Για τη στάση της νεολαίας απέναντι στο Χριστό και την Εκκλησία
Ποιοι ευθύνονται για την αρνητική στάση της.
Του Παναγιώτη Α. Μπούρδαλα*
α. Εισαγωγή.
Το θέμα «η σημερινή νεολαία απέναντι στο Χριστό» είναι δύσκολο και φλέγον πρόβλημα. Γιατί ενώ οι νέοι άνθρωποι, η νεολαία δηλαδή, είναι πάντοτε οι απεσταλμένοι του Θεού, που ευδοκεί να συνεχίσουν την ιστορία της ανθρωπότητας, η σύγχρονη νεολαία δείχνει πως αρνείται τον απεσταλμένο Του στον κόσμο Ιησού Χριστό.
Αυτό είναι το δράμα της «πεσμένης» ανθρωπότητας, της απομακρυσμένης από την κοινωνία της αγάπης με την Αγία Τριάδα.
β. Ορθόδοξες προϋποθέσεις[i].
Ο κάθε άνθρωπος που έρχεται στον κόσμο είναι βέβαια μια εικόνα του Ζωντανού Θεού. Αλλά «είναι μια εικόνα», όπως παραστατικά μας τονίζει ο Ρώσος Μητροπολίτης του Σουρόζ Αντώνιος, «που σαν τους παλαιούς πίνακες την έχουν κακομεταχειριστεί ή επιζωγραφήσει ή αποκαταστήσει αδέξια, σε σημείο να είναι αγνώριστη και ωστόσο διατηρεί ακόμα μερικά από τα αρχικά χαρακτηριστικά της».
Μόνο ένας ειδικός μπορεί να την εξετάσει προσεκτικά και αρχίζοντας απ’ ό,τι έχει μείνει ακόμη γνήσιο, να απαλλάξει τη ζωγραφιά διαδοχικά απ’ όλες τις αλλεπάλληλες προσθήκες.
Το γεγονός της «αμαρτίας», που προβάλλεται αδιάκοπα μπροστά μας, η Ορθόδοξη εκκλησιαστική αγωγή μας το υπογραμμίζει κι έτσι μας αποκαλύπτει την απύθμενη τραγικότητα της ύπαρξής μας. Η «αμαρτία» είναι η πιο ισχυρή απόδειξη, πως ο άνθρωπος σχετίζεται με το Θεό, αλλά με τρόπο αρνητικό. Με την αμαρτία ο άνθρωπος αναγνωρίζει την παρουσία του Θεού, αλλά όμως δεν θέλει να βρίσκεται κοντά του, κάτω από την κηδεμονία Του, την προστασία της δημιουργικής και δυναμικής αγάπης Του.
Έτσι καταλαβαίνουμε γιατί η βαθιά συναίσθηση της αμαρτίας οδηγεί τον άνθρωπο – με τη μετάνοια – στο Θεό. Η Ορθόδοξη Εκκλησία λοιπόν μας προβάλλει, στους πιστούς, συνεχώς το γεγονός της αμαρτίας σε όλη του τη διάσταση.
Γιατί δεν πρόκειται απλά για μια ατέλεια ή ηθική αστοχία του ανθρώπου, όπως ισχυρίζεται η «Δυτική» θεολογία, ούτε απλά μια εξωτερική αλλοτρίωση και παραφθορά από το σύστημα, όπως διδάσκει ο Μαρξισμός.
Πρόκειται για τη διάσπαση της αρμονικής σύζευξης της «πνευματικής» και υλικής φύσης του ανθρώπου («Και ανοίχτηκαν τα μάτια τους και ένοιωσαν βαθιά ότι ήσαν γυμνοί και έραψαν «φύλλα συκής» και έφτιαξαν για τον εαυτό τους περιζώματα», Γέν. Γ, 7). Πρόκειται λοιπόν για την αμαρτία που διέσπασε τα πάντα.
γ. Χριστός: το πρόσωπο της αλήθειας.
Ολονών μας χωρίς εξαίρεση, εκτός από το Πρόσωπο του Ιησού Χριστού. Γιατί το Μοναδικό Αυτό Θεανθρώπινο Πρόσωπο βρίσκεται απέναντι στον αμαρτωλό, παραφθαρμένο, ατομιστή άνθρωπο και του προσφέρει Πρώτος Αυτός την κοινωνία της Αγάπης Του.
