ. 3ο

 

3. Ακουμπισμένος στον μαντρότοιχο που χώριζε τα σπίτια μας κι ενώ ξεκουραζόμουν μετά το πότισμα του περιβολιού, την άκουσα να τραγουδά. Μια φωνή λεπτή, δειλή και τόσο απαλή, μ' έκανε να σηκωθώ αθόρυβα και να τρυπώσω το κεφάλι μου σ' ένα μικρό άνοιγμα του τοίχου για να δω από πού ερχόταν αυτό το μαγευτικό κελάηδημα. Την είδα να μαζεύει χαμομήλια μ' ένα φόρεμα λευκό σαν τα πέταλά τους και κίτρινη κορδέλα στα μαλλιά σαν την καρδιά τους. Μόλις τέλειωσε το τραγούδι, έτρεξα στο σπίτι, πήρα ένα βιβλίο απ' αυτά που μου είχε χαρίσει ο παππούς με ποιήματα του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη και γύρισα πίσω. Κόλλησα την πλάτη μου στον τοίχο κι άρχισα να διαβάζω δυνατά ένα από τα αγαπημένα μου ποιήματα. Το τραγούδι της σταμάτησε πάνω που είχε ξαναρχίσει. Τώρα ήταν εκείνη που έστηνε αφτί για να μ' ακούσει κι εγώ διάβαζα όσο πιο όμορφα μπορούσα γιατί ήμουν πολύ καλός στην απαγγελία και μου το έλεγαν όλοι οι δάσκαλοι στο σχολείο. Η καρδιά μου κόντευε να σπάσει από ντροπή κι άρχισε να χάνει τη σταθερότητά της η φωνή μου και να τρεμουλιάζει. Όταν τέλειωσα την ανάγνωση έπεσε σιωπή. Βγήκα από την πίσω αυλόπορτα και πλησίασα το σπίτι της. Κοντοστάθηκα στην είσοδο κι εκείνη έμεινε αποσβολωμένη να με κοιτά.

 

– Σε άκουσα που τραγουδούσες, της είπα.

– Εσύ ήσουν που διάβαζες Βαλαωρίτη; μου απάντησε.

-Ναι, εγώ. Πού κατάλαβες πως ήταν Βαλαωρίτης; τη ρώτησα.

– Είναι από τους αγαπημένους μου, είπε κι έσκυψε το κεφάλι.

 

Είχα μείνει παγωμένος σαν άγαλμα κάτω απ' την αψιδωτή αυλόπορτα να κοιτώ ένα χαμομήλι μες στα χαμομήλια, το μεγαλύτερο και ομορφότερο απ' όλα, ίδια Χιονάτη των παραμυθιών. 

 

– Μένεις εδώ δίπλα;, με ρώτησε.

– Ναι, αλλά δεν σ' έχω ξαναδεί.

– Μένουμε στη Χώρα, εκεί είναι το σπίτι μας. Φέτος ο πατέρας μου αγόρασε το κτήμα και είναι η τρίτη φορά που ερχόμαστε τους τελευταίους δυο μήνες. Δεν ξέρω καθόλου τον Κάμπο.

– Θέλεις να πάμε μια βόλτα; Εγώ εδώ γεννήθηκα, τον Κάμπο τον γνωρίζω σπιθαμή προς σπιθαμή ή σωστότερα πέτρα προς πέτρα, είπα και χαμογέλασα.

– Πάμε, μου είπε κι αφού πρώτα έβαλε τα χαμομήλια που είχε μαζέψει σ' ένα μικρό διάφανο βαζάκι στο τραπέζι της βεράντας ήρθε σε μένα τρέχοντας.

 

Κάναμε μια μεγάλη βόλτα. Μιλούσαμε σαν να ήμασταν από πάντα μαζί. Δεν ήθελε πολύ να γεννηθεί η αγάπη μας. Ήταν σαν να κατοικούσε μέσα μας, σ' ένα δωμάτιο μυστικό και κλειδαμπαρωμένο και ήταν απλώς θέμα χρόνου να βρεθεί το κλειδί για να δούμε πως ήταν το πιο δικό μας, το πιο κοινό, το πιο φωτεινό δωμάτιο του κόσμου μας.

Δυο χρόνια το κατοικήσαμε. Λίγα Σαββατοκύριακα χειμωνιάτικα και δυο καλοκαίρια. Το μικρό δωμάτιο της μεγάλης αγάπης μας.

