Ζωή αιωρούμενη
Του Γιάννη Στρούμπα
Η μηδαμινή απόσταση «Ανάμεσα στη μία και στην άλλη όψη της ζωής», ανάμεσα στην ανάταση και την οδύνη, ακόμη κι ανάμεσα στη ζωή και τον θάνατο, καθιστά διαρκή την αναζήτηση εκείνης της σχισμής, απ’ την οποία θα ξεπηδήσουν και θα διοχετευτούν στην ανθρώπινη ζωή όλες οι προσδοκίες για έναν καλύτερο κόσμο, απ’ την οποία θα αναβλύσει το όνειρο. Ακριβώς τούτο το όνειρο ορίζεται ως η επιζητούμενη σχισμή απ’ τον Θανάση Μουσόπουλο στην ποιητική του συλλογή «Ανακουφιστικό τρίγωνο», στην οποία ο Ξανθιώτης ποιητής συγκεντρώνει ποιήματά του γραμμένα από το 2004 ως το 2010.
Είναι το όνειρο, ωστόσο, γλυκό ή εφιάλτης; Το ενδεχόμενο δεν θα μπορούσε παρά να διατηρηθεί ανοιχτό, στο ίδιο μήκος κύματος της απόστασης ανάμεσα στην ευτυχία και την τραγωδία, που ήδη σχολιάστηκε. Εκμεταλλευόμενος σημαίνοντα που μπορούν να αντιστοιχηθούν σε πολλαπλά σημαινόμενα, ο Μουσόπουλος προσδίδει στην ποίησή του έκταση και βάθος, εκτυλίσσοντας τα ποιητικά του σχόλια σε στίχους λιτούς, συνήθως ολιγάριθμους σε κάθε ποίημα, χωρίς βέβαια να απουσιάζουν και οι εκτενέστερες συνθέσεις. Το δίσημο νόημα που αποκτούν οι «Νέοι 2004» στο εναρκτήριο ποίημα της συλλογής, ιδίως στη σύγχρονή τους ανάγνωση στο 2014, είναι ενδεικτικό των ποιητικών προθέσεων του Μουσόπουλου στην παρούσα συλλογή του. «Ήταν ωραίοι/ Αρχή της νύχτας./ Ποιος ξέρει/ Το τέλος της νύχτας/ Τι σημαίνει.» Οι «ωραίοι» νέοι στο ξεκίνημα της νύχτας, τι τύχη θα ’χουν στο τέλος της; Θα ’ναι η νύχτα, άραγε, ο χρόνος της ψυχικής πλήρωσης την οποία επιφέρει μία βραδιά απολαυστικής διασκέδασης ή ο χρόνος κατά τον οποίο απλώνεται η απογοήτευση της διάψευσης, έπειτα από μια ανούσια κραιπάλη; Το μετέωρο ερώτημα προσλαμβάνει τραγικές διαστάσεις όταν προβάλλεται στο σήμερα, οπότε κι η νύχτα λειτουργεί μεταφορικά, συμβολίζοντας τη σύγχρονη οικονομική, πολιτική και ηθική νεοελληνική τραγωδία, σε μια λειτουργία που τονίζεται περαιτέρω από την αντίθεση τη στηριγμένη στη σύγκριση με ένα έτος ανάτασης για τους Έλληνες, λόγω της επιτυχούς διοργάνωσης των Ολυμπιακών Αγώνων στην Αθήνα και της κατάκτησης του κυπέλλου από την ελληνική εθνική ομάδα στο ευρωπαϊκό πρωτάθλημα ποδοσφαίρου. Υπό τη συγκεκριμένη οπτική, ο ποιητικός λόγος του Μουσόπουλου μοιάζει με οδυνηρή προφητεία, που προμαντεύει πικρά τη μετέπειτα ηθική έκπτωση.
Η επακόλουθη, ωστόσο, παρακμή δεν προκύπτει τυχαία. Ριζώνει βαθύτερα στο ανθρώπινο παρελθόν. Την κοινωνική αφασία ο Μουσόπουλος την αποτυπώνει στην αδυναμία εντοπισμού των πραγματικών δεινών ή, ακόμη χειρότερα, στην αδιαφορία απέναντί τους και στη μετάθεση των ευθυνών σε ανθρώπους που στοχοποιούνται άδικα, μα αποτελούν τον εύκολο στόχο: «Πέθανε/ Γλίτωσαν από έναν/ Που λέρωνε το πάτωμα/ Αυτόν που λέρωνε τον ουρανό/ Ούτε τον πήραν είδηση.» Η αγανάκτηση εξαντλείται στους μικρούς και ταπεινούς που λερώνουν «το πάτωμα», ενώ παραμένουν αλώβητοι όσοι λερώνουν «τον ουρανό», συντρίβουν τα όνειρα, θάβουν το μέλλον, δολοφονούν την αισιοδοξία.