Ο άνθρωπος γεμίζει πραγματικά, όταν αδειάζει τον εαυτό του. Πλουτίζει όταν πτωχαίνει δίνοντας. Ανακαλύπτει την ύπαρξή του, όταν αρνείται τον εγωκεντρισμό του. Αποκτά αληθινή κυριότητα και κυριαρχία όταν διακονεί τους άλλους.
Αυτό το «μήνυμα» ενσάρκωσε στο Πρόσωπό Του ο Ιησούς Χριστός και η Ποιμαίνουσα και Ποιμαινόμενη Εκκλησία οφείλει να το μεταδώσει ζώντας το, στους ανθρώπους, στην κάθε φορά νέα Γενιά.
Το ξαναγύρισμα στην πραγματική μας φύση γίνεται δια μέσου της κοινωνίας με το Χριστό, χρειάζεται την Αγάπη του Χριστού. Και κέντρο αυτής της κοινωνίας είναι η Ευχαριστία. Εδώ όμως χρειάζεται να τονιστεί πως για να πιστέψουμε στο Χριστό, πρώτα ο Χριστός μας ενέπνευσε την εμπιστοσύνη Του. Αν ο Χριστός που κηρύσσεται δεν εμπνέει εμπιστοσύνη, δεν μπορεί να υπάρξει πίστη σ’ Αυτόν.
Αλλά ο αληθινός Χριστός εμπνέει εμπιστοσύνη στον άνθρωπο, γιατί ο ίδιος πρώτα αγαπά πριν αγαπηθεί, ο ίδιος συγχωρεί πριν συγχωρήσουμε τους αδελφούς μας, ο ίδιος μας υπηρέτησε πριν τον υπηρετήσουμε, ο ίδιος θυσιάστηκε πριν θυσιαστούμε εμείς γι’ Αυτόν.
Πάνω στο σταυρό αποδείχτηκε περίτρανα πως το Πρόσωπο του Ιησού χρειαζότανε η ανθρωπότητα για να ξεφύγει από την εγωκεντρική της σαπίλα. Ο σταυρωμένος Θεάνθρωπος από τον αμαρτωλό κόσμο, υπομένει αυτό το διώξιμο από τη ζωή του κόσμου. Μα όχι απλά το υπομένει, μα εκεί ακριβώς στην έσχατη αποπομπή Του, απλώνει το χέρι Του στον αμαρτωλό άνθρωπο: «Καγώ εάν υψωθώ εκ της γης πάντας ελκύσω προς εμαυτόν» (Ιω. 12, 32) και «Πάτερ άφες αυτοίς. Ου γαρ οίδαι τι ποιούσι» (Λουκ. 23, 24).
Έτσι ολοκληρώνοντας και αποδεικνύοντας την Αποστολή Του μ’ αυτόν τον τρόπο, φωνάζει το «Τετέλεσται» και πεθαίνει. Αποδέχεται το διώξιμο από τη ζωή, αποδέχεται το θάνατο. Πεθαίνει για να αναστηθεί μετά τρεις μέρες ένδοξος. Μετά την Ανάσταση και την Ανάληψη του Χριστού, την δόξα Του, και με αφετηρία την Πεντηκοστή αρχίζει το «καινό» έργο των δικών Του στη γη, της Εκκλησίας.
Έχει αφήσει την τελευταία παραγγελία Του: «πορευθέντες…., διδάσκοντες αυτούς τηρείν πάντα όσα ενετειλάμην υμίν και ιδού εγώ μεθ’ υμών ειμί πάσας τας ημέρας, έως της συντελείας του αιώνος.» (Ματθ. 28, 19-20). Και είναι στην Εκκλησία Του, αφού έστειλε τον Παράκλητο, το Πνεύμα της Αλήθειας, που μας οδηγεί «εις πάσαν την Αλήθειαν» (Ιω. 16, 13).
Ο Χριστός μας αποκάλυψε την αληθινή φύση του ανθρώπου, μας αποκάλυψε την αλήθεια του προσώπου. Ότι δηλαδή τότε ακριβώς διασώζεται το ανθρώπινο πρόσωπο, όταν ακριβώς αρνείται να υπάρχει μονάχα για τον εαυτό του, χτυπώντας την ατομική (πτωτική) φύση με την Αγάπη.