Συχνά μου έλεγε πως της μιλώ λίγο παράξενα. Δεν καταλάβαινε όλα όσα της έλεγα, όμως της άρεσε να μ' ακούει όσο παράδοξα κι αν ήταν τα λόγια μου. Να την παίρνω από το χέρι και να περπατάμε ανάμεσα στους ψηλούς μαντρότοιχους, δίχως να βλέπουμε πίσω απ' αυτούς. Δίχως να μας βλέπουν όσοι κλείνονταν μέσα τους.

Μα πιο πολύ της άρεσε το καλοκαίρι που έρχονταν απ' τη Χώρα στον Κάμπο να παραθερίσουνε και πηγαίναμε με το λεωφορείο στη θάλασσα. Σ' εμένα άρεσαν όλα. Αυτό ήταν το μεγαλύτερο μάθημα που μου είχε διδάξει ο παππούς: όλα να τ' αγαπώ και σε όλα να βλέπω την καλή πλευρά τους. Μέσα στις στάχτες να βρίσκω αυτό που σώθηκε. Μέσα στους καταποντισμούς ό, τι δεν πνίγηκε. Μέσα στο θάνατο ό, τι απόμεινε ζωντανό. «Πάντα κάτι μένει», μου έλεγε, «αυτό να ψάχνεις κάθε φορά που ο καιρός ανταριάζει και φαίνεται πως όλα χάνονται. Και όταν το βρίσκεις να το φυλάς σα θησαυρό αυτό που σώζεται, αυτό που μένει, αυτό που αντέχει στη φωτιά, στο μαχαίρι, στο θάνατο». Τα έλεγα στην Ελισώ κι εγώ με τη σειρά μου κι εκείνη δε μιλούσε, δεν έλεγε τίποτα. Πέρασαν μέρες να καταλάβω γιατί. Για μένα όλα αυτά ήταν ωραία λόγια, ήταν μια ποιηση γεμάτη γοητευτικές λέξεις. Μα εκείνη είχε ζήσει το θάνατο κι ακόμα προσπαθούσε να διακρίνει τι σώθηκε μέσα της, τι άντεξε στη βάρβαρη λεηλασία του.

«Να βουτάς στη θάλασσα με τα μάτια ανοιχτά. Μέσα στο διάφανο νερό τα χρώματα έχουν άλλη λάμψη. Ηλεκτρική», της έλεγα μετά από τόσες φορές που το είχα ακούσει απ' το στόμα του παππού ύστερα από τη γέννησή μου . Η Ελισώ το δοκίμασε μια φορά και δεύτερη δεν το κατάφερε. Έτσουξαν τα μάτια της και φοβήθηκε. Προτιμούσε να τα έχει κλειστά. Εξάλλου, από το να βλέπει την ηλεκτρική λάμψη του θαλάσσιου κόσμου που έκρυβε ο βυθός, έλεγε πως προτιμά να ακούει τις περιγραφές μου. Έτσι μου έλεγε κι ήταν αλήθεια.

Ήξερα πως δεν άντεχε να ανοίγει τα μάτια. Ήξερα πως δεν καταλάβαινε όλα όσα της έλεγα. Λίγα απ' αυτά ήταν δικά μου. Με τον καιρό λίγα παραπάνω. Τα περισσότερα ήτανε λόγια του παππού που της τα μετέφερα αυτούσια.

Δεν με πείραζε που δεν καταλάβαινε. Εξάλλου κι εγώ δεν καταλάβαινα, τότε, περισσότερα απ' αυτήν. Δεν με πείραζε που έκλεινε τα μάτια όταν από τον θεόρατο βράχο που υψώνεται πάνω απ' την πιο μαγευτική παραλία του κόσμου, τα Μαύρα Βόλια, στον ηφαιστειογενή Ψαρώνα του Εμπορειού, πηδούσαμε για μακροβούτια. Εξάλλου κι εγώ συχνά τα έκλεινα κι ας μην της το μαρτυρούσα. Ούτε στα Βρουλίδια τα άνοιγε, ούτε στην αγιά Φωτιά. Καθόλου δεν με πείραζε. Αντίθετα. Μ' έκανε να προσπαθώ περισσότερο γι' αυτήν. Να παραληρώ συχνά ανεξέλεγκτα. Να της μιλώ για τα κατάμαυρα βότσαλα που μέσα στη θάλασσα του Εμπορειού γινόταν αστραφτερά σκοτεινά πεφταστέρια που σαν ουρές από ασημένιους γαλαξίες τα μικρά ευκίνητα ψαράκια διέσχιζαν. Για τα όστρακα και τα φύκια της μιλούσα, τις πολύχρωμες πέτρες που σαν καρποί ενός θαλάσσιου περιβολιού γέμιζαν τις άλλες παραλίες που πηγαίναμε. Έφτιαχνα ιστορίες για όλα όσα δεν έβλεπε, ούτε εκείνη και συχνά ούτε κι εγώ, και τα πίστευε όλα, αφού τίποτα δεν είχε δει κι αφού με πίστευε όσο κι εγώ εκείνη.