Ακόμη κι εκεί, όμως, που παρέρχεται «ο χρόνος της ελπίδας» και φαίνεται να κατισχύει η απελπισία, η ποίηση δίνει ξανά όραμα, αφού και την ίδια την απελπισία τη μετατρέπει σε παράγοντα αντίστασης. Το έναυσμα της αντίστασης δίνεται ρητά από τους ποιητικούς προγόνους: «Διαβάζοντας τον Κατσαρό/ Αντιστέκομαι./ Τώρα να περιμένουμε/ Πως η απελπισία θα πει:/ “Πάλι σας δίνω όραμα.”» Με οδηγούς τα ποιήματα «Η διαθήκη μου» και «Όταν» του Μιχάλη Κατσαρού, ο Μουσόπουλος δικαίως θεωρεί την εκδήλωση της αγωνιστικότητας, που θα ξεπηδήσει μάλιστα ακριβώς μέσα από την απελπισία, μέσα από τις δυσκολίες της ζωής, ζήτημα χρόνου.
Στα ποιήματα του Μουσόπουλου, η χαρά της ζωής πηγάζει από αντικείμενα, εικόνες, ανθρώπινες στάσεις ή συμπεριφορές που, ενώ φαίνονται πράγματα τόσο καθημερινά κι ασήμαντα, περικλείουν και μπορούν να μεταδώσουν τις ισχυρότερες συγκινήσεις. «Λίγα χειροκροτήματα,/ Λίγα χειροφιλήματα,/ Λίγες χειρομαλάξεις/ Αρκούν.» Σ’ ελάχιστα χειροκροτήματα ανθίζει η ενθάρρυνση και το κουράγιο που παρέχουν η συμπαράσταση κι η ηθική επιβράβευση. Σε ταπεινά χειροφιλήματα ευδοκιμούν η ευγένεια κι ο σεβασμός, που, μέσω της αναγνώρισης, στερεώνουν την εμπιστοσύνη και την υγιή συνύπαρξη. Σε τρυφερές χειρομαλάξεις εγκατοικεί η αγάπη, η στοργή, η αφοσίωση. Το χέρι προτείνεται για να το αδράξει ο συνάνθρωπος, σύμβολο στηρίγματος και συμπόρευσης.
Ακόμη και σε καταστάσεις αντίξοες, μια διαφορετική θέαση θα ’ταν ικανή να αναστηλώσει τα ερείπια της αισιοδοξίας. «Τι κι αν τις σκιές/ Ή τεθλασμένες/ Βλέπουμε στο νερό/ Υπάρχει και το ίσιο.» Η φαινομενική στρέβλωση δίνει κάποτε την εντύπωση μιας μοιραίας δυσμένειας· μια προσεκτικότερη προσέγγιση της κατάστασης, ωστόσο, αποκαλύπτει και «το ίσιο», την πεδιάδα, την απρόσκοπτη από εμπόδια πορεία. Ο ίδιος ο θάνατος ηττάται στο ξεπέταγμα της ζωής, στη χαρά από το πρώτο μπουμπούκι της τριανταφυλλιάς, η οποία λογιζόταν ετοιμοθάνατη: «Αυτήν την τριανταφυλλιά/ Που ’ταν ετοιμοθάνατη/ –ετοιμόρροπη θα ’λεγα–/ πολύ πολύ το χάρηκα/ που συνήρθε/ κι ετοίμασε/ το πρώτο της μπουμπούκι.»