Μα αυτή την κίνηση, αυτόν τον αγώνα, θα τον ξεκινήσει το ίδιο το πρόσωπο από τα βάθη του είναι του και με στενή συνεργασία με το Χριστό. Η κίνηση θα έχει μια εσωτερική αφετηρία. Γι’ αυτό θα είναι εκλογή ελευθερίας. Ο Χριστός βέβαια «κρούει την θύρα» (Αποκ. 3, 20) και ο άνθρωπος αποφασίζει αν θα ανοίξει ή όχι.
Ο Χριστός λοιπόν, δεν ήλθε να κρίνει τον άνθρωπο, αλλά να τον σώσει σαν πρόσωπο από το πνίξιμο, είτε μέσα από τον αυτονομιστικό, ατομιστικό εγωκεντρισμό, είτε από την εξωτερική, αυτόματη και σιδερένια πειθαρχία.
δ. Η σημερινή ιστορική Εκκλησία
Διδάσκεται πως η αμαρτία μας έχει διαβρώσει όλους και πως η πορεία για τη Λύτρωσή μας γίνεται διαδοχικά, από στάδιο σε στάδιο; (Β΄ Κορ. 3, 18). Ή μήπως διδάσκεται είτε απλά μια ηθική βελτίωση, είτε μια άτεγκτη ηθικολογία χωρίς διαλεκτική;
Εμείς σαν «χριστιανοί» πόσους αγαπάμε πραγματικά; Και τι πραγματικά σημαίνει η δική μας αγάπη για τους άλλους, για τους νέους; Είναι η αγάπη μας πάντοτε πηγή χαράς γι’ αυτούς; Τους ελευθερώνει; Τους δίνει το κίνητρο να αγαπούν και να χαίρονται; Αν τα θύματα της «αγάπης» μας τολμούσαν, και τολμούν, τότε θ’ ακούγαμε συχνά, αν προηγουμένως δεν μας έχουν ξεγράψει, να μας ικετεύουν:
Χρειάζεται βέβαια μια εκ έξω παρότρυνση, που να καλεί το νέο στην ανάληψη της ευθύνης και της προσωπικής του ανάπτυξης, με βάση όμως πάντοτε τη χρήση της εσωτερικής ελευθερίας: «Υμείς γαρ επ’ ελευθερία εκκλήθητε αδελφοί» (Γαλ. Γ΄ 13). Αν αυτό, η ελευθερία δηλαδή, δεν προσεχθεί, τότε αυτή παρότρυνση μπορεί να εκτραπεί σε επιτακτικές και φορτικές εντολές και διαταγές, που στηρίζονται σε μια έννοια αυθεντίας, η οποία προσπαθεί να επιβληθεί εξωτερικά και επιφανειακά.
Ο νέος άνθρωπος ζει πολύ έντονα την διάσπαση των εσωτερικών δυνάμεων του είναι του, που είναι καρπός της «αμαρτίας», την προβάλλει στο περιβάλλον του, που μαζί του δεν έχει αρμονικές σχέσεις. Έτσι αναγκάζεται να το κρίνει και να το κατακρίνει, με αποτέλεσμα να αισθάνεται μια αδιάκοπη αβεβαιότητα και ανασφάλεια, Είναι αναγκασμένος να αμύνεται διαρκώς στην επιθετική και απορριπτική συμπεριφορά των άλλων.
Έτσι οδηγείται ο νέος στο φαύλο κύκλο της ατομικιστικής ζωής, χάνει την εμπιστοσύνη του σε όσους του μιλάνε για προστασία, αφού όλοι ως τότε προσπάθησαν να τον καταδυναστεύσουν και όχι να τον λυτρώσουν. Ίσως όμως αυτή τη προστασία να τη βρει – ή να πιστεύει ότι τη βρήκε – στο κόμμα, την οργάνωση, το κράτος. Οπότε τότε γίνεται ο φανατικός υποστηρικτής του «προστάτη» του…
Και αυτό αγνοώντας τις σημερινές άθλιες κοινωνικές συνθήκες της εφηβικής ζωής και μακριά από το φιλάνθρωπο πνεύμα της Ορθόδοξης αγωγής, επηρεασμένη βαθιά από τις ηθικολογικές επιδράσεις της Δύσης και τις καταπιεστικές δομές ορισμένων ολοκληρωτικών «θρησκευτικών» σωματείων.