Όταν με άκουγε διαγραφόταν στο πρόσωπό της η λάμψη που εκπέμπουν οι ανοιχτές καρδιές. Ένα χωράφι γινόταν που τα λόγια μου γεννοβολούν καρπούς. Θαύμαζα τότε το μυστήριο που νικά τους κανόνες της φύσης και τον χρόνο. Την λογική αλληλουχία και το αναμενόμενο: σαν να το ακουμπούσε το μαγικό ραβδάκι μιας νεράιδας, έβλεπα το χωράφι να χρυσίζει φορτωμένο στάχυα στο φως. Μια διαρκής έκπληξη έκρυβε η ανοιχτή καρδιά της και η αδιάκοπη καρποφορία της μου γεννούσε τον θαυμασμό: το πιο ανθρώπινο και μαζί το πιο υπερφυσικό αίσθημα της ζωής.

«Θα φτιάξουμε ένα σπίτι μέσα στο βυθό», μου έλεγε όταν τελείωνα τις περιγραφές μου. «Θα το χτίσουμε με όστρακα και πολύχρωμες πέτρες. Οι πόρτες του θα είναι από σφουγγάρια και τα έπιπλα από κοράλλια. Ο δικός μας κήπος θα είναι όλο το περιβόλι της θάλασσας. Χωρίς μαντρότοιχους, χωρίς σοκάκια ανήλιαγα, δίχως σκιές». «Εσύ θα είσαι η γοργόνα μου κι εγώ ο αναστημένος βασιλιάς Αλέξανδρος, όλος δικός σου για πάντα!», της απαντούσα.

Όσο της μιλούσα τόσο πίστευα όλα όσα της έλεγα. Άλλο τόσο καταλάβαινα τα μυστήρια πιο βαθιά. Όσα ήταν ακόμα αινιγματικά. Και σχεδόν όλα τέτοια ήταν. Όχι μόνο όσα έκρυβε ο βυθός, αλλά και η επιφάνεια. Η ανοιχτή καρδιά της. Τα λόγια του παππού που συχνά γίνονταν αφορμή για ατέλειωτες συζητήσεις, σκέψεις και όνειρα.

Τα λόγια του παππού συνήθως ήταν αινιγματικά. Όπως αυτά για τις εποχές και τα μυστικά τους. Τις ράγες των τρένων. Τον κόσμο της σοφίας. Την ηλεκτρική λάμψη του βυθού. Μα τότε δεν ζητούσαμε ακόμα εξηγήσεις σε όλα. Μας άρεσε να δίνουμε τις δικές μας ερμηνείες, όσο παιδιάστικες και παράλογες κι αν ήταν. Ήμασταν στα δεκάξι. Και καθώς τα μοιραζόμασταν όλα με την Ελισώ, κάναμε ανεπαίσθητα βήματα μέσα στο μυστήριο της αγάπης. Στο σκοτεινό του λαβύρινθο, που όσο προχωράς τόσο ξεχωρίζεις στο βάθος του τούνελ ένα αχνό φωτάκι που σε οδηγεί ολοένα πιο βαθιά. Τι ήταν αυτό το φως; Ήταν η λύση; Η έξοδος σ' έναν κόσμο διαφορετικό; Μια απάντηση που έφεγγε εκεί δειλά αλλά άσβηστα; Ακόμη δεν γνώριζα. Πήγαινα όμως. Και δεν πήγαινα μόνος.

Προχωρώντας όμως στο έδαφος του ανεξήγητου και αφήνοντάς το να σε παρασύρει, λίγο λίγο, δίχως να το πάρεις είδηση, χωρίζεσαι απ' τον κόσμο. Και αν το μοιραστείς με άλλον έναν τότε τον παίρνεις κι αυτόν μαζί σου. Αν μάλιστα πρόκειται γι' αυτόν που μόνο μια φορά, με τρόπο απόλυτο, μονάχα μία, ενδέχεται να συναντήσεις στη ζωή σου, τότε ο δρόμος αυτός δεν έχει επιστροφή.