Η ανάσα που ευωδιάζει και μόνο στην προοπτική να «τυλιχτεί» στο άρωμα του εκκολαπτόμενου τριαντάφυλλου αποκτά και ιδιαίτερη δύναμη εκφοράς. Εκφερόμενη δε, καθίσταται η φωνή του ποιητή, η στεντόρεια φωνή του που εκπέμπεται στον χώρο. «Η ποίηση είναι/ Η κραυγή// Κι ο ποιητής/ Η χοάνη.» Ισχύει, όμως, ταυτόχρονα και η ακριβώς αντίστροφη λειτουργία: ο ποιητής μετατρέπεται στο όχημα της ποίησης, στη χοάνη που τη διασπείρει μακριά, στο χωνί που διαδίδει τον λόγο, τις σκέψεις, τα συναισθήματά της. Στην ιδέα, μάλιστα, της «χοάνης» ο Μουσόπουλος επανέρχεται, όταν, αναφερόμενος σε ποιητές συνδεμένους με την Πελοπόννησο, όπως ο Γιάννης Ρίτσος, ο Νικηφόρος Βρεττάκος κι ο Μιχάλης Κατσαρός, τους τοποθετεί ψηλά, «Στα κορφοβούνια του Μοριά», απ’ όπου «Τα χέρια κάνανε χωνί», για να εκπέμψουν σε μήκος και πλάτος, σε ύψος και βάθος τις «αγέρινες» συλλαβές τους και να χορέψουν τον επίσης «αγέρινο» χορό τους.
Η αγέρωχη ποιητική εκπομπή αποκτά ενισχυμένη ένταση, όταν εμπνέεται από τον ζωογόνο έρωτα. Ο έρωτας, «Ομίχλη,/ Ανειρήνευτης έξαρσης/ Σκιά», απρόβλεπτος, θολός, παθιασμένος, στήνει έναν διαρκή πόλεμο, που ακυρώνει το δίλημμα «έρωτας ή πόλεμος» κι επιζητά τη διαρκή εγρήγορση και μαχητικότητα. Γι’ αυτό, εξάλλου, θα ’ταν αδύνατο να ανατεθεί η υπεράσπιση του έρωτα σε «κάτι νερόβραστους», και δικαίως εκείνος που καλείται να τους βάλει «στη θέση» τους είναι ο καβαλάρης μαχητής Αϊ-Γιώργης. Γιατί ο έρωτας είναι πόλεμος και γιατί, όσο ανίερη κι αν μοιάζει η ανάθεση του συγκεκριμένου ρόλου σε ένα πρόσωπο προερχόμενο απ’ τον χώρο της θρησκείας, δηλαδή σε έναν Άγιο, ο έρωτας είναι και μια θεία μύηση.
Η συγκεκριμένη προσέγγιση του έρωτα θα καταργούσε και τις τύψεις των ηρώων ενός άλλου «Αγίου», εκείνου των ελληνικών γραμμάτων, του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη. Ο Μουσόπουλος, συνεπής στην ερωτική του προσέγγιση, δεν πρόκειται να επιτρέψει καμιά αμηχανία οφειλόμενη στην ερωτική επιθυμία. Έτσι, αφορμώμενος από τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη και το διήγημά του «Όνειρο στο κύμα», διεκδικεί τον πειρασμό: «Κυρ Αλέξανδρε,/ Θα πέσω πάνω στο κύμα/ Να καταπλακώσω το όνειρό σου» Ο Μουσόπουλος, προσποιούμενος ότι θα απαλλάξει τον Παπαδιαμάντη από τον ερωτικό πειρασμό, τη δροσερή κοπέλα που κολυμπά στα κύματα, κατακαλύπτοντάς την, υπονοεί μια άγρια ερωτική εκδήλωση στην οποία τον πρωταγωνιστικό ρόλο τον αναλαμβάνει το ποιητικό του υποκείμενο, επιχειρώντας να χαρεί τον έρωτα καθώς διεκδικεί τη σαρκική επαφή με την κοπέλα.
Συνεχίζοντας την περιπλάνησή του «Στις καμπύλες/ Στις εσοχές/ Στις εξοχές/ […]/ Της ηδονής», ο Μουσόπουλος δεν ξεχνά την εντεινόμενη προσοχή που επιβάλλεται να επιστρατεύει όποιος εισέρχεται στον ερωτικό πόλεμο, καθώς ενδέχεται απ’ αυτόν να βγει εκτεθειμένος: «Το πρόβλημα δεν είναι να μπεις,/ Πώς βγαίνεις ύστερα/ Ξεβράκωτος/ Στην κοινωνία…» Η ποιητική πραγμάτευση του Μουσόπουλου αποκτά, παρά τη σοβαρότητα της ουσιώδους νουθεσίας προς κάθε ναυτιλλόμενο στα ερωτικά πελάγη, διαστάσεις πιπεράτου χιούμορ, καθώς ο ποιητής, σ’ ένα παιγνιώδες αδιάκοπο πηγαινέλα από τη μεταφορά στην κυριολεξία και τανάπαλιν, υπονοεί με τα ρήματα «μπαίνω» και «βγαίνω» τη σαρκική διαδικασία της συνουσίας.