Η αλήθεια και η ενότητα της Εκκλησίας διασώζεται σήμερα σχεδόν μόνο στον πυρήνα της Θείας λατρείας, την Ευχαριστία. Ο καινούργιος τρόπος ζωής που εγκαινίασε ο Χριστός στην «πεσμένη» ανθρωπότητα, σαν κοινωνία προσώπων-αδελφών «εν Χριστώ», είναι ζήτημα αν αποτελεί μια ενθύμηση του παρελθόντος.
Η ίδια η διοίκηση της Εκκλησίας έχει γίνει ένα οικονομικό κατεστημένο. Οι κληρικοί συνήθως είναι άνθρωποι επαγγελματίες χωρίς δυνατή πίστη, θεολογία και ποιμαντική.
Δεν είναι η «επάνω όρους κειμένη πόλις» (Ματθ. 5, 14). Οι βαπτισμένοι Χριστιανοί σε τι διαφέρουμε από τους «εθνικούς»; Μάλλον είμαστε πολλές φορές χειρότεροί τους, γιατί είμαστε και υποκριτές.
ε. Η στάση της νεολαίας.
Ωστόσο αυτό είναι αρκετό να τον πλησιάσει η «Εκκλησία» και να διαλεχθεί μαζί του. Να του υποδείξει βέβαια, πως οι κοινωνικοί αγώνες ξεκομμένοι από την προσωπική ολοκλήρωση είναι χωρίς νόημα. Να του κηρύξει πως ο Χριστός χτυπάει το κακό στη ρίζα του, στον έσω άνθρωπο. Απελευθερώνει το πρόσωπο για να αγαπήσει και καρπός αυτής της προσωπικής αγάπης είναι η κοινωνική αλλαγή.
Η νεολαία σήμερα έχει ένα προτέρημα. Ξεπερνώντας όλους τους φραγμούς, τους νόμους, ξεπέρασε ή προσπαθεί να ξεπεράσει την υποκρισία και το φαρισαϊσμό, που γεννάει ο ηθικισμός και ο νομικισμός. Είναι νεολαία ειλικρινής. Και η ειλικρίνεια είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την αναζήτηση της Αλήθειας. Της Αλήθειας που οδηγεί στη πραγματική απελευθέρωση.
Με αυτά που λέω, δεν θέλω να βγάλω «ασπροπρόσωπη» τη νεολαία. Ποιος είναι ασπροπρόσωπος; Εκείνο που θέλω να τονίσω είναι τούτο: Ας μη «διυλίζουμε τον κώνωπα «για τη νεολαία και ας μη «καταπίνουμε την κάμηλο» για τον εαυτό μας, τη σημερινή εκκλησιαστική μας ζωή, τη σημερινή ποιμαντική και (ιερ)αποστολή μας.
Ας τους αποκαλύψουμε το Χριστό Λυτρωτή και όχι τον ηθικό χωροφύλακα. Τον Χριστό Ελευθερωτή και όχι τον προστάτη των κρατούντων. Το Χριστό της προσωπικής και κοινωνικής λευτεριάς και αγάπης και όχι τον βιομήχανο της ατομικής σωτηρίας και τυπολατρίας. Το Χριστό Μεσίτη Θεού και ανθρώπων και όχι τον «εξορισμένο» στους Ουρανούς.
[i] Το άρθρο αυτό γράφτηκε στο τέλος της δεκαετίας του ’70, όταν η νέα γενιά γαλουχήθηκε «θετικά» από τις αριστερές φιλοσοφικές ιδέες της εποχής και «αρνητικά» από τη στάση τη πλειοψηφίας της ανώτατης θεσμικής ηγεσίας της Ορθόδοξης Εκκλησίας στη Χώρα μας, ειδικά στην επάρατη επταετία… του «Ελλάς Ελλήνων χριστιανών»…
Δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στη εφημερίδα «Η Χριστιανική» το 1979. Αργότερα (1982) βελτιωμένο, για δεύτερη φορά δημοσιεύτηκε στο περιοδικό ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ, περιοδική έκδοση φοιτητών της Θεολογικής Σχολής του ΑΠΘ, (τ. 2, Απρίλιος 1982, σελ. 16-18), όταν ο αρθογράφος ήταν φοιτητής στο Α΄ έτος του θεολογικού τμήματος του ΑΠΘ.