Στους περισσότερους δεν συμβαίνει ποτέ. Ούτε να συναντήσουν τον έναν και μοναδικό που θα είναι το απόλυτο συμπλήρωμά τους, ούτε να μπουν στη χώρα του μυστηρίου μαζί του. Το ακόμα πιο σπάνιο είναι αν τον συναντήσουν να καταφέρουν να διασχίσουν το τούνελ μαζί του μέχρι το τέλος, εκείνο το αχνό φως.

Δεν ήξερα πολλά για τη ζωή κι ας νόμιζα συχνά πως τα γνωρίζω όλα. Ήξερα όμως πως η Ελισώ ήταν για μένα. Ένα παρθένο χωράφι του Κάμπου στο οποίο έσπερνα σκέψεις του παππού και δικές μου. Τις πιο λεπτές αποχρώσεις των αισθημάτων μου. Ξετύλιγα την καρδιά μου και την ίδια στιγμή την άφηνα στα χέρια της να την πλάσει σαν τα κεραμικά που φτιάχνουν οι μεγάλοι μάστορες στ' Αρμόλια. Είχα μια καρδιά από άργιλο και νερό και τα χέρια της ήταν αυτά του αγγειοπλάστη. Ήταν και το καμίνι που την έψηνε. Της έδινε σχήμα, τη σκάλιζε, τη χρωμάτιζε και την έψηνε όπως εκείνη ήθελε. Κι εγώ στα χέρια της έτρεμα όσο μ' έπλαθε, έτοιμος ανά πάση στιγμή να διαλυθώ, να πέσω, να χαθώ. Όμως εκείνη ήξερε να με κρατά και στον τροχό της αγάπης της να με πλάθει με σιγουριά σαν να ήταν χρόνια εξασκημένη σ' αυτήν την τόσο σπάνια και μεγάλη τέχνη.

Τρέξαμε πολύ εκείνο το απόγευμα. Σταματούσαμε κατά διαστήματα και παίζαμε κρυφτό. Εκείνη κρυβόταν πίσω από χαλάσματα κι εγώ γεμάτος αγωνία πως την έχασα, πως δεν την έχω πια, την γύρευα παντού. Πεταγόταν τότε ξαφνικά μπροστά μου και με κατατρόμαζε. Έφευγε γελώντας προτού προλάβω να αντιδρασω, τρέχοντας πιο γρήγορα κι απ' τον άνεμο. Όσο καλός κι αν ήμουν στο τρέξιμο πρέπει να παραδεχθώ πως τις περισσότερες φορές με νικούσε. Με νικούσε και μετά ξεκαρδιζόταν με την απελπισία μου. Κοτζάμ αγόρι να το παραβγαίνει ένα κορίτσι στο τρέξιμο; Κι όμως στην πραγματικότητα ήμουν βαθιά περήφανος γι' αυτήν μιας και ήδη την ένιωθα δική μου. Καθώς η νύχτα έπεφτε δίχτυ για τα θαλασσινά μας όνειρα προτού πούμε άλλη μια φορά «καληνήυχτα», της έβαλα στο χέρι διπλωμένο στα τέσσερα, ένα μικρό χαρτάκι. Χαμήλωσα ντροπαλά το κεφάλι κι αυτή τη φορά έφυγα εγώ τρέχοντας πριν προλάβει να αντιδράσει. «Η αγάπη έχει μια λάμψη σαν αυτή του κόσμου του βυθού. Ηλεκτρική. Μα είναι βυθός και ουρανός μαζί», έγραφε το μικρό χαρτί που της έδωσα εκείνο το σούρουπο μετά το πρώτο μας φιλί.

 

 

Σημείωση: Δημοσιεύεται με την ευγενή παραχώρηση της συγγραφέως…

 

ΠΗΓΗ: κεφ. 1ο, Tuesday, December 15, 2009, http://animusanimus.blogspot.com/2009/12/1.html,

κεφ. 2ο, Tuesday, December 17, 2009, http://animusanimus.blogspot.com/2009/12/2.html,

κεφ. 3ο, Tuesday, December 19, 2009, http://animusanimus.blogspot.com/2009/12/3.html

Απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.