Ο «ξεβράκωτος» άνθρωπος, όμως, διεκδικεί παράλληλα και την αθωότητα, ιδίως όταν διατρέχει την αγνή, παιδική ηλικία. «Μικρός ξεβράκωτος κι ωραίος/ Κι όσο μεγαλώνεις/ Να βάζεις ρούχα/ Να κρύβεις τα μεριά σου/ Και να κρύβεις την ψυχή σου./ Στο τέλος φοράς τσαντόρ/ Το σώμα όλο κρυμμένο/ Κρυμμένη κι η ψυχή», φιλοσοφεί ο ποιητής, καταδεικνύοντας παραστατικά τις διαφορετικές διαστάσεις που αποκτούν οι έννοιες σε διαφορετικά περιβάλλοντα. Ό,τι, δηλαδή, θα οδηγούσε στη χλεύη έναν ενήλικα, η κατάσταση του κυριολεκτικά ξεβράκωτου, για ένα παιδάκι θα ήταν δήλωση ελευθερίας και ξενοιασιάς, ενώ η ίδια κατάσταση μεταφορικά θεωρείται σαφώς προτιμότερη σε σχέση με εκείνη που υποχρεώνεται να καταπνίγει συναισθήματα και, γενικώς, τον ανθρώπινο ψυχικό κόσμο, θυμίζοντας γυναίκα καταποντισμένη στα τσαντόρ και συνθλιμμένη απ’ αυτά σε κοινωνίες ισλαμικές.
Στον καύσωνα, συνεπώς, των ημερών, ο Μουσόπουλος αποδεικνύει πως γνωρίζει να χειρίζεται επιτυχώς τις λέξεις, λέξεις «δροσιστικές», για «μακροβούτια» στα «ενδότερα», σε πισίνες ιδεών και συναισθημάτων, «Χωρίς χλώριο», μάλιστα, «χωρίς/ Λειψυδρίας φόβο». Με δεδομένη τούτη την ανακουφιστική λειτουργία, το υπό διαφορετικές συνθήκες τραγικό ερώτημα «Να γράφεις ή να μη γράφεις;» βρίσκει την απάντησή του. Γιατί όσο κι αν απογοητεύεται ο ποιητής όταν νιώθει πως διαστρεβλώνεται «στην ερμηνεία των/ Ανατόμων» του, όταν αισθάνεται να τον σκυλεύουν «Εν ζωή» ή και «μετά θάνατον», η ποιητική γραφή πετυχαίνει να λειτουργεί λυτρωτικά και να παρέχει στον ποιητή τον τρόπο να εκφράζεται και να εκτονώνεται ακόμα και υπό τις πλέον αντίξοες ή και πεζές καταστάσεις. Γι’ αυτό όταν μετακινείται με το τρένο «από σταθμό/ Σε σταθμό/ Σε προεκλογική περίοδο», κατορθώνει να άρει την πεζότητα αυτής, πετυχαίνοντας με την ποίηση «να καταργηθούν οι ράγες/ και το τρένο να αιωρείται/ εν μέσω προεκλογικής/ περιόδου».
Απ’ όσο βαθιά, απ’ όσο πίσω χρονικά, επομένως, κι αν πηγάζουν οι πεζότητες κι οι δυσκαμψίες, απ’ όσο αρχαίους θολωτούς τάφους κι αν προσπαθεί να ξεπηδήσει ο θάνατος, η ποίηση θα στέκει πάνω απ’ τη θύρα τους σαν «κουφιστικό τρίγωνο». Σαν ανακουφιστικό υπέρθυρο, υπογραμμίζοντας διαρκώς την παρουσία της αιωρούμενη, όπως το τρένο νωρίτερα, απορροφά τα αρνητικά συναισθήματα και τα ακυρώνει. Εκπέμποντας από ψηλά τη δική της θετική ενέργεια και το δικό της μήνυμα για συντήρηση της μνήμης και της ζωής, ακόμη και σ’ αυτή την ίδια την πίσω αυλή του θανάτου, τον ξορκίζει. Η ποιητική συλλογή του Θανάση Μουσόπουλου δικαιώνει τον τίτλο της, λυτρώνοντας τον αναγνώστη ποικιλοτρόπως.
Θανάσης Μουσόπουλος, «Ανακουφιστικό τρίγωνο. Ποιήματα (2004-2010)», εκδ. Σπανίδης, Ξάνθη 2014, σελ. 48.
α΄ δημοσίευση: εφημ. «Αντιφωνητής», αρ. φύλλου 398, 1/9/2014.